Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα απ' την Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα απ' την Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

03 Ιανουαρίου, 2019

ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΠΟΤΙΘΕΜΕΝΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΤΟΥ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΑΖΙ ΠΟΥ ΠΛΑΣΑΡΟΥΝ OI ΦΑΣΙΣΤΟSSΕΛΙΔΕΣ


Η ψεύτικη ιστορία που διακινούν οι φασίστες για Γκεστάπο και ΕΛΑΣ



Πηγή: Κόκκινος Φάκελος


Με αφορμή τις πρόσφατες διαδικτυακές συζητήσεις σχετικά με μια φωτογραφία που υποτίθεται ότι απεικονίζει στελέχη του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου με Γερμανούς αξιωματικούς, ο Κόκκινος Φάκελος θεωρεί σκόπιμο να παραθέσει μια ανάλυση της υπόθεσης, που έβγαλε πολλούς λάτρεις του Χίτλερ από τις διαδικτυακές τους τρύπες, μαζί με μπόλικο ακόμα κόσμο που δέχεται αβίαστα τέτοιες απόψεις και θεωρίες που δεν στέκουν στην κριτική σκέψη.
Ξεκινώντας από το γεγονός ότι μια μόνο φωτογραφία δεν μπορεί να αποτελεί απόδειξη για τίποτε ,ιδιαίτερα όταν δεν εντάσσεται σε κάποιο αρχείο και δεν συνοδεύεται από άλλα στοιχεία, όπως ντοκουμέντα, μαρτυρίες κτλ, θα ξεκινήσουμε με μια απλή ανίχνευση του από που προήλθε η εν λόγω φωτογραφία.
Η φωτογραφία φαίνεται πως αναδύθηκε στο διαδίκτυο τον Μάιο του 2011 από το blog Φιλονόη Πόντου. Αργότερα αναδημοσιεύτηκε σε διάφορα σημεία του διαδικτύου. Αρχικά η φωτογραφία εμφανίζεται στο βιβλίο του Χρίστου Γούδη, Αίμα και Χώμα, εκδόσεις Αδούλωτη Μάνη.
Όπως το Blog αναφέρει και όπως συνήθως συμβαίνει με όλες τις χαλκευμένες πηγές, η φωτογραφία σώθηκε χάρη σε μια “άγνωστη νοικοκυρά”, στο σπίτι της οποίας ζούσε ένας Γερμανός φωτογράφος. Το πώς αυτή η φωτογραφία έφθασε στο διαδίκτυο φυσικά κανείς δεν το αναφέρει, ούτε και το όνομα της εν λόγω γυναίκας που τυχαίνει να διαθέτει έναν πραγματικό θησαυρό της σύγχρονης ιστορίας, ο οποίος αξίζει σίγουρα χιλιάδες ευρώ και ξαναγράφει την ιστορία της Εθνικής Αντίστασης… αν ισχύει…


Από το μπλογκ Φιλονόη Πόντου

Ας δούμε τώρα ποιους απεικονίζει η φωτογραφία. Και εδώ, όπως συμβαίνει σχεδόν με όλα τα ιστορικά ψευδοντοκουμέντα τα ονόματα είναι αδύνατο να εντοπιστούν. Στη συγκεκριμένη λοιπόν φωτογραφία, εικονίζονται “Ο διοικητής της Γκεστάπο Τριπόλεως (αριστερά) και ο διοικητής της Γκεστάπο Σπάρτης (δεύτερος από δεξιά)”. Τα ονόματά τους άγνωστα και αυτό γιατί εάν διασταυρωθούν τα ονόματα των εν λόγω διοικητών με τα πρόσωπα, πιθανότατα θα είναι διαφορετικά. Οι τρεις τώρα αντάρτες του ΕΛΑΣ αναφέρεται ότι είναι οι: Μαρινάκης, Μπαρμαπλιάς και Γιάτρας, χωρίς να αναφέρεται ο βαθμός τους ή εάν τα ονόματα που δίδονται είναι ψευδώνυμα ή πραγματικά. Για τον Μαρινάκη, αναφέρεται ότι λέγονταν Κωνσταντίνος. Ένας ταγματάρχης και όχι στέλεχος του επιτελείου του ΕΛΑΣ με το όνομα Κώστας Μαρινάκης είχε σκοτωθεί στη μάχη της Μεσοχώρας αρκετούς μήνες πριν.
Και εδώ φίλες και φίλοι ξεκινάνε τα σοβαρά προβλήματα τεκμηρίωσης.
Πρώτον: Ρουχισμός και οπλισμός
Κανείς από τα εικονιζόμενα “Στελέχη του ΕΛΑΣ” δεν φορά στρατιωτική στολή που αναδεικνύει το βαθμό του. Δεδομένου ότι τα στελέχη του ΕΛΑΣ που ήταν στρατός έφεραν με κανονισμό διακριτικά του βαθμού τους, και σε αυτή τη φωτογραφία οι υποτιθέμενοι αξιωματικοί θα έπρεπε να φορούν τη στολή τους με τα αντίστοιχα διακριτικά. Ο τελευταίος από τα αριστερά δε, φορά μια μίξη πολιτικών και στρατιωτικών ρούχων.

Στην παραπάνω φωτογραφία του Γ.Α. του ΕΛΑΣ όλοι οι αξιωματικοί φορούν τα γαλόνια τους. Σε όσους δεν είναι ορατά, βλέπετε ότι εμφανούς φορούν από πάνω από το αμπέχονό τους στρατιωτικό παλτό. Μόνο ο Άρης Βελουχιώτης δεν φοράει γαλόνια καθώς υπήρξε πολιτικό στέλεχος του ΕΛΑΣ και όχι βαθμοφόρος. Γιατί άραγε στην αντίστοιχη φωτογραφία με τους υποτιθέμενους ΕΛΑΣίτες κανείς δεν φορά στολή ή διακριτικά βαθμού; Επιπροσθέτως, όπως φαίνεται από την παραπάνω φωτογραφία, στάνταρ εξοπλισμός των αξιωματικών του ΕΛΑΣ είναι το δίκοχο και όχι ο μπερές. Στο κάθε δίκοχο είναι ραμμένη σφαίρα με το έμβλημα του ΕΛΑΣ, που φαίνεται καλύτερα στο παρακάτω σκίτσο του Δημήτρη Μεγαλίδη, σκιτσογράφου του Γενικού Αρχηγείου:
Παραδόξως, κανένας από τους εικονιζόμενους “ΕΛΑΣίτες” δεν φορά δίκοχο, αλλά μπερέ με κάποιο απροσδιόριστο σύμβολο που δεν μοιάζει με το διακριτικό του ΕΛΑΣ.
Σε ότι αφορά τον οπλισμό που φαίνεται στη φωτογραφία, εντοπίζουμε ότι δύο εκ των “ΕΛΑΣιτών” φέρουν επιδεικτικά αγγλικού τύπου αυτόματα όπλα Sten μια παραλλαγή του αυτόματου Thompson. Φαίνεται μάλιστα πως τα όπλα είναι οπλισμένα με τη δεσμίδα τους. Από την άλλη μεριά, οι Γερμανοί δεν φαίνεται να κρατούν όπλα, φέρουν απλώς στη θήκη τους τα ατομικά τους περίστροφα και μάλιστα σε θέση της ζώνης που δεν εμποδίζει την ελεύθερη κίνηση των χεριών. Σε μια λοιπόν υποθετική συνάντηση με τον εχθρό, θα περιμέναμε αφενός οι Γερμανοί να μην δεχτούν οι συνομιλητές τους να φέρουν όπλα και μάλιστα οπλισμένα, ή εάν έφεραν τότε κι εκείνοι θα είχαν σε ετοιμότητα τα δικά τους. Από την πόζα των εικονιζόμενων προσώπων καταλαβαίνουμε ότι οι “ΕΛΑΣίτες” είναι κατά πάσα πιθανότητα οπλισμένη συνοδεία των Γερμανών αποτελούμενη από ντόπιους Πελοποννήσιους συνεργάτες τους, αν έχει τραβηχτεί στην Ελλάδα…
Δεύτερον: Τα πρόσωπα της φωτογραφίας
Η αυθεντικότητα της φωτογραφίας ξεκινά να καταρρέει δραματικά όταν κανείς εξετάσει τα πρόσωπά της. Καταρχήν, οι αναφερόμενοι ως “ΕΛΑΣίτες” της φωτογραφία δεν εντοπίζονται ως ονόματα πουθενά στον επίσημο κατάλογο των αξιωματικών του Κεντρικού Αρχηγείου του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου, όπως αποτυπώνεται στα βιβλία:
Γιάννης Πριόβολος, Μόνιμοι αξιωματικοί στον Ε.Λ.Α.Σ. – Οικειοθελώς ή εξ ανάγκης, Νότια και Κεντρική Ελλάδα, Εκδόσεις Αλφειός, 2009.
Γιάννη Λεων. Λέφα, Ο Δημοκρατικός Στρατός Πελοποννήσου ( Δημιουργία -Ανάπτυξη – Ήττα ), εκδόσεις Αλφειός, Αθήνα 1998.
Δεν υπάρχουν επίσης τέτοια ονόματα στο πλούσιο αρχειακό υλικό που διατίθεται για τον ΕΛΑΣ από τον Στέφανο Σαράφη στο βιβλίο του Ο ΕΛΑΣ. Πρόκειται λοιπόν για στελέχη του ΕΛΑΣ ουρανοκατέβατα, που κανείς από τους πρωταγωνιστές του ΕΛΑΣ της εποχής δεν είδε και δεν άκουσε ποτέ. Το να πιστοποιήσουμε σε δεύτερο επίπεδο τους Γερμανούς αξιωματικούς της φωτογραφίας στάθηκε τιτάνιο έργο. Καταρχήν, οι Γερμανοί εν υπηρεσία αξιωματικοί και στελέχη των δυνάμεων Κατοχής υπήρξαν στην Ελλάδα οι εξής:
Günther Altenburg,
Hermann Neubacher,
Jürgen Stroop,
Walter Schimana,
Captain Anton Burger,
Colonel Walter Blume,
General Alexander Löhr,
General Hubert Lanz,
General Hellmuth Felmy,
General Walter Stettner,
General Karl von Le Suire,
General Hartwig von Ludwiger,
General Friedrich-Wilhelm Müller,
General Heinrich Kreipe, Commander,
Dr. Max Merten,
Dieter Wisliceny,
Friedrich Schubert
Προσπαθήσαμε λοιπόν να ταυτοποιήσουμε με βάση τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους και την τοποθεσία της υπηρεσίας τους την εν λόγω φωτογραφία. Mοναδική ομοιότητα υπάρχει ανάμεσα στον πρέσβη της Γερμανίας και μετέπειτα διοικητή της Ελλάδας Gunther Altenburg με τον από αριστερά Γερμανό αξιωματικό.

Φυσικά το θέμα της ομοιότητας είναι ξεκάθαρα υποκειμενικό, όμως ο Altenburg σαν πολιτικό στέλεχος του Τρίτου Ράιχ δεν θα έφερε στρατιωτική στολή. Όμως ποιοι είπαμε ότι είναι οι εικονιζόμενοι αξιωματικοί; Kατά τα αναφερόμενα είναι οι διοικητές της Γκεστάπο Τρίπολης και Σπάρτης. Προσέξτε όμως το χρώμα της στολής:

Οι εικονιζόμενοι “ΕΛΑΣίτες” φορούν μάλλον χακί χιτώνιο όπως ακριβώς και ο από αριστερά Γερμανός. Αντίθετα ο δεξιά εικονιζόμενος “ΕΛΑΣίτης” φορά εμφανώς μαύρο παντελόνι. Είναι γνωστό ότι οι αξιωματικοί της Γκεστάπο και μάλιστα οι διοικητές της φορούσαν μαύρες στολές και όχι χακί. Χακί ήταν η στολές των Waffen SS και της Wehrmacht.

Στολή αξιωματικού της Γκεστάπο

Έτσι οι “διοικητές της Γκεστάπο Τρίπολης και Σπάρτης” μάλλον είναι Γερμανοί αξιωματικοί των Waffen SS αφού φέρουν και τη νεκροκεφαλή στα πηλήκιά τους.
Τρίτον: Το ιστορικό πλαίσιο
Η φωτογραφία που παρουσιάζεται ως απόδειξη της συνεργασίας Γερμανών- ΕΛΑΣ αναφέρεται πως έχει ληφθεί στις 30-03-1944. Ως γνωστό εκείνη την εποχή, ο ΕΛΑΣ και το Γενικό του Αρχηγείο υπάγεται άμεσα στο Συμμαχικό Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής και βρίσκεται σε διαρκή επαφή μαζί του. Ποιον λόγο είχε λοιπόν ο ΕΛΑΣ για μια τέτοια συνεργασία; Προφανώς κανέναν. Παράλληλα, οι Γερμανοί είχαν ήδη θέσει σε δραστήρια εθνοπροδοτική λειτουργία τα Τάγματα Ασφαλείας τα οποία στην Πελοπόννησο άλωσαν την ύπαιθρο σε διάφορες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Είχαν λοιπόν ανάγκη από κάποια συνεργασία με τον ΕΛΑΣ, αφού έτσι κι αλλιώς διέθεταν τάγματα ντόπιων προδοτών στις υπηρεσίες τους; Προφανώς όχι. Κι αν όντως υπήρξε μια τέτοια συνεργασία ή συμφωνία μη επίθεσης. Πως εξηγείται ιστορικά η σειρά μεγάλων συγκρούσεων ανάμεσα σε Γερμανούς και ΕΛΑΣίτες μετά τις 30-03-1944 στην Πελοπόννησο; Μάχες όπως αυτή της Αγορέλιτσας (19/07/1944) δεν θα έπρεπε να έχουν συμβεί ποτέ…
Τέταρτον: Ο συγγραφέας Χρίστος Γούδης
Αν ακόμα δεν σας έχουμε πείσει για την πλαστότητα της φωτογραφίας, ίσως σας πείσει η πολιτική προέλευση του συγγραφέα που την πρωτοδημοσίευσε στο βιβλίο του. Πρόκειται για τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών Χρίστο Γούδη, που παρά το γεγονός ότι ειδικεύεται στην Αστροφυσική, είναι πιθανότατα ειδικός και σε ιστορικά θέματα, όπως φαίνεται από την σοβαρή έρευνα που έχει διεξάγει. Με “ιστορικά” βιβλία που εκδίδονται σε εκδοτικούς οίκους που υμνούν τον ταγματασφαλιτισμό, όπως ο Πελασγός και φέρουν τίτλους όπως Νέος Πατριωτισμός, Η αλήθεια για τον Μακεδονικό Αγώνα 1904-1908, Η κουλτούρα της δεξιάς και Η σύγχρονη Δεξιά ως ιδεολογία και πράξη, ο Χρίστος Γούδης εθεάθη σε ομιλία Χρυσαυγιτών στην Αρεόπολη, όπου προσφωνούμενος από τον Ηλία Κασιδιάρη μίλησε και ο ίδιος.



Ο Χρίστος Γούδης. 


ΙΣΤΟΡΙΑ
Αντικομμουνιστική παραχάραξη της Ιστορίας
ΕΙΣΑΓΩΓΗ



Είναι γεγονός πως, ιστορικά, κάθε φορά που ξέσπαγε βαθιά και παρατεταμένη καπιταλιστική οικονομική κρίση, ο αντικομμουνισμός οξυνόταν (δίπλα σε κάθε μορφής καταστολή) υπό το φόβο της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών και με στόχο την ενσωμάτωσή τους. Σήμερα, ένα δείγμα της έντασης αυτής του αντικομμουνισμού αποτελεί η αναβίωση μιας σειράς «επιχειρημάτων» κατά του ΚΚΕ που κατασκευάστηκαν την περίοδο της Κατοχής και διαδίδονται στις μέρες μας ευρέως από διάφορα αστικά, εθνικιστικά, νεοναζιστικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. «Αξιοποιούνται» δε στην πρώτη γραμμή της αντικομμουνιστικής επίθεσης κομμάτων, όπως η Χρυσή Αυγή ή ο ΛΑ.Ο.Σ. και όχι μόνο.


Πρόκειται για «ντοκουμέντα», που στη διάρκεια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης παράχθηκαν μαζικά, προκειμένου να δυσφημιστεί ο αγώνας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. 
Δεκάδες «συμφωνίες» έκαναν τότε την εμφάνισή τους, με τις οποίες το ΕΑΜ και το ΚΚΕ άλλοτε εμφανίζονταν να «προδίδουν» την Ελλάδα στους Αλβανούς, άλλοτε στους Βούλγαρους, άλλοτε στους Γιουγκοσλάβους, άλλοτε στους Γερμανούς κ.ο.κ. Είναι χαρακτηριστικό πως τα κείμενα αυτά στην πλειονότητά τους «ανακαλύφθηκαν» και διοχετεύτηκαν στη δημοσιότητα από τις ίδιες τις δυνάμεις κατοχής, από οργανώσεις όπως η ΠΑΟ (βλ. στη συνέχεια) ή ακόμα και από τις βρετανικές υπηρεσίες.

Με το πέρας του πολέμου, συναντάμε τα εν λόγω «έγγραφα» συγκεντρωμένα στην έκδοση του Υφυπουργείου Τύπου & Πληροφοριών (1947), με τίτλο «Η εναντίον της Ελλάδος επιβουλή». Αποτελούν πλέον τμήμα του οπλοστασίου της άρχουσας τάξης, από το οποίο επιστρατεύονται όλα εκείνα τα «στοιχεία» που απαιτούνται, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο διωγμός των αγωνιστών της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και του ΚΚΕ (φυλακές, εξορίες, εκτελέσεις κ.ο.κ.). Ετσι τα «ντοκουμέντα» αυτά ανασύρονται ξανά και ξανά για να «αποδείξουν» τα περί «ξενοκίνητου κομμουνισμού», περί «πρακτορισμού», περί «σχεδιαζόμενου διαμελισμού της Ελλάδας» χάριν των «Σλαύων» κ.ο.κ. Οι πρώην συνεργάτες των Ναζί εμφανίζονταν πια ως τιμητές της «εθνικοφροσύνης», ισχυριζόμενοι πως «ούτε ο ΕΛΑΣ ούτε οι Σέρβοι παρτιζάνοι διεξήγον αγώνα κατά του κατακτητού» (σ.σ. η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία ήταν εν τω μεταξύ οι μόνες χώρες της Ευρώπης που απελευθερώθηκαν από ίδιες δυνάμεις) και πως «η μετά των Γερμανών και Βουλγάρων συνεργασία των κομμουνιστών ήταν πλέον απροκάλυπτος»!1

Κατόπιν, τα «ντοκουμέντα» αυτά αναπαράχθηκαν σε εκδόσεις της Χούντας («Δεκέμβριος 1944 - Δεκέμβριος 1967»), στα «έργα» του «διαφωτιστή» της δικτατορίας και υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ Γ. Γεωργαλά («Η Προπαγάνδα»), του καθηγητή στις Σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας και του Αρχηγείου Στρατού (επί Χούντας) και ιδιαιτέρου του Ι. Λαδά Κ. Πλεύρη («Ο λαός ξεχνά τι σημαίνει Αριστερά») κ.ά.

Πλέον, αποτελούν «πρώτη ύλη» στην αντικομμουνιστική προπαγάνδα των σύγχρονων «Ταγμάτων Εφόδου» του συστήματος, παρουσιαζόμενα ως «στοιχεία που ανατρέπουν αυτά που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα ή πιο σωστά ρίχνουν φως (!) στο σκοτάδι στο οποίο προσπαθούν να μας εγκλωβίσουν οι Προπαγανδιστές του Κομμουνισμού [...] Αποκαλούν "φασίστα" και προδότη τον Μεταξά που είπε ΟΧΙ ενώ αυτοί έκαναν συμφωνίες με τους Γερμανοϊταλούς [...] Για την Ελλάδα πολέμησαν οι Ελληνες εθνικιστές [...] Οι Αριστεροί κατά τον Β΄ παγκόσμιο δεν πολέμησαν υπέρ της Ελλάδος (εφόσον δεν πιστεύουν σε σημαίες, πατρίδες, θρησκείες, σύνορα, κ.τ.λ.), πολέμησαν υπέρ του Κομμουνισμού. Αυτό συνεπάγεται και μαθηματικά (λόγω ιδεολογίας) αλλά και αποδεικνύεται και μέσω των παραπάνω εγγράφων»2.

Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε έξι από τα «επίμαχα» αυτά «ντοκουμέντα», που είναι και τα πλέον «δημοφιλή» στις ανάλογες αναφορές. 
Πρόκειται για το «Σύμφωνο του Πετριτσίου», τη «Συμφωνία ΕΑΜ - ΣΝΟΦ», το «Στρατιωτικό Σύμφωνο Γερμανών - ΕΛΑΣ», τις «Συμφωνίες» του Γ. Σιάντου με τους Γερμανούς και το «Σύμφωνο του Μελισσοχωρίου». 
Παρότι, όπως παρατήρησε ο ιστορικός H. Fleischer «οι περισσότερες από τις πλαστογραφίες αυτές είχαν κατασκευασθεί μάλλον αδέξια»3, ωστόσο πολλές από αυτές περιλαμβάνονται και στην έκδοση του Γενικού Επιτελείου Στρατού «Αρχεία Εθνικής Αντίστασης 1941-1944», προσδίδοντάς τους μια κάποια «σοβαρότητα» και «επισημότητα». 
Στο ίδιο έργο βέβαια παρατίθενται ως «ιστορικά ντοκουμέντα» ακόμα και καταθέσεις ταγματασφαλιτών, στις οποίες φέρονταν να πολεμούν στα βουνά της Λακωνίας τον ίδιο τον Γ. Δημητρώφ (ΓΓ της Κομμουνιστικής Διεθνούς), ο οποίος δήθεν μαχόταν μαζί με τον ΕΛΑΣ εναντίον των «αληθινών πατριωτών»!4 
Επομένως, το τι μπορεί από εκεί μέσα να χαρακτηριστεί ως αξιόπιστο και τι όχι είναι ένα μεγάλο ζήτημα.
ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΕΣ «ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ» ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Στη διάρκεια της Κατοχής εμφανίστηκαν και έδρασαν μια σειρά «εθνικιστικές οργανώσεις», όπως η «Χ» (οι γνωστοί Χίτες), ο ΕΔΕΣ Αθήνας, η Εθνική Δράση, η Τρίαινα, η ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση), η ΡΑΝ (Ρωμυλία - Αυλών - Νήσοι) κ.ά. Ορισμένες από αυτές «μοίρασαν» τη δράση τους, άλλοτε κάνοντας «αντίσταση» στον κατακτητή και άλλοτε μαχόμενοι κατά του ΕΑΜ. 
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, βέβαια, επικέντρωσαν τις ενέργειές τους στο δεύτερο. Οι εν λόγω οργανώσεις διατηρούσαν δίαυλους επικοινωνίας και συνεργασίας, τόσο με τις δυνάμεις κατοχής και τις δοσιλογικές κυβερνήσεις, όσο και με το Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και την κυβέρνηση του Καΐρου. 
Η σύγκρουση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ με αυτές υπήρξε καταλυτική στη διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων εντός της Ελλάδας προς τα τέλη της κατοχικής περιόδου. Με τη λήξη δε του πολέμου, οι αστικές κυβερνήσεις δε δίστασαν να τις «αναγνωρίσουν» ως «αντιστασιακές», ενώ πολλοί από τους πρωταγωνιστές τους τιμήθηκαν ή έκαναν καριέρα στον κρατικό (και παρακρατικό) μηχανισμό.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Ταγμάτων Ασφαλείας (ΤΑ). Στις περιβόητες «δίκες των δοσίλογων» η συντριπτική τους πλειοψηφία «βγήκε λάδι». 
Οταν ο αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων Θ. Σοφούλης (ο οποίος μάλιστα είχε προσέλθει ως μάρτυρας κατηγορίας) ρωτήθηκε «διατί συνεκροτήθησαν τα Τάγματα Ασφαλείας», εκείνος απάντησε: 
«Είναι γνωστός ο σκοπός. Εγιναν διά να κτυπήσουν τα δήθεν τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ. Διά της ιδρύσεώς των η κυβέρνησις [σ.σ. η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη] ηθέλησε να εξασφαλίσει την δημοσίαν τάξιν. Αυτή ήτο η αρχική σκέψις. Εξετράπησαν όμως εις ασχήμιας, εξορμήσεις προς συνοικισμούς κ.λπ. Ο σκοπός των όμως είναι ο εκτεθείς. Περί τούτου δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία».5

Είχε, βεβαίως, προηγηθεί η ευρεία χρήση ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας στις μάχες του Δεκέμβρη του 1944 (καθ' υπόδειξη και με τις ευλογίες των Βρετανών).6
 Στη συνέχεια, ακόμα και γνωστοί εγκληματίες ταγματασφαλίτες (όπως π.χ. ο Ι. Πλυντζανόπουλος και οι συνεργάτες του, που μετείχαν ενεργά στη δολοφονία δεκάδων πατριωτών στο μπλόκο της Κοκκινιάς) απαλλάχθηκαν από κάθε κατηγορία. 
Αλλοι, όπως ο διοικητής των ΤΑ Καλαμάτας Δ. Παπαδόπουλος, ο διοικητής των ΤΑ Σπάρτης Κ. Κωστόπουλος, ο διοικητής των ΤΑ Γυθείου Π. Δεμέστιχας, ο διοικητής των ΤΑ Ναυπλίου Δ. Μουστακόπουλος, ο υποδιοικητής των ΤΑ Χαλκίδας και τόσοι άλλοι, θα συνεχίσουν να κάνουν «λαμπρές» καριέρες στον ελληνικό στρατό.7

Επομένως, μάλλον δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη ο χαρακτηρισμός «εθνικοί αγωνιστές» που απέδωσε στους ταγματασφαλίτες ο ΓΓ της Χρυσής Αυγής Ν. Μιχαλολιάκος σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή ή η απόδοση τιμών στα Τάγματα Ασφαλείας από τη Χρυσή Αυγή στο «μνημόσυνο» που τέλεσε στο Μελιγαλά στις 16 Σεπτέμβρη 2012. 
Εκεί, όπου υπό το σύνθημα «Τιμή στους Χίτες και τους Ταγματασφαλίτες» η εν λόγω οργάνωση «δεσμεύτηκε» να αναγορεύσει την «επέτειο» σε «εθνική εορτή».

Μεταξύ άλλων, η επίκληση της ιστορίας των λεγόμενων «εθνικιστικών οργανώσεων» της Κατοχής έχει και την έννοια της δημιουργίας ενός ιστορικού προηγούμενου, μιας «παράδοσης» και μιας συνέχειας για τις σύγχρονες ακροδεξιές - φασιστικές οργανώσεις, όπως η Χρυσή Αυγή.
Η ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ (ΠΑΟ)

Μια ειδική αναφορά στην ΠΑΟ είναι απαραίτητη, μιας και η εν λόγω οργάνωση φέρεται (κατά τα λεγόμενα της ίδιας τουλάχιστον) ως υπεύθυνη για την «ανακάλυψη» και δημοσιοποίηση των τριών εκ των έξι «ντοκουμέντων» που εξετάζουμε.8

Η ΠΑΟ υπήρξε μετεξέλιξη της ΥΒΕ («Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος»), μιας οργάνωσης που συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 1941 από αξιωματικούς του στρατού και που τελούσε αρχικά «υπό τας διαταγάς της Κυβερνήσεως του Καΐρου»9. 
Οντας οργάνωση βαθύτατα αντικομμουνιστική, δεν άργησε να έρθει σε σύγκρουση με το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Απόρρητη Εκθεση των Βρετανών αναφέρει πως «οι τριβές (σ.σ. με τον ΕΛΑΣ) ξανάρχισαν τον Σεπτέμβριο (σ.σ. του 1943), όταν πρώτα στην περιοχή της Κοζάνης ομάδες της ΠΑΟ άρχισαν να συνεργάζονται με τους Γερμανούς, και όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος τον Οκτώβριο. Ο ΕΛΑΣ έκανε επίθεση με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της ΠΑΟ, πράγμα που κατέληξε στην ουσιαστική εξαφάνιση της τελευταίας ως το τέλος του χρόνου.

Από τότε μερικές ομάδες της ΠΑΟ έχουν αναβιώσει με γερμανικά όπλα και γερμανική στήριξη και τα μέλη της κάνουν στην Μακεδονία και στον Εβρο τις ίδιες δουλειές που κάνουν αλλού τα Τάγματα Ασφαλείας.
 Οι σχετικές ενδείξεις οδηγούν αναμφισβήτητα στο συμπέρασμα ότι ορισμένες πρώην μονάδες της ΠΑΟ τώρα συνεργάζονται ολόψυχα με τους Γερμανούς σε επιχειρήσεις κατά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί από τους Γερμανούς ως στρατός φρουράς».10

Μια άλλη ξεχωριστή ομάδα της ΠΑΟ διατηρούσε «στενές σχέσεις με εθνικιστικές οργανώσεις στην Αθήνα». 
Αιτιολογώντας τη στήριξη της ΠΑΟ από τις δυνάμεις Κατοχής, η ίδια Εκθεση εξηγούσε: «Στρατιωτικώς, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι Γερμανοί το 1943 ήταν ο ΕΛΑΣ. Ηταν προφανώς ασήμαντο γι' αυτούς ποιος έκανε αντίσταση στον ΕΛΑΣ και ήταν κατά συνέπεια πρόθυμοι να υποστηρίξουν μια οργάνωση σαν την ΠΑΟ».11
«Βεβαίως θα ηδύναντο να αντιταχθή», έγραφε η ΠΑΟ στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης του Καΐρου (15 Μάη 1944) σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, «ότι όφειλον ούτοι αντί να δεχθούν πυρομαχικά από τον εχθρόν, να επιστρέψουν στα χωριά των αποστρατευόμενοι. Τούτο [όμως] δύναται να υποστηριχθή μόνον από τον μη έχοντα σαφή γνώσιν της διαμορφωθείσης εν Βορείω Ελλάδι καταστάσεως». Διαβεβαίωνε δε πως «η ΠΑΟ παρέμεινεν αρραγής και συνεχίζει το εθνικόν της έργον μετά της αυτής θέρμης και επιμονής ως και πρότερον, αποτελούσα την μόνην εθνικήν οργάνωσιν της Βορ. Ελλάδος». Τέλος, εξέφρασε την επιθυμία όπως «το Συμμαχικόν Στρατηγείον Μέσης Ανατολής και η Κυβέρνησίς μας χρησιμοποιήση την σοβαράν ταύτην δύναμιν προς όφελος του διεξαγόμενου αγώνος και επ' αγαθώ της Ελληνικής Πατρίδος».12

Οι ίδιοι οι Βρετανοί, παρότι -όπως είδαμε και πρωτύτερα- συγκατέλεγαν την ΠΑΟ μεταξύ των δοσιλογικών οργανώσεων, είχαν προτείνει ακόμα και την ένταξή της στο Κοινό Γενικό Στρατηγείο της ελληνικής αντίστασης. Καθ' όλη την περίοδο του 1943-1944 η ΠΑΟ συνέχιζε να έχει επαφές με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και την Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου, προμηθεύοντάς τους με τις «αποδείξεις» της «προδοσίας» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.13

ΤΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ» ΤΟΥ ΠΕΤΡΙΤΣΙΟΥ
Το περιβόητο πια «Σύμφωνο» του Πετριτσίου, η πλέον αναπαραγόμενη και ταυτόχρονα γνωστή πλαστογραφία του είδους της, υποτίθεται ότι συνάφθηκε στις 12 Ιούλη 1943 μεταξύ του Γ. Ιωαννίδη (εκ μέρους του ΚΚΕ) και του Δ. Δασκάλωφ (εκ μέρους του ΚΚ Βουλγαρίας). «Προέβλεπε» τη δημιουργία Βαλκανικής Ενωσης Σοβιετικών Δημοκρατιών, στην οποία η Μακεδονία θα εντασσόταν ως Αυτόνομη Σοβιετική Δημοκρατία. Σύμφωνα με τον Χ. Νάλτσα (αρχηγό του πολιτικού κλάδου της ΠΑΟ), «αντίγραφον ταύτης επρομηθεύθη ολίγον μετά την υπογραφήν της η σχετική υπηρεσία της Πανελληνίου Απελευθερωτικής Οργανώσεως (ΠΑΟ) εν Θεσσαλονίκη και υπέβαλεν εις την εν Καΐρω Ελληνικήν κυβέρνησιν και το Συμμαχικόν στρατηγείον της Μέσης Ανατολής (...) Το σύμφωνον τούτο εδημοσιεύθη και από το όργανον του χιτλερικού κόμματος Volkischer Beobachter και δεν ημφεσβητήθη ποσώς κατά την εποχήν εκείνην από το ΚΚΕ»14.

Καθώς αναφέρει ο H. Richter, εκτός από τους ναζί και τους συνεργάτες τους (που αξιοποίησαν το όλο θέμα στο έπακρο προκειμένου να «υποσκάψουν την επιρροή του ΚΚΕ και να το στιγματίσουν ως αντεθνικό»), το «Σύμφωνο» εκμεταλλεύτηκαν προπαγανδιστικά τόσο οι Βρετανοί (διοχετεύοντάς το στις εφημερίδες, π.χ. στην «Daily Herald»), όσο και ο ΕΔΕΣ (δημοσιεύοντάς το στην εφημερίδα του, τη «Νέα Ελλάδα»)15.

Καταρχάς είναι ψέμα ότι το ΚΚΕ δε διέψευσε τότε το εν λόγω «Σύμφωνο»
Στις 20 Μάη 1944 ο «Ριζοσπάστης» έγραφε: 
«Ο Γκαίμπελς διαδίδει με τα φερέφωνά του ότι ο Γιάννης Ιωαννίδης και ο Βούλγαρος Δουσάν Δασκάλωφ υπογράψανε συμφωνία για την ίδρυση μιας "Σοβιετικής Eνωσης Βαλκανικών Δημοκρατιών" και ότι οι Eλληνες κομμουνιστές "ξεπουλήσανε την Ελλάδα στην Βουλγαρία". Πληροφορούμε τον κύριο Γκαίμπελς ότι άργησε πολύ να θυμηθεί το προβοκατόρικο αυτό έγγραφο που σκαρώθηκε πριν από πέντε μήνες και δημοσιεύτηκε απ' τους Ελληνες φασίστες της "Εθνικής Δράσης". Ο ελληνικός λαός γνωρίζει ότι οι Γερμανοί μαζί με τα τσιράκια τους Ράλληδες, Γούληδες, Ταβουλάρηδες και Πάγκαλους, φέρανε τους κομιτατζήδες στη Φλώρινα και τη Νάουσα και ξεπουλήσανε τη Μακεδονία στους Βούλγαρους. Μόνο οι κομμουνιστές και το ΕΑΜ πολεμάνε με το όπλο στο χέρι ενάντια στους Βούλγαρους καταχτητές, για να απελευθερώσουνε την ελληνική Μακεδονία και Θράκη απ' τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους».
Οσον αφορά δε τους «πρωταγωνιστές» της υπογραφής του «Συμφώνου», ο μεν Δασκάλωφ ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο, ο δε Ιωαννίδης την «επίμαχη» μέρα βρισκόταν στην Αθήνα. 
Οπως αναφέρει ο ίδιος, «εκείνη την ημέρα, το απόγευμα, εγώ είχα ανταμώσει με τον Σβώλο και είχαμε συνεργασία. Καθορίσαμε τη συνάντηση και για την άλλη μέρα. Το πρωί εκείνης της μέρας βγήκαν οι εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους για το σύμφωνο Ιωαννίδη - Δασκάλωφ. Μα και μέχρι σήμερα δεν μπόρεσα να μάθω τι διάολο ήταν αυτό το όνομα. Υπάρχει, δεν υπάρχει; Είναι πραγματικό όνομα ή δεν είναι;»16.

Το εν λόγω «Σύμφωνο» έχει ήδη απορριφθεί ως πλαστό και εργαλείο αντικομμουνιστικής προπαγάνδας από πολλούς μη κομμουνιστές ιστορικούς, όπως οι H. Richter και H. Fleischer - ακόμα και ο Ε. Κωφός (σε αγγλόφωνη μελέτη του 1964) το χαρακτήρισε «αμφιβόλου αυθεντικότητας»17. 
Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τον τέως ευρωβουλευτή της ΝΔ Γ. Μαρίνο να το επικαλεστεί σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα», στις 20 Δεκέμβρη 1992. Τελικά αναγκάστηκε να παραδεχτεί δημόσια ότι το έγγραφο ήταν όντως πλαστό (εφημερίδα «Το Βήμα», 10 Γενάρη 1993). Το «Σύμφωνο» του Πετριτσίου ανέσυρε ξανά από το βούρκο της Ιστορίας ο Α. Ντινόπουλος (βουλευτής της ΝΔ, υποψήφιος τότε υπερνομάρχης) σε παρουσία του στον τηλεοπτικό σταθμό ALTER, την 1η Απρίλη 2008, προκειμένου να «αποδείξει» την «προδοτική στάση του ΚΚΕ»!18

Η «ΣΥΜΦΩΝΙΑ» ΕΑΜ - ΣΝΟΦ

Η υποτιθέμενη αυτή «συμφωνία» φέρεται να υπογράφτηκε στις 22 Γενάρη 1944 μεταξύ του Α. Τζήμα (εκ μέρους του ΕΑΜ) και του Βούλγαρου αξιωματικού Β. Κάλτσεφ (εκ μέρους του Σλαβομακεδονικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου - ΣΝΟΦ) στις Καρυδιές της Εδεσσας. «Προέβλεπε» τη δημιουργία ενός «αυτόνομου Μακεδονικού Κράτους Σοβιετικής Οργάνωσης» με την παραχώρηση μιας σειράς ελληνικών επαρχιών κ.ο.κ. «Οι βαρύτατοι διά το ΕΑΜ όροι», διευκρίνιζε ο Χ. Νάλτσας, «δεν φαίνονται και παράδοξοι (...) Η συμφωνία των Καρυδιών εγένετο κατόπιν "ντιρεκτίβας" της Κομιντέρν και άνευ αντιρρήσεως τινός του ΚΚΕ»19.

Τι και αν η Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής) είχε αυτοδιαλυθεί το Μάη του 1943, σχεδόν οκτώ μήνες πριν την «υπογραφή» της επίμαχης «συμφωνίας»; 
Κατά τους παραχαράκτες της Ιστορίας συνέχιζε να λειτουργεί, εκδίδοντας ενοχοποιητικές ντιρεκτίβες! 
«Ολόκληρο αυτό το έγγραφο είναι παράλογο και σαν περιεχόμενο και σαν διατύπωση», τονίζει σχετικά ο Heinz Richter. «Εκεί δήθεν ένας Βούλγαρος υπογράφει για λογαριασμό της ΣΝΟΦ που προσανατολιζόταν προς τη Γιουγκοσλαβία. Πρόκειται για αφελή πλαστογραφία των ελληνικών κύκλων της δεξιάς». Ο H. Fleischer τη συγκαταλέγει (μαζί με εκείνη του Πετριτσίου) ανάμεσα στις γνωστότερες πλαστογραφίες «που επί δεκαετίες δημοσιεύτηκαν και αναδημοσιεύτηκαν από το μηχανισμό προπαγάνδας της ελληνικής Δεξιάς»και «είχαν σαφώς κατασκευαστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου από τους πολιτικούς αντιπάλους του ΕΑΜ, κυρίως από την ΠΑΟ και τους οπαδούς της»20.
ΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ» ΓΕΡΜΑΝΩΝ - ΕΛΑΣ

Το «Σύμφωνο» αυτό (που επίσης «ανακάλυψε» η ΠΑΟ) φέρεται να «συνάφθηκε» την 1 Σεπτέμβρη 1944 στο Λιβάδι Χαλκιδικής μεταξύ του Καπετάν Κίτσου (συνταγματάρχη του ΕΛΑΣ) και του Εριχ Φένσκε (ταγματάρχη, διοικητή της μονάδας 31756 και εκπροσώπου των ενόπλων γερμανικών δυνάμεων της στρατιάς Αιγαίου). 
«Προέβλεπε» την ανενόχλητη υποχώρηση του γερμανικού στρατού από τη Μακεδονία, με αντάλλαγμα την παραχώρηση στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ της Θεσσαλονίκης, καθώς και βαρέος οπλισμού, πολεμικού υλικού κ.λπ. 
Η «συμφωνία» περί «μη επιθέσεως μεταξύ του ΕΛΑΣ και των γερμανικών στρατευμάτων» κατεδείκνυε, κατά τον Χ. Νάλτσα, το «γεγονός» ότι ο ΕΛΑΣ δεν «διεξήγε αγώνα κατά του κατακτητού». 
Επετεύχθη δε - σύμφωνα πάντα με τον ίδιο - έπειτα από «μυστικήν επικοινωνίαν» των Σοβιετικών και του ΕΑΜ Θεσσαλονίκης με το 2ο Γραφείο του Γενικού Στρατηγείου του Γερμανικού Στρατού στην πόλη21.

Ελα όμως που «όπως εξάγεται από τους γερμανικούς καταλόγους των αξιωματικών», μας πληροφορεί ο H. Richter, «δεν υπήρχε στη Βέρμαχτ κανένας ταγματάρχης μ' αυτό το όνομα (σ.σ. Εριχ Φένσκε)», ενώ ακόμα και «η μονάδα με τον αριθμό 31756 είναι ανύπαρκτη και γέννημα φαντασίας (...) 
Τι προπαγανδιστική αξία έχει ακόμα και σήμερα (σ.σ. το 1975) αυτό το έγγραφο φάνηκε καθαρά το Δεκέμβριο του 1968. 
Η χούντα της 21.4.67 κυκλοφόρησε ένα λεύκωμα με τίτλο "Δεκέμβριος 1944 - Δεκέμβριος 1967", στο οποίο περιλαμβάνεται και ένα "φωτοαντίγραφο" αυτού του ντοκουμέντου»22.

Η επιπόλαιη κατασκευή του εν λόγω εγγράφου βεβαίως αποτελεί το ένα μόνο σκέλος στην ιστορική παραχάραξη που επιχειρείται εδώ. 
Το άλλο έχει να κάνει με τις διεργασίες που πράγματι έλαβαν χώρα λίγο πριν το τέλος του πολέμου, την αντιπαράθεση σοσιαλισμού και καπιταλισμού που ερχόταν στο προσκήνιο. 
Οσον αφορά αυτό το κομμάτι, λοιπόν, η αλήθεια είναι πως οι ναζί δεν είχαν καμιά πρόθεση να παραδώσουν εδάφη, οπλισμό ή οτιδήποτε άλλο στους κομμουνιστές. Αλλού είχαν στρέψει το ενδιαφέρον και τις ελπίδες τους, γεγονός που καταδεικνύεται από πληθώρα ντοκουμέντων:

Στην αναφορά του στρατάρχη Μαξιμίλιαν φον Βάικς στον αρχηγό του Ηγετικού Επιτελείου της Βέρμαχτ Αλφρεντ Γιοντλ (2 Σεπτέμβρη 1944) τονιζόταν μεταξύ άλλων πως «είναι ζωτικό αγγλικό συμφέρον να πάρει στα χέρια της (σ.σ. η Αγγλία) τις κατεχόμενες τώρα από τη Γερμανία θέσεις - κλειδιά της Ελλάδας, χωρίς να δημιουργηθεί χρονικό κενό που θα έδινε στις κομμουνιστικές συμμορίες τη δυνατότητα ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και της κατοχής πριν τους Aγγλους. 
Η αναγκαιότητα σε περίπτωση γερμανικής εκκένωσης, να πάρει σταθερά στα χέρια του την Ελλάδα πριν από τους Ελληνες κομμουνιστές ή και πριν από τους Ρώσους, είναι το κίνητρο για το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής στο Κάιρο. 
Αυτό εξηγεί την αναγγελθείσα προσφορά του συνταγματάρχη "Τομ" στον Ζέρβα και τις βολιδοσκοπήσεις μέσω των ελληνικών καναλιών στην Αθήνα με στόχο να επιτευχθεί μαζί μας μια βραχυπρόθεσμη προθεσμία για την εκκένωση "χέρι με χέρι"»23.

Σε τηλεγράφημα του Κουρτ - Φριτς φον Γκρέβενιτς προς τον Χέρμαν Νοϊμπάχερ στις 3 Σεπτέμβρη 1944 αναφερόταν πως «η Ομάδα Στρατιών Ε, Θεσσαλονίκη, δίνει ακριβώς τώρα οδηγίες στον Τύπο ότι πρέπει να σταματήσει κάθε δημοσιογραφική πολεμική κατά του Ζέρβα. Πρωταρχικός στόχος είναι (σ.σ. κατά την άποψη της Ομάδας Ε) η σύμπραξη όλων των εθνικών δυνάμεων κατά του κομμουνισμού». 
Ο ίδιος στις 10 Σεπτέμβρη ενημέρωνε σχετικά με την αποχώρηση του γερμανικού στρατού από την Κρήτη: «Οι Αγγλοι αφήνουν συνειδητά άθικτους τους ανθρώπους μας, παίρνοντας υπόψη μια επερχόμενη, που είναι και προς το αγγλικό συμφέρον, χρησιμοποίηση κατά των μπολσεβίκων»24.

Στα απομνημονεύματά του ο υπουργός Εξοπλισμών και στενός συνεργάτης του Χίτλερ, Αλμπερτ Σπέερ, μιλά ανοιχτά για συμφωνία μεταξύ των Γερμανών και των Βρετανών: 
«Παρά τον απόλυτο έλεγχο των Βρετανών στη θάλασσα, επετράπη στις γερμανικές μονάδες να επιβιβαστούν και να ταξιδέψουν ανενόχλητες προς την ενδοχώρα (...) Σε αντάλλαγμα η γερμανική πλευρά συμφώνησε να χρησιμοποιήσει αυτά τα στρατεύματα για να κρατήσει την Θεσσαλονίκη έως ότου θα ήταν δυνατό να καταληφθεί από τις βρετανικές δυνάμεις»25.
ΟΙ «ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ» ΤΟΥ Γ. ΣΙΑΝΤΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ

Τα «ντοκουμέντα» που προσκομίζονται εδώ αφορούν: α) Ενα «κείμενο» του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ (το υπογράφει ο Γραμματέας Γ. Σιάντος) όπου αναφέρεται σε «συμφωνία» με τη Γερμανική Διοίκηση για παύση των εχθροπραξιών και διευκόλυνση της αποχώρησης του γερμανικού στρατού από την Ελλάδα. 
β) Μία «συμφωνία» του ίδιου με τον Γερμανό πρέσβη Γ. Αλτενμπουργκ, η οποία «προέβλεπε» την ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας από τις δυνάμεις κατοχής στο ΕΑΜ.

Στο πρώτο ο Γ. Σιάντος φέρεται να ενημερώνει τον Γραμματέα μιας «Επιτροπής Πόλης» (ποιας δε λέει) πως «ύστερα από διαπραγματεύσεις με τη Γερμανική Διοίκηση καταλήξαμε μαζί της σε συμφωνίες», κατά τις οποίες «κάθε "σαμποτάζ" ή οποιαδήποτε άλλη ενέργειά μας ενάντια οπλιτών ή βαθμοφόρων του στρατού κατοχής θα γίνεται ύστερα από σχετικάς υποδείξεις του αρχηγού της Γκεστάπο. 
Δώστε επομένως εντολή στις Αχτίδες να πάψουν στο εξής οι ξεκάρφωτες ενέργειες (...) Ακόμα ανέλαβαν την υποχρέωση να μας ειδοποιούν για τα μπλόκα και τις συλλήψεις ώστε κανείς να μην υπάρχει κίνδυνος για τα μέλη της οργάνωσής μας. Παράλληλη υποχρέωση αναλάβαμε και μεις για την περίπτωση αναχώρησής τους από την Ελλάδα. Κανείς δεν πρέπει να ενοχληθεί. Αθήνα, 13/8/44. Γ. Σιάντος»26.

Χώρια από το γελοίο του πράγματος (οι επιθέσεις κατά των Γερμανών να γίνονται με τη σύμφωνη γνώμη και καθ' υπόδειξη των ιδίων!) και μόνο το σημείο που αναφέρεται στα περί «ειδοποιήσεως για τα μπλόκα» είναι αρκετό ώστε να αποκαλυφθεί το κατά πόσο πράγματι υπήρξε ή όχι μια τέτοια συμφωνία.
 Κάτι τέτοιο διαψεύδεται από την ίδια την Ιστορία: Τα μπλόκα στην Κοκκινιά στις 17 Αυγούστου και 29 Σεπτέμβρη, το μπλόκο στην Καλλιθέα στο μεσοδιάστημα, αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της πλαστογραφίας. 
«Από τα μπλόκα που έγιναν τον τελευταίο καιρό στις κομμουνιστικές συνοικίες», έγραφε στην αναφορά του στις 25 Αυγούστου ο Φον Γκρέβενιτς προς τον Χ. Νοϊμπάχερ, «ιδιαίτερα αιματηρό ήταν το μπλόκο της συνοικίας Νέας Κοκκινιάς: Δίπλα στις 3.000 συλλήψεις, πάνω από 100 κομμουνιστές νεκροί, από τους οποίους τα δύο τρίτα στη μάχη κι ένα τρίτο (σ.σ. εκτελέστηκαν) σαν εξιλέωση για τραυματία μοίραρχο. Σε διαμαρτυρία κατά της αστυνομικής ενέργειας και της στρατολογίας για αναγκαστική εργασία οι κομμουνιστές κάλεσαν για σήμερα σε γενική απεργία»27. Κατά τ' άλλα ΚΚΕ - ΕΑΜ και Γερμανοί τα «είχανε συμφωνήσει».

Οσον αφορά τις «τεχνικές λεπτομέρειες» του εγγράφου, ούτε η έδρα του ΠΓ ούτε ο ίδιος ο Γ. Σιάντος βρίσκονταν στην Αθήνα την εποχή εκείνη, αλλά στα Πετρίλια Καρδίτσας. Ο Σιάντος επέστρεψε στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση, στις 16 Οκτώβρη 1944.

Ακόμα πιο εξόφθαλμα πλαστογραφημένη όμως είναι η επόμενη «συμφωνία», στην οποία κατέληξαν δήθεν ο Σιάντος με τον Αλτενμπουργκ τον Οκτώβρη του 1944 και που επικαλείται στα γραπτά του ο Χ. Νάλτσας. 
Και αυτό βεβαίως γιατί ο Αλτενμπουργκ δε βρισκόταν στην Ελλάδα από το Νοέμβρη του 1943, όταν και έκλεισε οριστικά η γερμανική πρεσβεία, επομένως οποιαδήποτε συνάντηση, διαβούλευση ή συμφωνία μαζί του θα ήταν μάλλον ...αδύνατη!28

ΤΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ» ΤΟΥ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ

Στις 20 Σεπτέμβρη 1944 «υπογράφτηκε» δήθεν στο Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης το ομώνυμο «Σύμφωνο» μεταξύ των Φιλίπποβιτς (ΚΚ Βουλγαρίας), Γιούνοφ (εκπρόσωπο του βουλγαρικού στρατού), Αυγερινού (ΕΛΑΣ) και Στασινόπουλου (ΠΕΕΑ), το οποίο «προέβλεπε» μεταξύ άλλων: την αμοιβαία υποστήριξη του ΕΛΑΣ και του βουλγαρικού στρατού, την κατάργηση των συνόρων μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας και -βεβαίως- την ίδρυση ανεξάρτητης Μακεδονίας. 
«Η υπογραφή του συμφώνου ανηγγέλθη μετ' ολίγας ημέρας εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν Καΐρου, εις το Συμμαχικόν στρατηγείον Μέσης Ανατολής και εις τα εν Ιταλία ευρισκόμενα κατά τας ημέρας εκείνας κλιμάκια υπό [σ.σ. ποιου άλλου;] της Πανελληνίας Απελευθερωτικής Οργανώσεως (ΠΑΟ)»29.

Βεβαίως, τέτοια «Συμφωνία» δεν υπήρξε ποτέ. 
Αυτό που πράγματι υπήρξε ήταν το Σύμφωνο που συνήφθη μεταξύ του διοικητή των βουλγαρικών στρατευμάτων Ανατολικής Μακεδονίας - Δυτικής Θράκης Α. Σιράκοφ και του γενικού αρχηγού των εθνικιστικών ομάδων Ελλήνων ανταρτών Α. Φωστερίδη (Τσαούς Αντών) στις 18 Σεπτέμβρη 1944, το οποίο στρεφόταν εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ: 
«Υστερα από τη συμφωνία αυτή τα τμήματα του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν στη Δράμα στις 19 Σεπτέμβρη περιορίστηκαν στο Ινστιτούτο Καπνού», ενώ «στις 20 Σεπτέμβρη ο Τσαούς Αντών έστησε ενέδρα κι έπιασε τη διοίκηση της VI Μεραρχίας[σ.σ. του ΕΛΑΣ]». Σύμφωνα με τον στρατηγό Στ. Σαράφη, η όλη επιχείρηση διεξήχθη εν γνώσει και με τις «ευλογίες» των Βρετανών αξιωματικών Μίλερ και Ρίντελ, που ήταν παρόντες στις «διαπραγματεύσεις» με τους Βουλγάρους.30

«Οι Αγγλοι και ο Παπανδρέου», γράφει ο Β. Γεωργίου, 
«με φωνασκίες κάλυπταν την πολιτική του Μύλλερ και εντείνανε την προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τον Τσαούς Αντών σαν συμμαχική δύναμη, κατά τον ίδιο τύπο που στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, παρουσίαζαν την προδοτική οργάνωση ΠΑΟ σαν αντιστασιακή δύναμη [...] Ωστόσο, η περίεργη αυτή κατάσταση δεν κράτησε πολύ. Οι Βούλγαροι αντιφασίστες φαντάροι και υπαξιωματικοί έδεσαν το Συράκωφ και τους φασίστες αξιωματικούς και οι ισπανικοί πύργοι του Μύλλερ καταρρεύσανε. Τη διοίκηση του 2ου βουλγαρικού Σώματος Στρατού την ανέλαβαν Βούλγαροι παρτιζάνοι, που ακύρωσαν τη συμφωνία Συράκωφ - Τσαούς Αντών». Οσο δε για τη λεγόμενη «Συμφωνία του Μελισσοχωρίου», «οι αντιδραστικές δυνάμεις της Αθήνας με τις προβοκάτσιες του ψευτοσυμφώνου εκθέσανε την αγγλοπαπανδρεϊκή πολιτική σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Παπανδρέου έσπευσε να δηλώσει ότι δεν υπέγραψαν οι κομμουνιστές την συμφωνία, αλλά ο Τσαούς Αντών. Κι αυτό, γιατί το πραγματικό σύμφωνο Τσαούς Αντών-Συράκωφ βρισκόταν στα χέρια του ΕΛΑΣ».31

Πράγματι, την 1η Οκτώβρη 1944 ο υπουργός Εξωτερικών Δραγούμης χαρακτήρισε το εν λόγω «Σύμφωνο» ως «δολοπλοκίαι του Γκεωργκήεφ»32 (σ.σ. του Βούλγαρου Πρωθυπουργού). 
Ο δε «Ριζοσπάστης», στις 3 Οκτώβρη 1944, έκανε λόγο για «ξαναζεσταμένο βουλγαρικό ιμπεριαλισμό», διατρανώνοντας ταυτόχρονα: «Εξω οι Βούλγαροι κατακτητές απ' τα ελληνικά και γιουγκοσλαβικά εδάφη!»33.

«Υστερα από τις διαμαρτυρίες του ΕΛΑΣ», αναφέρει ο Στ. Σαράφης, «ο ταγματάρχης Μύλλερ αντικαταστάθηκε και έφυγε για το Κάιρο». 
Οσο για τον Τσαούς Αντών, «ύστερα από τον Δεκέμβρη [σ.σ. του 1944] ονομάστηκε από την ελληνική κυβέρνηση έφεδρος λοχαγός, ενώ οι καπεταναίοι του ΕΛΑΣ και οι έφεδροι αξιωματικοί που βγήκαν από τη Σχολή του ΕΛΑΣ και πολεμούσαν διαρκώς τον κατακτητή όχι μόνο δεν αναγνωρίσθηκαν από το επίσημο κράτος, αλλά οι περισσότεροι βρίσκονται στις φυλακές με ασύστατες και συκοφαντικές κατηγορίες. Ολο το Σεπτέμβρη και Οχτώβρη που οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Ελλάδα το περίεργο είναι ότι όχι μόνο τα τάγματα ασφαλείας και τα τμήματα των ελλήνων προδοτών που είχαν οργανωθεί από τους Γερμανούς εξακολουθούσαν να συνεργάζονται μ' αυτούς ως την τελευταία στιγμή να καλύπτουν την υποχώρησή τους, αλλά και τμήματα που εξόπλισαν οι Αγγλοι, όπως του Τσαούς Αντών, έκαναν το ίδιο πράγμα και βοηθούσαν τους Βουλγάρους».34

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τα δεκάδες «ντοκουμέντα» που κατασκευάστηκαν τότε επιδίωκαν να πλήξουν το κύρος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, παρουσιάζοντάς τα ως «αντεθνικά», «προδοτικά», που όχι μόνο δεν έκαναν αντίσταση, αλλά και συνεργάστηκαν με τον εχθρό: ό,τι ακριβώς δηλαδή έπραξαν οι εμπνευστές τους! 
Και όμως, καμιά φορά η απάντηση έρχεται από τις πιο «απρόσμενες» πηγές. Εκθεση του Foreign Office για το 1943 αναφέρει:
 «Την ίδια στιγμή που τα εθνικιστικά και συντηρητικά στοιχεία σπαταλούσαν τον χρόνο τους στην αδράνεια, το ΕΑΜ τράβηξε μπροστά φτάνοντας ένα σημείο στο οποίο μπορεί να ισχυριστεί πως είναι ο κύριος αντιπρόσωπος της ελληνικής αντίστασης [...] Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ΕΑΜ είναι ο ηγετικός παράγοντας στο αντιστασιακό κίνημα, και δικαιολογημένα ισχυρίζονται πως ηγούνται του αγώνα τόσο για την απελευθέρωση από τον Αξονα, όσο και για τις εσωτερικές ελευθερίες [...]
Οι πρώην πολιτικές προσωπικότητες απέτυχαν να δείξουν στον λαό οποιαδήποτε ηγετική ικανότητα με αυτό ή τον άλλο τρόπο, καθ' όλη τη διάρκεια της κατοχής. 
Κάποιοι κάτοχοι μεγάλων περιουσιών είναι αντίθετοι στο κίνημα αντίστασης γιατί βλέπουν τα τεράστια κέρδη που συσσώρευαν από την κατοχή να εξατμίζονται από τον κοινό σκοπό [...] Αλλά η μάζα του λαού βλέπει τους αντάρτες ως ηγέτες του αγώνα, και η θέση που κέρδισε το ΕΑΜ αποτελεί απόδειξη πως δεν υπάρχει σοβαρή αντιπολίτευση σε αυτό...»35.

Οι διαπιστώσεις αυτές του βρετανικού ιμπεριαλισμού δε γίνονταν βεβαίως με σκοπό να αποδώσουν τα εύσημα στο ΕΑΜ, αλλά για να εκθέσουν μια κατάσταση που ενυπήρχε αντικειμενικά στο διαμορφούμενο συσχετισμό δυνάμεων στην Ελλάδα (αλλά και ευρύτερα) και αναλόγως να παρθούν τα όποια απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια της αστικής εξουσίας και μετά το πέρας του πολέμου.
«Η μεταβολή της στρατηγικής κατάστασης στη Μεσόγειο», αναφέρει ο Richter, οδήγησε σε «μια ομαδική έξοδο "εθελοντών" για την αντίσταση από την Αθήνα. Στρατιωτικοί και πολιτικοί, βασιλικοί και δωσίλογοι έφευγαν από την Αθήνα, όπως τα ποντίκια από το πλοίο που βουλιάζει, και παρουσιάζονταν στο στρατηγείο του Μάγιερς για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους»36. Πράγματι, Εκθεση του Foreign Office, με ημερομηνία 27 Ιούλη 1943, μιλά ξεκάθαρα για το πώς διάφοροι λεγόμενοι «εθνικόφρονες», οι οποίοι «υπήρξαν ενεργοί (ή από την απάθεια, αδράνειά τους) συνεργάτες του εχθρού [...] τώρα φυσικά κάνουν ύστατες προσπάθειες να αποδείξουν -μέσω της βιαστικής δημιουργίας νέων "αντιστασιακών ομάδων" και της υπογραφής πρωτοκόλλων- την πίστη τους στους Συμμάχους»37.

Από αυτούς, άλλοι ενσωματώθηκαν στον ΕΔΕΣ και άλλοι συνέχισαν να δρουν μέσα από αυτόνομες ομάδες, διατηρώντας σχέσεις τόσο με τους Βρετανούς όσο και τις δυνάμεις Κατοχής. Ταυτόχρονα, και «με την ανοχή των Βρετανών», τόνιζε ο Richter, εξαπολύθηκε «μια πλατιά συκοφαντική εκστρατεία ενάντια στον ΕΛΑΣ». 
Το 1944 ο Λίπερ (αξιωματούχος της Διεύθυνσης Πολιτικού Πολέμου της Βρετανίας) εξέδωσε την εξής οδηγία προς τα ΜΜΕ: «Γενικά, κανένα εύσημο, οποιουδήποτε είδους δεν πρέπει να δίνεται στον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ»38. Είναι σαφές πως όλα αυτά αξιοποιήθηκαν από το βρετανικό ιμπεριαλισμό και ως ένα μέσο πίεσης στο ΕΑΜ. Πρόκειται για «σημάδια» που καταδείκνυαν πως η «αντιφασιστική συμμαχία» έφτανε στο τέλος της. Οι αδυναμίες στη στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος θα απέβαιναν καθοριστικές στην υποτίμηση των «σημαδιών» αυτών.
Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που ΕΑΜ και ΕΛΑΣ ρίχνονταν ολόπλευρα στη μάχη κατά των δυνάμεων Κατοχής και των ντόπιων συνεργατών τους, οι αστικές δυνάμεις -φιλογερμανικές και φιλοβρετανικές εξίσου- προετοιμάζονταν σε αγαστή συνεργασία για τη μάχη της επόμενης μέρας: τη μάχη για την εξουσία. 
Εκθεση του υποστράτηγου Εριχ Σμιτ-Ρίχμπεργκ (επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών Ε) για το δίμηνο Ιούλης-Αύγουστος 1944 αναφέρει γύρω από την ανάπτυξη της πάλης του ΕΑΜ λίγο πριν την απελευθέρωση: «Η εγκληματική συμμοριακή δράση έχει προσλάβει άγνωστη ως τώρα διάσταση. Πράξεις δολιοφθοράς κατά των συγκοινωνιακών συνδέσεων, καλά οργανωμένες επιδρομές και επιθέσεις εναντίον βάσεων και χωριών που κατέχονται από δικά μας τμήματα, αποτελούν σχεδόν καθημερινά φαινόμενα». Στον αντίποδα «η εθνικοδημοκρατική κατεύθυνση (ο ΕΔΕΣ), που πολιτικά βρίσκεται στη γραμμή της εξόριστης κυβέρνησης Παπανδρέου, προσπαθεί πάντα να διαβεβαιώσει τη δύναμη κατοχής για τη νομιμοφροσύνη της ώστε άθικτη να προετοιμαστεί για τον επερχόμενο στρατιωτικό και πολιτικό αγώνα για την εξουσία». Αλλωστε, όπως αναφέρουν διάφορες γερμανικές πηγές, ήδη από τα τέλη του 1943 είχε «κλειστεί μια σιωπηρή συμφωνία να μη γίνονται αμοιβαία εχθροπραξίες στην περιοχή των εθνικών ανταρτών».39

Το γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν είχε και το ίδιο προετοιμαστεί για τον επερχόμενο πολιτικό και στρατιωτικό αγώνα (δηλαδή δεν μπόρεσε να εντάξει την εθνικοαπελευθερωτική πάλη σε στρατηγική για την εργατική εξουσία), αντίθετα είχε εγκλωβιστεί στις Συμφωνίες με τους «συμμάχους» Βρετανούς και τον αστικό πολιτικό κόσμο στο Κάιρο, σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι όση λάσπη και αν ρίξουν παλαιοί και σύγχρονοι θαυμαστές του Γκαίμπελς, θα μπορέσουν ποτέ να διαγράψουν ή να αμαυρώσουν το ρόλο του ΚΚΕ στον αντιφασιστικό - εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του λαού στην Κατοχή και γενικότερα. 

Κλείνουμε, αναγράφοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση - κάλεσμα της ΚΕ του ΚΚΕ της 3 Αυγούστου 1944: «Κομμουνιστές! Ξεσηκώστε, οδηγήστε το λαό και το στρατό μας στη μάχη. Σε γενική έφοδο για τη λευτεριά. Πολεμήστε στις πρώτες γραμμές. Μεταδώστε σ' όλο το λαό τόλμη και αποφασιστικότητα, το πνεύμα της δράσης και της νίκης. Πολεμήστε και απελευθερώστε στην Ελλάδα. Ολοι επί ποδός πολέμου!»40.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Βλ. π.χ. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279, 282, 359, 363.

2. Αρθρο με τίτλο «Σύμφωνα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με Γερμανούς!!», στην ιστοσελίδα της «Χρυσής Αυγής», Τ.Ο. Α΄ Λιοσίων - Αχαρνών - Καματερού (http://xryshaugh.blogspot.gr/ 2012/08/blog-post_9776.html).

3. H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113.

4. Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 252.

5. Ν. Καρκάνη: «Οι δωσίλογοι της κατοχής: Δίκες-παρωδία, ντοκουμέντα, αποκαλύψεις, μαρτυρίες», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1981, σελ. 74.

6. Γεγονός που παραδέχτηκε ο ίδιος ο Λέοντας Σπαής (υφυπουργός τότε των στρατιωτικών) σε άρθρο του στο περιοδικό «Πολιτικά Θέματα» το Δεκέμβρη του 1976. Σε αυτό αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Αγγλων και η απόφαση δική μου [...] Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε -αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κυρίως στο Γουδί- στο κτίριο των παλαιών Ανακτόρων, τη σημερινή Βουλή. Εκεί στα υπόγεια υπήρχαν αποθήκες ιματισμού και οπλισμού [...]

Δεν είναι αλήθεια ότι δε χρησιμοποιήθηκαν Τάγματα Ασφαλείας στα Δεκεμβριανά, όπως τότε και αργότερα ισχυρίζονταν Αγγλοι και Ελληνες. Χρησιμοποιήθηκαν οι μισοί περίπου, από όσους είχαν συλληφθεί και αυτή είναι η αλήθεια, που την αποκαλύπτω σήμερα».

7. Βλ. Τ. Κωστόπουλου: «Η αυτολογοκριμένη μνήμη: τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη», εκδ. «Φιλίστωρ», 2005, σελ. 73-74, 78.

8. Πρόκειται για τα «Σύμφωνα» του Πετριτσίου, του Μελισσοχωρίου και το «Στρατιωτικό Σύμφωνο Γερμανών-ΕΛΑΣ».

9. Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΑΟ προς την Α.Ε., τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως της Ελευθέρας Ελλάδος, Κάιρον, 15.5.1944, στο Π. Παπαθανασίου: «Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-1944. Αντίσταση και Τραγωδία. Το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του (τότε) Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου», τ.2, εκδ. «Παπαζήση», 1988, σελ. 805-806.

10. Εγγραφο PIC/263/21, 18.7.1944, στο Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 126.

11. Εγγραφο PIC/263/21, 18.7.1944, στο Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 95.

12. Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΑΟ προς την Α.Ε. τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως της Ελευθέρας Ελλάδος, Κάιρον, 15.5.1944, στο Π. Παπαθανασίου: «Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-1944. Αντίσταση και Τραγωδία. Το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του (τότε) Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου», τ.2, εκδ. «Παπαζήση», 1988, σελ. 808-810.

13. Βλ. Τσουδερός προς Λίπερ, 24.9.1943 και 29.9.1943, Αρχείο Τσουδερού, στο Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20, Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279, 282, 291.

14. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279.

15. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ.178.

16. Μ. Μαΐλη: «Προβοκάτορες και προβοκάτσιες», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 4 Απρίλη 2008.

17. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 178, H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113, Ε. Kofos: «Nationalism and Communism in Macedonia», 1964, εκδ. «Institute for Balkan Studies», σελ. 134.

18. Μ. Μαΐλη: «Προβοκάτορες και προβοκάτσιες», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 4 Απρίλη 2008.

19. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 286-287.

20. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 179 και H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ.102, 113.

21. Χ. Νάλτσα: ό.π., σελ.282, 359. Το «ντοκουμέντο» παραθέτει και σε «φωτοαντίγραφο» η Χρυσή Αυγή (http://xryshaugh.blogspot.gr/2012/08/blog-post_9776.html).

22. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 179.

23. Κρατικό Κεντρικό Αρχείο Πότσνταμ, αρ. φιλμ 18.655, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 250-251.

24. Στο Πολιτικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών της Βόννης, Ειδικός Πληρεξούσιος για τη Νότια Ανατολή, τομ.1, φ.43 και φ.8, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 252 και 257.

25. Α. Speer: «Inside the Third Reich», εκδ. «Avon Publishers», 1979, σελ. 509-510.

26. Η «Συμφωνία» παρατίθεται σε φωτοαντίγραφο από τη «Χρυσή Αυγή» (http://xryshaugh.blogspot.gr/2012/08/blog-post_9776.html).

27. Στο Πολιτικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών της Βόννης, Ειδικός Πληρεξούσιος για τη Νότια Ανατολή, τομ.1, φ.60, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 240.

28. Α. Βελλιάδη: «Κατοχή: Γερμανική Πολιτική Διοίκηση στην Ελλάδα 1941-1944», εκδ, «Ενάλιος», 2008, σελ. 159. Την πλαστογραφία καταδεικνύει και ο H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης» στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113.

29. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 290-291.

30. Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 466-467, Β. Γεωργίου: «1940-1945. Ιστορία της Αντίστασης», τ. 4, εκδ. «Αυλός», 1979, σελ. 1.593-1.954. Η Εκθεση υπ. αρ. 311/10 (Οκτώβρης 1944) της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας, έγραφε: «Ταυτόχρονα, ο κ. Μύλλερ και ο Στρατηγός Συράκωφ αξιώνουν από τον ΕΛΑΣ ν' απολύσει όλους τους κρατούμενους κομιτατζήδες και βούλγαρους εγκληματίες πολέμου. Οι γερμανοί φαίνεται ξεκάθαρα ότι για την προάσπιση της γραμμής Κρούσα μέχρι της λίμνης Δοϊράνης χρησιμοποιούν τις δυνάμεις της ΠΑΟ στο Κιλκίς και ανατολικώς Νιγρίτας. Εκτός τούτου επωφελούνται της κατάστασης που δημιουργήθηκε στην Ανατολική Μακεδονία (με το σύμφωνο Συράκωφ-Τσαούς Αντών) ώστε να εξουδετερώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις του ΕΛΑΣ και των Βουλγάρων παρτιζάνων για να συγκρατούνται και να μην επιτίθενται κατ' αυτών στη γραμμή Στρυμόνα», Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 469.

31. Β. Γεωργίου: «1940-1945. Ιστορία της Αντίστασης», τ.4, εκδ. «Αυλός», 1979, σελ. 1594.

32. Εφημερίδα «Ελευθερία», 2 Οκτώβρη 1944.

33. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 3 Οκτώβρη 1944.

34. Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 470.

35. Σύνοψη της Αναφοράς για την Ελλάδα, 1943, Φάκελος HS5/224 (PRO).

36. Aide-memoire της 21.5.1943, Αρχείο Τσουδερού, στο Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20.

37. Εκθεση του Foreign Office, 27.7.1943, Φάκελος HS5/22 (PRO).

38. From Foreign Office to Cairo, Φάκελος FO 954/11, 23/4/1944 (PRO) και Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20.

39. ΚΚΑ Πότσνταμ, αρ. φιλμ 18.454, Ενορκη δήλωση των Γκέμπχαρντ φον Λέντε, πρώην αξιωματικού του επιτελείου του 22ου Ορεινού Σώματος Στρατού και Α. Βίντερ, πρώην Επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών Ε στο αμερικανικό στρατοδικείο της Νυρεμβέργης, V, στις 27.9.1947 και 22.9.1947 αντίστοιχα, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 240, 267 και 235.

40. «ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα», τ.5, σελ. 221.
Αναδημοσιεύεται από την ΚΟΜΕΠ, τεύχος 1/2013

02 Ιανουαρίου, 2019

ΈΤΣΙ ΕΛΥΝΑΝ k ΛΥΝΟΥΝ ΟΙ ΑΡΧΟΥΣΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΤΑ «ΕΘΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ» !!







ΒΑΛΚΑΝΙΑ

Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ*
Στη δίνη των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων
Τα βαλκανικά κράτη πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
Τα βαλκανικά κράτη πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
Ηταν πρωί της 17ης (30ής με το νέο ημερολόγιο) Σεπτέμβρη του 1915 όταν ο διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Μοσχόπουλος, ειδοποιήθηκε από το διοικητή του Φρουρίου Θεσσαλονίκης, συνταγματάρχη Ευλ. Μεσαλά ότι στο λιμάνι της πόλης εισέπλεαν μονάδες του στόλου της ΑΝΤΑΝΤ. 
Γύρω στις 9 το πρωί, ενώπιον του στρατηγού παρουσιάστηκε αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τρεις αξιωματικούς του στόλου της εν λόγω συμμαχίας με επικεφαλής το Γάλλο πλοίαρχο Ντιμενίλ. Την αντιπροσωπεία συνόδευε ο Γάλλος υποπρόξενος στη Θεσσαλονίκη Λεόν. Ο Γάλλος πλοίαρχος χωρίς περιστροφές δήλωσε ότι εκτελούσε διαταγές του Αγγλου αρχιναυάρχου Ντε Ρόμπεκ και του διοικητή των συμμαχικών στρατιωτικών δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ στρατηγού Σαράιγ κι ότι ήταν εντεταλμένος να ανακοινώσει πως φτάνουν μεταγωγικά πλοία γεμάτα από συμμαχικά στρατεύματα τα οποία, ύστερα από συνεννοήσεις που είχαν γίνει ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και το Γάλλο πρέσβη στην Αθήνα, επρόκειτο να αποβιβασθούν στη Θεσσαλονίκη. Ο Ντιμενίλ πρόσθεσε επίσης ότι σε συνεργασία με τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές τα συμμαχικά στρατεύματα θα οργάνωναν την άμυνα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης προς εξασφάλιση από πιθανή εχθρική επίθεση1.
Εκπληκτος ο στρατηγός Μοσχόπουλος και αγνοώντας οτιδήποτε σχετικό με τις αναφερόμενες από το συνομιλητή του συνεννοήσεις ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και το Γάλλο πρέσβη, παρακάλεσε να διακοπεί οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση επί του θέματος έως ότου συνεννοηθεί με την κυβέρνηση της χώρας. Γύρω στο μεσημέρι, στην Αθήνα, στο γραφείο του υπουργού επί των Στρατιωτικών, στρατηγού Π. Δαγκλή, έφτανε το παρακάτω τηλεγράφημα2:
«Θεσσαλονίκη, αριθμός 334, επείγον. Ταύτην την στιγμή παρουσιάσθησαν ενώπιόν μου ο πρόξενος της Γαλλίας, ο κυβερνήτης του προς τούτο ελθόντος ενταύθα πολεμικού και δύο αξιωματικοί του Επιτελείου Δαρδανελίων, οίτινες μου εδήλωσαν ότι, κατόπιν συνεννοήσεως του αυτόθι πρεσβευτού της Γαλλίας μετά προέδρου της ελληνικής κυβερνήσεως, προτίθενται να εκτελέσουν αναγνώρισιν γαλλικού στρατού ή λάβουν μέτρα δι' άμυναν λιμένος από προσβολής εχθρικής ή υποβρυχίων.
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με στολή Γερμανού Στρατάρχη πίσω από τον Κάιζερ
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με στολή Γερμανού Στρατάρχη πίσω από τον Κάιζερ
Μοσχόπουλος».

Η κατάσταση χωρίς αμφιβολία ήταν άκρως σοβαρή και το μέλλον φάνταζε να παίρνει δραματικές διαστάσεις. Πριν όμως εξετάσουμε τα γεγονότα που ακολούθησαν ας δούμε πώς φτάσαμε ως αυτό το σημείο.
Η Ευρώπη και τα Βαλκάνια στη δίνη του μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου
Οταν ο στόλος της ΑΝΤΑΝΤ έκανε την απειλητική εμφάνισή του στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης η Ευρώπη συγκλονιζόταν από το Μεγάλο Πόλεμο που είχε ξεσπάσει ένα χρόνο πριν και την είχε αγκαλιάσει απ' άκρη σ' άκρη. Επρόκειτο για τον πρώτο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο που άρχισε στις 19 Ιούλη/1 Αυγούστου του 1914 ως αποτέλεσμα των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων που συσσωρεύονταν για δεκαετίες. 
Στον πόλεμο αυτό συγκρούστηκαν δύο στρατιωτικοπολιτικοί συνασπισμοί καπιταλιστικών χωρών, που μέχρι να ανάψει η φωτιά διαμορφώνονταν ασταμάτητα ως δήθεν συμμαχίες για τη διασφάλιση της ειρήνης. 
Στην πραγματικότητα, βέβαια, έγινε αυτό που ο Λένιν περιέγραφε με αξιοθαύμαστο τρόπο όταν σημείωνε πως «*οι ειρηνικές συμμαχίες προετοιμάζουν τους πολέμους και με τη σειρά τους ξεπηδούν από τους πολέμους, καθορίζοντας η μια την άλλη, γεννώντας τη διαδοχή των μορφών της ειρηνικής και της μη ειρηνικής πάλης πάνω στο ίδιο ακριβώς έδαφος των ιμπεριαλιστικών σχέσεων και των αμοιβαίων σχέσεων της παγκόσμιας οικονομίας και της παγκόσμιας πολιτικής»3.
Γαλλικό πυροβόλο εγκαταστημένο στο Στρυμόνα
Γαλλικό πυροβόλο εγκαταστημένο στο Στρυμόνα
Οι δύο αντιμαχόμενοι στρατιωτικοπολιτικοί συνασπισμοί ήταν η Τριπλή Συνεννόηση (Τριπλή Αντάντ) και η Τριπλή Συμμαχία. 
Η Τριπλή Συνεννόηση ήταν ο στρατιωτικοπολιτικός συνασπισμός της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Στην ολοκληρωμένη αυτή μορφή του συγκροτήθηκε στα 1907 όταν η Ρωσία και η Αγγλία ήρθαν σε συμφωνία που, στην ουσία, συμπλήρωνε την αγγλογαλλική συμφωνία του 1904, η οποία έμεινε στην ιστορία με την ονομασία «Εγκάρδια Συνεννόηση» (Entente Cordiale) ή αγγλογαλλική Αντάντ. 
Η Τριπλή Συμμαχία ήταν η στρατιωτικοπολιτική συμμαχία Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας, που η συγκρότησή της ξεκίνησε με τη γερμανοαυστριακή στρατιωτική συμμαχία του 1878 και ολοκληρώθηκε με την προσχώρηση σ' αυτήν το 1883 της Ιταλίας.
Οι συνασπισμοί αυτοί στην πορεία του πολέμου άλλαξαν αισθητά. 
Η Ιταλία, για παράδειγμα, στην αρχή της αναμέτρησης δήλωσε ουδετερότητα γιατί έτσι νόμιζε πως εξυπηρετούσε τα ιμπεριαλιστικά της σχέδια. Στη συνέχεια, όμως, επιχείρησε να συμπαραταχτεί με κάποιον από τους δύο συνασπισμούς, που θα της έδινε τα ανταλλάγματα που ζητούσε, και τελικά το Μάη του 1915 πέρασε με το μέρος της Αντάντ. 
Το κενό στην Τριπλή Συμμαχία κάλυψε η Βουλγαρία, που επίσης στην αρχή του πολέμου δήλωσε αυστηρή ουδετερότητα, αλλά στη συνέχεια πέρασε στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων, της Αυστροουγγαρίας, δηλαδή, και της Γερμανίας. Το ίδιο έκανε και η Τουρκία, με αποτέλεσμα η Τριπλή Συμμαχία να γίνει τετραπλή (Γερμανο-αυστρο-βουλγαρο-τουρκική).
Θεσσαλονίκη 1915. Διακρίνονται στο βάθος τζαμιά και μιναρέδες
Θεσσαλονίκη 1915. Διακρίνονται στο βάθος τζαμιά και μιναρέδες
Η έναρξη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την βαλκανική χερσόνησο σε μια περίπλοκη στρατιωτικοπολιτική κατάσταση. 
Η βαλκανική ενότητα που είχε επιτευχθεί στον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε συντριβεί στις λόγχες του δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου. 
*Μειονοτικά προβλήματα, εθνικιστικοί ανταγωνισμοί και αλυτρωτισμοί, διαμόρφωναν το πεδίο σύγκρουσης και αποτελούσαν την «εθνική» σημαία των κυρίαρχων αστικών τάξεων που αναζητούσαν διεύρυνση των «εθνικών» τους αγορών με νέα εδάφη και εργατικό δυναμικό. Ηταν φανερό πως ακόμη και στο πλαίσιο ευρύτερων ιμπεριαλιστικών συνασπισμών οι βαλκανικές χώρες ήταν αδύνατο να συνυπάρξουν κάτω από κοινή ομπρέλα.
Η πρώτη και η μόνη βαλκανική χώρα που βρέθηκε στη δίνη του μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου από την στιγμή της έναρξής του ήταν η Σερβία που από τις 28 Ιούλη του 1914 είχε δεχτεί στρατιωτική επίθεση από την Αυστροουγγαρία. 
Η τελευταία νόμισε ότι βρήκε μια καλή ευκαιρία να προωθηθεί στα Βαλκάνια εκμεταλλευόμενη τη δολοφονία, από Σέρβους εθνικιστές στο Σαράγιεβο του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας Χότεκ, ένα μήνα πριν.
Η Βουλγαρία και η Τουρκία μέχρι της στιγμής που εισήλθαν στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, ακολουθούσαν μια προσεκτική πολιτική παζαριών και με τους δύο ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς για να σταθμίσουν τον πιθανό νικητή αλλά και να αποκομίσουν τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη.
Ο πρωταγωνιστής της επέμβασης της ΑΝΤΑΝΤ στην Ελλάδα Ελ. Βενιζέλος
Ο πρωταγωνιστής της επέμβασης της ΑΝΤΑΝΤ στην Ελλάδα Ελ. Βενιζέλος


Ανάμεσα στα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα βρέθηκε και η Ελλάδα, σε τέτοιο σημείο μάλιστα που η κυρίαρχη τάξη της χωρίστηκε στα δύο, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το λαό και τον τόπο.
 Ομως, από την έναρξη του πολέμου ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πρωθυπουργός, όντας ανταντόφιλος, επιχείρησε να προλάβει τις εξελίξεις και να δημιουργήσει τετελεσμένα, να προσανατολίσει δηλαδή τη χώρα στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ. 
Ετσι από την 1/14 Αυγούστου του 1914 έθεσε στην Αγγλία, στη Ρωσία και τη Γαλλία - μέσω των πρεσβευτών τους στην Αθήνα - το εξής ερώτημα4: «Εάν η Βουλγαρία μόνη ή ομού μετά της Τουρκίας επιτεθή κατά της Σερβίας ,η Ελλάς θα βοηθήση την τελευταίαν. Εν την περιπτώσει ταύτη θα ήσαν διατεθημέναι οι Δυνάμεις της Τριπλής Συνεννοήσεως να θεωρήσουν την Ελλάδα ως σύμμαχον και να της παράσχουν την επικουρίαν των υπό την ιδιότητα της συμμάχου;»*
Στο ερώτημα αυτό οι ιθύνοντες της ΑΝΤΑΝΤ αρχικά απέφυγαν να απαντήσουν αλλά υπήρξε νέο διάβημα Βενιζέλου ποιο προωθημένο από το πρώτο. Συγκεκριμένα, στις 5/18 Αυγούστου του 1914 ο Ελ. Βενιζέλος πρόσφερε συμμαχία άνευ όρων στην ΑΝΤΑΝΤ. 
Στην αναφορά - προς τη βρετανική κυβέρνηση - της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα η προσφορά συμμαχίας του Βενιζέλου προς την ΑΝΤΑΝΤ περιγράφεται ως εξής5
«Ο κ. Βενιζέλος, τη πλήρει συγκαταθέσει του βασιλέως και της κυβερνήσεως, έθεσεν επισήμως εις την διάθεσιν των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ πάσας τας στρατιωτικάς και ναυτικάς δυνάμεις της Ελλάδος, δι' οιανδήποτε στιγμήν ζητηθούν. Προσέθεσεν ότι η προσφορά αυτή εγένετο ειδικώς εις την αγγλικήν κυβέρνησιν, με τα συμφέροντα της οποίας είναι αδιαχωρίστως συνδεδεμένα τα συμφέροντα της Ελλάδος, και ότι, καίτοι αι δυνάμεις της Ελλάδος ήσαν μικραί, ηδύνατο να διαθέση διακοσίας χιλιάδας στρατού, ενώ το ναυτικόν της και οι λιμένες της ηδύναντο να είναι χρήσιμοι εις τους συμμάχους. Υπηνίσσετο ότι εν ανάγκη πενήντα χιλιάδες ελληνικού στρατού ηδύναντο να σταλούν εις Αίγυπτον προς διατήρησιν της τάξεως. Η προσφορά θα παραμείνη ανοικτή, και μέχρις ότου γίνη αποδεκτή εννοείται ότι θα παραμείνη εντελώς μυστική»*.
Η απόβαση των γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη
Η απόβαση των γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη
Εν τω μεταξύ η Αγγλία απάντησε στο πρώτο διάβημα Βενιζέλου συνιστώντας στην Ελλάδα να παραμείνει ουδέτερη στην περίπτωση που ουδέτερη παρέμενε και η Τουρκία. «Αν η Τουρκία - έλεγε η αγγλική απάντηση - παρεβίαζε την ουδετερότητα, η Αγγλία θα ήτο έτοιμη να δεχθή την Ελλάδα ως σύμμαχο». 
Στο ίδιο πνεύμα κινούνταν και η γαλλική απάντηση, όπου αναφερόταν: 
«Προς το παρόν φρονούμεν, ότι άπασαι αι προσπάθειαι της Ελλάδος οφείλουν να αποβλέπουν εις το να τηρήση η Τουρκία την υποσχεθείσαν ουδετερότητά της και να αποφευχθή παν το οποίον θα ηδύνατο να φέρη την τουρκικήν κυβέρνησιν να εξέλεθη αυτής». Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και η ρωσική απάντηση6.
Είναι φανερό πως στην αρχική φάση του πολέμου η ΑΝΤΑΝΤ ευνοούσε την ελληνική ουδετερότητα και το ίδιο έκαναν και οι κεντρικές δυνάμεις μπρος στο ενδεχόμενο να έχουν μια Ελλάδα στο εχθρικό προς αυτούς στρατόπεδο. 
Εχει πάντως σημασία να προσέξουμε ότι οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ, ενώ ευνοούσαν την ελληνική ουδετερότητα ως αντιστάθμισμα στην ουδετερότητα της Τουρκίας, απέφευγαν επιμελώς την οποιαδήποτε αναφορά στον παράγοντα Βουλγαρία, παρόλο που η αναφορά του Βενιζέλου στην εν λόγω χώρα ήταν σαφής. 
Η αποσιώπηση αυτή δεν είναι τυχαία, δεδομένου ότι η ΑΝΤΑΝΤ επιδίωκε να προσεταιριστεί τη Βουλγαρία και μάλιστα με εδαφικά ανταλλάγματα, τόσο εις βάρος της Ελλάδας όσο και εις βάρος της Σερβίας και της Ρουμανίας. 
*Αλλά το χειρότερο βρισκόταν αλλού. Βρισκόταν στο γεγονός ότι ο Βενιζέλος ήταν απολύτως έτοιμος να μπει στο παιχνίδι του μοιράσματος εδαφών και δεν άργησε να αποδεχτεί το παζάρι που του πρότεινε η Αγγλία.
 Ετσι με τα υπομνήματά του, που έστειλε στο βασιλιά Κωνσταντίνο, το Γενάρη του 1915, καθ' υπόδειξη του Φόρεϊν Οφις, πρότεινε να παραχωρηθεί στη Βουλγαρία η περιοχή Καβάλας - Δράμας - Σαρισαμπάν υπό τις εξής προϋποθέσεις: Η Βουλγαρία να κηρύξει αμέσως τον πόλεμο εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων μαζί με τους Ελληνες και τους Σέρβους. Ο πόλεμος να είναι νικηφόρος για να γίνουν οι παραχωρήσεις και η Ελλάδα σε αντάλλαγμα των παραχωρήσεων που θα έκανε, να έπαιρνε τη Δυτική Μικρά Ασία7.
Ο Στρατηγός Σαράιγ με τον Αγγλο συνάδελφό του Μαόν στη Θεσσαλονίκη
Ο Στρατηγός Σαράιγ με τον Αγγλο συνάδελφό του Μαόν στη Θεσσαλονίκη
Πάντως ούτε η Βουλγαρία πήγε με την ΑΝΤΑΝΤ, ούτε η Τουρκία έμεινε ουδέτερη. 
Από τις 4/17 Ιούλη του 1915 είχε υπογραφεί μυστική συμφωνία ανάμεσα στη Βουλγαρία, στη Γερμανία, στην Αυστρία και την Τουρκία και η τριπλή συμμαχία των κεντρικών δυνάμεων έγινε τετραπλή. 
Από το φθινόπωρο του 1915 η Βουλγαρία πέρασε ανοιχτά με τον μέρος των κεντρικών δυνάμεων, ενώ η Τουρκία είχε στραφεί κατά της ΑΝΤΑΝΤ ένα χρόνο νωρίτερα, όταν το φθινόπωρο του 1914 κατήργησε τις διομολογήσεις και βομβάρδισε τέσσερα ρωσικά λιμάνια στον Εύξεινο Πόντο8.
Η προετοιμασία της εισβολής της ΑΝΤΑΝΤ στην Ελλάδα
Στις αρχές του 1915 η πολεμική κατάσταση χαρακτηριζόταν από μια ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στους δύο συνασπισμούς. 
Στο δυτικό μέτωπο διεξαγόταν πόλεμος χαρακωμάτων και στο ανατολικό επικρατούσε στασιμότητα, λόγω εξαντλήσεως των αντιπάλων. Η κατάσταση αυτή από τη μία μεριά έσπρωχνε όλο και περισσότερο προς την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας και από την άλλη απαιτούσε την είσοδο στον πόλεμο νέων χωρών, δηλαδή περισσότερων ανθρώπινων ζωών, ούτως ώστε να διαταραχθεί η ισορροπία δυνάμεων προς όφελος της μίας ή της άλλης πλευράς. 
Πού όμως έπρεπε να αναζητηθεί το στρατηγικό πλεονέκτημα; «Μεταξύ των ιθυνόντων των Συμμάχων - γράφει ο Σπ. Σκόνδρας9-, τόσον εν Λονδίνω (Λόιντ Τζορτζ και Ου. Τσόρτσιλ) όσον και εν Παρισίοις (Μπριάν) επεκράτει η άποψις ότι "η αποφασιστική επιτυχία" έπρεπε να αναζητηθή στη Βαλκανική».
Ο πόλεμος πέρασε τις πύλες των Βαλκανίων με την εκστρατεία της ΑΝΤΑΝΤ στα Δαρδανέλια, που κράτησε από τις 6/2 ως τις 18/3 του 1915. 
Η κατάργηση των διομολογήσεων (δηλαδή των αποικιοκρατικών δικαιωμάτων στο έδαφός της), το κλείσιμο των στενών για τα εμπορικά και πολεμικά πλοία και οι ναυτικές τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στα ρωσικά λιμάνια του Εύξεινου Πόντου ήταν οι κύριες αφορμές για να προκληθεί η επιχείρηση, που όμως δεν είχε επιτυχή κατάληξη, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις της Συμμαχίας να αλλάξουν τακτική και μετά τις 18/3/1915 να στραφούν σε αποβατικές επιχειρήσεις στη χερσόνησο της Καλλίπολης.
Ευθύς μόλις εκδηλώθηκε η εκστρατεία των Δαρδανελίων ο Βενιζέλος, με υπόμνημά του προς το βασιλιά, τάχθηκε υπέρ της συμμετοχής της Ελλάδας στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ, ενώ την αντίθετη ακριβώς γνώμη εξέφρασε με δικό του υπόμνημα ο τότε αρχηγός της Επιτελικής Υπηρεσίας του Στρατού, συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς10
Η διχογνωμία που δημιουργήθηκε, η οποία δεν περιοριζόταν ανάμεσα στον Βενιζέλο και τον Μεταξά αλλά απλωνόταν σε μεγάλο βάθος μέσα στον αστικό πολιτικό κόσμο και στην κυρίαρχη τάξη, οδήγησε σε πολιτική κρίση, στην παραίτηση της κυβέρνησης Βενιζέλου και στο σχηματισμό νέας υπό τον αρχηγό της αντιπολίτευσης Δημ. Γούναρη, που ορκίστηκε στις 10/3/1915.
Η κυβέρνηση Γούναρη δεν έμεινε για πολύ στα πράγματα. Στις 31 Μάη/13 Ιούνη του 1915 οι εκλογές έδωσαν 184 έδρες στο κόμμα των Φιλελευθέρων (επί συνόλου 310) και ο Βενιζέλος επέστρεψε θριαμβευτής, έχοντας την εντύπωση ότι τα χέρια του ήταν πλέον λυμένα για να προσδέσει τη χώρα στο άρμα της ΑΝΤΑΝΤ.

Οπως έχουμε ήδη αναφέρει, η Σερβία ήταν η μόνη χώρα της Βαλκανικής χερσονήσου που είχε εμπλακεί στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο από την έναρξή του. Η Σερβία συνδεόταν επίσης με την Ελλάδα, από τις 19 Μάη (1 Ιούνη) του 1913, με Συνθήκη Ειρήνης, Φιλίας και Στρατιωτικής Συνδρομής11 και είχε επιδιώξει να ενεργοποιήσει από την αρχή του πολέμου αυτό το συμφωνητικό, χωρίς αποτέλεσμα.
 Τα άρθρα 1 και 4 της εν λόγω συμφωνίας υποχρέωναν την Ελλάδα να βοηθήσει στρατιωτικά τη Σερβία στον πόλεμο που της είχε κηρύξει η Αυστροουγγαρία, αλλά το άρθρο 2 της συμβάσεως υποχρέωνε τη Σερβία από την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων να διαθέσει στην κοιλάδα του Αξιού 150.000 άνδρες, κάτι που η τελευταία ήταν αδύνατο να πράξει. 
Η συμφωνία μπορούσε να ενεργοποιηθεί μόνο σε περίπτωση πολέμου με τη Βουλγαρία ή και με την Τουρκία, αλλά ήταν αδύνατο να τεθεί σε εφαρμογή τώρα που εχθρός της Σερβίας ήταν η Αυστροουγγαρία. Εντούτοις ο  Βενιζέλος, απ' αφορμή τη βουλγαρική επιστράτευση στις 8/21 Σεπτέμβρη του 1915 επιχείρησε να ενεργοποιήσει τη συμφωνία και να βάλει την Ελλάδα στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ αντικαθιστώντας τους 150.000 σέρβους στην κοιλάδα του Αξιού με στρατεύματα της συμμαχίας. 
Οπως ο ίδιος ο Βενιζέλος αφηγήθηκε στη Βουλή, στη συνεδρίαση της 13ης Αυγούστου του 1917, κατά το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη 1915 (με το νέο ημερολόγιο) ζήτησε και πήρε εξουσιοδότηση από το βασιλιά Κωνσταντίνο, ώστε να βολιδοσκοπήσει τους Αγγλογάλλους αν μπορούσαν εκείνοι να στείλουν στην κοιλάδα του Αξιού τα στρατεύματα που η Σερβία ήταν υποχρεωμένη να παρέχει, ούτως ώστε η Ελλάδα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, όπως αυτές απέρρεαν από την ελληνοσερβική συνθήκη. 
Πράγματι οι επαφές έγιναν και οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας έσπευσαν να αποδεχτούν την ελληνική πρόταση, χωρίς βεβαίως να δεσμεύονται ρητώς για άμεση αποστολή τόσο μεγάλου αριθμού στρατευμάτων12
Από εκεί και ύστερα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Η επέμβαση της ΑΝΤΑΝΤ στην Ελλάδα ήταν πλέον ζήτημα χρόνου. 
«Εδώ - γράφει ο Κ. Ζαβιτζιάνος13 - αρχίζει μία άγρια καμπάνια κατά του Βενιζέλου, ο οποίος, ως έλεγον, έφερε ξένα στρατεύματα εις την χώραν, χωρίς να έχη, ως έλεγον, σύμφωνον την γνώμην του Στέμματος. Και η καμπάνια αυτή εγένετο επί έτη ολόκληρα, όχι μόνον δηλαδή καθ' όλην την διάρκειαν του μεγάλου εκείνου πολέμου, αλλά και μετά τούτον, οσάκις δηλαδή εγένετο λόγος».
Είναι αλήθεια ότι ο Βενιζέλος έχει επικριθεί - και όχι άδικα - δριμύτατα για τον τρόπο που χειρίστηκε την επέμβαση της ΑΝΤΑΝΤ στην Ελλάδα, παρόλο που δίπλα στις επικρίσεις αναπτύχθηκε ένα πέπλο προστασίας, με στόχο να αποκρύψει ή να δικαιολογήσει τις ευθύνες του. Ας επιστρέψουμε όμως από εκεί που αρχίσαμε, δηλαδή από την επέμβαση των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ στη Θεσσαλονίκη.
Η επέμβαση της ΑΝΤΑΝΤ
Οταν ο Βενιζέλος ενημερώθηκε για το τηλεγράφημα που αναφέραμε στην αρχή, του στρατηγού Μοσχόπουλου, σχετικά με την επικείμενη απόβαση δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ στη Θεσσαλονίκη, επιχείρησε, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, να επικοινωνήσει μαζί του. Στη σειρά των άρθρων του για το λεγόμενο εθνικό διχασμό και συγκεκριμένα στο 19ο κατά σειρά άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 4/11/1934 γράφει σχετικά14: «Μετέβην εις το τηλεγραφείον του υπουργείου των Στρατιωτικών, όπου εκάλεσα τον στρατηγόν Μοσχόπουλον και συνωμίλησα μετ' αυτού από μηχανής. Εδήλωσα προς αυτόν ότι εφ' όσον πρόκειται περί προκαταρκτικών μέτρων δι' επικείμενην απόβασιν δύναται να επιτρέψη αυτά, αλλά πρέπει να δηλωθή ότι έναρξις της αποβάσεως δε θα επιτραπή εφ' όσον δε λάβη σύμφωνον διαταγήν της κυβερνήσεως. Ο στρατηγός Μοσχόπουλος με ηρώτησε τι θα πράξη, εάν οι Γάλλοι παρά την προειδοποίησιν αυτήν επιμείνουν ν' αρχίσουν την απόβασιν. Του απήντησα ότι οφείλει να λάβει εγκαίρως όλα τα στρατιωτικά μέτρα, τα οποία θα του επιτρέψουν να αντισταθή εν ανάγκη εις την απόβασιν και θα καταστήσουν εξ άλλου εμφανή την περί τούτου απόφασίν του. Ο στρατηγός Μοσχόπουλος επέμεινε "τι θα πράξω, εάν παρά ταύτα οι Γάλλοι αρχίσουν αποβιβαζόμενοι;". 
Απήντησα: "Θα τους κτυπήσετε..." Ο στρατηγός Μοσχόπουλος, δ' επιστολής του προς το "Ελεύθερον Βήμα" κατά τη δημοσίευση της ιστορικής μελέτης του κ. Γ. Βεντήρη βεβαιώνει ότι δεν έλαβε παρ' εμού διαταγήν να αντισταθή. Είναι ευκολώτερον να ελησμόνησε ο κ. Μοσχόπουλος τη δοθείσαν από μηχανής διαταγήν παρά να έπαθα εγώ την ψευδαίσθησιν ότι την έδωσα».
Πράγματι, όταν ο Γ. Βεντήρης δημοσίευσε σε συνέχειες στο «Ελεύθερον Βήμα», στις αρχές της δεκαετίας του '30 την εργασία του - που αργότερα κυκλοφόρησε σε βιβλίο υπό τον τίτλο «Η Ελλάς του 1910 - 1920» - ανέφερε και τα περί διαταγής αντιστάσεως στην ΑΝΤΑΝΤ από τον Βενιζέλο προς το στρατηγό Μοσχόπουλο, για να εισπράξει την κατηγορηματική διάψευση του τελευταίου15
Προφανώς, ο Μοσχόπουλος έχει δίκιο στον ισχυρισμό του ότι ουδέποτε έλαβε τέτοια διαταγή αντιστάσεως.* 
Αλλωστε, είναι παιδαριώδες και το επιχείρημα του Βενιζέλου ότι «είναι ευκολώτερον να ελησμόνησε ο κ. Μοσχόπουλος την δοθείσαν από μηχανής διαταγήν παρά να έπαθα εγώ την ψευδαίσθησιν ότι την έδωσα». Αν είχε την παραμικρή βάση ένας τέτοιος ισχυρισμός τότε οφείλουμε να συμπεράνουμε ότι ο Μοσχόπουλος λησμόνησε τη διαταγή την ίδια στιγμή που την έλαβε, αφού ουδέποτε την εφάρμοσε. Μόνο που ένα τέτοιο γεγονός θα επέσυρε εναντίον του κάποιες, έστω και τυπικές, κυρώσεις οι οποίες ουδέποτε επιβλήθηκαν και για τις οποίες ο Βενιζέλος δεν κάνει την παραμικρή νύξη. Αλήθεια τόσο εύκολα παράκουαν τόσο σημαντικές διαταγές οι στρατιωτικοί εκείνης της περιόδου;
Εν πάση περιπτώσει, η ιστορική αλήθεια, την οποία ουδείς πλέον μπορεί να αμφισβητήσει, λέει ότι η κυβέρνηση Βενιζέλου έδωσε πλήρη συγκατάθεση για την απόβαση των συμμαχικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη και αρκέστηκε να προβεί μόνο σε τυπική διαμαρτυρία προς τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ για παραβίαση της ουδετερότητάς της16
Το σχετικό κείμενο της διαμαρτυρίας που επιδόθηκε στις 2 Οκτώβρη του 1915 αναφέρει: «Επειδή η Ελλάς είναι ουδετέρα έναντι του Ευρωπαϊκού πολέμου η βασιλική κυβέρνησις δεν δύναται να παράσχη την έγκρισιν αυτής εις τας προτιθέμενας υμετέρας ενεργείας καθ' όσον θίγουσιν την ουδετερότητα της Ελλάδος, τοσούτο μάλλον καθ' όσον προέρχονται εκ μέρους δύο εμπολέμων δυνάμεων. Κατόπιν τούτου η Βασιλική Κυβέρνησις έχει καθήκον να διαμαρτυρηθή εναντίον της διαμέσου του ελληνικού εδάφους διόδου ξένων στρατευμάτων». Για να θολώσει μάλιστα ακόμη περισσότερο τα νερά η κυβέρνηση Βενιζέλου ενημέρωσε και τις Κεντρικές Δυνάμεις για τη ...διαμαρτυρία της προς τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ17.

Κατά τ' άλλα, η απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων εξελίχθηκε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και από την 1η Οκτώβρη που άρχισε, η Θεσσαλονίκη άρχισε να μετατρέπεται σε κατεχόμενη πόλη. 
Την αλήθεια αυτής της εκτίμησης βεβαιώνει σε επιστολή του στο στρατηγό Δαγκλή ο συνταγματάρχης Πάτροκλος Κοντογιάννης, διοικητής της XV Μεραρχίας. 
Η επιστολή φέρει ημερομηνία 26 Σεπτέμβρη/ 9 Οκτώβρη 1915, δηλαδή λίγες μέρες μετά την απόβαση και σ' αυτή ο Συνταγματάρχης Κοντογιάννης γράφει μεταξύ άλλων18: «Στρατηγέ μου, σας γράφω σήμερον, ίνα σας είπω πόσον λυπούμαι διά την τόσον ανέλπιστον έκβασιν της κυβερνητικής κρίσεως, ης συνέπεια ήτο η πτώσις της κυβερνήσεως, ης μετείχετε. Το πράγμα είναι ακόμη λυπηρότερον, διότι η δημιουργηθείσα κατάστασις είναι λίαν ακροσφαλής και σχεδόν χαώδης. Οι Γάλλοι και οι Αγγλοι εγείρουν εδώ νέας αξιώσεις. Θέλουν να μην πληρώνουν φόρους, θέλουν μόνιμον εγκατάστασιν ύδατος εν τω στρατοπέδω των επίταξιν του τηλεγράφου Eastern, θέλουν να καταλάβουν μέρος του τελωνείου κτλ., κτλ.». 
Περαιτέρω σχόλια ασφαλώς περιττεύουν.
Αντί επιλόγου
Οπως ήταν αναμενόμενο, η απόβαση των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε πολιτική κρίση στη χώρα. Το λαϊκό αίσθημα ήταν αντίθετο σε μια τέτοια εξέλιξη κι ασφαλώς δεν μπορούσε παρά να δυσφορεί. Από την άλλη η άρχουσα τάξη, όπως έχουμε αναφέρει, ήταν διχασμένη ανάμεσα στα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα από την αρχή του πολέμου. 
Σε πολιτικό επίπεδο η μία πτέρυγά της με ηγέτη τον βασιλιά Κωνσταντίνο έκλινε προς το μέρος των κεντρικών δυνάμεων. Η άλλη με ηγέτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο τασσόταν ανεπιφύλακτα με το μέρος της ΑΝΤΑΝΤ. 
Η γερμανόφιλη πτέρυγα εμφανιζόταν με το σύνθημα της ουδετερότητας, όχι όμως από αντιπολεμική διάθεση αλλά από ψυχρό υπολογισμό. «Στο βάθος της καιροσκοπικής πολιτικής του αντιβενιζελισμού - γράφει ο Σεραφείμ Μάξιμος19- υπήρχε πάντοτε το αντιπολεμικό αίσθημα. 
Ο εργατικός κόσμος και γενικά οι μικροαστικές μάζες δε θέλανε τον πόλεμο, γιατί δεν είχαν κανένα συμφέρον. Αυτό το κατάλαβε καλύτερα απ' όλους η δυναστεία. 
Γι' αυτό και όταν είδε πως ήταν αδύνατο να ωθήση τη χώρα σε πόλεμο υπέρ της Γερμανίας, έντυσε στα άσπρα το γερμανικό της αετό, άλλαξε τη στραταρχική ράβδο του Κάιζερ με ''κλάδο ελαίας'' και παρουσιάσθηκε ουδετερόφιλη και ειρηνόφιλη, ευχαριστημένη, γιατί με τα αντιπολεμικά της συνθήματα αντιδρούσε και στην ΑΝΤΑΝΤ και στη φιλελεύθερη μπουρζουαζία, ενώ σφυρηλατούσε δεσμούς αίματος με τη μεγάλη λαϊκή μάζα».
Τη νύχτα της 4ης προς 5η Οκτώβρη του 1915 επήλθε οριστική ρήξη μεταξύ Βενιζέλου και Βασιλιά.
 Την επομένη, 6 Οκτώβρη, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, αλλά η κρίση στη χώρα και ειδικότερα στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης δε σταμάτησε αλλά βάθυνε ακόμη περισσότερο. Κι όσο βάθαινε η κρίση τόσο περισσότερο εξάπλωνε η ΑΝΤΑΝΤ την κυριαρχία της πάνω στην ελληνική επικράτεια. 
Μέσα στο 1916 η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη τελούσαν υπό γαλλικό στρατιωτικό νόμο, τα ελληνικά παράλια ελέγχονταν πλήρως από το στόλο της «συμμαχίας» και ο Πειραιάς καταλήφθηκε από «συμμαχικά» στρατεύματα. Προς τα τέλη του Νοέμβρη του ιδίου έτους επιχειρήθηκε η κατάληψη της Αθήνας με αιματηρά αποτελέσματα, αφού ελληνικά τμήματα ατάκτων αντιστάθηκαν, ενώ οβίδες από τα «συμμαχικά» πλοία έπλητταν το Ζάππειο και τα ανάκτορα20
Την ίδια χρονιά και συγκεκριμένα στις 16/29 Αυγούστου του 1916 ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη βενιζελικό κίνημα, το οποίο βεβαίως κατάφερε να επικρατήσει με τις γαλλικές λόγχες. Λίγο αργότερα, στη συμπρωτεύουσα έφτασε ο ίδιος ο Βενιζέλος και τον Οκτώβρη του ιδίου έτους σχημάτισε κυβέρνηση. 
Η χώρα χωρίστηκε στα δύο, ενώ έναν περίπου χρόνο αργότερα οι Αγγλογάλλοι εκπαραθύρωναν τον Βασιλιά Κωνσταντίνο κι έδιναν πανελλαδική εμβέλεια στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Λίγο αργότερα, θα ακολουθούσε νέος κύκλος τραγωδιών, με κυριότερη αυτή της Μικρασιατικής Καταστροφής. Για μια ακόμη φορά, δίπλα στην τραγωδία του τόπου, τα λόγια του λόρδου Μπάιρον αποκτούσαν διπλή τραγικότητα: «Μην καρτερείτε από τους Φράγκους λευτεριά γιατί αγοράζει ο βασιλιάς των και πωλεί, στις Ντόπιες φάλαγγες, στα ντόπια τα σπαθιά η ελπίδα της ανδρείας στέκει μοναχή».
1. Σπ. Α. Σκόντρα: «Ιστορία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου 1914 - 1918», εκδόσεις «ΚΕΚΡΟΨ», Αθήναι 1969, τόμος Β', σελ. 360.
2. Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμος Β', σελ. 38.
3. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 117.
4. Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου: «Αι Αναμνήσεις του εκ της Ιστορικής Διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου όπως την έζησε (1914 - 1922)», Αθήναι 1946 - 47, τόμος Α', σελ. 17.
5. Σπ. Β. Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, τόμος 3ος, σελ. 281.
6. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, στο ίδιο, σελ. 281 - 282.
7. Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 20ός Αιώνας, τόμος XIII, σελ. 419 - 420. Τα υπομνήματα του Βενιζέλου στο, Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμος Α', σελ. 371 - 379.
8. Βλάσης Μ. Βλαγκόπουλος: «Συνθήκες Σταθμοί της Ιστορίας - Οδοιπορικό 146 χρόνων 1821 - 1967», Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 138 - 142.
9. Σπ. Α. Σκόντρα, στο ίδιο, σελ. 353
10. Αλέξανδρου Μαζαράκη - Αινιάνος: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις «Ικαρος» 1948, σελ. 160 - 169, Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Β' σελ. 407 - 413, Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμος Α', σελ. 379 - 388 και αλλού.
11. Κωνσταντίνου Σβολόπουλου: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900 - 1945», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 91.
12. Επ. Μαλαίνου: «Ιστορία των ξενικών επεμβάσεων», Αθήνα 1960, τόμος Γ', σελ. 175 - 177.
13. Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου: «Αι Αναμνήσεις του εκ της Ιστορικής Διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου όπως την έζησε (1914 - 1922)», Αθήναι 1946 - 47, τόμος Α', σελ. 89.
14. «Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού κατά την αρθρογραφία του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιωάννου Μεταξά», Εκδόσεις ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, σελ. 161.
15. «Ελεύθερον Βήμα», 9 Μαρτίου 1931.
16. Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου, στο ίδιο, σελ. 91, Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμος β', σελ. 39 και Marc Ferro: «Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος 1914 - 1918», εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 153.
17. Επ. Μαλαίνου, στο ίδιο, σελ. 183.
18. «Αρχείο Στρατηγού Π. Γ. Δαγκλή», εκδόσεις Βιβλιοπωλείον Ε. Γ. Βαγιονάκη, τόμος Β' σελ. 145 - 146.
19. Σεραφείμ Μάξιμου: «Κοινοβούλιο ή δικτατορία;», εκδόσεις «Στοχαστής», σελ. 10.
20. Τάσος Βουρνάς: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας - 1909 - 1940», εκδόσεις ΤΟΛΙΔΗ, σελ. 176 - 190.



Αποσιωπημένες πτυχές της Ιστορίας
1915: Οταν η ελληνική αστική τάξη θα αντάλλασσε τμήμα της Μακεδονίας με την υπόσχεση της Μικράς Ασίας*
Α' Παγκόσμιος πόλεμος: Απόβαση των γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη
Α' Παγκόσμιος πόλεμος: Απόβαση των γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη
Τον Αύγουστο του 1914 ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Επιδιώκοντας την είσοδο της Ελλάδας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας στον πόλεμο με το μέρος της, η Τριπλή Συνεννόηση (Αντάντ) απέδωσε στις αντίστοιχες κυβερνήσεις διακοίνωση, «συμβουλεύοντάς» τις να διευθετήσουν ειρηνικά τις μεταξύ τους διαφορές, ενώ ειδικότερα στη Βουλγαρία υποσχέθηκε εδαφικά ανταλλάγματα επί των Μακεδονίας και Θράκης. 
Η άρχουσα τάξη της τελευταίας ωστόσο προσανατολιζόταν προς τις Κεντρικές Δυνάμεις, τον έτερο ιμπεριαλιστικό συνασπισμό, ενώ παράλληλα η Σερβία βρισκόταν σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση υπό το βάρος της επίθεσης των αυστροουγγρικών δυνάμεων.
Ενόψει της επικείμενης επίθεσης στα Δαρδανέλια, το ζήτημα της συμμετοχής της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στις πολεμικές επιχειρήσεις τέθηκε ακόμα πιο επιτακτικά. 
Ετσι, «οι Σύμμαχοι προσεκάλεσαν ημιεπισήμως την Ελλάδα όπως τους βοηθήσει εν Δαρδανελλίοις. Αντί της βοηθείας ταύτης της προσέφερον το βιλαέτιον της Σμύρνης».1
Ο Δ. Α. Κόκκινος αναφέρει σχετικά στο έργο του «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος»: 
«Αι προτάσεις των συμμάχων προς την Ελλάδα ως προς Βουλγαρίαν ήσαν σαφείς. Θα εντάσσοντο συγχρόνως παρά το πλευρόν των συμμάχων και η μεν Βουλγαρία θα ελάμβανε προσφερόμενα εκ μέρους της Ελλάδος το Σαρισαμπάν, την Δράμαν και την Καβάλαν, η δε Ελλάς δεκαπλάσιαν έκτασιν εις την Μικράν Ασίαν, όταν θα εγίνετο εκεί επιτυχής εκστρατεία. Δηλαδή η Ελλάς θα έδιδε τμήματα της χώρας και θα ελάμβανε ως αντιστάθμισμα εδάφη τα οποία δεν είχον εις τας χείρας των εκείνοι οι οποίοι τα υπέσχοντο».2 
Ακόμα και τμήμα του Τύπου της εποχής αντιμετώπισε την πρόταση με ειρωνεία: «Ελάτε να κερδοσκοπήσωμεν. Ελάτε να διακινδυνεύσωμεν την Μακεδονίαν διά τον νομόν Αϊδινίου. Ελάτε να εκστρατεύσωμεν εις τα τυφλά με την ιδέαν ότι χαράττομεν πολιτικήν μεγαλεπήβολον».3 
Ομως το δέλεαρ ήταν πολύ ελκυστικό για την ελληνική αστική τάξη ώστε να το αγνοήσει.
Ετσι, σε υπόμνημά του στις 11 Γενάρη 1915, ο Βενιζέλος πρότεινε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο «να παραχωρηθή προς τους Βούλγαρους το τμήμα Καβάλας, Δράμας, Σαρισαμπάν, υπό τας εξής ρητάς προϋποθέσεις: 
1) Η Βουλγαρία θα ελάμβανεν αμέσως μέρος εις τον πόλεμον μετά της Ελλάδος, Ρουμανίας, Σερβίας υπέρ της Συνεννοήσεως. 
2) Ο πόλεμος θα ήτο νικηφόρος. 
3) Η Ελλάς θα ελάμβανε την Δυτικήν Μικρασίαν, χώραν ίσης περίπου επιφανείας με ολόκληρον την τότε ελευθέραν Ελλάδα και κατοικούμενην από 800.000 Ελληνας αντί των 30.000 του τμήματος Καβάλας. 
4) Η Ελλάς θα ελάμβανε την περιφέρειαν της Γευγελής. 
5) Αι προς την Βουλγαρίαν παραχωρήσεις θα επραγματοποιούντο κατά την υπογραφήν της ειρήνης και όταν η Ελλάς ανέκτα τα ιδικά της μικρασιατικά εδάφη».4
Το σχετικό κείμενο δημοσιεύτηκε από φιλελεύθερες (φιλοβενιζελικές) εφημερίδες της Αθήνας στις 20 Μάρτη 1915. 
Βρετανικά κρατικά έγγραφα όμως δείχνουν πως οι σχεδιασμοί της Αντάντ για πραγματοποίηση «ικανοποιητικών εδαφικών παραχωρήσεων της Μακεδονίας» προς την Βουλγαρία, δεν περιελάμβαναν αρχικά παρά μια αόριστη νύξη που συνοψίζονταν στο ότι «δεσμευόμαστε να βρούμε αλλού αποζημίωση για την Ελλάδα». 
Οι παραχωρήσεις αυτές θεωρούνταν ως «μια θυσία που προσφέρεται στον κοινό σκοπό».5
«Δεν θα εδίσταζα», τόνιζε μεταξύ άλλων ο Βενιζέλος, «όσο οδυνηρά και αν είναι η εγχείρησις, να συμβουλεύσω την θυσίαν της Καβάλας, όπως διασωθεί ο εν Τουρκία ελληνισμός και ασφαλισθή η δημιουργία αληθούς μεγάλης Ελλάδος...». 
Η ουσία βέβαια βρισκόταν στο δεύτερο: στη «δημιουργία αληθούς μεγάλης Ελλάδος».6 
Η αναφορά στους δοκιμαζόμενους ελληνικούς πληθυσμούς δεν αποτελούσε παρά το πρόσχημα, ένα περισσότερο «ευγενές» περιτύλιγμα, ή στην καλύτερη περίπτωση ένα δευτερεύοντα παράγοντα, στη στοιχειοθέτηση της εν λόγω επιχείρησης.
Εχει ενδιαφέρον το γεγονός πως δύο χρόνια περίπου πριν, ο Βενιζέλος είχε αντικρούσει το ενδεχόμενο οποιασδήποτε παραχώρησης προς τη Βουλγαρία με το εξής σκεπτικό: 
«η Ελλάς ουδέν δύναται να παραχωρήση εκ του εδάφους της εις την Βουλγαρίαν... Η Ελλάς εάν επρόκειτο να παραχωρήση τι θα έπρεπε να παραχωρήση ελληνικότατους πληθυσμούς περιλαμβάνοντας και την πόλιν της Καβάλας, είτε να εκθέση την ασφάλειαν των συνόρων της προς την Θεσσαλονίκην...».7
Στο Β' Υπόμνημά του προς τον Βασιλιά στις 17 Γενάρη 1915 πρόσθετε πως «αι παραχωρήσεις εν Μ. Ασία, ων εισήγησίς μοι εγένετο δύνανται να λάβουν έκτασιν τοιαύτην, ώστε εις την εκ των νικηφόρων προελθούσαν διπλήν Ελλάδα να προστεθή άλλη μία εξ ίσου μεγάλη και όχι βέβαια ολιγότερον πλούσια Ελλάς».
 Το επιχείρημα του ασύγκριτου - σε σχέση με άλλες διεκδικούμενες περιοχές - πλούτου της Μικράς Ασίας επαναλαμβάνεται και πάλι στη συνέχεια του Υπομνήματος, προτού γίνει καν λόγος για τους ελληνικούς πληθυσμούς.8
«Ως προς τον τρόπον της παραχωρήσεως», έγραφε η εφημερίδα «Εμπρός» στις 21 Μάρτη 1915, «ο κ. Βενιζέλος εξέφρασε την σκέψιν ότι διά της παρεμβάσεως των Δυνάμεων θα εξησφάλιζε την υπό της Βουλγαρίας εξαγοράν της περιουσίας των κατοίκων, οι οποίοι θα μετηνάστευον εις την Ελλάδα και ότι θα αντηλλάσσοντο οι Ελληνικοί και Βουλγαρικοί πληθυσμοί εκατέρωθεν, ήτοι οι εν Μακεδονία Βουλγαρικοί και οι εις το παραχωρηθησόμενον τη Βουλγαρία τμήμα Ελληνικοί». Οπως διαπιστώνουμε, το απάνθρωπο μέτρο της ανταλλαγής των πληθυσμών είχε προκύψει για τους ελληνικούς και βουλγαρικούς πληθυσμούς του υπό διαπραγμάτευση τμήματος της Μακεδονίας πολύ πριν το 1923 (μετά την Μικρασιατική Καταστροφή). 
Αξίζει να σημειωθεί πως στην ίδια περιοχή είχαν καταφύγει ήδη δεκάδες χιλιάδες Ελληνες πρόσφυγες από τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης που είχε προσαρτήσει η Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913).
Οι προτάσεις Βενιζέλου δεν έγιναν αποδεκτές από το Επιτελείο Στρατού (Ι. Μεταξάς), που αιτιολόγησε τη στάση του υπογραμμίζοντας πως «η επέκτασις εις την Μικρασίαν ήτο και στρατιωτικώς ασύμφορος και πολιτικώς επικίνδυνος διά την Ελλάδα».9 
Οι Σύμμαχοι από την άλλη καθιστούσαν σαφές πως οι όποιες μελλοντικές παραχωρήσεις στη Μικρά Ασία συνδέονταν άμεσα με την εγκατάλειψη της Καβάλας και των περιχώρων της από τους Ελληνες.10
Τελικά, καμιά διπλωματική ενέργεια δεν έλαβε χώρα σχετικά, αφού σύντομα η Βουλγαρία τάχθηκε με το πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων.
Το μοναρχικό - αντιβενιζελικό μπλοκ έσπευσε να εκμεταλλευτεί πολιτικά τις εξελίξεις ασκώντας δριμεία κριτική στις επιδιώξεις του Βενιζέλου. 
Στις εκλογές της 31ης Μάη 1915 το κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δ. Γούναρη κέρδισε 66 έδρες στη Μακεδονία, έναντι μόλις 5 του κόμματος των Φιλελευθέρων (συν μία ενός ανεξάρτητου βενιζελικού). Οι σοσιαλιστές της Φεντερασιόν εξέλεξαν επίσης 2 βουλευτές στη Θεσσαλονίκη. 
Χάρη στη συντριπτική πλειοψηφία των εδρών που κέρδισε στη λεγόμενη «Παλαιά Ελλάδα» ο Βενιζέλος επανεκλέχθηκε πρωθυπουργός.
Αναφορικά με τις πραγματικές προθέσεις του Παλατιού γύρω από το ζήτημα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνομιλίες μεταξύ του Κωνσταντίνου και του πρέσβη της Βουλγαρίας Πασάρωφ, στον οποίο και δήλωσε εμπιστευτικά στις 18 Αυγούστου 1915:
 «Ο Βενιζέλος... φοβείται ότι, καταλαμβάνοντες την Μακεδονίαν, θα γίνετε κατά 1,5 εκατομμύριον ισχυρότεροι και επικίνδυνοι δι' ημάς. Εγώ δε συμμερίζομαι την πολιτικήν αυτήν διότι δεν μπορώ να εμποδίσω την πρόοδον του (βουλγαρικού έθνους)... Και αφού οι δύο λαοί είμεθα με την Γερμανίαν, το δυσκολώτερον των ζητημάτων μας, το της Καβάλας, θα το λύσωμεν ικανοποιητικώς διά τας δύο χώρας, διότι το ζήτημα τούτο είναι διά σας μάλλον πολιτικόν και οικονομικόν, παρά εθνικόν».11
Ολα τα παραπάνω σπάνια αναδεικνύονται και ακόμα πιο σπάνια αποτελούν αντικείμενο συζήτησης. 
Οι αναθεωρητές και πλαστογράφοι της Ιστορίας παραγνωρίζουν συνειδητά διαχρονικά στοιχεία της πολιτικής της αστικής τάξης. 
Πόλεμοι, σφαγές, βίαιες και αναγκαστικές εκτοπίσεις ολόκληρων πληθυσμών από τις εστίες τους (όπως η Ανταλλαγή των Πληθυσμών)... 
Ετσι λύνουν οι άρχουσες τάξεις το «Εθνικό Ζήτημα» την εποχή του ιμπεριαλισμού, όπου οι εθνικές μειονότητες δεν αποτελούν παρά ένα ακόμα διαπραγματευτικό χαρτί στο μοίρασμα και ξαναμοίρασμα του κόσμου.
--------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. «Αι δύο ανταποκρίσεις του Εσπερινού Ταχυδρόμου», όπως αναδημοσιεύονται στο «Εμπρός» 3/3/1915.
2. Κόκκινος Δ. Α. (1971) «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος», τόμος 3 (Αθήνα, «Μέλισσα») σελ. 1.134.
3. «Αι δύο ανταποκρίσεις του Εσπερινού Ταχυδρόμου», όπως πριν.
4. Βεντήρης Γ. (1931) «Η Ελλάς του 1910-1920» (Αθήνα, «Ικαρος») σελ. 270.
5. Εγγραφα του Foreign Office, 23 και 26 Γενάρη 1915, Φάκελος 173/11, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
6. Α' Υπόμνημα του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο, 11 Γενάρη 1915.
7. Απάντηση Βενιζέλου σε τηλεγράφημα του Ιωνέσκου (τέλη 1912), Φάκελος 173/265, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
8. Οπως παρατίθεται στην εφημερίδα «Εμπρός» 22/3/1915.
9. Βεντήρης Γ., όπως πριν, σελ. 269-273.
10. Τηλεγράφημα Δ. Σισιλιανού προς το υπουργείο των Εξωτερικών, 8/8/1915, Φάκελος 173/10, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
11. Οπως παρατίθεται στο Βουρνάς Τ. (2001) «Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας», τόμος Β' (Αθήνα, «Πατάκης») σελ. 167.


Του
*Ο Αναστάσης Γκίκας είναι δρ Πολιτικών Επιστημών, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

ΔΕΣ ΑΚΟΜΗ:
https://www.rizospastis.gr/story.do?id=10148225


*Οι εμφάσεις στα κείμενα του 

Viva La Revolucion