ψάχνω τις σκέψεις..χαμένες σκέψεις μέσα στο χρόνο..τις δικές τους σκέψεις.. προσπαθώ να ξεκολλήσω απ' το χτες, το Τότε!..
Το Τότε!..να το κάνω σήμερα..Αναρωτιέμαι βασανιστικά..
άραγε σκέφτεται την αγάπη του;..θάχε μια αγάπη άραγε;..γιατί τα νιάτα πάντα έχουν μια Αγάπη..
Κι εκείνη,,που νάταν εκείνη;
..σε κάποια άλλη γωνιά θα κρατούσε την δική του εικόνα..
Στο βλέμμα της;..στη προσμονή της, στις ελπίδες στις προσδοκίες και στα όνειρά της;..το μετέωρο βασανιστικό Αύριο..
Κι η μάννα..που νάταν η μάννα;
Στο βλέμμα της;..στη προσμονή της, στις ελπίδες στις προσδοκίες και στα όνειρά της;..το μετέωρο βασανιστικό Αύριο..
Κι η μάννα..που νάταν η μάννα;
..γιατι πάντα μια μάνα κάθεται στη σκιά..σαν εικόνισμα σε παλιά εκκλησιά..
Η μάννα του!…να πίστευε άραγε,ότι ακόμα ζει ή θα τον έκλαιγε κρυφά σε σκοτεινά κατώγια;..
Μου τόχαν πει σαν μυστικό..ψιθυριστά..κανένας..όχι, κανένας, δεν μιλούσε για κείνους που είχαν τραβήξει το δρόμο του βουνού, του θανάτου ή της εξορίας..
Δεν θα κλαιγε η μητέρα φανερά για το χαμένο της παιδί.. θα κούρνιαζε στο κόρφο της όσα παιδιά της είχαν απομείνει να τα φυλάξει από το μίσος..
Μονάχα, σαν τέλειωνε τις δουλειές κι έβαζε τα πιάτα στο τραπέζι με το λευκό λινό τραπεζομάντιλο -και στο παιδί που λείπει σέρβιρε- ..ίσως θα ρθει..ίσως σήμερα θάρθει.. κι έστριβε το μάτι κατά τη δημοσιά..
Ισως τα νέα ήταν ψέμα.. ίσως..κάθε μέρα..κάθε νύχτα..κάθε ώρα..
Σκίρταγε η καρδιά..καθώς δάγκωνε το μαντήλι να κομπιάσει το δάκρυ..να σταθεί..να μην τρέξει...να μην τρέξουν τα πόδια, να μην τρέξει το δάκρυ.. βιαστικά κατέβαινε να πιάσει κρασί απ' το βαγένι..το κρασί που θά μπαινε στη κανάτα..κι ύστερα θα βαζε τη κανάτα καταμεσίς του τραπεζιού..
Η μάννα του!…να πίστευε άραγε,ότι ακόμα ζει ή θα τον έκλαιγε κρυφά σε σκοτεινά κατώγια;..
Μου τόχαν πει σαν μυστικό..ψιθυριστά..κανένας..όχι, κανένας, δεν μιλούσε για κείνους που είχαν τραβήξει το δρόμο του βουνού, του θανάτου ή της εξορίας..
Δεν θα κλαιγε η μητέρα φανερά για το χαμένο της παιδί.. θα κούρνιαζε στο κόρφο της όσα παιδιά της είχαν απομείνει να τα φυλάξει από το μίσος..
Μονάχα, σαν τέλειωνε τις δουλειές κι έβαζε τα πιάτα στο τραπέζι με το λευκό λινό τραπεζομάντιλο -και στο παιδί που λείπει σέρβιρε- ..ίσως θα ρθει..ίσως σήμερα θάρθει.. κι έστριβε το μάτι κατά τη δημοσιά..
Ισως τα νέα ήταν ψέμα.. ίσως..κάθε μέρα..κάθε νύχτα..κάθε ώρα..
Σκίρταγε η καρδιά..καθώς δάγκωνε το μαντήλι να κομπιάσει το δάκρυ..να σταθεί..να μην τρέξει...να μην τρέξουν τα πόδια, να μην τρέξει το δάκρυ.. βιαστικά κατέβαινε να πιάσει κρασί απ' το βαγένι..το κρασί που θά μπαινε στη κανάτα..κι ύστερα θα βαζε τη κανάτα καταμεσίς του τραπεζιού..
κόκκινο..βαθύ κόκκινο..
κι όλο την έσπρωχνε λίγο πιό σιμά στο πιάτο του απόντα..του σιαχνε ξανά τη πετσέτα.. ίσιωνε το πηρούνι και το μαχαίρι και κάθε φορά, τούτο το μαχαίρι μπιγότανε και πιο βαθειά στη καρδιά...
με περισσή φροντίδα έβαζε το κρασί..μπροστά στην άδεια καρέκλα..
και σαν έπεφτε κόμπο-κόμπο αφρίζοντας στο λευκό κρύσταλλο.. αχ..η τρελλή η σκέψη.
Κι εκείνη η άσπλαχνη, δεν της μαρτυρά μήτε τον κόρφο του μνήματος..
Τότες, έστριφτε τη ποδιά με τα δάχτυλα, βόγγαγε σα σφαχτό που του ξεριζώνουν τα σωθικά ζωντανό..άχνα..άχνα..όλο της το είναι φώναζε να κρυφτεί..τα παιδιά τ άλλα, να μην στερήσει την ελπίδα..
Τα δόντια της κόβανε το πανί με λύσσα..τρύπες τρύπες η ποδιά γινότανε απ' αυτή τη λύσσα.. κατρακύλαγε με εφηβική ορμή τα ξύλινα σκαλιά ως κάτω..
..και τα μάτια παραφυλάγανε απ' τις ρωγμές του ξύλινου πατώματος..
Κι ανάμεναν το βλέμμα της, σαν ανέβαινε..κι αυτή
και σαν έπεφτε κόμπο-κόμπο αφρίζοντας στο λευκό κρύσταλλο.. αχ..η τρελλή η σκέψη.
-Κι αν το αίμα του, τόπιε η γη;Έμπλεκε θαρρείς τα δάχτυλα στα μαλλιά του, το κανάκευε στη νωτισμένη γη…
-Kι αν....σαν τούτες τις ρουμπινιές στάλες..
Κι εκείνη η άσπλαχνη, δεν της μαρτυρά μήτε τον κόρφο του μνήματος..
Τότες, έστριφτε τη ποδιά με τα δάχτυλα, βόγγαγε σα σφαχτό που του ξεριζώνουν τα σωθικά ζωντανό..άχνα..άχνα..όλο της το είναι φώναζε να κρυφτεί..τα παιδιά τ άλλα, να μην στερήσει την ελπίδα..
Τα δόντια της κόβανε το πανί με λύσσα..τρύπες τρύπες η ποδιά γινότανε απ' αυτή τη λύσσα.. κατρακύλαγε με εφηβική ορμή τα ξύλινα σκαλιά ως κάτω..
..και τα μάτια παραφυλάγανε απ' τις ρωγμές του ξύλινου πατώματος..
-Αργησε η Μάνα στο κατώι..ψιθύριζαν τ' αδέρφια..τα μικρότερα..-Γιατί βογγάει η Μάνα;..κλαίει;..γιατί κλαίει η Μάνα;..Ανάστατα τα βλέμματα, πιάνονταν απ΄τα χέρια σφιχτά..σπρώχνονταν να ιδούν σε εκείνη τη μικρή ρωγμή τη μάνα.. καταγής, με τη κρουσταλλένια κανάτα πεσμένη στις πέτρες του κατωγιού.. και μιά μικρή ρουμπινένια αυλακιά άφριζε στις γκρίζες πέτρες.. ρίγος..θάνατος. και κομμένη ανάσα...κρύο νερό στις ραχοκοκκαλιές..
Κι ανάμεναν το βλέμμα της, σαν ανέβαινε..κι αυτή
τάνοιωθε τούτα τα βλέμματα..
Ρίγαγε η ραχοκοκαλιά της..γύρναγε ο πόνος αναμμένο δαυλί και την πυρόπαιρνε ολάκερη..
Ρίγαγε η ραχοκοκαλιά της..γύρναγε ο πόνος αναμμένο δαυλί και την πυρόπαιρνε ολάκερη..
χίλιες γέννες, χίλιες οδύνες..
τα μάτια του, το λευκό πουκάμισο της Λαμπρής κρεμασμένο εκεί στο παραγώνι..ακόμη..άδειο..κι η προσμονή της άδεια κι αυτή..
..Τό ξερε!
ίδρωνε το μέτωπο, το σκούπιζε βιαστική με την ίδια δαγκωμένη ποδιά.. κι ύστερα στητή , ξανάπαιρνε τα βήματα της..και τη κανάτα την ολόγιομη..
..Τό ξερε!
ίδρωνε το μέτωπο, το σκούπιζε βιαστική με την ίδια δαγκωμένη ποδιά.. κι ύστερα στητή , ξανάπαιρνε τα βήματα της..και τη κανάτα την ολόγιομη..
και,
Κι η Μάννα..μάζευε το αφάγωτο φαγί απ΄ πιάτο και το τύλιγε στη λινή καρό πετσετούλα..την υφαντή στον αργαλειό, εκεί που ύφαινε με τα παρθενικά της όνειρα το διάβα της ζωής της..ένας κόμπος η ζωή της, φαρδύς, σαν το κόμπο στο πιάτο του..
-Πήγαινε το στη χαμοκέλα..πάλι νηστική θα κοιμηθεί η γριά Βάγια..διάταζε τη ψυχοκόρη, ενώ πάστρευε βιαστική τα ψίχουλα απ' το τραπέζι..
-έτσι, για να κρύψει το τρέμουλο του χεριού..-
το σπάραγμα της καρδιάς δεν ακουγόταν..τό ξερε..
ποτέ δεν ακούγεται ο πόνος ο βαθύς..
Κι αν κάποιος ρώταγε που ειναι ο γιός.. κοφτά του λεγε..
-Στην Αθήνα για δουλειές..στην Αθήνα..
και έβιαζε το βήμα της με ορθό το κορμί..
περήφανη μέσα της..το χαμόγελο δεν τόκρυβε..αυτό το μοναχό χαμόγελο της μέρας..
-Δε προσκύνησε ο γιός μου σαν και σένα χαφιέ!..
αχ..τούτο, δεν το ξεστόμιζε..μα το μαρτύραγε το κορμί της ολάκερο..το κοφτό της μάτι..το ίσιο της περπάτημα..
Ετσι μεγάλωσα..
Κι αυτές οι παλιές φωτογραφίες που προσπαθώ να περάσω στη στιγμή τους..κι αυτές οι κλεμμένες στιγμές.. πόσες ιστορίες.. πόσα μυστικά μου ψιθυρίζουν.. τόσα για να μην μπορώ να περάσω δίπλα τους αδιάφορα.. σα να με περιμένουν εκεί χρόνια και να μου χουν βάλει στη γωνιά του τραπεζιού ένα πιάτο από λευκή πορσελάνη που σταξε μιά ρόγα κρασί....ρουμπινένιο το κρασί..αφρισμένο ακόμα στη κανάτα ..ξέχειλο.. με κερνάει τούτη η γενιά το βιός της..το πλούσιο τραπέζι της..κερνάει τη δική μου με περίσσευμα μιας ζωής..κερνάω και γω..τις μνήμες που μάζεψα στα παιδιά μου.. όπως τα ψίχουλα του τραπεζιού..
Απο χούφτα σε χούφτα..κάθε ψίχουλο μιά ζωή..
Κι ήρθαν και τις γενιάς μου οι αγώνες..οι δικοί μου νεκροί..
Δε τρώμε...σκύβουμε όλοι μαζί.. κοιτάμε τη Μάννα στο κατώι...σιωπηλά βλέμματα...κοιτάμε απ' τις χαραμάδες του ξύλινου πατώματος τις ξέσκλιες ζωές ανάκατες με τις ρουμπινένιες στάλες...
Και παίρνουμε δύναμη να συνεχίσουμε τους δικούς μας καθημερινούς αγώνες για μιά καλύτερη και δίκαιη ζωή, με τιμιότητα, αξιοπρέπεια κι ελπίδα.
Το χρωστάμε σ΄εμας και την επόμενη γενιά..το χρωστάμε σε όλους αυτούς που μας έδειξαν το φωτεινό και όμορφο
-κι ας ειναι δύσβατο- μονοπάτι..
-Φάτε..άιντε..δεν περιμένουν οι δουλειές..Φωνή δωρική, λιτή κι απόκοσμη.. κι εκείνα ανάσαιναν!..αα..όλα καλά είναι!..κι έτρωγαν μ' όρεξη.. όπως τα νιάτα πάντα γυρεύουν τη ζωή..κι η ζωή γυρεύει τη χαρά και το παιχνίδι. κι η τελευταία γωνιά του γλυκού ψωμιού τρώγονταν ανάμεσα σε γέλια, φωνές και παιχνίδια στη ρούγα..ακράτητη η χαρά..όχι λαθέψανε..δεν έκλαιγε η Μάννα..
Κι η Μάννα..μάζευε το αφάγωτο φαγί απ΄ πιάτο και το τύλιγε στη λινή καρό πετσετούλα..την υφαντή στον αργαλειό, εκεί που ύφαινε με τα παρθενικά της όνειρα το διάβα της ζωής της..ένας κόμπος η ζωή της, φαρδύς, σαν το κόμπο στο πιάτο του..
-Πήγαινε το στη χαμοκέλα..πάλι νηστική θα κοιμηθεί η γριά Βάγια..διάταζε τη ψυχοκόρη, ενώ πάστρευε βιαστική τα ψίχουλα απ' το τραπέζι..
-έτσι, για να κρύψει το τρέμουλο του χεριού..-
το σπάραγμα της καρδιάς δεν ακουγόταν..τό ξερε..
ποτέ δεν ακούγεται ο πόνος ο βαθύς..
Κι αν κάποιος ρώταγε που ειναι ο γιός.. κοφτά του λεγε..
-Στην Αθήνα για δουλειές..στην Αθήνα..
και έβιαζε το βήμα της με ορθό το κορμί..
περήφανη μέσα της..το χαμόγελο δεν τόκρυβε..αυτό το μοναχό χαμόγελο της μέρας..
-Δε προσκύνησε ο γιός μου σαν και σένα χαφιέ!..
αχ..τούτο, δεν το ξεστόμιζε..μα το μαρτύραγε το κορμί της ολάκερο..το κοφτό της μάτι..το ίσιο της περπάτημα..
Ετσι μεγάλωσα..
Κι αυτές οι παλιές φωτογραφίες που προσπαθώ να περάσω στη στιγμή τους..κι αυτές οι κλεμμένες στιγμές.. πόσες ιστορίες.. πόσα μυστικά μου ψιθυρίζουν.. τόσα για να μην μπορώ να περάσω δίπλα τους αδιάφορα.. σα να με περιμένουν εκεί χρόνια και να μου χουν βάλει στη γωνιά του τραπεζιού ένα πιάτο από λευκή πορσελάνη που σταξε μιά ρόγα κρασί....ρουμπινένιο το κρασί..αφρισμένο ακόμα στη κανάτα ..ξέχειλο.. με κερνάει τούτη η γενιά το βιός της..το πλούσιο τραπέζι της..κερνάει τη δική μου με περίσσευμα μιας ζωής..κερνάω και γω..τις μνήμες που μάζεψα στα παιδιά μου.. όπως τα ψίχουλα του τραπεζιού..
Απο χούφτα σε χούφτα..κάθε ψίχουλο μιά ζωή..
Κι ήρθαν και τις γενιάς μου οι αγώνες..οι δικοί μου νεκροί..
κι αν τον λεν Γιώργη..Θανάση..ή Διομήδη στο Πολυτεχνείο το 1973;..Αχ..οι καρδιές ίδιες..τα νιάτα..τα χαμόγελα..τα όνειρα..οι άνθρωποι..η υπερηφάνεια..η αξιοπρέπεια..ίδια…
Δε τρώμε...σκύβουμε όλοι μαζί.. κοιτάμε τη Μάννα στο κατώι...σιωπηλά βλέμματα...κοιτάμε απ' τις χαραμάδες του ξύλινου πατώματος τις ξέσκλιες ζωές ανάκατες με τις ρουμπινένιες στάλες...
Και παίρνουμε δύναμη να συνεχίσουμε τους δικούς μας καθημερινούς αγώνες για μιά καλύτερη και δίκαιη ζωή, με τιμιότητα, αξιοπρέπεια κι ελπίδα.
Το χρωστάμε σ΄εμας και την επόμενη γενιά..το χρωστάμε σε όλους αυτούς που μας έδειξαν το φωτεινό και όμορφο
-κι ας ειναι δύσβατο- μονοπάτι..
ΚΑΚΑΦΛΙΚΑ ΒΙΛΛΗ
....................................................
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ....
-Στη Μάννα..και Γιαγιά μου...την Ελένη Κακαφλίκα, που ποτέ δεν έμαθε τους τάφους των παιδιών της και όσο ζούσε έβαζε δυο άδεια πιάτα στο τραπέζι και δυο ποτήρια κόκκινο κρασί που τελετουργικά το έριχνε κάθε απόδειπνο, στις πλάκες της αυλής...
Στα παιδιά της:
-Στο Γιώργη Κακαφλίκα..και θείο μου..Σαμποτέρ και μαχητή του ΕΛΑΣ που χάθηκε μετά από σαμποτάζ 3 Αυγούστου 1944 σε Γερμανικά πλοία στο λιμάνι του Πειραια 25 ετων και ποτέ δεν βρήκε τον τάφο του. Σε έγγραφο του ΓΕΣ αναφέρεται ως εκτελεστείς από τους Γερμανούς
ΑΘΑΝΑΤΟΙ !!!!!!
Στους Ήρωες της Τάξης μας: