Σαν Σήμερα:
1918 Ξεκινά τις εργασίες του στον Πειραιά το 1ο πανελλαδικό πανεργατικό συνέδριο, ιδρυτικό της ΓΣΕΕ (3 - 10/11/1918). Σε αυτό παίρνουν μέρος 180 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούν 214 εργατικά σωματεία με 60.000 οργανωμένα μέλη. Το αστικό κράτος επενέβη με διάφορους τρόπους στη διαδικασία ενοποίησης του κατακερματισμένου συνδικαλιστικού κινήματος, προκειμένου να ελέγξει το βαθμό αυτονομίας και την ιδεολογικοπολιτική του ταυτότητα. Ωστόσο, η διακριτή, «συμπαγής και πειθαρχημένη» παρουσία των σοσιαλιστών, τους επέτρεψε να αφήσουν τη σφραγίδα τους σε μια σειρά από κομβικά ζητήματα, όπως π.χ. η υιοθέτηση της αρχής της πάλης των τάξεων. Οι δύο γραμμές στο συνδικαλιστικό κίνημα είχαν ήδη διαμορφωθεί και λάβει θέσεις μάχης.
Με την ωρίμανση των αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων, όπως η βιομηχανική ανάπτυξη, η αύξηση και η συγκέντρωση της εργατικής τάξης, η διάδοση και η ανάπτυξη των σοσιαλιστικών ιδεών και η ραγδαία επίδραση των μηνυμάτων της Οκτωβριανής Επανάστασης έφεραν στο προσκήνιο την αναγκαιότητα συνένωσης και ενιαίας οργανωτικής συνδικαλιστικής έκφρασης των εργαζομένων. Μέχρι το 1918, είχαν γίνει για τον ίδιο σκοπό αρκετές απόπειρες με πιο σημαντικές αυτή του 1911 που κατέληξε στην ίδρυση της Πανελλήνιας Εργατικής Ομοσπονδίας, του 1914 με την πρωτοβουλία των Καπνεργατικών Σωματείων και του 1916 με ενέργειες του Εργατικού Κέντρου Πειραιά. Όλες αυτές οι απόπειρες ήταν αναποτελεσματικές επειδή κυρίως δεν είχαν διαμορφωθεί οι καταλληλότερες συνθήκες.
Έτσι, τον Αύγουστο του 1918 με πρωτοβουλίες του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης που καθοδηγούνταν από τη Φεντερασιόν (1909) πραγματοποιήθηκε νέα Εργατική Συνδιάσκεψη με τη συμμετοχή των Εργατικών Κέντρων Θεσσαλονίκης-Αθήνας-Πειραιά με σκοπό την προετοιμασία του Πανελλαδικού Πανεργατικού Συνεδρίου για την ίδρυση του Κεντρικού Συνδικαλιστικού Οργάνου.
Για την προετοιμασία του Ιδρυτικού Συνεδρίου είχε αναλάβει Οργανωτική Επιτροπή, η οποία με εγκύκλιό της προς όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις καθόριζε το μέτρο αντιπροσώπευσης κάθε οργάνωσης.
Το Συνέδριο συνήλθε αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια στον Πειραιά 21 έως 28 Οκτώβρη με παλαιό τημερολόγιο της εποχής (3 έως 10 Νοέμβρη με το νέο ημερολόγιο) με τη συμμετοχή 182 αντιπροσώπων.
Οι δύο κύριες γραμμές αντιπαράθεσης συγκρούστηκαν και στη φάση της προετοιμασίας, στην Εργατική Συνδιάσκεψη, αλλά και στο ίδιο το Συνέδριο. Η ταξική πλευρά με ηγέτη τον Αβραάμ Μπεναρόγια, το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, τους Καπνεργάτες, τους Τυπογράφους κλπ. και από τη ρεφορμιστική πλατφόρμα τα φιλοβενιζελικά-φιλοκυβερνητικά Εργατικά Κέντρα Αθήνας και Πειραιά.
Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης τέθηκαν τα τρία κεντρικά ζητήματα:
α) το καταστατικό, β) το πρόγραμμα διεκδικήσεων και γ) η Διοίκηση της νεοσύστατης ΓΣΕΕ.
Η συνεπής γραμμή της Φεντερασιόν έμεινε μέχρι τέλους ανυποχώρητη στο καταστατικό και το πρόγραμμα διεκδικήσεων και τελικά κυριάρχησε με ψήφους 158 υπέρ, 21 κατά, 1 λευκό, επί της γραμμής του κυβερνητικού συνδικαλισμού και της ταξικής συνεργασίας. Οι θευλλώδεις συζητήσεις στα ζητήματα αυτά οδήγησαν πολλές φορές στο 8ήμερο, τα πράγματα σε οριακό σημείο διάλυσης του ίδιου του Συνεδρίου.
Να πώς περιγράφουν οι Γιάννης Κορδάτος και Αβραάμ Μπεναρόγιας την αντιπαράθεση αυτή:
“Παρόλες τις αντιδράσεις, προπάντων από την ομάδα του Γιαννιού, που επηρέαζε τότες μερικά σωματεία, το Α’ Πανελλαδικό Συνέδριο πραγματοποιήθηκε.
Άρχισε στις 21 του Οκτώβρη του 1918 και κράτησε οχτώ μέρες. Πήραν μέρος σ’ αυτό 44 εργατικά σωματεία, που αντιπροσώπευαν καμιά εξηνταριά χιλιάδες εργάτες. Στις πρώτες πέντε μέρες οι συνεδριάσεις του γίνονταν στην Αθήνα, στο Βασιλικό Θέατρο, κι από την έχτη μέρα στον Πειραιά, στο εκεί Δημοτικό Θέατρο”.
Ο Αβραάμ Μπεναρόγιας, που ήταν ένας από τους πρωτεργάτες και ο μαχητικότερος ομιλητής του Συνεδρίου, μας δίνει μια ζωντανή εικόνα της σύνθεσης, των κατευθύνσεων και των εργασιών του:
“Η σύγκλησις του Πανεργατικού Συνεδρίου εσυνοδεύθηκε με προσπάθειαν οργανώσεως Πανελλαδικών Επαγγελματικών Ενώσεων. Η Ομοσπονδία Καπνεργατών και Σιγαροποιών συνεκάλεσε συνέδριον. Τα σωματεία τυπογράφων και συναφών είχον οργανώσει συνδιάσκεψιν διά την ίδρυσιν Ομοσπονδίας. Μεταξύ των ναυτικών σωματείων εγένετο ζύμωσις διά την κατάλληλον μεταρρύθμισιν του “Συνδικάτου Μεταφορών”. Και αυτός ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος σιδηροδρομικών, αντιδραστικός και δυσκίνητος, επηρεασμένος από την όλην εργατικήν ζύμωσιν, διεσαλεύετο, διεταράσσετο. Οι διοικούντες αυτό συντηρητικοί δεν ηννόουν να υποχωρήσουν, να αφομοιωθούν με τους εργάτας…
Από την πρώτη στιγμήν εις το Συνέδριον διαγράφονται πλείστα ασταθή και αδιαμόρφωτα ρεύματα: 1) εν “κόμμα” των Πειραιωτών, με επικεφαλής τον Μαχαίρα, ένας συρφετός ακαθόριστος, αποτελούμενος από τους περισσότερους ανιτπροσώπους Πειραιώς, από πλείστους αντιπροσώπους Λιμενεργατών των παραλιών της Ελλάδος και αρκετούς αντιπροσώπους των νησιών. 2) Εν “κόμμα” των Αθηναίων, ηγούμενον από τη διοίκησιν του Εργ. Κέντρου Αθηνών, μικρότερον του προηγουμένου, αποτελούμενον από τους αντιπροσώπους Αθηνών κυρίως και Πελοποννήσου. 3) Εν συμπαγές και πειθαρχημένον “κόμμα” των Θεσσαλονικέων, εις το οποίον επικρατούν πλέον οι Σοσιαλισταί και το οποίον συνειργάζετο με τους ολιγώτερους Θεσσαλούς, επίσης επηρεαζομένους από σοσιαλιστάς, ως και με τους σοσιαλιστάς αντιπροσώπους Αθηνών και Πειραιώς, κυρίως ηλεκτροτεχνίτας, σιγαροποιούς και άλλους, και 4) η ομάς των αντιπροσώπων του Γιαννιού με επικεφαλής τους Δελαζάνον και Χατζημιχάλην, συνεργαζομένους με τους Θεσσαλονικείς.
Η ρευστότης της καταστάσεως επέτρεπε τας παρασκηνιακάς επιρροάς, τας αλληλεπιδράσεις, τας αλλεπαλλήλους προσκαίρους διαμορφώσεις αυτής. Πολλάκις η ματαίωσις ή η συνέχεια του Συνεδρίου εξαρτήθη από το μηδέν. Μόνον η συνετή, ομοφώνως, σταθερά και πειστική στάσις των σοσιαλιστών και συμπαθούντων επέτρεψε την περάτωσιν των εργασιών και η Μακεδονία έπαιξε και εδώ τον πρωτεύοντα ρόλον. Πρόεδρος του Συνεδρίου εξελέγει ο Γρ. Παπανικολάου. Η ιδεολογική ρευστότης του Συνεδρίου εξεδηλώνετο εις τας εκλογάς του προεδρείου και των διαφόρων επιτροπών. Πάντως διεξήγοντο αύται με εξαιρετικήν ζωηρότητα. Αι συζητήσεις επεξετείνοντο επί δευτερευόντων ζητημάτων, οι λόγοι δεν ετερματίζοντο. Προ παντός η έδρα της ιδρυομένης Συνομοσπονδίας απετέλει το μήλον της έριδος. Η πλειοψηφίας απεφάσισεν ως έδραν τον Πειραιά, υπό τας απειλάς των Πειραιωτών όπως αποχωρήσουν εν εναντία περιπτώσει. Οι Αθηναίοι προς στιγμήν θ’ απεχώρουν αλλά μετεπείσθησαν. Η Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών Ελλάδος είχε ιδρυθή.
Η συζήτησις επί των βασικών κατευθύνσεων αυτής διεξήχθη εις το τέλος σχεδόν του συνεδρίου. Η πρότασις των σοσιαλιστών όπως η Γεν. Συνομοσπονδία βασισθή επί της πάλης των τάξεων επροκάλεσε θυελλώδεις συζητήσεις. Βενιζελικοί, αντιβενιζελικοί, “συνδικαλισταί” και ακαθόριστοι μακρολογούντες εξαντλητικώς κατεφέροντο εναντίον της πάλης των τάξεων. Όλοι οι μη σοσιαλισταί, πλην της αρχής της πάλης των τάξεων, χωρίς να αντιτάσσουν καμμίαν άλλην αρχήν. Δεν έλλειψαν βέβαια αι έξωθεν επεμβάσεις, οι παρασκηνιακαί ενέργεια υπαλλήλων του υπουργείου. Αλλά η συνετή στάσις των σοσιαλιστών και η θαρραλέα αντιμετώπισις των παρασκηνίων εκ μέρους των Μακεδόνων, με επικεφαλής το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης έσωσαν την κατάστασιν και η αρχή της πάλης των τάξεων επεκράτησεν…”
***
-
Με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους αρχίζει μια αργόσυρτη βασανιστική ανάπτυξη του καπιταλισμού. Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας μετά την επανάσταση του 1821, δημιουργούνται οι πρώτες βιομηχανικές μονάδες σε διάφορα αστικά κέντρα της ελεύθερης Ελλάδας. Σύμφωνα με το Βασίλη Κ. Λάζαρη[1], επρόκειτο κυρίως για βιομηχανίες που ασχολούνταν με τη μεταξουργία και οι οποίες ιδρύθηκαν: στην Υδρα το 1836, στη Μεσσήνη και στη Σπάρτη το 1837, στην Ανδρο και στην Αθήνα το 1838, στη Λαμία το 1839 και στον Πειραιά το 1844. Το 1830 δημιουργήθηκε υαλουργικό εργοστάσιο στην Κάρυστο της Εύβοιας και το 1841 μικρό χυτήριο στην ίδια περιοχή, ενώ δούλευε ήδη στον Πειραιά μια αλευροβιομηχανία και ένα πριονιστήριο.
Το 1847 ιδρύθηκε στο Σαραβάλι της Πάτρας το βαμβακοκλωστήριο του Π. Φωτεινού και δύο χρόνια αργότερα, ένα υφαντουργείο στη Σύρο. Γύρω στα 1840 στη Σύρο επίσης άρχισε να λειτουργεί ένα βυρσοδεψείο και δύο άλλα βυρσοδεψεία στο Ναυαρίνο και στον Πειραιά, ενώ το Νοέμβρη του 1861 συστήθηκε στην Πάτρα η Ελληνική Χαρτοποιΐα.
Η Σύρος παρουσιάζει σημαντική για τα μέτρα της εποχής ανάπτυξη της ναυπηγικής. Στα ναυπηγεία της στα χρόνια 1840-1865 ναυπηγήθηκαν 1.394 πλοία διαφόρων τύπων. Κατά τις σχετικές πηγές στα ναυπηγεία αυτά το 1845 απασχολούνταν 1.500 εργάτες.
Γύρω στα 1850 με την είσοδο στην Ελλάδα του εμπορομεσιτικού κεφαλαίου των Ελλήνων των παροικιών και την ανάπτυξη του εφοπλιστικού κεφαλαίου στα νησιά, αρχίζει να δημιουργείται κάποια χρηματική συσσώρευση που ένα τμήμα της επενδύεται σε μεταποιητικές βιομηχανίες.
Στα χρόνια αυτά, με την εισαγωγή της ατμοκίνητης δύναμης στην παραγωγή, αρχίζει να πραγματοποιείται η μετατροπή της βιοτεχνικής-χειροτεχνικής παραγωγής σε βιομηχανική.
Με την εμφάνιση και ανάπτυξη των πρώτων βιομηχανιών, εμφανίζονται και τα πρώτα τμήματα, τα πρώτα φύτρα της βιομηχανικής εργατικής τάξης, του βιομηχανικού προλεταριάτου. Εργάτες, βέβαια, υπήρχαν και πριν από την Επανάσταση του 1821, που πλήθυναν αργότερα μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, δουλεύοντας βασικά στα εμπορικά πλοία, σε μαγαζιά και σε βιοτεχνίες, αλλά το εργατικό κίνημα απόκτησε κύρος, όταν εμφανίστηκαν και άρχισαν να οργανώνονται οι βιομηχανικοί εργάτες.
Σημαντική ανάπτυξη της βιομηχανίας σημειώνεται στην Ελλάδα στη δεκαετία 1870-1880. Σύμφωνα με τις στατιστικές πληροφορίες κατά το 1876 σε όλη την Ελλάδα υπήρχαν 247 παραγωγικές μονάδες ειδών επισιτισμού που απασχολούσαν 6.616 εργάτες, 248 παραγωγικές μονάδες ειδών ενδυμασίας και οικιακής χρήσης με 10.115 εργάτες, 51 μονάδες επεξεργασίας μετάλλου, μηχανουργεία και ναυπηγεία με 3.500 εργάτες, 18 μεταλλευτικές και μεταλλουργικές μονάδες με 4.800 εργάτες και 114 διάφορες άλλες βασικά μικρομεσαίες παραγωγικές μονάδες με 1.350 εργάτες[2].
Ταυτόχρονα, η ναυτιλία διαθέτει 5.000 περίπου ιστιοφόρα συνολικής χωρητικότητας 260.000 κόρων. Την ίδια εποχή δημιουργήθηκε το πρώτο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, το οποίο το 1884 έφτανε τα 70 χιλιόμετρα, το 1886 τα 396, το 1890 τα 761, το 1895 τα 919, το 1900 τα 1.033, το 1905 τα 1.370, το 1910 τα 1589 και το 1911 τα 1591 χιλιόμετρα[3].
Η ανάπτυξη αυτή του σύγχρονου καπιταλισμού φέρνει μαζί της την αριθμητική αύξηση της εργατικής τάξης και την εμφάνιση του βιομηχανικού προλεταριάτου, που σαν καινούργιος παράγοντας στην πολιτική ζωή της χώρας, θα αρχίσει βαθμιαία να συνειδητοποιείται ως τάξη, να οργανώνεται και να παλεύει. Αργότερα δε, με την ίδρυση του πολιτικού φορέα του, θα γίνει ο συνειδητός φορέας των ιδεών της σοσιαλιστικής αναμόρφωσης της χώρας.
Την περίοδο αυτή ιδρύονται τα πρώτα εργατικά σωματεία, οι πρώτοι σύνδεσμοι από τα καταστατικά των οποίων φαίνεται ότι τα σωματεία αυτά είχαν χαρακτήρα μικτό-συντεχνιακό. Ηταν κάτι ανάμεσα σε συντεχνίες και συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ανήκαν στα σωματεία και εργοδότες, και μάλιστα σε πολλά από αυτά εκλέγονται πρόεδροι και γραμματείς. Σκοπός των σωματείων αυτών είναι η προστασία του επαγγέλματος και των συντεχνιακών συμφερόντων των μελών τους. Ταυτόχρονα, όμως, διαφέρουν από τις απλές συντεχνίες στο βαθμό που χρησιμοποιούν μορφές ταξικής πάλης, όπως την απεργία.
Η εμφάνιση και η ανάπτυξη της εργατικής τάξης, το ξέσπασμα των πρώτων απεργιών του βιομηχανικού προλεταριάτου στη Σύρο (1879), τον Πειραιά (1879,1880 και 1882), των μεταλλωρύχων του Λαυρίου (1896) και ιδιαίτερα η διάδοση στην Ελλάδα των σοσιαλιστικών ιδεών ανησύχησαν σοβαρά την άρχουσα τάξη.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι πριν ακόμα αρχίσει η συνδικαλιστική οργάνωση των εργατών, το οικονομικό κατεστημένο έντρομο από την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη προσπαθεί να αποτρέψει την ταξική πάλη στη χώρα μας, «συμβουλεύοντας» τους εργάτες να είναι υπάκουοι στα αφεντικά τους. Το 1869, όπως γράφει ο Γ. Κορδάτος[4], μοιράστηκε δωρεάν σε όλες τις πόλεις όπου υπήρχαν βιομηχανικές επιχειρήσεις, ένα φυλλάδιο με τον τίτλο: «Εγκόλπιον του Εργατικού Λαού» ή «Συμβουλαί εις τους χειρώνακτας».
Το φυλλάδιο αυτό τυπώθηκε από την «Εταιρεία των φίλων του Λαού» και ήταν μετάφραση μιας γαλλικής μπροσούρας του Th. H. Barreu, που είχε τον τίτλο: «Conseils aux ouvriers». Ο μεταφραστής της Ν. Δραγούμης σε πολλά άλλαξε το γαλλικό κείμενο για να το προσαρμόσει στις ελληνικές συνθήκες.
Οι «Φίλοι του Λαού» συμβούλευαν τους εργάτες να είναι πειθαρχικοί, φρόνιμοι και υπάκουοι στα αφεντικά τους, γιατί αυτό είναι και το θέλημα του Θεού. Να κάνουν ό,τι προστάζουν οι εργοδότες τους. Οτι οι σοσιαλιστικές θεωρίες είναι έργο του Σατανά και φέρνουν τη δυστυχία και την καταστροφή στους εργαζόμενους, χαλούν τα μυαλά των εργατών και φέρνουν στάσεις και επαναστάσεις. Οτι οι στάσεις φέρνουν την πείνα και ακόμα τα στρατοδικεία και τη φυλακή. Οτι ο καλός εργάτης δεν πρέπει να γίνεται «όργανον φαντασιοκόπων, ραδιουργών και ταραχοποιών» και πολλά άλλα.
Οι τέτιες, όμως, «συμβουλές» των «εργατοπατέρων» δε μπόρεσαν να σταματήσουν τη συνδικαλιστική οργάνωση της εργατικής τάξης και την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, ούτε στη χώρα μας, ούτε, βέβαια, και σε όλες τις χώρες του κόσμου, διότι όπως γράφει ο Β. Ι. Λένιν, «η εμφάνιση των συνδικάτων - των μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης - είναι το νομοτελειακό αποτέλεσμα της ανάπτυξης του καπιταλισμού, της ιστορικής εξέλιξης του εργατικού κινήματος. Η εργατική τάξη που η εμφάνισή της, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, συνδέεται άμεσα με την εμφάνιση και ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, πρέπει να αντιτάξει στη δύναμη του κεφαλαίου τη δύναμη της δικής της ένωσης. Αυτή είναι η αντικειμενική απαίτηση της ιστορίας».
«Τα συνδικάτα» - γράφει ο Λένιν - «ήταν μια γιγάντια πρόοδος της εργατικής τάξης στο αρχικό στάδιο της ανάπτυξης του καπιταλισμού, ένα πέρασμα από την κατάσταση διασποράς και αδυναμίας των εργατών στα πρώτα στοιχεία της ταξικής συνένωσης. Οταν άρχισε να αναπτύσσεται η ανώτατη μορφή ταξικής συνένωσης του προλεταριάτου (...), τα συνδικάτα άρχισαν να δείχνουν αναπόφευκτα μερικά αντιδραστικά σημάδια, κάποια συντεχνιακή στενότητα, κάποια τάση προς την άρνηση της πολιτικής, κάποιο πνεύμα ρουτίνας, κλπ. Πουθενά, όμως, στον κόσμο η ανάπτυξη του προλεταριάτου δεν έγινε και δεν μπορούσε να γίνει αλλοιώς παρά μόνο μέσω των συνδικάτων, με την αλληλεπίδραση των συνδικάτων και του Κόμματος της εργατικής τάξης»[5].
Ο Β. Ι. Λένιν υποστηρίζει ότι σε αντιδιαστολή με το Κόμμα, τα συνδικάτα πρέπει να είναι πλατιές οργανώσεις ικανές να συνενώνουν ακόμα και τους καθυστερημένους εργάτες, που κατανοούν μόνο την ανάγκη της συνένωσης για την πάλη ενάντια στα αφεντικά και την κυβέρνηση. Τις οργανώσεις αυτές πρέπει το κόμμα να προσπαθεί να τις θέσει υπό την καθοδήγησή του διεξάγοντας αδιάλλακτη πάλη ενάντια στη ρεφορμιστική πτέρυγα.
Οι εργάτες της χώρας μας, όπως και οι εργάτες των διαφόρων χωρών, άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι αν ήθελαν να επιζήσουν κάτω από τη βάρβαρη καπιταλιστική εκμετάλλευση, έπρεπε να αντιπαλέψουν τους εργοδότες τους οργανώνοντας απεργίες και ανεβάζοντας βαθμιαία την πάλη τους όλο και σε ανώτερες μορφές, με τους συνδικαλιστικούς αγώνες τους, την πολιτική τους δράση και την εξέγερση για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Οι πρώτοι ξεσηκωμοί, οι διαμαρτυρίες και οι απεργίες του προλεταριάτου, που σημειώθηκαν στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα, αν και ήταν ξεσπάσματα αυθόρμητα και όχι συνειδητά και οργανωμένα, ήταν ωστόσο το πρώτο ξύπνημα της συνείδησής τους. Ο απεργιακός αυθορμητισμός των προλετάριων ήταν κατά βάθος η εμβρυακή μορφή της ταξικής συνείδησής τους. Οπως γράφει ο Λένιν, «...το αυθόρμητο στοιχείο δεν αποτελεί στην ουσία τίποτε άλλο παρά εμβρυακή μορφή του συνειδητού. Ακόμα και οι πρωτόγονοι ξεσηκωμοί εκφράζανε σε ένα βαθμό το ξύπνημα της συνείδησης: οι εργάτες έχαναν την προαιώνια πίστη τους στο απαρασάλευτο του καθεστώτος που τους συνέθλιβε, άρχισαν... δε θα έλεγα να καταλαβαίνουν, μα να νοιώθουν την ανάγκη της συλλογικής αντίστασης και να εγκαταλείπουν αποφασιστικά τη δουλική υποταγή στους προϊσταμένους τους»[6] .
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Η αστική τάξη δεν παρακολουθούσε σαν απλός θεατής τις εκδηλώσεις του εργατικού κινήματος και τη δράση των σοσιαλιστών. Διαβλέποντας τον κίνδυνο, προσπάθησε να κρατήσει τους εργάτες κάτω από την πολιτική της κυριαρχία μέσω των διαφόρων φιλελεύθερων-σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, δημιουργώντας μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα μια εργατική αριστοκρατία και παίρνοντας ταυτόχρονα σκληρά μέτρα εναντίον τους.
Βασικός στόχος, βασική και κύρια επιδίωξη της εργατικής αριστοκρατίας, των «εργατοπατέρων» στο συνδικαλιστικό κίνημα ήταν πάντα η διαιώνιση της πολιτικής κηδεμονίας των αστών πάνω στους εργάτες, με την προπαγάνδιση της ταξικής συνεργασίας. «Η οργάνωσις των εργατών της Ελλάδος ήρξατο κυρίως μετά το 1914 δια της ψηφίσεως του Νόμου 281», γράφει ο Γ. Α. Γεωργιάδης, στο βιβλίο του «Η πάλη των τάξεων εν Ελλάδι». «Πριν το 1914, τα υπάρχοντα σωματεία ήσαν ένα όργανον επαγγελματικής επικρατήσεως εις τας χείρας των εργοδοτών, οι οποίοι κατελάμβανον την διοίκησιν, και αφ’ ετέρου πολιτικής αναδείξεως εις τας χείρας επιτηδείων μικροπολιτικών. Η εκκαθάρισις της μικράς αυτής επαγγελματικής ενώσεως εις οργάνωσιν εργατικήν εγένετο εκ των άνωθεν δια της επεμβάσεως του Κράτους, ψηφίσαντος τον Νόμον 281 δια του οποίου απαγορεύεται η ύπαρξις μικτών σωματείων, δηλαδή εργατών και εργοδοτών μαζί»[7].
Το κόμμα των Φιλελευθέρων και ο αρχηγός του Ελ. Βενιζέλος για πολλά χρόνια εκμεταλλεύτηκε το γεγονός της ψήφισης του Νόμου 281 για να προβληθεί ως «φιλεργάτης», ως ο άνθρωπος που ενδιαφέρεται για τα δίκαια της εργατικής τάξης. Η ψήφιση του Νόμου 281, όμως, ήταν μια ανάγκη και μια πολιτική πρόνοια για το Βενιζέλο. Πολιτική πρόβλεψη - κατά τον Γ. Α. Γεωργιάδη - «δια να μην αφήσει την οργάνωσιν των εργατών εις τας ιδίας των χείρας»[8].
Με άλλα λόγια η κυβέρνηση Βενιζέλου κάτω από την πίεση των εργατικών και των γενικότερων λαϊκών αγώνων, που ξέσπασαν μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, αναγκάστηκε να ψηφίσει το Νόμο 281, καθώς επίσης και μια σειρά νομοθετημάτων τα οποία αναφέρονταν στη βελτίωση των όρων εργασίας των εργατών και στις συνδικαλιστικές ελευθερίες. Ταυτόχρονα, όμως, ο Βενιζέλος επεδίωξε να θέσει κάτω από τον έλεγχό του το εργατικό κίνημα, με τις υποχωρήσεις απέναντί του προσπάθησε να αποτρέψει -όπως ο ίδιος ομολόγησε- το ενδεχόμενο κάποιας εργατικής επανάστασης, η οποία θα υποχρέωνε την αστική τάξη σε πολύ περισσότερες παραχωρήσεις.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η απάντηση του Βενιζέλου προς τους επικριτές του για τη «φιλεργατική» πολιτική, όταν συγκεκριμένα, είπε: «Κύριοι, αν δεν κάνουμε σήμερα τας νομίμους υποχωρήσεις, στους εργαζόμενους, αύριο θα μας πάρουν με επανάστασιν πολύ περισσότερα»[9].
Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού αιώνα, στο παγκόσμιο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα σημειώνονται σημαντικές εξελίξεις. Οταν οι μικροαστοί γραφειοκράτες της Β΄ Διεθνούς - πολιτικοί και συνδικαλιστές - διαποτισμένοι για τα καλά από το δηλητήριο του ρεφορμισμού του Μπερνστάιν, ζαλισμένοι από την απατηλή εικόνα που δημιουργούσε ο αναπτυσσόμενος καπιταλισμός, κατέληγαν όλο και περισσότερο στο συμπέρασμα ότι ο μαρξισμός ήταν πια ξεπερασμένος, ότι η οικονομική θεωρία του Μαρξ ήταν πια ανεφάρμοστη και επομένως οι εργάτες θα έπρεπε να αναζητήσουν την απελευθέρωσή τους όχι στη ρήξη, την επαναστατική κατάργηση του καπιταλισμού, αλλά στη βαθμιαία, μέσω μεταρρυθμίσεων μετατροπή του σε σοσιαλισμό, οι μπολσεβίκοι με ηγέτη τους το Β. Ι. Λένιν προετοίμαζαν το ρούσικο προλεταριάτο να κατακτήσει την εξουσία με την επανάσταση.
Για να φανεί καλύτερα ο ρόλος των δεξιών σοσιαλδημοκρατών στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα, αναφέρουμε ενδεικτικά ότι το 1869 ο σοσιαλδημοκράτης Αλεξάντερ Μιλλεράν, γίνεται υπουργός στην κυβέρνηση Βαλντέκ - Ρουσσώ, στην οποία μετείχε και ο σφαγέας των εργατών της Παρισινής Κομμούνας, στρατηγός Γκαλιφέ.
Επίσης, οι γραφειοκράτες εργατοκάπηλοι των συνδικάτων στη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Αυστρία, των ΗΠΑ και σειράς άλλων χωρών, παίζουν σοβαρό ρόλο στην έκρηξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου παίρνοντας θέση μαζί με τους ηγέτες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων υπέρ της «δικής τους» αστικής τάξης, στα πρόθυρα του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Ο γνωστός «εργατοπατέρας» Λέγκεν στη Γερμανία είναι ο πρώτος που άνοιξε το δρόμο προς την ανοικτή προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης, κηρύσσοντας την ταξική ειρήνη, και ψηφίζοντας τις πολεμικές πιστώσεις.
Ο Β. Ι. Λένιν στο έργο του: «Ο ιμπεριαλισμός και η διάσπαση του σοσιαλισμού» σχετικά με τις θεωρίες των καουτσκιστών περί μειοψηφιών και πλειοψηφιών του προλεταριάτου, γράφει:
«Εμείς δεν μπορούμε - και κανένας δεν μπορεί - να καθορίσουμε ακριβώς ποιά μερίδα συγκεκριμένα του προλεταριάτου ακολουθεί και θα ακολουθήσει τους σοσιαλσωβινιστές και τους οπορτουνιστές. Αυτό θα το δείξει μόνο η πάλη, αυτό θα το κρίνει οριστικά μόνο η σοσιαλιστική επανάσταση. Ωστόσο ξέρουμε με βεβαιότητα ότι οι «υπερασπιστές της πατρίδας» στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο εκπροσωπούν μόνο μια μειοψηφία. Και για το λόγο αυτό χρέος μας είναι, αν θέλουμε να παραμείνουμε σοσιαλιστές, να πηγαίνουμε πιο κάτω και πιο βαθιά, προς τις πραγματικές μάζες: εδώ βρίσκεται όλη η σημασία της πάλης ενάντια στον οπορτουνισμό και όλο το περιεχόμενο αυτής της πάλης. Ξεσκεπάζοντας τους οπορτουνιστές και τους σοσιαλσωβινιστές, και δείχνοντας ότι στην πράξη προδίνουν και ξεπουλάνε τα συμφέροντα της μάζας, ότι υπερασπίζουν τα προσωρινά προνόμια μιας μειοψηφίας εργατών, ότι διοχετεύουν τις αστικές ιδέες και την αστική επιρροή, ότι στην πράξη είναι σύμμαχοι και πράκτορες της αστικής τάξης - διδάσκουμε έτσι τις μάζες να γνωρίζουν τα πραγματικά πολιτικά συμφέροντά τους και να παλεύουν για το σοσιαλισμό και για την επανάσταση μέσα απ’ όλες τις μακρόχρονες και βασανιστικές περιπέτειες των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των ιμπεριαλιστικών ανακωχών.
Να εξηγούμε στις μάζες το αναπόφευκτο και την ανάγκη της διάσπασης με τον οπορτουνισμό, να τις διαπαιδαγωγούμε για την επανάσταση με τον ανελέητο αγώνα ενάντια σ’ αυτόν, να χρησιμοποιούμε την πείρα του πολέμου για την αποκάλυψη κάθε αχρειότητας της εθνικοφιλελεύθερης εργατικής πολιτικής, και όχι για τη συγκάλυψή της - να η μοναδική μαρξιστική γραμμή στο εργατικό κίνημα του κόσμου»[10].
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, που ξέσπασε το 1914, όξυνε απότομα τις ταξικές και κοινωνικές αντιθέσεις. Μέσα στη θύελλα του πολέμου ξεσπά η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Το μεγάλο κόμμα του Λένιν οδηγεί το προλεταριάτο της τσαρικής Ρωσίας σε κοσμοϊστορική νίκη που ανοίγει καινούργιο δρόμο για ολόκληρη την ανθρωπότητα, το δρόμο του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Οι εργαζόμενες λαϊκές μάζες των ευρωπαϊκών χωρών, που ήταν αντικείμενο ταξικής εκμετάλλευσης, δέχτηκαν την άμεση επίδρασή της, μπήκαν σε κίνηση κι έτσι άρχισε η άνοδος του επαναστατικού κινήματος στην Ευρώπη και σ’ όλον τον κόσμο.
Η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης ασκεί ευεργετική επίδραση και στο εργατικό κίνημα της Ελλάδας, το οποίο μετά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) και στη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, σημειώνει σημαντική άνοδο.
Η σημαντική αύξηση της αριθμητικής δύναμης της εργατικής τάξης, αποτέλεσμα της ανόδου της βιομηχανίας, η ανάπτυξη της δράσης των σοσιαλιστών εργατών και η ισχυρή επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη συνδικαλιστική συσσωμάτωση, την ίδρυση, δηλαδή, κεντρικού συνδικαλιστικού καθοδηγητικού οργάνου στην Ελλάδα και για τη συγκρότηση ενιαίου κόμματος του ελληνικού προλεταριάτου.
«Οι αντικειμενικές συνθήκες - αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του περιοδικού Κομμουνιστική Διεθνής - η ανάπτυξη του καπιταλισμού και της εργατικής τάξης, η όλο και μεγαλύτερη αντίθεση ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο και, κυρίως, η νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση συνέβαλαν στην ανάπτυξη των σοσιαλιστικών ιδεών στην Ελλάδα. Η εργατική τάξη άρχισε να συνειδητοποιεί περισσότερο ότι για να διεξάγει με επιτυχία τον αγώνα για τα συμφέροντά της, πρέπει να συνενωθεί σε καλά συγκροτημένες οργανώσεις»[11].
Στις 21 του Οκτώβρη (3 του Νοέμβρη 1918) άρχισε τις εργασίες του στην Αθήνα και τις συνέχισε στον Πειραιά το Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο, με τη συμμετοχή 182 αντιπροσώπων που εκπροσωπούσαν τα 214 από τα 320 εργατικά σωματεία, με 65.000 μέλη από το συνολικό αριθμό των 80.000 οργανωμένων εργατών[12].
Κατά τη συζήτηση του καταστατικού και ιδιαίτερα των προγραμματικών αρχών της ΓΣΕΕ εκφράστηκαν διάφορες απόψεις, που τελικά διαμορφώθηκαν σε τρεις βασικές παρατάξεις: Τους οπαδούς του ταξικού συνδικαλισμού, τους ρεφορμιστές και τους αναρχοσυνδικαλιστές.
Οι οπαδοί του ταξικού συνδικαλισμού υποστήριξαν ότι οι εργάτες, σαν ιδιαίτερη κοινωνική τάξη, έπρεπε, όχι μόνο να συσπειρωθούν σε ταξικά επαγγελματικά σωματεία, έξω από οποιαδήποτε αστική πολιτική επιρροή και να παλεύουν για τη διεκδίκηση των οικονομικών τους συμφερόντων, αλλά και να επιδιώξουν να οργανωθούν και πολιτικά σε σοσιαλιστικό κόμμα που θα είχε σκοπό να οδηγήσει την εργατική τάξη στην πάλη για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και μία βδομάδα αργότερα, στις 4/10 (17-23 Νοέμβρη του ίδιου χρόνου) προχώρησαν στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ), που λίγο αργότερα μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ).
Οι ρεφορμιστές, με τους οποίους ευθυγραμμίστηκαν οι αναρχοσυνδικαλιστές, απέκρουσαν την αρχή της πάλης των τάξεων και υποστήριξαν ότι η εργατική τάξη έπρεπε να μην αναμιγνύεται στην πολιτική, αλλά να επιδιώκει μόνο τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών της ζωής της.
Ο Ελ. Βενιζέλος ανέχτηκε την ίδρυση της ΓΣΕΕ παρόλο ότι υπήρχε ο στρατιωτικός νόμος ελπίζοντας, όπως γράφει ο Δημήτρης Λιβιεράτος,[13] ότι θα κυριαρχήσει, τη στιγμή που αρκετοί από τους επικεφαλής συνδικαλιστές ήταν οπαδοί του κόμματός του.
Υστερα από έντονη και σκληρή ιδεολογική αντιπαράθεση, το Συνέδριο της ΓΣΕΕ, με ψήφους 158 υπέρ (σε σύνολο 180), 21 κατά και μία λευκή, υιοθέτησε την αρχή της πάλης των τάξεων και του μαχητικού αγώνα των εργατών και υπαλλήλων -μακριά από κάθε κηδεμονία - και τις δίκαιες διεκδικήσεις τους.
Η επικράτηση, τελικά, της αρχής της πάλης των τάξεων ήταν μια μεγάλη νίκη του ταξικού συνδικαλισμού, η οποία επηρέασε αποφασιστικά την κατοπινή πορεία του εργατικού κινήματος της χώρας μας.
ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ
Η απόκρουση όμως της αστικής πολιτικής στο εργατικό συνέδριο από τους οπαδούς του ταξικού συνδικαλισμού δε σήμαινε καθόλου και το τέλος των κρατικών παρεμβάσεων.
Κατά την ίδρυση του ΣΕΚΕ εντάθηκαν οι προσπάθειες της άρχουσας τάξης για τη διάσπαση και την πρόσδεση του εργατικού κινήματος στο άρμα της εργοδοσίας και του κράτους. Η φιλική προς το βενιζελισμό παράταξη του Ε. Μαχαίρα, που δεν μπορεί να ανεχτεί τους σοσιαλιστές στις γραμμές της ΓΣΕΕ επειδή θέλει να προσκολλήσει την εργατική οργάνωση στο κυβερνητικό κόμμα, ετοιμάζει την αποπομπή τους.
Τον Ιούνη του 1919 η 6μελής ρεφορμιστική ομάδα της 11μελούς διοίκησης της ΓΣΕΕ, που είχε εκλεγεί στο ιδρυτικό Συνέδριο με την άμεση ενίσχυση της κυβέρνησης, καθαίρεσε πραξικοπηματικά τους 5 συνεπείς συνδικαλιστές της διοίκησης. Στη συνέχεια η κυβέρνηση Βενιζέλου τους συνέλαβε και τους έστειλε εξορία στη Φολέγανδρο. Το ΣΕΚΕ και οι συνεπείς, ταξικές συνδικαλιστικές δυνάμεις αντιτάχθηκαν σθεναρά στις αντιδημοκρατικές και αντισυνδικαλιστικές ενέργειες και οργάνωσαν τον Ιούλη του 1919 την πρώτη πανεργατική πανελλαδική απεργία, με πολιτικά αιτήματα την κατάπαυση της τρομοκρατίας και την άμεση απελευθέρωση των εξόριστων μελών της ΕΕ της ΓΣΕΕ. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να απελευθερώσει τους συνδικαλιστές, εκτός από τον Αβραάμ Μπεναρόγια. Το Εθνικό Συμβούλιο της ΓΣΕΕ, που συνήλθε τον ίδιο χρόνο καθαίρεσε τους ρεφορμιστές και ανέθεσε τη διοίκηση στους σοσιαλιστές συνδικαλιστές.
Από την πρώτη κρατική παρέμβαση και μέχρι σήμερα μέσα στην εργατική Συνομοσπονδία, όπως και σε κάθε ομοσπονδία, εργατικό κέντρο και σωματείο, γίνεται σκληρή πάλη με διάφορες μορφές ανάμεσα στην εργατική και αστική πολιτική, ανάμεσα στους συνεπείς συνδικαλιστές που καθοδηγούνται από τις ταξικές θέσεις της υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων και τους συμβιβαστές-ρεφορμιστές που γίνονται ουρά της αστικής πολιτικής και ζητιανεύουν ψίχουλα από τους εκπροσώπους του κεφαλαίου και τους κυβερνητικούς τοποτηρητές του.
Το φαινόμενο αυτό βέβαια δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά παγκόσμιο. Θυμίζουμε και πάλι ότι η άρνηση των δεξιών σοσιαλδημοκρατών της Β΄ Διεθνούς να παλέψουν εναντίον του πολέμου, οι διαρκείς παρεμβάσεις τους στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, οδήγησαν τελικά στη διάσπαση του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.
Ιστορικά είχε σημάνει πια η ώρα να χωρίσουν οι δρόμοι των επαναστατικών δυνάμεων, που ιδιαίτερα μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν αποφασισμένες να παλέψουν για το σοσιαλισμό, από τα οπορτουνιστικά-ρεφορμιστικά στοιχεία που θεωρούσαν το εργατικό κίνημα σαν μέσο για την προώθηση των συμφερόντων τους στα πλαίσια του καπιταλισμού, σε βάρος της εργατικής τάξης.
Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ
Σαν απάντηση, στη διασπαστική δραστηριότητα των δεξιών συνδικαλιστικών ηγετών, που διέγραψαν ομαδικά τους κομμουνιστές από τα οπορτουνιστικά συνδικάτα, ήταν η ίδρυση το Νοέμβρη του 1921 της Κόκκινης Διεθνούς των Εργατικών Συνδικάτων (ΚΔΕΣ).
Η ΚΔΕΣ έθεσε σαν βασικούς της σκοπούς:
«1. Την οργάνωση των εργατικών μαζών όλου του κόσμου για την ανατροπή του κεφαλαιοκρατισμού, την απελευθέρωση των εργατών και την εγκατάσταση της προλεταριακής εξουσίας.
2. Να καθοδηγήση την επαναστατική ζύμωση με μια ευρεία προπαγάνδα, για τη διάδοση των ιδεών της επαναστατικής πάλης των τάξεων, της κοινωνικής επανάστασης, της δικτατορίας του Προλεταριάτου και να κατευθύνει τη δράση των μαζών προς την ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος των αστικών κυβερνήσεων.
3. Να αγωνιστεί κατά της μεταρρυθμιστικής γάγγραινας που κατατρώει το παγκόσμιο επαγγελματικό κίνημα, να καταγγείλη το ψέμα της συμφιλίωσης με την αστική τάξη, τις ιδέες της συνεργασίας των τάξεων, της κοινωνικής ειρήνης, καθώς και την κούφια ελπίδα του ειρηνικού περάσματος από τον κεφαλαιοκρατισμό στο Σοσιαλισμό.
4. Να συμμαζέψη τα επαναστατικά στοιχεία της τάξης του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, να καταφέρη μια αποφασιστικιά πάλη κατά του Διεθνούς Γραφείου εργασίας του ψυχογιού της Κοινωνίας των Εθνών και κατά της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Συνδικάτων του Αμστερνταμ που με το πρόγραμμά της και την τακτική της είναι το μεγαλύτερο στήριγμα της αστικής τάξης.
5. Να συνδέση και να ενοποιήση την πάλη της εργατικής τάξης σε όλες τες πράξεις που θα γείνει ανάγκη.
6. Να αναλάβη την πρωτοβουλία των Διεθνών αγώνων, για τα πιο σοβαρά ζητήματα της πάλης της τάξης, ν’ ανοίξη κατάλογο εγγραφής για τη βοήθεια των απεργών στες μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις, κλπ.»[14].
Μέλος της Κόκκινης Επαγγελματικής Διεθνούς μπορούσε να γίνει κάθε επαναστατική οργάνωση που αποδεχόταν τους εξής όρους: «1. Την αναγνώριση της αρχής της επαναστατικής πάλης των τάξεων. 2. Την εφαρμογή αυτής της αρχής μέσα στην καθημερινή πάλη κατά του κεφαλαίου και του αστικού Κράτους. 3. Την αναγνώριση της ανάγκης της ανατροπής του Κεφαλαιοκρατισμού δια του μέσου της Κοινωνικής Επαναστάσεως και την εγκατάσταση κατά τη μεταβατική περίοδο, της δικτατορίας του προλεταριάτου. 4. Την ανάγκη της τήρησης της διεθνούς προλεταριακής πειθαρχίας. 5. Την αναγνώριση και εφαρμογή των αποφάσεων του ιδρυτικού Συνεδρίου της Κόκκινης Επαγγελματικής Διεθνούς. 6. Τη διάρρηξη των σχέσεων με τη Διεθνή του Αμστερνταμ. 7. Ολες αι οργανώσεις που προσχωρούν στην Κ.Ε.Δ. πραγματοποιούν σύμφωνα με τους πάρα πάνω όρους μια συμφωνία προαιρετική και κατά τας περιστάσεις με όλες τες επαναστατικές οργανώσεις και το Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας σ’ όλες τες επιθετικές και αμυντικές πράξες κατά της αστικής τάξης»[15].
Στην ενωτική τακτική της ΚΔΕΣ, η Διεθνής του Αμστερνταμ απάντησε με μια άγρια πολιτική αποκλεισμού. Ενώ οι δυνάμεις της Κόκκινης Διεθνούς των Εργατικών Συνδικάτων αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να αποφύγουν τη διάσπαση των συνδικάτων στο όνομα των συμφερόντων της εργατικής τάξης, οι ρεφορμιστές καθόριζαν σαν σταθερή τακτική τους την πολιτική του αποκλεισμού της αντιπολίτευσης και της διάσπασης των συνδικάτων, για να διατηρήσουν τις ηγετικές τους θέσεις και να ενισχύσουν την πολιτική της ταξικής συνεργασίας και έμεναν στρογγυλοκαθισμένοι στα επίσημα πόστα τους.
Ο Λένιν, στους «21 όρους» για την εισδοχή των κομμουνιστικών κομμάτων στην Κομμουνιστική Διεθνή, ξεκαθάρισε το 1920 ότι προϋπόθεση για την προλεταριακή ενότητα ήταν το ξεκαθάρισμα της εργατικής τάξης από την οπορτουνιστική ηγεσία της και από την πολιτική της ταξικής συνεργασίας που η ηγεσία αυτή επέβαλλε στις εργατικές οργανώσεις. Η θέση των κομμουνιστών και άλλων αριστερών στοιχείων ήταν ότι τα συνδικάτα έπρεπε οπωσδήποτε να οργανώσουν το σύνολο -αν μπορούσαν- της εργατικής τάξης. Κατά συνέπεια, η γενική συνδικαλιστική ενότητα ήταν όχι μόνο δυνατή αλλά και απαραίτητη. Η ενότητα αυτή όμως θα ήταν αποτελεσματική μόνο πάνω στη βάση μιας πολιτικής για την ταξική πάλη και κάτω από μια μαχητική ηγεσία. Με αυτή την έννοια η Κόκκινη Διεθνής των Εργατικών Συνδικάτων (ΚΔΕΣ) αγωνίστηκε ακούραστα σε όλο το διάστημα της ζωής της να στεριώσει την ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η ΚΔΕΣ, ακολουθώντας με συνέπεια αυτή την πολιτική, επεξεργάστηκε στο 3ο Συνέδριό της τον Ιούλιο του 1924 ένα πλατύ πρόγραμμα για την ενοποίηση του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος. Η απόφαση έλεγε:
«Το τρίτο συνέδριο, χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσει την αποφασιστική πάλη του εναντίον όλων των εκδηλώσεων ρεφορμισμού μέσα στο διεθνές εργατικό κίνημα, αλλά αντίθετα ξεσκεπάζοντας χωρίς οίκτο το προδοτικό τους περιεχόμενο και διαφωτίζοντας ακούραστα όλους τους εργάτες που δεν καταλαβαίνουν ακόμα πόσο μεγάλο εμπόδιο στέκεται ο ρεφορμισμός στην πάλη του προλεταριάτου για την απελευθέρωσή του, θεωρεί ότι η ανάγκη για την πιο αποτελεσματική συγκέντρωση όλων των δυνάμεων του προλεταριάτου και η ανάγκη για την ύπαρξη ενιαίας ηγεσίας στον αγώνα του κατά των επιθέσεων του κεφαλαίου και του φασισμού, βάζει σαν πρώτο και πιο επιτακτικό καθήκον, να αναπτυχθεί μια πλατειά καμπάνια ανάμεσα στις εργατικές μάζες για τη σφυρηλάτηση της ενότητας στο διεθνές εργατικό κίνημα. Αυτή η καμπάνια για την ενότητα που πρέπει να γίνει απ’ τα κάτω και να αγκαλιάσει πλατειές μάζες εργαζομένων πρέπει να βάλει με τέλεια ξεκαθαρισμένο τρόπο, αναπτύσσοντάς το ολόπλευρα, το ζήτημα της ίδρυσης μιας Διεθνούς των Εργατικών Ενώσεων»[16].
Το Πρώτο Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ (Μάης 1919), που αποφάσισε την αποχώρηση του νεοϊδρυμένου κόμματος από τη Β΄ Διεθνή που εκπροσωπούσε τον οπορτουνισμό, και την προετοιμασία της προσχώρησης στην Κομμουνιστική Διεθνή που μόλις είχε ιδρυθεί από το Λένιν, αποφάσισε και την οργανική σύνδεση του κόμματος με τη ΓΣΕΕ. Η απόφαση αυτή που πάρθηκε σε συνθήκες ολομέτωπης επίθεσης από την πλευρά της κυβέρνησης και των συμβιβασμένων με αυτή συνδικαλιστών εναντίον του νεαρού κόμματος της εργατικής τάξης και του ταξικού συνδικαλισμού, έδειχνε πως η ηγεσία του κόμματος δεν είχε καταλήξει ακόμα σε σωστή θέση για το συνδικαλιστικό κίνημα. Ταύτιζε το κόμμα με τη ΓΣΕΕ.
Το Μάρτη του 1926 στις συνθήκες της παγκαλικής δικτατορίας συνήλθε το 3ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ. Παρά την τρομοκρατία και την εξαγορά συνειδήσεων και παρά την απουσία των πιο δραστήριων συνδικαλιστικών στελεχών και ηγετών της ΓΣΕΕ γιατί βρίσκονταν στην εξορία, η πλειοψηφία των συνέδρων τάχθηκε με το μέρος των οπαδών του ταξικού συνδικαλισμού.
Η ΚΕ του ΚΚΕ με γράμμα της προς το 3ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ δήλωνε ότι «χάριν της ενότητος της εργατικής τάξεως, διακόπτει την οργανική σύνδεσίν του και με την Γενικήν Συνομοσπονδία εργατών και κηρύσσεται υπέρ της πλήρους οργανικής ανεξαρτησίας της. Αλλά δε νομίζει ότι η ανεξαρτησία αυτή πρέπει να νοηθεί ως άρνησις του πολιτικού αγώνος της εργατικής τάξεως διότι τούτο θ’ απετέλει άρνησις αυτής της αρχής της πάλης των τάξεων, τεθέντος ότι η τελική απελευθέρωσις της εργατικής τάξεως, θα επιτευχθεί δια του πολιτικού αγώνος αυτής και όχι δια του επαγγελματικού... Η εργατική τάξις οφείλει να αναμιχθεί ενεργώς εις την πολιτικήν της χώρας και να διεξάγη έντονον επαγγελματικόν πολιτικόν αγώνα υπέρ των συμφερόντων της, αρχίζουσα από τας αμέσους οικονομικάς διεκδικήσεις των εργαζομένων μαζών»[17].
ΟΙ ΡΕΦΟΡΜΙΣΤΕΣ ΔΙΑΣΠΟΥΝ ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Ο Πάγκαλος, για να ανατρέψει το συσχετισμό των δυνάμεων στο Συνέδριο, κατέφυγε σε ωμή ανοιχτή επέμβαση. Συνέλαβε 110 αριστερούς συνέδρους, τους μετέφερε σε ένα παλιό καράβι στον Πειραιά και τους κράτησε φυλακισμένους μέχρι τη λήξη των εργασιών του Συνεδρίου.
Με την επέμβαση αυτή οι ρεφορμιστές εξασφάλισαν 179 ψήφους έναντι 168 των αριστερών δυνάμεων και «επικράτησαν» στο Συνέδριο, αρπάζοντας τη διοίκηση της ΓΣΕΕ. Σε συνέχεια η ΓΣΣΕ αποχώρησε από την Κόκκινη Διεθνή των Συνδικάτων που είχε ιδρυθεί τον Ιούλη του 1921 και προσχώρησε στη Συνδικαλιστική Διεθνή του Αμστερνταμ.
Η πραξικοπηματική αρπαγή της Διοίκησης της ΓΣΕΕ από τους ρεφορμιστές και οι διώξεις εναντίον των ταξικών συνδικαλιστικών δυνάμεων, φρέναραν, βέβαια, προσωρινά τους απεργιακούς αγώνες, αλλά δεν κατάφεραν να σταματήσουν την ταξική πάλη.
Το 4ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Δεκέμβρης 1928) διαπίστωσε ότι η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στο συνδικαλιστικό κίνημα, από τη διασπαστική δράση της ρεφορμιστικής ηγεσίας και την ανοικτή επέμβαση του κράτους σε αυτό, ήταν πολύ δύσκολη.
Ο αποκλεισμός ολόκληρης της αριστερής παράταξης από τις εργασίες του 4ου Συνεδρίου της ΓΣΕΕ (Απρίλης 1928), αποτέλεσε το αποκορύφωμα της ανοικτής επέμβασης του κράτους στο συνδικαλιστικό κίνημα. Οι συνεχείς διασπάσεις που είχε οργανώσει και πραγματοποιήσει η ρεφορμιστική ηγεσία μέχρι το 4ο Πανελλαδικό Συνέδριο είχαν δημιουργήσει μια πολύ δύσκολη κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα η οποία επιδεινώθηκε μετά το 4ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, όταν η ρεφορμιστική ηγεσία επισφραγίζοντας το διασπαστικό της έργο, συνέχισε και επέκτεινε τη διασπαστική της δράση με την ομαδική διαγραφή ή διάλυση - σε συνεργασία με το κράτος - Ομοσπονδιών, Συνδέσμων, Εργατικών Κέντρων και με τον αποκλεισμό από τη ΓΣΕΕ όλων των Επαγγελματικών Οργανώσεων, Σωματείων και Εργατικών Κέντρων που αντιστέκονταν και αντιπάλευαν την πολιτική της συνεργασίας των τάξεων και αγωνίζονταν για τη διατήρηση του ταξικού χαρακτήρα του συνδικαλιστικού κινήματος.
Σε αυτές τις συνθήκες, που ρεφορμιστές και κράτος οδηγούσαν το συνδικαλιστικό κίνημα στην ανοιχτή διάσπαση, οι αποκλεισμένες από το 4ο Συνέδριο οργανώσεις, αναγκάστηκαν να προχωρήσουν στην πραγματοποίηση Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης και να εκλέξουν 15μελή Επιτροπή και 5μελές Γραφείο και να προχωρήσουν σε συνέχεια στην ίδρυση νέας Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας.
Η ίδρυση της Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας επιβλήθηκε από την ανάγκη καθοδήγησης του εργατικού κινήματος σε ταξικούς και διεκδικητικούς αγώνες. Η κυβέρνηση Βενιζέλου με το «ιδιώνυμο», προκειμένου να ελέγξει το εργατικό κίνημα της χώρας, θέτει εκτός νόμου την ΕΓΣΕΕ. Η τρομοκρατία, οι αντεργατικοί νόμοι, το ρουσφέτι και η αντεργατική τακτική των ρεφορμιστικών συνδικαλιστικών οργανώσεων και ομάδων αποτελούν σοβαρό εμπόδιο στην παραπέρα συσπείρωση και καθοδήγηση των εργατικών διεκδικητικών αγώνων.
Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες ανέλαβε η Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία να παίξει τον καθοδηγητικό και αγωνιστικό, συσπειρωτικό ρόλο στην εργατική τάξη της χώρας μας.
Οι κομμουνιστές και οι συνεπείς συνδικαλιστές που συσπειρώθηκαν στις γραμμές της Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας, πρωτοστατώντας στους μικρούς και μεγάλους αγώνες της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων στη δεκαετία του ’30, έθεταν σαν πρώτιστο καθήκον τη δημιουργία των Ενιαίου Αντιφασιστικού Μετώπου, με την καθημερινή και επίμονη δουλειά στα ρεφορμιστικά συνδικάτα με στόχο την κατάχτηση της πλειοψηφίας των εργαζομένων.
Στην απόφαση του 5ου Συνεδρίου του ΚΚΕ (Μάρτης 1934) τονιζόταν ότι: «Το ζήτημα της κατάχτησης της πλειοψηφίας του προλεταριάτου, είναι κατά πρώτο λόγο ζήτημα δουλειάς στα ρεφορμιστικά συνδικάτα και στους ανοργάνωτους εργάτες και εργάτριες που αποτελούν τη μεγάλη μερίδα της εργατικής τάξης (εργάτες γης, οικοδόμοι, κλπ.) και που μέσα στις γραμμές τους βρίσκονται μεγάλα τμήματα του βιομηχανικού προλεταριάτου (υφαντουργοί, μεταλλωρύχοι, ανθρακωρύχοι, εργάτες μετάλλου, πολεμικής βιομηχανίας κλπ.)[18].
Χρειάστηκε πολλή δουλειά, κόπος και χρόνος από το ΚΚΕ και την Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία για να επιτευχθεί τελικά η ενότητα της εργατικής τάξης στα χρόνια της χιτλεροφασιστικής κατοχής με τη συγκρότηση στις 16 Ιούλη του 1941 του Εργατικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΕΑΜ) από τις τρεις παρατάξεις του συνδικαλιστικού κινήματος της Ελλάδος: Την «Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος» (ΕΓΣΕΕ), που βρισκόταν κάτω από την επιρροή του ΚΚΕ, τη «Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος» (ΓΣΕΕ), που ακολουθούσε ρεφορμιστική γραμμή και τα επίσης ρεφορμιστικά «Ανεξάρτητα Συνδικάτα».
Η ΚΕ του Εργατικού ΕΑΜ στη συνεδρίασή της της 18.8.1944 αποφάσισε τη μετατροπή του Εργατικού ΕΑΜ σε Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), απευθύνοντας Εκκληση προς την εργατική τάξη, που μεταξύ άλλων τόνιζε:
«Η ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, που οχτώ χρόνια τώρα λυμαίνονταν οι προδότες, φασίστες, εργατοκάπηλοι, οι εχθροί της Εργατικής Τάξης, ανασυγκροτήθηκε, ξαναγυρίζει πάλι στο φυσικό της νοικοκύρη στην Εργατική Τάξη. Στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, συνήλθε η Κεντρική Επιτροπή του Εργατικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, στις 18 Αυγούστου 1944 και αποφάσισε πως από δω και στο εξής το Εργατικό ΕΑΜ αυτοδύναμα και αυτοδίκαια θα χρησιμοποιεί τον τίτλο Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών της Ελλάδος.
Η απόφαση αυτή ικανοποιεί την πιο δίκαιη αξίωση της Εργατικής Τάξης, που θέλει να ξαναπάρει στα χέρια της τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που παράνομα και αυθαίρετα τις άρπαξε η μοναρχοφασιστική συμμορία της 4ης Αυγούστου, τις χρησιμοποίησε επί 4 χρόνια για να υποδουλώσει την ίδια την Εργατική Τάξη στους μεγαλοκαρχαρίες εργοδότες και φεύγοντας ύστερα από την υποδούλωση της χώρας τις παρέδωσε στις ορδές των καταχτητών. Η απόφαση αυτή πάρθηκε γιατί το απαιτούσαν τα ύψιστα συμφέροντα της Εργατικής Τάξης.
Η Κεντρική Επιτροπή του Εργατικού ΕΑΜ που πήρε την ιστορική αυτή απόφαση, ήταν και ο μόνος νόμιμος εκπρόσωπος της Εργατικής Τάξης, για να διεκδικεί την επιστροφή της Γενικής Συνομοσπονδίας των Εργατών της Ελλάδος στο φυσικό της νοικοκύρη, στην ίδια την Εργατική Τάξη που την ίδρυσε στα 1918».
Το ΚΚΕ και το λαϊκό κίνημα, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 του Φλεβάρη 1945), ανασυγκροτούν τις δυνάμεις τους. Το ΕΑΜ μετατρέπεται σε πολιτικό συνασπισμό που εκφράζει τους πόθους και τα αιτήματα των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.
Ο λαός που στα δύσκολα χρόνια της φασιστικής κατοχής είχε παλέψει με το όπλο στο χέρι τον κατακτητή για την απελευθέρωση της χώρας και τη λαοκρατική αναγέννηση της πατρίδας του, αγωνίζεται τώρα για τον ίδιο σκοπό με πολιτικά μέσα.
Για την ολοκληρωτική συντριβή του λαϊκοδημοκρατικού κινήματος, η παράταξη που συνένωνε την πλουτοκρατική ολιγαρχία και την πιο μαύρη αντίδραση με την υποστήριξη του αγγλικού ιμπεριαλισμού, εξαπέλυσε πρωτοφανή, μονόπλευρο πόλεμο κατά των κομμουνιστών και των αγωνιστών της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.
Για να «νομιμοποιήσει» το τρομοκρατικό όργιο η αντίδραση διατήρησε σε ισχύ το βενιζελικό «ιδιώνυμο» και όλους τους νόμους των κυβερνήσεων Κουΐσλινγκ. Επανέφερε το Νόμο 755 του 1917 με βάση τον οποίο άρχισαν οι αθρόες διώξεις, καθώς, επίσης, και όλους τους άλλους νόμους της μεταξικής δικτατορίας (περί Τύπου, περί Συνεταιρισμών κλπ.). Αναγνώρισε την παλιά ΓΣΕΕ και επέβαλε στην ηγεσία της την κλίκα του εργατοκάπηλου Μακρή και των συνεργατών του κατακτητή.
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΣΚ
Στις 10 του Γενάρη 1945 ο υπουργός της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα Σίδερις διόρισε Διοίκηση από 21 μέλη της ΓΣΕΕ με Γενικό Γραμματέα τον Σ. Χατζηδημητρίου, παλιό συνεργάτη της μεταξικής δικτατορίας και συνεργάτη αργότερα των αρχών κατοχής.
Με παρέμβαση της αγγλικής συνδικαλιστικής αντιπροσωπείας με επικεφαλής τον Σιτρίν, ο υπουργός του Πλαστήρα διόρισε στις 6 του Μάρτη, νέα προσωρινή Διοίκηση από 21 μέλη. Από τους διορισθέντες μόνο 8 ήταν της ΕΑΜικής παράταξης. Η επέμβαση αυτή δεν έγινε δεκτή από τους συνεπείς συνδικαλιστές, οι οποίοι παραιτήθηκαν από την προσωρινή Διοίκηση και ίδρυσαν στις 30 του Μάρτη 1945 το Εργατικό Αντιφασιστικό Συνασπισμό ((ΕΡΓΑΣ) με πενταμελή γραμματεία.
Στις 8 του Μάρτη 1946 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 8ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ. Πήραν μέρος 1.800 αντιπρόσωποι και ο συνασπισμός του ΕΡΓΑΣ κατήγαγε συντριπτική νίκη. Γενικός Γραμματέας της ΓΣΕΕ εκλέχθηκε ο Μήτσος Παπαρήγας, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου του ΚΚΕ. Αργότερα ο Μ. Παπαρήγας συνελήφθη και στις 20 του Φλεβάρη 1949 δολοφονήθηκε στην Ασφάλεια της Αθήνας.
Ακολουθεί νέα επέμβαση του υπουργού Εργασίας Στράτου στο συνδικαλιστικό κίνημα με το διορισμό νέας προσωρινής Διοίκησης από 21 μέλη, από τα οποία μόνο 5 μέλη του ΕΡΓΑΣ.
Η νέα αυτή κυβερνητική επέμβαση προκάλεσε οργή και αγανάκτηση στους εργαζόμενους. Οι 5 συνδικαλιστές του ΕΡΓΑΣ μη αποδεχόμενοι το διορισμό τους παραιτήθηκαν. Το συνδικαλιστικό κίνημα διασπάται για μια ακόμη φορά.
Την ίδια περίοδο, περίοδος ψυχρού πολέμου και έξαλλου αντικομμουνισμού, διασπάται και η Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία (ΠΣΟ) που είχε ιδρυθεί τον Οκτώβρη του 1945. Μετά από μια περίοδο συγχύσεων και έντονων συγκρούσεων μέσα στην ΠΣΟ, γύρω από την αποδοχή ή την απόρριψη του Σχεδίου Μάρσαλ, δεν έγινε δυνατό να αποφευχθεί η διάσπαση της ΠΣΟ.
Οι Αμερικανοί και Βρετανοί διασπαστές για να δικαιολογήσουν την εγκληματική τους ενέργεια, εξαπέλυσαν πρωτοφανή συκοφαντική εκστρατεία εναντίον της ΠΣΟ και προέβησαν σε ομαδικές διαγραφές Συνδικαλιστικών Ομοσπονδιών που εξακολουθούσαν να αγωνίζονται για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Το Γενάρη του 1949 κατά την τακτική σύνοδο του Εκτελεστικού Γραφείου της ΠΣΟ στο Παρίσι, η ΠΣΟ διασπάστηκε οριστικά. Οι διασπαστές του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος πραγματοποίησαν στη Γενεύη τον Ιούνη του 1949 διάσκεψη και αποφάσισαν τη σύγκληση στο Λονδίνο του Ιδρυτικού Συνεδρίου της Διεθνούς Συνομοσπονδίας των Ελεύθερων Εργατικών Συνδκάτων (ΔΣΕΕΣ).
Η ΓΣΕΕ των εργατοκάπηλων Μακρήδων έπαψε να ανήκει στην ΠΣΟ και προσχώρησε στη ΔΣΕΕΣ. Τα μεταγενέστερα συνέδρια της ΓΣΕΕ (10ο στα 1950, 11ο στα 1953 και 12ο στα 1955) οργανώθηκαν από εργατοκάπηλους με τη βοήθεια των «συνδικαλιστικών τμημάτων» της Ασφάλειας και την καθοδήγηση Αμερικανών πρακτόρων.
Παρά την κατάληψη των διοικήσεων της ΓΣΕΕ, των κλαδικών Ομοσπονδιών, των Εργατικών Κέντρων και των Σωματείων από τους εγκάθετους με τις μαζικές καθαιρέσεις νόμιμων, εκλεγμένων διοικήσεων, με τις μαζικές συλλήψεις, τις φυλακίσεις και τις εκτελέσεις συνδικαλιστών, οι καπιταλιστές δε μπόρεσαν να σταματήσουν την ταξική πάλη. Η ανάπτυξη των ταξικών αγώνων ενίσχυσε το πνεύμα της ενότητας του συνδικαλιστικού κινήματος. Το Μάη του 1955 η κίνηση για την ενότητα της εργατικής τάξης της χώρας μας σε ταξική βάση, βρήκε την οργανωτική της έκφραση με τη δημιουργία της νέας συνδικαλιστικής κίνησης, με τον τίτλο: «Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα» (ΔΣΚ) που συνένωσε όλες τις συνδικαλιστικές παρατάξεις που αντιπολιτεύονταν τους εργατοκάπηλους της διοίκησης της ΓΣΕΕ.
Το ΔΣΚ βοήθησε στην ανασύνταξη των προοδευτικών δυνάμεων στα συνδικάτα και έπαιξε σοβαρό ρόλο στην οργάνωση της πάλης των εργατών και υπαλλήλων για την ικανοποίηση των οικονομικών τους διεκδικήσεων, για την αποκατάσταση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και για τη δημοκρατική λειτουργία των συνδικάτων.
Το ΔΣΚ καταπολέμησε αμείλικτα τους διασπαστές της ΓΣΕΕ. Πρόβαλε το σύνθημα για ένα Σωματείο, ένα Εργατικό Κέντρο, μια Ομοσπονδία, μια ΓΣΕΕ. Καθοδήγησε τους ταξικούς αγώνες των εργαζομένων.
Στις 20 Απρίλη του 1956 σε μεγάλη σύσκεψη αντιπροσώπων εργατικών οργανώσεων που έγινε στην Αθήνα, αποφασίστηκε η συγκρότηση νέου συνδικαλιστικού οργάνου με τον τίτλο: «Συνεργαζόμενες Οργανώσεις της Ελλάδας» (ΣΟΕ).
Οι ΣΟΕ οργάνωσαν τις πρωτομαγιάτικες εκδηλώσεις που ξεπέρασαν σε συμμετοχή και αποφασιστικότητα κάθε προηγούμενο. Στις αρχαιρεσίες σειράς σωματείων στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και αλλού, η δημοκρατική συνδικαλιστική παράταξη νίκησε με συντριπτική πλειοψηφία.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση η διοίκηση της ΓΣΕΕ εξαπέλυσε διωγμό ενάντια στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που προσχώρησαν στις ΣΟΕ, χωρίς, βέβαια, να καταφέρουν να ανακόψουν το ρωμαλέο απεργιακό κίνημα.
Η περίοδος 1961-1967 υπήρξε περίοδος εξάπλωσης του απεργιακού κινήματος με οικονομικούς και πολιτικούς στόχους, ιδιαίτερα για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, ενάντια στους «εργατοπατέρες» του συνδικαλισμού και των συνεχιζόμενων κυβερνητικών επεμβάσεων.
Την περίοδο αυτή δηλαδή μεταξύ του 14ου Συνεδρίου της ΓΣΕΕ (Οκτώβρης 1961) και 15ου Συνεδρίου (Ιούλιος 1966), το εκτός ΓΣΕΕ ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα αναπτύσσεται εντυπωσιακά και μορφοποιείται σταδιακά στο γνωστό «Κίνημα των 115».
Το «Κίνημα των 115» διεξάγει έντονη πάλη εναντίον των διορισμένων διοικήσεων της ΓΣΕΕ, που αρνούνται να εγγράψουν τις διαγραμμένες και μη εγγεγραμμένες οργανώσεις στα Εργατικά Κέντρα, τις Ομοσπονδίες και τη ΓΣΕΕ. Αγωνίζεται για ένα ενιαίο, μαχητικό, ταξικό εργατικό κίνημα.
Η ΕΣΑΚ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΤΑΞΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
Στα χρόνια της στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας (1967-1974) κυρίαρχη αντιστασιακή δύναμη στο συνδικαλιστικό χώρο αναδείχθηκε η Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση (ΕΣΑΚ) που ανέπτυξε δυναμική αντιδικτατορική δράση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Στους κόλπους της ΕΣΑΚ συσπειρώθηκε η μαχητική πρωτοπορία της εργατικής τάξης με πρωταγωνιστές τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ.
Η ΕΣΑΚ πρωτοστάτησε στη δημιουργία και την ανάπτυξη μέσα στην Ελλάδα της Συντονιστικής Επιτροπής Αντιδικτατορικών Οργανώσεων η οποία σε σχετική προκήρυξή της αφού τόνιζε ότι «η ασυδοσία με την οποία περιέβαλε η χούντα τους κεφαλαιοκράτες ήταν η προσπάθειά τους να πολλαπλασιάζουν τα κέρδη τους, εντείνοντας την εκμετάλλευση σε βάρος των εργαζομένων», καλούσε σε αγώνες «κάθε εργάτη και υπάλληλο, που τον χαρακτήριζε ταξική συνέπεια» και κατέληγε:
«Κάθε αγωνιστική εκδήλωση της εργατικής τάξης για τις διεκδικήσεις της έχει και τον χαρακτήρα αντιδικτατορικής πάλης. Αποτελεί ταυτόχρονα και συμβολή στον αγώνα που διεξάγεται από το σύνολο του ελληνικού λαού για την ανατροπή της φασιστικής τυραννίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας»[19].
Στα λιμάνια της Δυτικής Ευρώπης, τον Καναδά και την Αυστραλία δημιουργήθηκαν επιτροπές της Ενιαίας Αντιδικτατορικής Συνδικαλιστικής Κίνησης των Ελλήνων Ναυτεργατών (ΕΑΣΚΕΝ), που καθοδηγούσαν μέσα στα πλοία τον αντιδικτατορικό αγώνα.
Ο Χρήστος Τσιντζιλώνης είναι υπεύθυνος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της ΚΟΜΕΠ.
[1] Βασίλη Κ. Λάζαρη: «Οι ρίζες του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος», «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1996, σελ. 51.
[2] Γιώργη Δ. Κατσούλη: Ιστορία του ΚΚΕ, τομ. 1ος - 1918-1922, σελ. 42-43.
[3] Γ. Αναστασόπουλος: «Ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας». Αθήνα 1947, τόμ. Β΄, σελ. 876.
[4] Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», σελ. 16-17.
[5] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, πέμπτη έκδοση, τόμος 41, σελ. 33-34.
[6] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, πέμπτη έκδοση, τόμος 6ος, σελ. 29-30.
[7] Γ. Α. Γεωργιάδης: «Η πάλη των τάξεων εν Ελλάδι». Εκδοτικό Τμήμα του ΣΕΚΕ (Κ). Αθήνα 1921, σελ. 49-50.
[8] Γ. Α. Γεωργιάδης: «Η πάλη των τάξεων εν Ελλάδι». Εκδοτικό Τμήμα του ΣΕΚΕ (Κ). Αθήνα1921, σελ. 50.
[9] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - 1918-1949», τόμος Α΄, σελ. 62.
[10] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, πέμπτη έκδοση, τόμος 30, σελ. 178-179.
[11] Κομμουνιστική Διεθνής, 1928, τεύχος 44-45.
[12] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - 1918-1949» τόμος Α΄, σελ. 78-79.
[13] Δημήτρης Λιβιεράτος: «Τα Συνέδρια της ΓΣΕΕ», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 16.
[14] «Θέσεις και αποφάσεις του Δεύτερου Συνεδρίου της Κόκκινης Επαγγελματικής Διεθνούς». Εκδόσεις Σοσιαλιστικού Βιβλιοπωλείου, 1923, σελ. 81-82.
[16] Ουΐλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του Παγκόσμιου Συνδικαλιστικού Κινήματος», τόμος Β΄, σελ. 74.
[17] «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τόμος 2ος, σελ. 127-128.
[18] «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τόμος 4ος, σελ. 65.
[19] «Ριζοσπάστης», Απρίλης 1973.