Από το φθινόπωρο του 1915 η Βουλγαρία πέρασε ανοιχτά με τον μέρος των κεντρικών δυνάμεων, ενώ η Τουρκία είχε στραφεί κατά της ΑΝΤΑΝΤ ένα χρόνο νωρίτερα, όταν το φθινόπωρο του 1914 κατήργησε τις διομολογήσεις και βομβάρδισε τέσσερα ρωσικά λιμάνια στον Εύξεινο Πόντο8.
Η προετοιμασία της εισβολής της ΑΝΤΑΝΤ στην Ελλάδα
Στις αρχές του 1915 η πολεμική κατάσταση χαρακτηριζόταν από μια ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στους δύο συνασπισμούς.
Στο δυτικό μέτωπο διεξαγόταν πόλεμος χαρακωμάτων και στο ανατολικό επικρατούσε στασιμότητα, λόγω εξαντλήσεως των αντιπάλων. Η κατάσταση αυτή από τη μία μεριά έσπρωχνε όλο και περισσότερο προς την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας και από την άλλη απαιτούσε την είσοδο στον πόλεμο νέων χωρών, δηλαδή περισσότερων ανθρώπινων ζωών, ούτως ώστε να διαταραχθεί η ισορροπία δυνάμεων προς όφελος της μίας ή της άλλης πλευράς.
Πού όμως έπρεπε να αναζητηθεί το στρατηγικό πλεονέκτημα; «Μεταξύ των ιθυνόντων των Συμμάχων - γράφει ο Σπ. Σκόνδρας9-, τόσον εν Λονδίνω (Λόιντ Τζορτζ και Ου. Τσόρτσιλ) όσον και εν Παρισίοις (Μπριάν) επεκράτει η άποψις ότι "η αποφασιστική επιτυχία" έπρεπε να αναζητηθή στη Βαλκανική».
Ο πόλεμος πέρασε τις πύλες των Βαλκανίων με την εκστρατεία της ΑΝΤΑΝΤ στα Δαρδανέλια, που κράτησε από τις 6/2 ως τις 18/3 του 1915.
Η κατάργηση των διομολογήσεων (δηλαδή των αποικιοκρατικών δικαιωμάτων στο έδαφός της), το κλείσιμο των στενών για τα εμπορικά και πολεμικά πλοία και οι ναυτικές τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στα ρωσικά λιμάνια του Εύξεινου Πόντου ήταν οι κύριες αφορμές για να προκληθεί η επιχείρηση, που όμως δεν είχε επιτυχή κατάληξη, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις της Συμμαχίας να αλλάξουν τακτική και μετά τις 18/3/1915 να στραφούν σε αποβατικές επιχειρήσεις στη χερσόνησο της Καλλίπολης.
Ευθύς μόλις εκδηλώθηκε η εκστρατεία των Δαρδανελίων ο Βενιζέλος, με υπόμνημά του προς το βασιλιά, τάχθηκε υπέρ της συμμετοχής της Ελλάδας στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ, ενώ την αντίθετη ακριβώς γνώμη εξέφρασε με δικό του υπόμνημα ο τότε αρχηγός της Επιτελικής Υπηρεσίας του Στρατού, συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς10.
Η διχογνωμία που δημιουργήθηκε, η οποία δεν περιοριζόταν ανάμεσα στον Βενιζέλο και τον Μεταξά αλλά απλωνόταν σε μεγάλο βάθος μέσα στον αστικό πολιτικό κόσμο και στην κυρίαρχη τάξη, οδήγησε σε πολιτική κρίση, στην παραίτηση της κυβέρνησης Βενιζέλου και στο σχηματισμό νέας υπό τον αρχηγό της αντιπολίτευσης Δημ. Γούναρη, που ορκίστηκε στις 10/3/1915.
Η κυβέρνηση Γούναρη δεν έμεινε για πολύ στα πράγματα. Στις 31 Μάη/13 Ιούνη του 1915 οι εκλογές έδωσαν 184 έδρες στο κόμμα των Φιλελευθέρων (επί συνόλου 310) και ο Βενιζέλος επέστρεψε θριαμβευτής, έχοντας την εντύπωση ότι τα χέρια του ήταν πλέον λυμένα για να προσδέσει τη χώρα στο άρμα της ΑΝΤΑΝΤ.
Οπως έχουμε ήδη αναφέρει, η Σερβία ήταν η μόνη χώρα της Βαλκανικής χερσονήσου που είχε εμπλακεί στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο από την έναρξή του. Η Σερβία συνδεόταν επίσης με την Ελλάδα, από τις 19 Μάη (1 Ιούνη) του 1913, με Συνθήκη Ειρήνης, Φιλίας και Στρατιωτικής Συνδρομής11 και είχε επιδιώξει να ενεργοποιήσει από την αρχή του πολέμου αυτό το συμφωνητικό, χωρίς αποτέλεσμα.
Τα άρθρα 1 και 4 της εν λόγω συμφωνίας υποχρέωναν την Ελλάδα να βοηθήσει στρατιωτικά τη Σερβία στον πόλεμο που της είχε κηρύξει η Αυστροουγγαρία, αλλά το άρθρο 2 της συμβάσεως υποχρέωνε τη Σερβία από την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων να διαθέσει στην κοιλάδα του Αξιού 150.000 άνδρες, κάτι που η τελευταία ήταν αδύνατο να πράξει.
Η συμφωνία μπορούσε να ενεργοποιηθεί μόνο σε περίπτωση πολέμου με τη Βουλγαρία ή και με την Τουρκία, αλλά ήταν αδύνατο να τεθεί σε εφαρμογή τώρα που εχθρός της Σερβίας ήταν η Αυστροουγγαρία. Εντούτοις ο Βενιζέλος, απ' αφορμή τη βουλγαρική επιστράτευση στις 8/21 Σεπτέμβρη του 1915 επιχείρησε να ενεργοποιήσει τη συμφωνία και να βάλει την Ελλάδα στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ αντικαθιστώντας τους 150.000 σέρβους στην κοιλάδα του Αξιού με στρατεύματα της συμμαχίας.
Οπως ο ίδιος ο Βενιζέλος αφηγήθηκε στη Βουλή, στη συνεδρίαση της 13ης Αυγούστου του 1917, κατά το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη 1915 (με το νέο ημερολόγιο) ζήτησε και πήρε εξουσιοδότηση από το βασιλιά Κωνσταντίνο, ώστε να βολιδοσκοπήσει τους Αγγλογάλλους αν μπορούσαν εκείνοι να στείλουν στην κοιλάδα του Αξιού τα στρατεύματα που η Σερβία ήταν υποχρεωμένη να παρέχει, ούτως ώστε η Ελλάδα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, όπως αυτές απέρρεαν από την ελληνοσερβική συνθήκη.
Πράγματι οι επαφές έγιναν και οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας έσπευσαν να αποδεχτούν την ελληνική πρόταση, χωρίς βεβαίως να δεσμεύονται ρητώς για άμεση αποστολή τόσο μεγάλου αριθμού στρατευμάτων12.
Από εκεί και ύστερα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Η επέμβαση της ΑΝΤΑΝΤ στην Ελλάδα ήταν πλέον ζήτημα χρόνου.
«Εδώ - γράφει ο Κ. Ζαβιτζιάνος13 - αρχίζει μία άγρια καμπάνια κατά του Βενιζέλου, ο οποίος, ως έλεγον, έφερε ξένα στρατεύματα εις την χώραν, χωρίς να έχη, ως έλεγον, σύμφωνον την γνώμην του Στέμματος. Και η καμπάνια αυτή εγένετο επί έτη ολόκληρα, όχι μόνον δηλαδή καθ' όλην την διάρκειαν του μεγάλου εκείνου πολέμου, αλλά και μετά τούτον, οσάκις δηλαδή εγένετο λόγος».
Είναι αλήθεια ότι ο Βενιζέλος έχει επικριθεί - και όχι άδικα - δριμύτατα για τον τρόπο που χειρίστηκε την επέμβαση της ΑΝΤΑΝΤ στην Ελλάδα, παρόλο που δίπλα στις επικρίσεις αναπτύχθηκε ένα πέπλο προστασίας, με στόχο να αποκρύψει ή να δικαιολογήσει τις ευθύνες του. Ας επιστρέψουμε όμως από εκεί που αρχίσαμε, δηλαδή από την επέμβαση των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ στη Θεσσαλονίκη.
Η επέμβαση της ΑΝΤΑΝΤ
Οταν ο Βενιζέλος ενημερώθηκε για το τηλεγράφημα που αναφέραμε στην αρχή, του στρατηγού Μοσχόπουλου, σχετικά με την επικείμενη απόβαση δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ στη Θεσσαλονίκη, επιχείρησε, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, να επικοινωνήσει μαζί του. Στη σειρά των άρθρων του για το λεγόμενο εθνικό διχασμό και συγκεκριμένα στο 19ο κατά σειρά άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 4/11/1934 γράφει σχετικά14: «Μετέβην εις το τηλεγραφείον του υπουργείου των Στρατιωτικών, όπου εκάλεσα τον στρατηγόν Μοσχόπουλον και συνωμίλησα μετ' αυτού από μηχανής. Εδήλωσα προς αυτόν ότι εφ' όσον πρόκειται περί προκαταρκτικών μέτρων δι' επικείμενην απόβασιν δύναται να επιτρέψη αυτά, αλλά πρέπει να δηλωθή ότι έναρξις της αποβάσεως δε θα επιτραπή εφ' όσον δε λάβη σύμφωνον διαταγήν της κυβερνήσεως. Ο στρατηγός Μοσχόπουλος με ηρώτησε τι θα πράξη, εάν οι Γάλλοι παρά την προειδοποίησιν αυτήν επιμείνουν ν' αρχίσουν την απόβασιν. Του απήντησα ότι οφείλει να λάβει εγκαίρως όλα τα στρατιωτικά μέτρα, τα οποία θα του επιτρέψουν να αντισταθή εν ανάγκη εις την απόβασιν και θα καταστήσουν εξ άλλου εμφανή την περί τούτου απόφασίν του. Ο στρατηγός Μοσχόπουλος επέμεινε "τι θα πράξω, εάν παρά ταύτα οι Γάλλοι αρχίσουν αποβιβαζόμενοι;".
Απήντησα: "Θα τους κτυπήσετε..." Ο στρατηγός Μοσχόπουλος, δ' επιστολής του προς το "Ελεύθερον Βήμα" κατά τη δημοσίευση της ιστορικής μελέτης του κ. Γ. Βεντήρη βεβαιώνει ότι δεν έλαβε παρ' εμού διαταγήν να αντισταθή. Είναι ευκολώτερον να ελησμόνησε ο κ. Μοσχόπουλος τη δοθείσαν από μηχανής διαταγήν παρά να έπαθα εγώ την ψευδαίσθησιν ότι την έδωσα».
Πράγματι, όταν ο Γ. Βεντήρης δημοσίευσε σε συνέχειες στο «Ελεύθερον Βήμα», στις αρχές της δεκαετίας του '30 την εργασία του - που αργότερα κυκλοφόρησε σε βιβλίο υπό τον τίτλο «Η Ελλάς του 1910 - 1920» - ανέφερε και τα περί διαταγής αντιστάσεως στην ΑΝΤΑΝΤ από τον Βενιζέλο προς το στρατηγό Μοσχόπουλο, για να εισπράξει την κατηγορηματική διάψευση του τελευταίου15.
Προφανώς, ο Μοσχόπουλος έχει δίκιο στον ισχυρισμό του ότι ουδέποτε έλαβε τέτοια διαταγή αντιστάσεως.*
Αλλωστε, είναι παιδαριώδες και το επιχείρημα του Βενιζέλου ότι «είναι ευκολώτερον να ελησμόνησε ο κ. Μοσχόπουλος την δοθείσαν από μηχανής διαταγήν παρά να έπαθα εγώ την ψευδαίσθησιν ότι την έδωσα». Αν είχε την παραμικρή βάση ένας τέτοιος ισχυρισμός τότε οφείλουμε να συμπεράνουμε ότι ο Μοσχόπουλος λησμόνησε τη διαταγή την ίδια στιγμή που την έλαβε, αφού ουδέποτε την εφάρμοσε. Μόνο που ένα τέτοιο γεγονός θα επέσυρε εναντίον του κάποιες, έστω και τυπικές, κυρώσεις οι οποίες ουδέποτε επιβλήθηκαν και για τις οποίες ο Βενιζέλος δεν κάνει την παραμικρή νύξη. Αλήθεια τόσο εύκολα παράκουαν τόσο σημαντικές διαταγές οι στρατιωτικοί εκείνης της περιόδου;
Εν πάση περιπτώσει, η ιστορική αλήθεια, την οποία ουδείς πλέον μπορεί να αμφισβητήσει, λέει ότι η κυβέρνηση Βενιζέλου έδωσε πλήρη συγκατάθεση για την απόβαση των συμμαχικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη και αρκέστηκε να προβεί μόνο σε τυπική διαμαρτυρία προς τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ για παραβίαση της ουδετερότητάς της16.
Το σχετικό κείμενο της διαμαρτυρίας που επιδόθηκε στις 2 Οκτώβρη του 1915 αναφέρει: «Επειδή η Ελλάς είναι ουδετέρα έναντι του Ευρωπαϊκού πολέμου η βασιλική κυβέρνησις δεν δύναται να παράσχη την έγκρισιν αυτής εις τας προτιθέμενας υμετέρας ενεργείας καθ' όσον θίγουσιν την ουδετερότητα της Ελλάδος, τοσούτο μάλλον καθ' όσον προέρχονται εκ μέρους δύο εμπολέμων δυνάμεων. Κατόπιν τούτου η Βασιλική Κυβέρνησις έχει καθήκον να διαμαρτυρηθή εναντίον της διαμέσου του ελληνικού εδάφους διόδου ξένων στρατευμάτων». Για να θολώσει μάλιστα ακόμη περισσότερο τα νερά η κυβέρνηση Βενιζέλου ενημέρωσε και τις Κεντρικές Δυνάμεις για τη ...διαμαρτυρία της προς τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ17.
Κατά τ' άλλα, η απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων εξελίχθηκε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και από την 1η Οκτώβρη που άρχισε, η Θεσσαλονίκη άρχισε να μετατρέπεται σε κατεχόμενη πόλη.
Την αλήθεια αυτής της εκτίμησης βεβαιώνει σε επιστολή του στο στρατηγό Δαγκλή ο συνταγματάρχης Πάτροκλος Κοντογιάννης, διοικητής της XV Μεραρχίας.
Η επιστολή φέρει ημερομηνία 26 Σεπτέμβρη/ 9 Οκτώβρη 1915, δηλαδή λίγες μέρες μετά την απόβαση και σ' αυτή ο Συνταγματάρχης Κοντογιάννης γράφει μεταξύ άλλων18: «Στρατηγέ μου, σας γράφω σήμερον, ίνα σας είπω πόσον λυπούμαι διά την τόσον ανέλπιστον έκβασιν της κυβερνητικής κρίσεως, ης συνέπεια ήτο η πτώσις της κυβερνήσεως, ης μετείχετε. Το πράγμα είναι ακόμη λυπηρότερον, διότι η δημιουργηθείσα κατάστασις είναι λίαν ακροσφαλής και σχεδόν χαώδης. Οι Γάλλοι και οι Αγγλοι εγείρουν εδώ νέας αξιώσεις. Θέλουν να μην πληρώνουν φόρους, θέλουν μόνιμον εγκατάστασιν ύδατος εν τω στρατοπέδω των επίταξιν του τηλεγράφου Eastern, θέλουν να καταλάβουν μέρος του τελωνείου κτλ., κτλ.».
Περαιτέρω σχόλια ασφαλώς περιττεύουν.
Αντί επιλόγου
Οπως ήταν αναμενόμενο, η απόβαση των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε πολιτική κρίση στη χώρα. Το λαϊκό αίσθημα ήταν αντίθετο σε μια τέτοια εξέλιξη κι ασφαλώς δεν μπορούσε παρά να δυσφορεί. Από την άλλη η άρχουσα τάξη, όπως έχουμε αναφέρει, ήταν διχασμένη ανάμεσα στα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα από την αρχή του πολέμου.
Σε πολιτικό επίπεδο η μία πτέρυγά της με ηγέτη τον βασιλιά Κωνσταντίνο έκλινε προς το μέρος των κεντρικών δυνάμεων. Η άλλη με ηγέτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο τασσόταν ανεπιφύλακτα με το μέρος της ΑΝΤΑΝΤ.
Η γερμανόφιλη πτέρυγα εμφανιζόταν με το σύνθημα της ουδετερότητας, όχι όμως από αντιπολεμική διάθεση αλλά από ψυχρό υπολογισμό. «Στο βάθος της καιροσκοπικής πολιτικής του αντιβενιζελισμού - γράφει ο Σεραφείμ Μάξιμος19- υπήρχε πάντοτε το αντιπολεμικό αίσθημα.
Ο εργατικός κόσμος και γενικά οι μικροαστικές μάζες δε θέλανε τον πόλεμο, γιατί δεν είχαν κανένα συμφέρον. Αυτό το κατάλαβε καλύτερα απ' όλους η δυναστεία.
Γι' αυτό και όταν είδε πως ήταν αδύνατο να ωθήση τη χώρα σε πόλεμο υπέρ της Γερμανίας, έντυσε στα άσπρα το γερμανικό της αετό, άλλαξε τη στραταρχική ράβδο του Κάιζερ με ''κλάδο ελαίας'' και παρουσιάσθηκε ουδετερόφιλη και ειρηνόφιλη, ευχαριστημένη, γιατί με τα αντιπολεμικά της συνθήματα αντιδρούσε και στην ΑΝΤΑΝΤ και στη φιλελεύθερη μπουρζουαζία, ενώ σφυρηλατούσε δεσμούς αίματος με τη μεγάλη λαϊκή μάζα».
Τη νύχτα της 4ης προς 5η Οκτώβρη του 1915 επήλθε οριστική ρήξη μεταξύ Βενιζέλου και Βασιλιά.
Την επομένη, 6 Οκτώβρη, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, αλλά η κρίση στη χώρα και ειδικότερα στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης δε σταμάτησε αλλά βάθυνε ακόμη περισσότερο. Κι όσο βάθαινε η κρίση τόσο περισσότερο εξάπλωνε η ΑΝΤΑΝΤ την κυριαρχία της πάνω στην ελληνική επικράτεια.
Μέσα στο 1916 η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη τελούσαν υπό γαλλικό στρατιωτικό νόμο, τα ελληνικά παράλια ελέγχονταν πλήρως από το στόλο της «συμμαχίας» και ο Πειραιάς καταλήφθηκε από «συμμαχικά» στρατεύματα. Προς τα τέλη του Νοέμβρη του ιδίου έτους επιχειρήθηκε η κατάληψη της Αθήνας με αιματηρά αποτελέσματα, αφού ελληνικά τμήματα ατάκτων αντιστάθηκαν, ενώ οβίδες από τα «συμμαχικά» πλοία έπλητταν το Ζάππειο και τα ανάκτορα20.
Την ίδια χρονιά και συγκεκριμένα στις 16/29 Αυγούστου του 1916 ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη βενιζελικό κίνημα, το οποίο βεβαίως κατάφερε να επικρατήσει με τις γαλλικές λόγχες. Λίγο αργότερα, στη συμπρωτεύουσα έφτασε ο ίδιος ο Βενιζέλος και τον Οκτώβρη του ιδίου έτους σχημάτισε κυβέρνηση.
Η χώρα χωρίστηκε στα δύο, ενώ έναν περίπου χρόνο αργότερα οι Αγγλογάλλοι εκπαραθύρωναν τον Βασιλιά Κωνσταντίνο κι έδιναν πανελλαδική εμβέλεια στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Λίγο αργότερα, θα ακολουθούσε νέος κύκλος τραγωδιών, με κυριότερη αυτή της Μικρασιατικής Καταστροφής. Για μια ακόμη φορά, δίπλα στην τραγωδία του τόπου, τα λόγια του λόρδου Μπάιρον αποκτούσαν διπλή τραγικότητα: «Μην καρτερείτε από τους Φράγκους λευτεριά γιατί αγοράζει ο βασιλιάς των και πωλεί, στις Ντόπιες φάλαγγες, στα ντόπια τα σπαθιά η ελπίδα της ανδρείας στέκει μοναχή».
1. Σπ. Α. Σκόντρα: «Ιστορία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου 1914 - 1918», εκδόσεις «ΚΕΚΡΟΨ», Αθήναι 1969, τόμος Β', σελ. 360.
2. Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμος Β', σελ. 38.
3. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 117.
4. Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου: «Αι Αναμνήσεις του εκ της Ιστορικής Διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου όπως την έζησε (1914 - 1922)», Αθήναι 1946 - 47, τόμος Α', σελ. 17.
5. Σπ. Β. Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, τόμος 3ος, σελ. 281.
6. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, στο ίδιο, σελ. 281 - 282.
7. Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 20ός Αιώνας, τόμος XIII, σελ. 419 - 420. Τα υπομνήματα του Βενιζέλου στο, Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμος Α', σελ. 371 - 379.
8. Βλάσης Μ. Βλαγκόπουλος: «Συνθήκες Σταθμοί της Ιστορίας - Οδοιπορικό 146 χρόνων 1821 - 1967», Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 138 - 142.
9. Σπ. Α. Σκόντρα, στο ίδιο, σελ. 353
10. Αλέξανδρου Μαζαράκη - Αινιάνος: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις «Ικαρος» 1948, σελ. 160 - 169, Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Β' σελ. 407 - 413, Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμος Α', σελ. 379 - 388 και αλλού.
11. Κωνσταντίνου Σβολόπουλου: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900 - 1945», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 91.
12. Επ. Μαλαίνου: «Ιστορία των ξενικών επεμβάσεων», Αθήνα 1960, τόμος Γ', σελ. 175 - 177.
13. Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου: «Αι Αναμνήσεις του εκ της Ιστορικής Διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου όπως την έζησε (1914 - 1922)», Αθήναι 1946 - 47, τόμος Α', σελ. 89.
14. «Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού κατά την αρθρογραφία του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιωάννου Μεταξά», Εκδόσεις ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, σελ. 161.
15. «Ελεύθερον Βήμα», 9 Μαρτίου 1931.
16. Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου, στο ίδιο, σελ. 91, Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμος β', σελ. 39 και Marc Ferro: «Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος 1914 - 1918», εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 153.
17. Επ. Μαλαίνου, στο ίδιο, σελ. 183.
18. «Αρχείο Στρατηγού Π. Γ. Δαγκλή», εκδόσεις Βιβλιοπωλείον Ε. Γ. Βαγιονάκη, τόμος Β' σελ. 145 - 146.
19. Σεραφείμ Μάξιμου: «Κοινοβούλιο ή δικτατορία;», εκδόσεις «Στοχαστής», σελ. 10.
20. Τάσος Βουρνάς: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας - 1909 - 1940», εκδόσεις ΤΟΛΙΔΗ, σελ. 176 - 190.