Τώρα που φάγαμε το αρνί και τα «πάθη» έχουν καταλαγιάσει, ας μάθουμε πως δημιουργήθηκαν οι θρησκείες.
…Οι άνθρωποι δημιουργούν τις θρησκείες
Από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποίησε την ύπαρξή του
(παλαιολιθική εποχή),
αισθάνθηκε απροστάτευτος από τα στοιχεία της φύσης. Σεισμοί να κάνουν τη γη να τρέμει, ηφαίστεια να ξερνάνε φωτιά και θάνατο, αστραπές να σχίζουν τον ουρανό, κεραυνοί να τον τρομοκρατούν, άγρια ζώα να τον κυνηγάνε, θύελλες, ξηρασίες, καύσωνες, πλημύρες να του κάνουν τη ζωή δύσκολη.
Και η αρρώστια;
Τι στο καλό είναι αυτό που τον κάνει να πονάει και να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια του;
Έχεις βρεθεί νύχτα και μόνος σε ένα δάσος;
Τότε θα έχεις νοιώσει τον φόβο που προκαλεί ακόμα και ένα απλό θρόισμα των φύλλων.
Φαντάσου λοιπόν πόσο φοβισμένοι και τρομοκρατημένοι ήσαν εκείνοι οι πρώτοι άνθρωποι, που έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα στοιχεία της φύσης χωρίς τις γνώσεις και τα μέσα που έχουμε εμείς σήμερα.
Άσε που βλέποντας τους γονείς τους, τους φίλους τους και άλλα αγαπημένα τους πρόσωπα να πεθαίνουν, συνειδητοποίησαν ότι και η δική τους ζωή κάποτε θα τελειώσει.
Κι αυτό τους τρόμαζε ακόμα περισσότερο.
Έβλεπαν κάποιον να χάνει τις αισθήσεις του και να λιποθυμάει και νόμιζαν ότι πέθανε.
Στη συνέχεια, όταν αυτός συνερχόταν, θεωρούσαν ότι ξαναζωντάνεψε. Άραγε πώς συνέβαινε αυτό; Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να πεθαίνει και να ξαναζωντανεύει;
Εκείνο όμως που τους συγκλόνιζε περισσότερο, ήταν όταν στα όνειρά τους έβλεπαν αγαπημένα τους πρόσωπα, τα οποία είχαν πεθάνει, να έρχονται και να συζητάνε μαζί τους.
Πώς μπορούσε ο νεκρός να τους μιλάει;
Αλλά και στον ξύπνιο τους, όταν η σκέψη τους ταξίδευε και έβλεπαν εικόνες με αντικείμενα, ζώα, ανθρώπους πεθαμένους και ζωντανούς, συνεχώς τους γεννιόταν το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά;
Πώς μπορούν και βλέπουν πράγματα που δεν είναι μπροστά τους;
Η αμάθεια και η πλήρης άγνοια για την φύση, τους νόμους της και τον τρόπο λειτουργίας του σώματος και του εγκεφάλου, οδήγησε τους πρωτόγονους ανθρώπους να δώσουν τελείως παράλογες απαντήσεις στα ερωτήματα που τους ταλάνιζαν, οι οποίες όμως απαντήσεις εκείνη την εποχή φάνταζαν πολύ λογικές.
Όταν πονούσε το δόντι ή το κεφάλι θεωρούσαν ότι κάποιο κακό πνεύμα είχε μπει μέσα τους.
Όταν το ποτάμι κυλούσε ήρεμα και τους πρόσφερε νερό και ψάρια, υπέθεταν ότι το ποτάμι διέθετε ένα πνεύμα το οποίο είχε καλές διαθέσεις απέναντί τους. Όταν όμως,
λόγω των βροχών, ο ποταμός αγρίευε και παράσερνε τα πάντα στο πέρασμά του, τότε, επειδή δεν ήσαν σε θέση να γνωρίζουν την αιτία αυτού του φαινομένου, σκεφτόντουσαν ότι το πνεύμα του ποταμού θύμωσε μαζί τους.
Όταν τα δέντρα κάρπιζαν, πίστευαν ότι το πνεύμα του δέντρου ήταν ευχαριστημένο μαζί τους και τους δώριζε τους καρπούς του, ενώ όταν δεν καρποφορούσε ή όταν έχανε τα φύλλα του, θεωρούσαν ότι το πνεύμα του δέντρου είχε θυμώσει μαζί τους.
Το ίδιο συνέβαινε και με τα ζώα που σκότωναν στο κυνήγι.
Δεν καταλάβαιναν ότι επειδή εργάστηκαν, επειδή κυνήγησαν, βρήκαν το φαί τους, αλλά πίστευαν ότι το πνεύμα του ζώου τους πρόσφερε το κρέας του.
Έτσι οι άνθρωποι,
για να δώσουν απαντήσεις στα ερωτήματά τους, γέμισαν όλο τον κόσμο που τους περιέβαλλε με άυλες ψυχές και αόρατα πνεύματα.
Το πνεύμα του ζαρκαδιού, του λαγού, της αρκούδας, του ποταμού, της πηγής, της βροχής, του ανέμου, του δάσους.
Στη συνέχεια, με το πέρασμα του χρόνου, άρχισαν να παρακαλάνε αυτά τα πνεύματα να είναι φιλικά μαζί τους και στο τέλος δημιούργησαν ολόκληρες τελετές για να τα εξευμενίζουν.
Σε τοιχογραφίες, που έχουν ηλικία 20, 30 και 40 χιλιάδων ετών, εμφανίζονται άνθρωποι σε ιεροτελεστίες πριν την έναρξη του κυνηγιού.
Όλα αυτά σήμερα μας φαίνονται ανοησίες, αλλά η άγνοια και η πνευματική σύγχυση των πρωτόγονων ανθρώπων τα δικαιολογεί απόλυτα.
Όσο περνούσαν τα χρόνια και ερχόντουσαν οι νέες γενιές, τα ερωτήματα που τους προβλημάτιζαν όλο και πλήθαιναν.
Πώς έγιναν τα βουνά, τα δάση, τα νερά;
Από πού γεννήθηκε η γη, ο ουρανός, ο ήλιος, η σελήνη;
Πώς να απαντήσουν στα ερωτήματα αυτά αφού όχι μόνο δεν είχαν ιδέα για την κίνηση των τεκτονικών πλακών, τις πυρηνικές εκρήξεις και την κίνηση των ουράνιων σωμάτων, αλλά ούτε καν γνώριζαν ότι η γη ήταν μια κινούμενη σφαίρα;
Προσπαθούσαν να δώσουν απαντήσεις στηριγμένοι στις απλές παρατηρήσεις των αισθήσεών τους, χωρίς να μπορούν να τις επεξεργαστούν σε βάθος.
Για παράδειγμα αφού έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια ότι ο ήλιος ανατέλλει το πρωί και δύει το βράδυ, ήταν φυσικό και επόμενο να πιστεύουν ότι ο ήλιος κινείται στον ουρανό, χωρίς να μπορούν να φανταστούν ότι η γη ήταν αυτή που περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό της.
Για τον ίδιο λόγο θεωρούσαν ότι η γη ήταν ένα επίπεδο πράγμα, με αρχή και τέλος, το οποίο σκεπαζόταν από έναν θόλο, τον ουρανό. Δηλαδή σαν μια πιατέλα όπου βάζουμε ένα κέικ και την σκεπάζουμε με ένα στρογγυλό γυάλινο σκέπασμα.
Έτσι έβαλαν άλλη μια φορά την φαντασία τους να δώσει τις λύσεις, λύσεις που σαν λογικά όντα, τις στήριξαν στις εμπειρίες που είχαν.
Και οι εμπειρίες αυτές ήταν ότι οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φυτά δεν εμφανίζονται ξαφνικά από το τίποτα, αλλά γεννιούνται και φυτρώνουν από κάτι που προϋπάρχει.
Φυσικό λοιπόν όλοι οι λαοί,
σε όλα τα μήκη της γης, να φτιάξουν από έναν ανάλογο μύθο και μια δοξασία για την αρχή του κόσμου, ο οποίος μύθος προέκυπτε από την άγνοια που είχαν και περνούσε από γενιά σε γενιά και γινόταν αποδεκτός πέραν κάθε αμφιβολίας.
Ειδικά οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι στην αρχή υπήρχε ένα σκοτεινό χάος από το οποίο ξεπήδησε η Γαία (η γη) η οποία στη συνέχεια γέννησε τα βουνά, τη θάλασσα και τον ουρανό (Ουρανό), χωρίς μάλιστα να υπάρχει πατέρας.
Παρατηρείστε ότι στο μύθο αυτό υπάρχει το σημείο της γέννησης και όχι της δημιουργίας του κόσμου από κάποιο άυλο πνεύμα.
Επίσης σημειώστε ότι ο μύθος αυτός κατασκευάζεται την εποχή της μητριαρχίας, με αποτέλεσμα η αρχή να αποδίδεται στην μάνα-γη.
Η μη αναφορά σε κάποιο πατέρα δείχνει και την υποδεέστερη θέση που είχε ο άντρας σε εκείνες τις κοινωνίες.
Η παρατήρηση για την «γέννηση» είναι πολύ σημαντική γιατί αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι για χιλιάδες χρόνια έζησαν χωρίς θρησκείες και θεούς. Αυτούς τους δημιούργησαν πολύ αργότερα, όταν εμφανίσθηκε η δουλοκτησία.
Όπως διδάσκει ο διαλεκτικός υλισμός, σε κάθε πλάνη συνυπάρχει και μια αλήθεια.
Η επιστήμη έχει αποδείξει ότι η γη προήλθε από αστρική ύλη και αέριες μάζες που συγκεντρώθηκαν σε ένα χώρο,
στη συνέχεια αυτά στερεοποιήθηκαν και κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες ξεπήδησε η ζωή.
Έτσι και σε αυτό τον αρχαίο ελληνικό μύθο ενυπάρχει ένας πρωτόγονος υλισμός και μια αλήθεια, αφού σύμφωνα με αυτόν η γη (δηλαδή η ύλη) ξεπηδάει από το χάος και γεννάει τα πάντα.
Στην εποχή της άγριας κατάστασης και του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος οι άνθρωποι, αδύναμοι όπως είναι μπροστά στη φύση, αισθάνονται συνεχώς την ανάγκη να έχουν κάποιου είδους βοήθεια. Γι αυτό όλο και περισσότερο καταφεύγουν στην παράκληση των πνευμάτων και των προγόνων. Δημιουργούν ιεροτελεστίες για να έχουν βροχή, για να βγάλουν τα δέντρα καρπούς, για να βρουν ζώα για κυνήγι, για να μην αρρωσταίνουν.
Δεν έχουν όμως ακόμα δημιουργήσει τους θεούς. Φτιάχνουν τοτέμ με μορφές ζώων και τα λατρεύουν επειδή θεωρούν ότι είναι οι πρόγονοι της φυλής τους. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν λαοί που θεωρούν κάποια ζώα σαν ιερά (ελέφαντες, μοσχάρια, μαϊμούδες), επειδή ακριβώς στο μακρινό παρελθόν είχαν λατρευτεί σαν οι γεννήτορές τους!
Όλοι στην κοινότητα προσπαθούν να εξευμενίσουν τα πνεύματα για να είναι φιλικά και ευμενή μαζί τους. Κάποιοι μέσα στο γένος και την φυλή αρχίζουν να ξεχωρίζουν, επειδή τάχα έχουν καλύτερη «επικοινωνία» με τα πνεύματα και έτσι αποκτούν ένα ιδιαίτερο κύρος.
Σταδιακά η κάθε φυλή αποκτά και τον δικό της «μάγο».
Με το πέρασμα των αιώνων η λατρεία επεκτείνεται στα ουράνια σώματα (στη σελήνη, τον ζωοδότη ήλιο κλπ) και σε μεγάλα ποτάμια τα οποία είναι απαραίτητα για τη ζωή (Νείλος, Γάγγης κλπ).
Η είσοδος στην δουλοκτητική κοινωνία με την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και της γεωργίας φέρνει μεγάλες αλλαγές στην ποιότητα των δοξασιών.
Τα τοτέμ παραμερίζονται.
Η λατρεία των ουράνιων σωμάτων οδηγεί σταδιακά στην θεοποίηση του Ήλιου και της Σελήνης.
Γενικά η λατρεία των πνευμάτων των ζώων και των προγόνων αντικαθίσταται από τη λατρεία κάποιων θεϊκών φυσικών δυνάμεων από τις οποίες πίστευαν ότι εξαρτιόταν οι δουλειές του νοικοκυριού τους (τα κοπάδια, οι καλλιέργειες κλπ).
Οι άνθρωποι αρχίζουν να κάνουν προσφορές υλικών αγαθών και θυσίες στα πνεύματα και τους θεούς τους για να τα έχουν καλά μαζί τους.
Είναι η εποχή όπου στις κοινωνίες των ανθρώπων έχει ξεκινήσει η ανταλλαγή των λίγων περισσευμάτων που αρχίζουν να έχουν και αυτό αντανακλάται και στο θέμα των δοξασιών.
Πιστεύουν ότι τα άυλα και ανύπαρκτα πνεύματα θέλουν να ανταλλάσουν την ευμένειά τους με υλικά δώρα.
Σε κάποιο σημείο της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών, ο εμπλουτισμός των γνώσεων φτάνει σε τέτοιο επίπεδο που δεν δικαιολογεί πλέον την ύπαρξη πνευμάτων στις πέτρες, στα λουλούδια και στα απλά αντικείμενα.
Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι λογικό να υπάρχουν πνεύματα σε όλα αυτά τα πράγματα και αρχίζουν να τα «σπρώχνουν» πιο μακριά.
Δημιουργούν λοιπόν ένα σωρό θεότητες, θεούς και ημίθεους.
Υπάρχουν ξεχωριστοί θεοί για την γεωργία, το κυνήγι, τους ανέμους, την θάλασσα, την άνοιξη, τον πόλεμο, την δικαιοσύνη.
Οι άνθρωποι δημιουργούν καθ’ εικόνα και ομοίωση τους θεούς τους και τους δίνουν όλα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων.
Οι θεοί παντρεύονται, ζηλεύουν, χαίρονται, οργίζονται, τιμωρούν, πίνουν, πολεμάνε. Ότι δηλαδή κάνουν και οι άνθρωποι.
Επειδή όμως είναι και αόρατοι, τους βάζουν να μένουν πολύ μακριά, σε μέρη όπου δεν μπορούν να φτάσουν οι ίδιοι π.χ. στην κορυφή του Ολύμπου ή στα έγκατα της γης.
Πολύ αργότερα, όταν κατέκτησαν τις βουνοκορφές και οι στοές των ορυχείων τους έφθασαν βαθιά στη γη,
οι ιερείς αναγκάστηκαν να «εξορίσουν» τους θεούς κάπου ψηλά στον ουρανό.
Όταν δε οι πρώτοι πύραυλοι βγήκαν στο διάστημα, οι θεοί απωθήθηκαν ακόμα πιο μακριά, κάπου που να μην μπορούν να τους βρουν οι άνθρωποι, κάπου στα βάθη του σύμπαντος.
Με την εξέλιξη της οικονομίας και της κοινωνίας από το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα στο δουλοκτητικό, εξελίσσονται οι μύθοι και δημιουργούνται νέες δοξασίες για την γέννηση του κόσμου.
Οι Έλληνες παντρεύουν την Γαία με τον Ουρανό (άλλωστε και οι άνθρωποι έχουν πλέον προχωρήσει στον ζευγαρωτό και στον μονογαμικό γάμο).
Από αυτόν τον γάμο γεννιούνται οι Γίγαντες, οι Τιτάνες και στη συνέχεια ο Δίας.
Ο καταμερισμός της εργασίας, που όπως είδαμε συμβαίνει εκείνη την εποχή, επιτρέπει μεταξύ άλλων να διαχωριστεί η χειρονακτική εργασία από την πνευματική.
Με την απαρχή του δουλοκτητικού συστήματος και την αύξηση της παραγωγικότητας δίνεται η δυνατότητα σε μερικά άτομα να ασχοληθούν αποκλειστικά με πνευματικές «εργασίες».
Οι πρώτοι που επωφελούνται από αυτό είναι οι «μάγοι» των φυλών, που αναλαμβάνουν αποκλειστικά τη «διαμεσολάβηση» με τον «άυλο κόσμο».
Αυτοί εκμεταλλευόμενοι την ευπιστία και την «ανάγκη» των ανθρώπων για «επικοινωνία» με τα πνεύματα και τους θεούς, καλλιεργούν συνεχώς την υποχρέωση για θυσίες και προσφορές, οι οποίες βέβαια μένουν στα χέρια τους, στα χέρια των μάγων.
Ουσιαστικά οι μάγοι (δηλαδή οι πρόγονοι των μετέπειτα ιερέων) ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που άρχισαν να ζούνε σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας χωρίς να προσφέρουν όσο έπρεπε στην παραγωγή.
Τώρα όμως οι άνθρωποι
δεν αρκούνται στη δοξασία ότι ο κόσμος γεννήθηκε από το χάος.
Επηρεασμένοι από την ικανότητά τους να δημιουργούν, να παράγουν και να κατασκευάζουν την τροφή τους, τα όπλα τους, τα οικιακά τους σκεύη, τα ρούχα τους, θεωρούν λογικό να συμπεράνουν ότι και ο κόσμος θα πρέπει να έχει έναν κατασκευαστή, έναν δημιουργό.
Έτσι οι άνθρωποι δημιουργούν τον δημιουργό του κόσμου, δημιουργούν τον θεό.
Ο κάθε λαός φτιάχνει τους δικούς του θεούς-δημιουργούς και μαζί με αυτούς εμφανίζονται και οι θρησκείες.
Εκατοντάδες είναι οι γνωστοί σε εμάς θεοί. Είμαστε στην εποχή όπου οι κοινωνίες αφήνουν την μητριαρχία και περνάνε στην πατριαρχία.
Έτσι όλοι οι θεοί προικίζονται με αρσενικά χαρακτηριστικά. Δίας, Ήλιος Ρα, Όσιρις, Βράχμα, Μίθρας, Ταμούζ, Άδωνις, Ούγκο, Ζαρατούστρα …
Οι γυναίκες όμως, που δεν παραδίδουν έτσι εύκολα τα πρωτεία που είχαν μέσα στην οικογένεια, δίνουν σκληρή μάχη και δίπλα στους αρσενικούς θεούς βάζουν και τις δικές τους θεές. Ήρα, Νουτ, Ίσις, Σαρασβάτη, Γεστινάννα, Ιλματάρ…
Παράλληλα όμως οι «μάγοι» μετατρέπονται σε ιερείς και είναι οι επίσημοι διαμεσολαβητές των θεών.
Στην ταξική δουλοκτητική κοινωνία, εκτός από τις τάξεις των δούλων και των δουλοκτητών, δημιουργείται και μια ιδιαίτερη κλειστή τάξη, η τάξη των ιερέων.
Όσο αναπτύσσεται το δουλοκτητικό σύστημα, τόσο η άρχουσα τάξη χρειάζεται να έχει σαν όργανο και σύμμαχο την θρησκεία για να κρατάει πειθαρχημένα τα εύπιστα πλήθη.
Όλες οι θρησκείες, σε όλο τον κόσμο, διδάσκουν την υποταγή στην εξουσία, την ταπεινοφροσύνη και την δουλικότητα (δούλος του θεού).
Όλες υπόσχονται ότι οι «κακοί» πλούσιοι θα τιμωρηθούν σε έναν άλλον φανταστικό κόσμο και έτσι επιτρέπουν στις εκμεταλλεύτριες τάξεις να διαπράττουν τα χειρότερα εγκλήματα στον πραγματικό κόσμο.
Η πίστη σε θεούς και άρχοντες, οι οποίοι πολλές φορές εμφανίζονται σαν παιδιά των θεών ή ακόμα και σαν επίγειοι θεοί, αποτέλεσε
(και συνεχίζει να αποτελεί) το ισχυρότερο όπλο για την καθυπόταξη των μαζών.
Για το λόγο αυτό όλες οι άρχουσες τάξεις επέτρεψαν στους ιερείς να αποκτούν πλούτη και δύναμη (πολλές φορές τους δώριζαν ολόκληρες εκτάσεις).
Η τάξη των ιερέων (παπάδων και καλογέρων) έγινε τόσο ισχυρή που πολλές φορές απαιτούσε μερίδιο στην εξουσία (όπως τα πατριαρχεία στο Βυζάντιο και το Βατικανό στη δύση).
Από την άλλη μεριά οι ιερείς όλων των θρησκειών έκαναν τα πάντα για να διαιωνίζονται τα εκμεταλλευτικά συστήματα.
Ευλογούσαν τα όπλα των στρατευμάτων, κήρυτταν στα πλήθη ότι οι θεοί και οι άγιοι είναι οι προστάτες τους στον πόλεμο.
Οι εικόνες και οι προσευχές, από την αρχαιότητα μέχρι στις μέρες μας, οδηγούν τους πιστούς στις μάχες και στις σφαγές των απίστων.
Μέχρι και ο Μπους επικαλέστηκε τον θεό, ο οποίος τάχα τον επισκέφτηκε στο όνειρό του και του είπε να βομβαρδίσει το Ιράκ.
Είναι χιλιάδες οι θεοί (και οι άγιοι) που λατρεύτηκαν στην ιστορία της ανθρωπότητας. Πολλοί από αυτούς «γεννήθηκαν» και «πέθαναν» χωρίς να προλάβουμε να τους γνωρίσουμε.
Σε εμάς τους έλληνες οι πιο γνωστοί θεοί είναι αυτοί του Δωδεκάθεου με τον Δία, την Ήρα, την Αθηνά, τον Άρη, τον Ποσειδώνα και πολλούς άλλους, μικρούς και μεγάλους, που γέννησε η μυθολογία μας.
Αρκετοί όμως θεοί επιβιώσανε μέχρι τις μέρες μας, όπως ο θεός της Εβραϊκής μυθολογίας που εμφανίζεται στην παλαιά διαθήκη (Γιαχβέ ή Ιεχωβάς). Η θρησκεία όμως αυτή απαγόρευε να την ασπασθούν άλλοι λαοί εκτός των Εβραίων (ο παράδεισος που υποσχόταν ήταν αποκλειστικά για τον δικό τους λαό). Έτσι μια από τις πολλές αιρέσεις της,
ο Χριστιανισμός, που υποσχέθηκε τον παράδεισο σε όλους ανεξαρτήτως εθνικότητας, έμελλε να επικρατήσει και να χρησιμοποιηθεί από την Ρωμαϊκή και Βυζαντινή άρχουσα τάξη για να ελέγχουν τις λαϊκές μάζες.
Στη συνέχεια μια άλλη αίρεση αυτών των θρησκειών, ο Μωαμεθανισμός-Ισλαμισμός (ισλάμ = υποταγή), που προσπάθησε να ανανεώσει την παλαιά και την καινή διαθήκη, χρησιμοποιήθηκε από τους Άραβες ηγέτες για να επεκτείνουν την κυριαρχία τους.
Να σημειώσουμε ότι ο παράδεισος που υπόσχονται οι ισλαμιστές είναι πολύ πιο «πλούσιος» από των Εβραίων και των Χριστιανών,
σε τέτοιο σημείο που τα θρησκόληπτα, φανατισμένα και αμόρφωτα πλήθη να μπορούν εύκολα να ζώνονται με εκρηκτικά και να τινάζονται στον αέρα για την ιερή πίστη τους.
Ο Χριστιανισμός και ο Ιουδαϊσμός στηρίχθηκαν στην τρομοκράτηση των πιστών τους με την τρομερή κόλαση, ενώ ο ισλαμισμός αξιοποίησε την προσμονή του πλουσιότατου παραδείσου.
Άλλες μεγάλες θρησκείες με εκατομμύρια πιστούς, που ακόμα και σήμερα συνεχίζουν να πιστεύουν σε θεούς που γέννησαν οι άνθρωποι στην αρχαιότητα, είναι ο Βουδισμός, ο Βραχμανισμός-Ινδουισμός, ο Ταοϊσμός, ο Κομφουκιανισμός.
Όλες όμως ανεξαιρέτως οι θρησκείες έχουν πλήθος κοινών στοιχείων, αφού η κάθε νέα θρησκεία που εμφανιζόταν, χρησιμοποιούσε δοξασίες και τελετουργικά της προηγούμενης.
Ειδικά στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, όπου οι λαοί ήταν εύκολο να έρθουν σε επαφή, οι θρησκευτικές δοξασίες μοιάζουν καταπληκτικά.
Για παράδειγμα ο Χριστιανισμός, σαν συνέχεια του Ιουδαϊσμού, χρησιμοποίησε όλη την παλαιά διαθήκη των Εβραίων και τις γιορτές τους (π.χ. το Πάσχα των Χριστιανών είναι αντιγραφή του Εβραϊκού Πάσχα, το οποίο με τη σειρά του σχετίζεται με Ανοιξιάτικες γιορτές προηγούμενων δοξασιών της περιοχής, ενώ οι Μουσουλμάνοι σαν ανάλογη εορτή έχουν το Ραμαζάνι).
Για να μπορέσει όμως ο Χριστιανισμός να επιβληθεί στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία χρησιμοποίησε σαν βάση το δωδεκάθεο των Ελλήνων.
Ο Θεός πήρε την θέση του Δία, η Ήρα μετατράπηκε σε Παναγία, οι δώδεκα θεοί σε δώδεκα αποστόλους, το υπόλοιπο πλήθος των δευτερευόντων θεών και ημίθεων σε αγίους και οσίους.
Ο κάτω κόσμος του θεού Άδη έγινε παράδεισος και κόλαση, οι θυσίες στους θεούς εξελίχθηκαν σε λιβανιστήρια και κεριά, ενώ οι χρηματικές δωρεές στους θεούς μετατράπηκαν σε τάματα για τους αγίους.
Την θέση των διάφορων αρχαίων θεών που ήταν προστάτες των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, την πήραν οι άγιοι.
Ο άγιος Γεώργιος, η αγία Βαρβάρα και οι Αρχάγγελοι ανέλαβαν την προστασία του στρατού και των όπλων αντί του θεού Άρη, ο άγιος Νικόλαος στη θέση του Ποσειδώνα προστατεύει τους θαλασσινούς, ενώ οι τρεις Ιεράρχες προστατεύουν τα γράμματα όπως η Αθηνά ήταν η θεά της σοφίας κλπ.
Φυσικά οι ναοί και οι ιερείς συνέχισαν να υπάρχουν και να εκμεταλλεύονται στο έπακρο τον φόβο και την θρησκοληψία των μαζών.
Οι πιστοί της νέας θρησκείας συνεχίζουν να κάνουν δεήσεις, προσευχές και να προσκυνούν εικόνες, όπως ακριβώς έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες ειδωλολάτρες.
Είναι ατελείωτος ο κατάλογος των κοινών σημείων όλων των θρησκειών.
Οι άνθρωποι της αρχαιότητας, λόγω έλλειψης γνώσης, όλα όσα δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα απέδιδαν σε θεϊκές πράξεις και θαύματα. Όλες οι θρησκείες αναφέρονται σε πλήθος θαυμάτων. Το ίδιο έπρεπε να κάνει και ο Χριστιανισμός για να γίνει αποδεκτός από τις αγράμματες μάζες.
Όλα τα θαύματα που αποδίδονται στον Χριστό είναι αναπαραγωγή θαυμάτων προηγούμενων θεών και προφητών.
Πολλοί θεοί των αρχαίων γεννήθηκαν από γυναίκες παρθένες, έζησαν, πέθαναν και αναστήθηκαν.
Ένας από αυτούς ήταν ο Αιγύπτιος θεός Ώρος
που γεννήθηκε από την Ίσιδα με άμωμο σύλληψη και αφού πέθανε, στη συνέχεια μετά από τρεις ημέρες αναστήθηκε, αποτελώντας το πρότυπο για τον Χριστιανισμό.
Εξάλλου, 500 χρόνια πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού, τα ίδια (γέννηση, ζωή, θαύματα, θάνατος, ανάσταση) ισχυρίσθηκε και ο Βουδισμός για τον Βούδα.
Κι αυτά όμως ήταν αναπαραγωγή των θρύλων που δημιούργησαν οι Ασσύριοι για τον θεό τους τον Άδωνη.
Τώρα γιατί ο Χριστός είναι ο «πραγματικός θεός» ενώ ο Βούδας που προϋπήρξε με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά δεν είναι, μόνο αυτοί το ξέρουν.
Αλλά και οι μουσουλμάνοι πάνω στον Χριστιανισμό στηρίχθηκαν για να κάνουν την δική τους θρησκεία. Για αυτούς ο Ιησούς είναι ένας από τους μεγαλύτερους απεσταλμένους του θεού (του Αλλάχ), ο οποίος γεννήθηκε από την παρθένο Μαριάμ κατόπιν εντολής που έστειλε με τον αρχάγγελο Γαβριήλ.
Η διαφορά όμως είναι ότι ο μεγάλος προφήτης του Αλλάχ είναι ο Μωάμεθ. (Στα αρχαία Αραβικά Αλλάχ σημαίνει Θεός).
Σε όλη την ιστορία των θρησκειών πάντα υπήρχε και η αντίθετη άποψη, αυτή που στηριγμένη στις επιστήμες και στο επίπεδο γνώσεων που συνεχώς ανέβαινε, αρνιόταν να δεχθεί αυτές τις φαντασιώσεις για δήθεν καλά και κακά πνεύματα ή για άυλους κόσμους με αγγέλους και διαβόλους.
Οι αρχαίοι Έλληνες υλιστές φιλόσοφοι (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης, Ηράκλειτος) είχαν ανοίξει ολόκληρο μέτωπο ενάντια στις θρησκευτικές δοξασίες. Οι φιλόσοφοι Λεύκιππος και Δημόκριτος, που ανέπτυξαν ένα ολοκληρωμένο σύστημα ατομικού υλισμού, κυνηγήθηκαν από τον ιδεαλιστή Πλάτωνα.
Ο φιλόσοφος Επίκουρος
και ο Ρωμαίος ποιητής Λουκρήτιος που συνέχισαν το έργο του Δημόκριτου, συνέβαλαν πολύ στη διάδοση του αθεϊσμού στην αρχαιότητα.
Η πάλη της γνώσης και της επιστήμης με τις δοξασίες, τα πνεύματα και τις θρησκείες, ξεκίνησε από τα πρώτη στιγμή που αυτά έκαναν την εμφάνισή τους.
Αυτή η αντιπαράθεση παρουσιάζεται ανάγλυφα στον αρχαίο μύθο του Προμηθέα.
Ο προμηθέας έκλεψε από τους θεούς τη φωτιά και την γνώση και την έφερε στους ανθρώπους. Η φωτιά (συγκεκριμένα ο τρόπος με τον οποίο θα την ανάβουν), ήταν η σημαντικότερη γνώση που κατέκτησε ο άνθρωπος στα πρώτα βήματά του.
Οι θεοί όμως δεν θέλουν οι άνθρωποι να αποκτούν τις γνώσεις και έτσι τιμωρούν τον Προμηθέα.
Σύμφωνα λοιπόν με τον μύθο τον αλυσοδένουν σε ένα βράχο και βάζουν έναν αετό να του ξεσκίζει τις σάρκες.
Ο μύθος μας διδάσκει ότι για να μπορούν να υπάρχουν οι θεοί, οι άνθρωποι δεν πρέπει να αποκτούν αυτές τις γνώσεις, επειδή οι γνώσεις των φυσικών νόμων είναι ασυμβίβαστες με την ύπαρξη των θεών.
Αν οι άνθρωποι μάθουν, οι θεοί θα εξαφανιστούν.
Κι αν οι θεοί κατόρθωσαν να επιζήσουν μέχρι τις μέρες μας, αυτό οφείλεται στο ότι, όλες οι άρχουσες εκμεταλλεύτριες τάξεις, τους είχαν απόλυτη ανάγκη για να μπορούν να διατηρούνται στην εξουσία.
Έπρεπε να καλλιεργούν συνεχώς τις δεισιδαιμονίες, τις προλήψεις, τον φόβο για τον θάνατο και την προσμονή μιας δήθεν «μετά θάνατο ζωή».
Σκεφτείτε ότι εκείνες τις εποχές δεν υπήρχε η τηλεόραση ούτε είχε αναπτυχθεί η ψυχολογία για να μπορούν να ελέγχουν την σκέψη των λαϊκών μαζών και να τις χειραγωγούν.
Έτσι η θρησκεία χρησιμοποιήθηκε σαν το βασικότερο εργαλείο για να ελέγχονται οι λαοί και να μην εξεγείρονται ενάντια στους καταπιεστές τους.
Σε όλες τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες, από την ημέρα που γεννιόμαστε μέχρι να πεθάνουμε, γονείς, δάσκαλοι, παπάδες, προσπαθούν να μας φυτέψουν στο μυαλό την ιδέα της πίστης σε κάποιον θεό.
Αν εσείς που διαβάζετε αυτές τις γραμμές πιστεύετε ακόμα σε πνεύματα, θαύματα, θεούς και διαβόλους, παρακαλώ αναλογιστείτε το εξής:
Πώς είναι δυνατόν εμείς σήμερα, να διατηρούμε ακόμα τις ίδιες εκείνες δοξασίες για πνεύματα και θεούς που δημιούργησαν πριν από τόσες χιλιάδες χρόνια εκείνοι οι πρωτόγονοι άνθρωποι λόγω της άγνοιάς τους;
Κι αν υπάρχουν ερωτήματα που μοιάζουν μυστήρια και φαίνονται ανεξήγητα, μη βιάζεστε να καταφύγετε στην μεταφυσική.
Να είστε σίγουροι ότι στο μέλλον η επιστήμη θα δώσει τις απαντήσεις,
όπως εξήγησε τόσα άλλα μέχρι τώρα…
Του Γιάννη Βεντούρα
Τίτλος και
Παρουσίαση κειμένου: Viva La Revolucion