«Μετά τις συλλήψεις του Προέδρου του ΕΚΙ και 2 ακόμα συνδικαλιστικών στελεχών στις 26 Οκτώβρη 2017, μετά τις συλλήψεις των 2 εργαζόμενων την Κυριακή 26 Νοέμβρη 2017 το πρωί μέσα από τα σπίτια τους, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συνεχίζει την καταστολή και την τρομοκρατία απέναντι στο εργατικό λαϊκό κίνημα.
Σήμερα το πρωί, μέρα που το Εργατικό Κέντρο έχει προκηρύξει 24ωρη απεργία στο "Market In" για την ανάκληση της σωρείας προσχηματικών μηνύσεων που έχει υποβάλλει η εργοδοσία εναντίον εργαζομένων που ζητούν το αυτονόητο δικαίωμά τους να συνεχίσουν να εργάζονται, δεκάδες εργαζόμενοι με τα σωματεία τους βρέθηκαν από το πρωί μπροστά στο κατάστημα για την περιφρούρηση της απεργίας ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του Εργατικού Κέντρου.
Για ακόμα μια φορά όμως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο.
Με πρωτοφανή βία, οι δυνάμεις καταστολής επιτέθηκαν στους εργαζόμενους.
Με ξύλο “στο ψαχνό” κυριολεκτικά,
συνέλαβαν 12 άτομα, ανάμεσά τους ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου, Νίκος Έξαρχος και ακόμα ένα μέλος της Διοίκησης του ΕΚΙ, πρόεδροι σωματείων κ.ά.
Ας το Δουν όλοι εκείνοι, που θεωρούν ότι η νεοφιλελεύθερη διαχείριση είναι θέμα προσώπων και μόνο:
"Ο Α. Παπανδρέου υμνείται ως μεγάλος και χαρισματικός ηγέτης, ως οραματιστής.
Χωρίς να έχουμε την ελάχιστη πρόθεση να αμφισβητήσουμε προσωπικές ικανότητες, εμείς κρίνουμε μια ιστορική προσωπικότητα με βάση το ερώτημα: Στην υπηρεσία τίνος έθεσε τις ικανότητες και τη διορατικότητά του;Ο Ανδρέας Παπανδρέου, όπως είναι γνωστό, έζησε πολλά χρόνια μακριά από την Ελλάδα, σε κρίσιμες περιόδους - στην Κατοχή, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Είχε την ευκαιρία, από την πανεπιστημιακή του ακόμα έδρα, να μελετήσει τους στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και άλλων διεθνών κέντρων που είχαν κεντρικό στόχο την αναχαίτιση της νικηφόρας πορείας των λαών, την ανάκτηση του χαμένου εδάφους, λόγω του σοσιαλιστικού συστήματος, μετά τη λήξη του Β Παγκόσμιου Πολέμου.
Είναι πολύ πιθανό να τράβηξε την προσοχή του Ανδρέα Παπανδρέου το αμερικάνικο δικομματικό πολιτικό σύστημα διαχείρισης, αλλά και ο χειρισμός του συνδικαλιστικού κινήματος.
Πιστεύουμε ότι προβληματίστηκε σοβαρά για τον τρόπο μεταφοράς μιας τέτοιας πείρας στις συνθήκες της Ευρώπης και ειδικά της Ελλάδας, σε μια περίοδο που ο λαός είχε κουραστεί αφάνταστα και δικαιολογημένα από τη μακρόχρονη διακυβέρνηση από τη συντηρητική παράταξη, από τη διαπάλη ανάμεσα στα διάφορα κέντρα εξουσίας.
Η κυρίαρχη τάξη της χώρας μας τον έβλεπε με καχυποψία για ένα διάστημα, έτρεμε μπροστά στη ριζοσπαστική συνθηματολογία του εναντίον της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ.
Η πιο σημαντική προσφορά του Ανδρέα Παπανδρέου προς την ελληνική κυρίαρχη τάξη ήταν ότι της απέδειξε πως μπορούσε
- στη συγκεκριμένη ιστορική φάση -
να γίνει πιο ευέλικτη απέναντι στο λαϊκό ριζοσπαστισμό, χωρίς να βάλει υποχρεωτικά σε κίνδυνο τα "ιερά και τα όσια" του συστήματος.Οτι ήταν δυνατό η αστική τάξη της χώρας μας να γίνει πιο ανθεκτική η ίδια, άρα και το σύστημα, κάνοντας δύο τύπου παραχωρήσεις: Αυτές που είχαν υπερωριμάσει, άρα είχαν χάσει την αρχική τους δυναμική, και αυτές που μπορούσε να τις ανακαλέσει στην πορεία. Αυτό άλλωστε και έγινε,
όχι μόνο με την επιστροφή της ΝΔ το 1990, αλλά και πιο πριν, στην 8ετία.
Ταυτόχρονα, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ πρόσφερε - έστω με αρνητικό τρόπο - μια υπηρεσία σε όσους πιστεύουν στην υπόθεση του σοσιαλισμού:Απέδειξε ότι δεν υπάρχει τρίτος δρόμος.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου δούλεψε για να εφαρμοστεί μετά το 1981, το προδικτατορικό πρόγραμμα της Ενωσης Κέντρου, με κάποιες βεβαίως προσαρμογές, που κληρονόμησε ο αγώνας κατά της χούντας και το ρωμαλέο κίνημα των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης.
Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου παραχώρησε το 1981 - 1983 αυξήσεις σε μισθούς και μεροκάματα, στις συντάξεις, αύξησε τις κοινωνικές επιχορηγήσεις, μοίρασε επιδόματα, έκανε επιλεκτικές παροχές, χωρίς να πάρει ούτε ένα μέτρο κατά των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων.
Αντίθετα, τους έδωσε νέα προνόμια.
Βεβαίως, αυτή η πολιτική είχε συνέπειες την απότομη αύξηση των ελλειμμάτων, την αύξηση των έμμεσων φόρων, οδήγησε στη συνέχεια στην υιοθέτηση σταθεροποιητικών προγραμμάτων, που ήταν η σύγχρονη εκδοχή της λιτότητας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, αν και πιέστηκε, δεν ενέδωσε στο δογματισμό και στον αναχρονισμό των κλασικών συντηρητικών κομμάτων.
Αντίθετα,προχώρησε σε ορισμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις που συγκινούσαν το λαό,παράλληλα όμως πήρε σοβαρά μέτρα για τη χειραγώγηση και τον έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος, αξιοποιώντας και την αντίστοιχη γαλλο-γερμανική εμπειρία.
Δε δίστασε να πάρει μέτρα που η ΝΔ δεν είχε τολμήσει, όπως:
Τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου,
την ανοιχτή επέμβαση στη ΓΣΕΕ με τη βοήθεια της Δικαιοσύνης,
το περίφημο άρθρο 4 στις ΔΕΚΟ.
Τόλμησε να παραμερίσει την ΑΣΚΕ της ΔΕΗ, όταν ξέφυγε από τον κυβερνητικό έλεγχο και όταν αρνήθηκε να νομιμοποιήσει αυξήσεις στο ρεύμα.
Δε συμφωνούμε με την κριτική ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν προετοίμασε την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ.
Ηξερε ότι η καλύτερη προετοιμασία δεν ήταν η οικονομική, άλλωστε η Ελλάδα και εκτός ΕΟΚ ακολουθούσε πολιτική σύμφωνη με τη γραμμή της Κοινότητας.
Με διορατικότητα είδε ότι η καλύτερη προετοιμασία ήταν η επεξεργασία της ψυχολογίας και της συνείδησης του λαού να δεχτεί σαν κάτι το αναπόφευκτο και μοιραίο τη συμμόρφωση σε διεθνείς δεσμεύσεις. Ο ίδιος, προσωπικά, άνοιξε το γνωστό θέμα για τα "ρετιρέ" και τα "υπόγεια" για το ότι "ο ελληνικός λαός, δήθεν, καταναλώνει περισσότερα απ' ό,τι παράγει" κλπ. Επιχειρηματολογία, που αποσκοπούσε να προετοιμάσει το λαό μπροστά στις απαιτήσεις της ενιαίας εσωτερικής αγοράς της ΕΟΚ.
Στην κατάλληλη στιγμή, ο Ανδρέας Παπανδρέου πρωτοστατεί σε αυτό που λίγο πριν φαινόταν απίστευτο:Το 1988 στο "νέο Μανιφέστο του ΠΑΣΟΚ" διακηρύσσει ότι οι άξονες του κόμματος είναι η οικονομία της αγοράς και ο δυτικός προσανατολισμός.
Εμείς θυμόμαστε πολύ καλά αυτό το καίριο σημείο. Καλό είναι να το θυμούνται και εκείνοι που προσπαθούν να παρουσιάσουν τον Ανδρέα Παπανδρέου όπως δεν ήταν, ή όπως δεν ήθελε να ήταν.
Ας το πάρουν υπόψη όλοι εκείνοι που θεωρούν ότι η νεοφιλελεύθερη διαχείριση είναι θέμα προσώπων και μόνο.
Το ΚΚΕ αντιμετώπισε τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ με βάση αντικειμενικά δεδομένα, σε συνδυασμό βεβαίως με τα κριτήρια που διατηρεί ως σήμερα, προκειμένου να κρίνει το ρόλο μιας κυβέρνησης και ενός ηγέτη απέναντι στο λαϊκό κίνημα.
Βεβαίως γνωρίζουμε ότι οι φίλοι του Ανδρέα Παπανδρέου μας κατηγόρησαν πως είμαστε σκληροί και ισοπεδωτικοί απέναντί του. Αντίπαλοί του - για τους δικούς τους λόγους - ισχυρίστηκαν ότι είμαστε επιεικείς, ότι τάχα κάναμε διάφορα μορατόριουμ μαζί του. Ανεξάρτητα από όλα αυτά, έχουμε το δικαίωμα να πούμε ότι τον αντιμετωπίσαμε ως πολιτικό ηγέτη, ανοιχτά και στα ίσια".
«Μετά τις επισκέψεις κυβερνητικών βουλευτών στο Καστελόριζο, μαζί με τους ναζιστές Χρυσαυγίτες, ένας ακόμη βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε να υποστηρίξει ουσιαστικά, ότι πρέπει να υπάρχει σύγκλιση με τη Χ.Α. και να ενθαρρυνθεί η υπαγωγή της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης στους "θεσμούς της δημοκρατίας".
Η ευθύνη γι’ αυτά τα επαναλαμβανόμενα κρούσματα αθώωσης της Χ.Α. βρίσκεται στην ίδια την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και άλλων αστικών κομμάτων, που -αν μη τι άλλο- δεν έχουν διδαχθεί κι απ’ το γεγονός ότι ιστορικά η πολιτική κατευνασμού κι ανοχής απέναντι στο ναζισμό συνέβαλε στο δυνάμωμά του».οι δηλώσεις του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης για σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή
ο πρώην υπουργός μιλώντας στην εφημερίδα «Βραδυνή της Κυριακής»προσπερνώντας το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση ακριβώς λόγω της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας του μίσους και του διαχωρισμού με βάση το αίμα και τη φυλή αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι η Χρυσή Αυγή μπορεί να αλλάξει!
Σχολιάζοντας την κοινή εμφάνιση υπουργών και βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ με βουλευτές της Χρυσής Αυγής στο Καστελόριζο δήλωσε: «Η εικόνα της συνύπαρξης στο Καστελόριζο και στη Ρω σε πολλούς μας δεν άρεσε. Από την άλλη όμως πρέπει να αποφασίσουμε τι προτιμούμε: Μια προσπάθεια ένταξης της Χρυσής Αυγής στο κλίμα της δημοκρατίας ή τη διαρκή ρήξη. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να προηγηθεί η ουσία μιας σύγκλισης».
Πρόσθεσε: «Η Χρυσή Αυγή πρέπει να δεχθεί έμπρακτα την υπαγωγή της στους θεσμούς της Δημοκρατίας. Και αυτή τη στάση, αν και όταν εκδηλωθεί, πρέπει να τη στηρίξουν τα δημοκρατικά κόμματα».
Σε νεότερη δήλωση του ο Νίκος Παρασκευόπουλος από οργάνωση επικεντρώνει την ουσία των δηλώσεων του στο άτομο λέγοντας ότι «κάθε ανθρώπινο ον, έχει δικαίωμα να αλλάξει στο μέλλον στάση» και προσθέτει «η δήλωσή μου πάντως καθόλου δεν αναφέρεται στο παρελθόν, στα πεπραγμένα μιας ομάδας που εμφορείται από ναζιστική ιδεολογία, ούτε στα εγκλήματα μελών της που λογοδοτούν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η ιστορία δεν ξεπλένεται».
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΣ ΣΤΟ «STAR» Η επιχείρηση «κατευνασμού» του ναζισμού οδηγεί τελικά στην άνοδό του:
Ας θυμηθούμε, γράφει παραστατικά η:
Θεώνη Καπλανίδου: Η σχέση της αστικής δημοκρατίας και όλων των αστικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου και του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, ουδέποτε «έσπασε αυγά» με τη Χρυσή Αυγή. Εκτός από τις περιπτώσεις φανερής υποστήριξης ή αφανών συναλλαγών (Μπαλτάκος), υπήρχε πάντα μια μεγάλη ανοχή απέναντι στη Χρυσή Αυγή απ' όλα σχεδόν τα αστικά κόμματα. Οι δηλώσεις Παρασκευόπουλου, λοιπόν, δεν πέφτουν σαν κεραυνός εν αιθρία. Ειδικά καθ' όλη τη διάρκεια των ετών που βρισκόμαστε σε "κρίση" και μετά την ραγδαία άνοδο των ποσοστών της ΧΑ και την είσοδό της στο κοινοβούλιο, ο ΣΥΡΙΖΑ κράτησε πάντα μια στάση προκλητικής ανοχής. Ας γυρίσουμε πίσω, στο 2014 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ βοηθούσε τη Χρυσή Αυγή να λάβει υπόσταση πολιτική, στις συγκεντρώσεις των «Αγανακτισμένων» όπου ο ίδιος κατέβαζε τον κόσμο του, ή όταν την ίδια χρονιά στελέχη του (αντιπολίτευση τότε), θεωρούσαν τους ψηφοφόρους της ΧΑ παραπλανημένους, πάντως όχι απαραίτητα φασίστες, απενοχοποιώντας έτσι την ψήφο χιλιάδες πολιτών που στήριξαν την ΧΑ στις εκλογές. Και αργότερα ως κυβέρνηση, ας θυμηθούμε την παροιμιώδη στάση της τότε Προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου, όπου: Ήδη από το Μάρτη του 2015 έλεγε ότι «πρέπει να επανεξεταστούν οι νόμοι που έχουν ψηφιστεί ενώ έλειπαν από τη Βουλή οι προφυλακισμένοι βουλευτές της Χρυσής Αυγής», διαφώνησε με την άρση της ασυλίας των ΧΑ Βουλευτών, και έκρινε ότι η Βουλή ήταν μη νόμιμη λόγω απουσίας αυτών των βουλευτών. Δυο μήνες μετά, τον Μάη2015, στη Διάσκεψη των Προέδρων, αρνήθηκε να καταδικάσει τη ΧΑ για το περιστατικό ανάμεσα στον Κασιδιάρη και τη Λ. Κανέλλη «Η Διάσκεψη των Προέδρων δεν είναι δικαστήριο. Αν θέλει να κάνει μήνυση η Κανέλλη, δεν είναι κανένας από τους πρωταγωνιστές εδώ» (απόσπασμα της ομιλίας της) Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση επίσης διαφώνησε με την αναστολή χρηματοδότησης του κόμματος της ΧΑ,
ενώ σφύριξε – και σφυρίζει - αδιάφορα για τη δίωξη του Δημάρχου Πατρέων Κ. Πελετίδη για μη προεκλογική διευκόλυνση της ΧΑ από μέρους του Δήμου. Ο τότε υπουργός εσωτερικών και νυν Πρόεδρος της Βουλής Βούτσης, στην ερώτηση ΧΑ βουλευτή σχετικά με τον Πελετίδη: «Εχει παραβεί τη διάταξη που αφορά κατάχρηση εξουσίας, τη διάταξη που αφορά παράβαση καθήκοντος και τη διάταξη που αφορά τη συκοφαντική δυσφήμιση», είχε απαντήσει ανοιχτά «Εάν υφίσταται ζήτημα παράβασης καθήκοντος, υπάρχει το ζήτημα των πειθαρχικών ποινών, τις οποίες ο ελεγκτής νομιμότητας επιβάλλει, κ.λπ. Υπάρχει ένα ολόκληρο πλαίσιο στο οποίο θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί ως προς αυτό το ζήτημα. Σας το λέω ευθέως, παρότι δεν συμφωνώ – διαφωνώ – με την πολιτική θέση αυτού του δημάρχου. Παρότι – σας επαναλαμβάνω – διαφωνώ [...]» Η δίκη είναι σε εκκρεμότητα σήμερα, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Τι να πούμε, ασφαλώς και για τη δίκη Ρουπακιά... με τις κωλυσιεργίες και όλα τα υπόλοιπα... Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα που μου έρχονται πρόχειρα, υπάρχουν πλήθος άλλα. Και δε γίνεται να μη συμβαίνουν. Ο φασισμός είναι το άλλο χέρι του καπιταλισμού και κανένα αστικό κόμμα δεν πρόκειται ποτέ να τον εμποδίσει εμπράκτως, όσο «αριστερό» ή «δημοκρατικό» κι αν αυτοπροσδιοορίζεται. Ας Δούμε το ρόλο των τότε νεο"αριστερών" και την επιθυμία των καπιταλιστών να δώσουν την εξουσία στον Χίτλερ, για να μην ξαναζήσει όσα έζησε η ανθρωπότητα: Απ' την Ιστορία της Σοσιαλδημοκρατίας στη Γερμανία: Σεπτ 2012 απ' τον Οδηγητή (..) Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι σε περιόδους καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης πολλαπλασιάζονται τα ιδεολογήματα που επιχειρούν να συσκοτίσουν τις αιτίες της κρίσης και τους τρόπους διεξόδου από αυτή, να αποπροσανατολίσουν συνειδήσεις που αντικειμενικά βρίσκονται σε αναβρασμό λόγω της όξυνσης της επίθεσης του κεφαλαίου. Στόχος τους να εμποδίσουν τη ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών μαζών, να αποτρέψουν τη συνάντησή τους με την πρόταση του ΚΚΕ.
Ας δούμε την περιβόητη “Δημοκρατία της Βαϊμάρης”:
Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1919
Στις 28 Φλεβάρη 1933, ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης του Χίτλερ, ο πρόεδρος της Γερμανίας Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόντουσαν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων. Έτσι, λένε, καταλύθηκε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης και επικράτησε ο φασισμός. Αντικαταστάθηκε μια μορφή διακυβέρνησης της δικτατορίας των μονοπωλίων με μία άλλη. Ας δούμε όμως, πως εξελίχθηκαν τα ιστορικά γεγονότα: Όσο κι αν η αστική ιστοριογραφία πασχίζει να πείσει ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, που εγκαθιδρύθηκε στη Γερμανία με την κατάργηση της μοναρχίας και με την υιοθέτηση δημοκρατικού συντάγματος από την Γερμανική Εθνοσυνέλευση, στην πόλη Βαϊμάρη της Θουριγγίας (28/2/1919) αποτελεί κατάκτηση του λαού που επαναστάτησε το Νοέμβρη του 1918, η εγκαθίδρυσή της, “ο βίος και η πολιτεία της” δείχνουν ξεκάθαρα ότι αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας πρόσκαιρος συμβιβασμός των μεγαλοκαπιταλιστών, που εξασφάλισε την εξουσία τους από τον “εχθρό λαό”. Η γερμανική προλεταριακή επανάσταση (3 Νοέμβρη 1918 – Γενάρη 1919, στη Βαυαρία έως τον Απρίλη του ίδιου έτους) έχοντας ως υπόβαθρο, όπως και η Οκτωβριανή της Ρωσίας του 1917, τη μαζική εξαθλίωση που επέφερε για τις λαϊκές μάζες ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, παρουσίασε κοινά χαρακτηριστικά με εκείνη, όπως για παράδειγμα τα επαναστατικά συμβούλια εργατών και ναυτών. Η μεγάλη ποιοτική διαφορά ήταν το γεγονός ότι στη Γερμανία απουσίαζε το μαζικό και ταξικά συνεπές κόμμα του προλεταριάτου, το κομμουνιστικό (οι πρωτοπόροι επαναστάτες της ομάδας «Σπάρτακος» προχώρησαν στη δημιουργία τέτοιου κόμματος στο απόγειο της επανάστασης). Παρ’ όλα αυτά, η δράση του προλεταριάτου, με αρχικούς στόχους που ξεπερνούσαν τα καπιταλιστικά πλαίσια κλόνισε σοβαρά την εξουσία της ηττημένης στον πόλεμο γερμανικής αστικής τάξης. Αν και η δράση των επαναστατημένων μαζών συνέδεε τον αγώνα με τη διεκδίκηση της προλεταριακής εξουσίας, η ελλιπής αντίληψη που είχαν για το Σοσιαλισμό και για το δρόμο που οδηγεί σε αυτόν (στρατηγική), καθώς και οι αυταπάτες που διατηρούσαν ως προς το χαρακτήρα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (το κόμμα που με το ξέσπασμα του πολέμου ηγεμόνευσε στο χώρο του σοσιαλσοβινισμού) υποχρεωτικά οδηγούσε στο συμβιβασμό με τους αστούς, στην καλλιέργεια κοινοβουλευτικών αυταπατών και στον περιορισμό σε αστικές μεταρρυθμίσεις. Η συντακτική εθνοσυνέλευση που εκλέχτηκε το Γενάρη του 1919 και η υιοθέτηση του Συντάγματος της Βαϊμάρης (4-28 Φλεβάρη) αντικατόπτριζαν την εδραίωση ξανά της εξουσίας των αστών, που σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, δε χρειάζονταν πλέον να τη μοιράζονται και με τον αυτοκράτορα (Κάιζερ).
Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, σε σύγκριση με το προηγούμενο του Βίσμαρκ (1871) εμπεριείχε πιο προωθημένες διατάξεις (όπως η γενίκευση του δικαιώματος ψήφου σε όλους τους “πολίτες” άνω των 20 ετών, η δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων, κλπ), που απλά απέβλεπαν στην πρόσδεση του λαού στα συμφέροντα των καπιταλιστών.
Για την αποφυγή οποιασδήποτε “παρεξήγησης” επ’ αυτού, το άρθρο 48 του Συντάγματος έδινε στον Πρόεδρο της χώρας τη δυνατότητα (αναδεικνυόταν με άμεση ψηφοφορία από το λαό) να αναστέλλει όλες τις συνταγματικές ελευθερίες και να διατάσσει την επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων, στην περίπτωση «που παρεμποδίζεται σημαντικά ή απειλείται η δημόσια ασφάλεια και τάξη» (αντίστοιχες διατάξεις έχουν όλα τα αστικά συντάγματα.)
Το εν λόγω άρθρο αξιοποιήθηκε κατά κόρον την περίοδο 1919 – 1933 για την καταστολή εργατικών απεργιακών αγώνων, για τη διάλυση συνταγματικά εκλεγμένων κυβερνήσεων των κρατιδίων όταν αυτές δεν ταίριαζαν απόλυτα με τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης, για την “εν ψυχρώ” προώθηση των πιο αντιδραστικών απαιτήσεων των μεγαλοβιομηχάνων, για την αναστολή της κοινοβουλευτικής δράσης και στο τέλος, ως κατώφλι για το πέρασμα στην ανοιχτή φασιστική δικτατορία των εθνικοσοσιαλιστών.
Η άνοδος του ναζισμού
Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης 1929 – 1933, οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων στη Γερμανία είχαν να αντιμετωπίσουν την ανάπτυξη του αντικαπιταλιστικού κινήματος και το δυνάμωμα της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος, αυτός ήταν ο αντίπαλός τους, αυτό φοβούνταν. Η ανησυχία τους μεγάλωνε γιατί το κύρος των παλαιών αστικών κομμάτων -του γερμανικού Λαϊκού, του γερμανικού Δημοκρατικού, του βαυαρικού Λαϊκού και άλλων- έπεφτε συνεχώς στις εργατικές συνειδήσεις. Ταυτόχρονα, έπεφτε και η επιρροή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Οι εργάτες έδειχναν ολοένα και πιο μεγάλη δυσαρέσκεια, γιατί οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας που ήταν στην κυβέρνηση ψήφιζαν έκτακτα διατάγματα και αντιδραστικά μέτρα ενάντια στα εργασιακά και άλλα δικαιώματα. Μήπως τηρουμένων των αναλογιών σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχουν παρόμοια φαινόμενα; Αδυναμία διαχείρισης της οικονομικής κρίσης έτσι που να χειραγωγούν το λαό, πτώση της επιρροής των αστικών κομμάτων; Το φασιστικό κόμμα του Χίτλερ, που αυτοονομαζόταν Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, ανέπτυξε μια πλατιά αδίσταχτη δημαγωγία.
Οι Γερμανοί φασίστες δήλωναν πως όλα τα δεινά των εργαζομένων της Γερμανίας τα προκαλούσε η Συνθήκη των Βερσαλιών (συνθήκη που υπογράφηκε με βαρείς όρους για τη Γερμανία μετά την ήττα της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και υπόσχονταν μόλις πάρουν την εξουσία να καταργήσουν αμέσως τη Συνθήκη των Βερσαλιών και τους περιορισμούς που σχετίζονταν με τους εξοπλισμούς, να αγωνιστούν για να ξαναπάρει η Γερμανία τα εδάφη που είχε χάσει ύστερα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο του 1914-1918 και να αποκτήσει καινούργια εδάφη.
Στους ανέργους υπόσχονταν εργασία και αύξηση των βοηθημάτων, στους εργάτες μεγαλύτερα μεροκάματα και καλυτέρευση των όρων εργασίας, στους μικροαγρότες την κατάργηση των ενοικίων για τη γη, των χρεών και τη χορήγηση επιχορηγήσεων, στους μικρεμπόρους και στους επαγγελματοβιοτέχνες μείωση των φόρων και χορήγηση πιστώσεων με χαμηλό τόκο, στους πληγέντες από τον πληθωρισμό οικονομική αποζημίωση, στους πρώην αξιωματικούς τη δημιουργία καινούργιου στρατού και την εφαρμογή της ρεβανσιστικής ιδέας. Έτσι στις εκλογές για το Ράιχσταγκ το Μάη του 1928, το κόμμα του Χίτλερ συγκέντρωσε μόλις το 2,6% των ψήφων, αλλά δύο χρόνια αργότερα, στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930 τα ποσοστά του εκτοξεύονται στο 18,3%, συγκεντρώνοντας 6,4 εκατ. ψήφους, και 107 βουλευτές με επικεφαλής τον Γκέρινγκ. Τα παλαιά αστικά κόμματα και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχασαν πολλές ψήφους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα συγκέντρωσε 4.590.000 ψήφους. Τα αποτελέσματα των εκλογών από το ένα μέρος έδειχναν τη συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα και από το άλλο τη συνένωση των αντιδραστικών στοιχείων γύρω από το φασιστικό κόμμα. Στις 27 Γενάρη του 1932 σε μυστική συγκέντρωση που έγινε στο Ντίσελντορφ με τη συμμετοχή τριακοσίων εκπροσώπων των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, ο Χίτλερ ανέπτυξε το πρόγραμμα του φασιστικού κόμματος και υποσχέθηκε «να ξεριζώσει το μαρξισμό στη Γερμανία». Οι μονοπωλιακοί κύκλοι δυνάμωσαν την υποστήριξη και τη χρηματοδότηση των χιτλερικών. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αγωνιζόταν δραστήρια ενάντια στο φασισμό, επιδιώκοντας το σχηματισμό ενιαίου εργατικού μετώπου. Τόνιζε πως ο φασισμός θα φέρει στο λαό τεράστια δεινά και θα οδηγήσει σε πόλεμο και στην εθνική καταστροφή. Το Μάρτη του 1932 έγιναν προεδρικές εκλογές. Υποψήφιος προτάθηκε πάλι ο Χίντενμπουργκ. Οι σοσιαλδημοκράτες τον υποστήριξαν, δηλώνοντας πως η εκλογή του Χίντενμπουργκ θα σώσει τάχα τη χώρα από το φασισμό. Οι φασίστες είχαν υποψήφιο τον Χίτλερ και το γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα τον Ντίστερμπεργκ. Υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ο Ερνστ Τέλμαν. Επειδή κανένας υποψήφιος δε συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία, στις 10 Απρίλη έγιναν πάλι εκλογές. Εκλέχτηκε ο υποστηριζόμενος από τη σοσιαλδημοκρατία Χίντενμπουργκ. Με πρόταση του Χίντενμπουργκ στις 30 Μάη η κυβέρνηση του Μπρούνιγκ παραιτήθηκε. Την καινούργια κυβέρνηση σχημάτισε ο Φραντς φον Πάπεν, που αύξησε πρώτα-πρώτα τη φορολογία και ψαλίδισε τα κονδύλια για τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Ταυτόχρονα, οι μεγιστάνες της βιομηχανίας και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες επιχορηγήθηκαν με εκατομμύρια μάρκα. Τον Ιούλη του 1932 η κυβέρνηση του φον Πάπεν διέλυσε το Ράιχσταγκ και κατάργησε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, έβαλε το ζήτημα να κηρυχθεί γενική απεργία διαμαρτυρίας. Οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών πολέμησαν την πρόταση των κομμουνιστών και τους κατηγόρησαν για “πρόκληση”. Οι σοσιαλδημοκράτες εναντιώνονταν με όλα τα μέσα σε κάθε πρωτοβουλία και δράση των μαζών. Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας απέτρεπαν τους εργάτες από τις απεργίες, έριξαν μάλιστα και το σύνθημα: «Στις συνθήκες της κρίσης είναι εγκληματικό να διεξάγονται απεργίες, γιατί αυτό οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής».
Υποστηρίζοντας τα αντιδραστικά αντεργατικά μέτρα των αστικών κυβερνήσεων, δήλωναν ότι αυτό πρέπει να γίνει εν ονόματι του “μικρότερου κακού”, δηλαδή για να αποτραπεί ο φασισμός ή ο “ριζοσπαστισμός από τα αριστερά”. Να που και εδώ γίνεται η προπαγάνδα περί “άκρων” που είναι επικίνδυνα. Αλλά μήπως και σήμερα η αστική προπαγάνδα στην Ελλάδα δεν προβάλλει το ίδιο επιχείρημα ότι σε συνθήκες κρίσης οι απεργίες, οι εργατικοί αγώνες υπονομεύουν την οικονομία; Μήπως τα μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι, που γδέρνουν το λαό τσακίζοντας μισθούς, συντάξεις, παροχές Υγείας, επιβάλλοντας φοροληστεία με τα χαράτσια, τη δραστική μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος, κάνοντας τη ζωή του λαού κόλαση, δε γίνονται για τη σωτηρία του κεφαλαίου από την κρίση;
Η επικράτηση του ναζιστικού κόμματος
Στις εκλογές για καινούργιο Ράιχσταγκ που έγιναν στις 31 Ιούλη 1932 το φασιστικό κόμμα πήρε 13,7 εκατ. ψήφους και έβγαλε 230 βουλευτές. Τα πιο πολλά από τα παλαιά αστικά κόμματα έχασαν δυνάμεις. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά την τρομοκρατία, συγκέντρωσε 5,3 εκατ. ψήφους και πήρε 89 έδρες και το σοσιαλδημοκρατικό 8 εκατ. περίπου ψήφους και 133 έδρες. Οι χιτλερικοί διεκδίκησαν να τους δοθεί η εξουσία.
Το Νοέμβρη του 1932 έγιναν καινούργιες βουλευτικές εκλογές, που έδειξαν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε αυξήσει ακόμη πιο πολύ την επιρροή του. Πήρε 6 εκατ. περίπου ψήφους. Το φασιστικό κόμμα είχε χάσει 2 εκατ. ψήφους και οι έδρες του από 230 περιορίστηκαν σε 196. Οι φασίστες έχασαν και στις εκλογές για τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης.
Η κυβέρνηση του Πάπεν δεν κατόρθωσε να εξασθενήσει το ταξικό εργατικό κίνημα και γι’ αυτό πολλοί εκπρόσωποι και ιδιοκτήτες των μονοπωλίων ήθελαν την άμεση εγκαθίδρυση φασιστικής δικτατορίας. Και βεβαίως το δρομολόγησαν στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας που καθοριζόταν από το “Σύνταγμα της Βαϊμάρης”, που αναμασούν σαν παράδειγμα αστοί δημοσιολόγοι και πολιτικοί στην Ελλάδα, παραλληλίζοντας τους κινδύνους για τη δημοκρατία με το τέλος της Βαϊμάρης. Μ’ αυτό το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήρθε στο “τέλος του”. Όχι το τέλος της αστικής εξουσίας αλλά μιας μορφής άσκησής της από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις. Στις 17 Νοέμβρη 1932 ο Πάπεν παραιτήθηκε και καγκελάριος έγινε ο στρατηγός Σλάιχερ, που πραγματικά κατάργησε μερικά από τα έκτακτα αντιδραστικά διατάγματα του Πάπεν, αλλά δεν πέτυχε να εκτονώσει το εργατικό, λαϊκό κίνημα. Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1933 στην Κολονία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων, Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ με τον Πάπεν, τον Χούγκεμπεργκ και τον Χίτλερ. Στη συνάντηση αυτή λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της παράδοσης της εξουσίας στον Χίτλερ. Στις 30 Γενάρη του 1933 ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Ο Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος. Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση του Χίτλερ στην κυβέρνηση, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος κάλεσε τους ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των συνδικαλιστικών οργανώσεων να κηρύξουν γενική απεργία με συνθήματα: «Όλοι στο πεζοδρόμιο!», «Να κλείσουν τα εργοστάσια!», «Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών να απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!».
Στην πρόταση αυτή οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας προπαγάνδιζαν ότι ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία νόμιμα. Ο Χίτλερ, μόλις έγινε καγκελάριος, σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου όπου πήραν μέρος ο Πάπεν, ο Νόιρατ (Neurath), ο Φρικ και ο Γκέρινγκ, πρότεινε να χτυπηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ο Χίτλερ δήλωσε: «Μπορούμε, αφού συντρίψουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα, να περιορίσουμε τον αριθμό των ψήφων του στο Ράιχσταγκ και έτσι να πάρουμε εκεί την πλειοψηφία». Για να συντρίψουν το Κομμουνιστικό Κόμμα οι φασίστες οργάνωσαν μια τεράστια προβοκάτσια: Τη νύχτα προς τις 27 Φλεβάρη έβαλαν φωτιά στο κτίριο του Ράιχσταγκ και κατηγόρησαν γι’ αυτό τους κομμουνιστές. Κύριος οργανωτής αυτής της πρόκλησης ήταν ο Γκέρινγκ. Αργότερα το ομολόγησε ο ίδιος μπροστά σε ένα στενό κύκλο συνεργατών του Χίτλερ. «Ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει πραγματικά το Ράιχσταγκ», είπε ο Γκέρινγκ, «είμαι εγώ, γιατί εγώ έβαλα φωτιά σ’ αυτό». Οι χιτλερικοί, χρησιμοποιώντας τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ σαν πρόσχημα, έκαναν μαζικές συλλήψεις αντιφασιστών με βάση καταλόγους που ήταν έτοιμοι από πριν. Περισσότερα από 10 χιλιάδες άτομα ρίχτηκαν στις φυλακές. Στις 28 Φλεβάρη, ύστερα από πρόταση της χιτλερικής κυβέρνησης, ο Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόντουσαν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων. Στις εκλογές του Μάρτη του 1933, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ πήρε το 43,9% των ψήφων και την πλειοψηφία στη Βουλή. Ολόκληρη αυτή η περίοδος δηλαδή αποδεικνύει ότι η αστική τάξη, με τη σημαντική βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας ανέδειξε τον Χίτλερ στην εξουσία.
Από την αντίθετη μεριά της ταξικής διαχωριστικής γραμμής, το ΚΚ Γερμανίας έδωσε έναν ηρωικό αγώνα πριν και μετά την επικράτηση του ναζισμού. Εκατοντάδες μέλη και στελέχη του δολοφονήθηκαν στους δρόμους από τους φασίστες και τις αστικές δυνάμεις καταστολής, δεκάδες χιλιάδες κλείστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και βασανίστηκαν.
Οι κομμουνιστές ήταν οι μόνοι που αντιστάθηκαν πραγματικά ως συγκροτημένη πολιτική δύναμη στην άνοδο του ναζισμού. Συγκρούστηκαν και ένοπλα μαζί του πριν κυριαρχήσει. Συνέχισαν την αντίσταση μέχρι το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, με κάθε μορφή ακόμη και με τη συμμετοχή τους στα αντιστασιακά κινήματα των κατεχόμενων από τους ναζί χωρών.
Αντικομμουνισμός και προπαγάνδα περί “άκρων” για να χτυπήσουν το κίνημα
Η αστική προπαγάνδα για τη Βαϊμάρη στοχεύει να υπονομεύσει, να χτυπήσει το ταξικό εργατικό κίνημα, χειραγωγώντας το λαό στην αστική πολιτική.
Μετά την ανατροπή του Σοσιαλισμού στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης το 1989-1991 και την προσωρινή νίκη της αντεπανάστασης, η αστική τάξη με περισσότερη ορμή εξαπολύει τον αντικομμουνισμό, τη συκοφαντία, τη διαστρέβλωση της ιστορίας. Με το ιδεολόγημα περί “ολοκληρωτικών καθεστώτων” προωθούν την εξίσωση του φασισμού με τον κομμουνισμό. Αποσπούν το φασισμό από τη μήτρα που τον γέννησε δηλαδή τον ίδιο τον καπιταλισμό στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Λένε ότι τον φασιστικό άξονα, που εξαπέλυσε πρώτος τον πόλεμο, τον νίκησε η “δημοκρατία”. Αλλά αυτές οι δήθεν δημοκρατικές δυνάμεις, που λένε ότι νίκησαν το φασισμό, αυτές ήταν που επίσης συνέβαλαν τα μέγιστα στην άνοδο του Χίτλερ στην κυβέρνηση της Γερμανίας και στην ενίσχυσή του. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο τα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Αγγλίας και οι κυβερνήσεις τους. Οι τράπεζες και τα άλλα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Αγγλίας επένδυσαν δισεκατομμύρια δολάρια στην ανόρθωση του δυναμικού της πολεμικής βιομηχανίας της Γερμανίας, έχοντας υπόψη να χρησιμοποιήσουν τη χώρα αυτή στον αγώνα εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης.
Οι μεγάλοι Αμερικανοί ιδιοκτήτες μονοπωλίων, όπως ο Μόργκαν, ο Ντιπόν, ο Ροκφέλερ και άλλοι, αρκετά χρόνια ενίσχυαν το χιτλερικό κόμμα.
ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία υπολόγιζαν ότι θα πετύχαιναν να στρέψουν τον Χίτλερ κατά της ΕΣΣΔ, ώστε και η σοβιετική εξουσία να ανατραπεί και η αποδυναμωμένη Γερμανία να υποχρεωθεί να δεχτεί τους δικούς τους όρους μετά το τέλος του πολέμου στο μοίρασμα της λείας, έτσι ώστε να βγουν κερδισμένα τα δικά τους μονοπώλια και χαμένα τα γερμανικά. Μετά απ’ όλ’ αυτά γίνονται κατανοητά τόσο η θεωρία της “Δημοκρατίας της Βαϊμάρης” και η στόχευσή της, όσο και το υπόβαθρο που εκκολάπτει και ενισχύει μορφώματα σαν τη “Χρυσή Αυγή”. Στόχος τους είναι, το εργατικό λαϊκό κίνημα, το χτύπημα της αντικαπιταλιστικής πάλης. Είναι υποκρισία η δήθεν καταδίκη των φασιστικών μορφωμάτων από τους αστούς. Είναι δημιουργήματά τους ακριβώς ως ένας ακόμη μοχλός καταστολής, λειτουργούν ως προστάτες των καπιταλιστών και της ιδιοκτησίας τους. Εχθρός τους επομένως είναι η εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ αξιοποιούνται τόσο από το αστικό κράτος όσο και από τους μεγαλοεπιχειρηματίες ως οι αδίσταχτοι μοχλοί καταστολής του εργατικού κινήματος και των κομμουνιστών, με ιδεολογία το αντικομμουνιστικό μίσος.
«Η ιστορική πείρα (μαζί και αυτή της Δημοκρατίας της Βαιμάρης) φανερώνει ότι η αστική τάξη διαθέτει την ευλυγισία και την πονηριά, προκειμένου να επιλέγει κάθε φορά την αναγκαία εκείνη μορφή της κρατικής εξουσίας (κοινοβουλευτική δημοκρατία, φασισμό κλπ) και τις αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις που θα είναι πιο αποτελεσματικές στην υπεράσπιση των συμφερόντων της και της δικτατορίας του κεφαλαίου. Εναπόκειται στην εργατική τάξη και την πρωτοπορία της, το Κομμουνιστικό Κόμμα, να χαλάσουν τους παραπέρα σχεδιασμούς του κεφαλαίου. Χρειάζεται να αποκαλύπτουν ότι η αντίδραση «σε όλη τη γραμμή» αποτελεί νομοτελειακό συνοδοιπόρο του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο, ότι μοναδικός σίγουρος τρόπος για τη συντριβή της δεν αποτελεί η υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας, αλλά το επαναστατικό τσάκισμα του αστικού κράτους συνολικά και το στέριωμα της προλεταριακής δικτατορίας.» (ΚΟΜΕΠ Τεύχος 3/2012)
Ψαξ” το παραπάνω: Ριζοσπάστης, Σάββατο 16 Ιούνη 2012 (Ένθετη Έκδοση) Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τ. 3.2012, “Ο αστικός χαρακτήρας των εθνικιστικών δυνάμεων”
Το Σάββατο 22 Οκτώβρη, το έντυπο «Εφημερίδα των Συντακτών» (των πρώην της «Ελευθεροτυπίας» που ήταν ΠΑΣΟΚ, αλλά που τώρα μετακόμισαν στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως μετακόμισε το μεγάλο τμήμα του ΠΑΣΟΚ) δημοσίευσε ένθετο για τη ζωή του Χαρίλαου Φλωράκη.
Το ένθετο γράφτηκε από τους Γιώργο Πετρόπουλο και Δημήτρη Ψαρρά, που ανέλαβαν να «εξυμνήσουν» τον Χαρίλαο Φλωράκη (λες και η μνήμη του τους χρειαζόταν), δίνοντας στο γραπτό τους τον τίτλο «Επαναστάτης παντός καιρού».
Ο τίτλος του ένθετου δημιουργεί καταρχήν την εντύπωση στον αναγνώστη ότι σκοπός των δύο συγγραφέων ήταν να τιμήσουν τον πρώην ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και μετέπειτα επίτιμο πρόεδρό του.
Οσο όμως προχωράς στην ανάγνωση και ιδιαίτερα όταν φτάνεις στις τελευταίες σελίδες του κειμένου,
διαπιστώνεις ότι ο κύριος σκοπός των δυο συγγραφέων ήταν αυτός που ο απονήρευτος αναγνώστης διαπιστώνει και ο κάθε γνωρίζων τους συγγραφείς επιβεβαιώνει: Το χτύπημα του ΚΚΕ.
Φυσικά, οι δύο συγγραφείς του ένθετου δεν πρωτοτυπούν. Σταθερή εδώ και χρόνια μέθοδος της σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνισμού στην επίθεση κατά του ΚΚΕ είναι η υποκριτική «εξύμνηση» ηγετικών ή άλλων στελεχών του, ώστε να ψαρεύουν σε θολά νερά: «Το καλό στέλεχος και το αντιδημοκρατικό ή σεχταριστικό ή δογματικό κόμμα».
Αυτό ακριβώς κάνουν συχνά - πυκνά με τον Νίκο Ζαχαριάδη και τον Αρη Βελουχιώτη,
άλλοι με τον Κώστα Καραγιώργη ή με τον Νίκο Πλουμπίδη, ακόμα και με τον Νίκο Μπελογιάννη.
Το ίδιο κάνουν και οι σημερινοί της «Εφημερίδας των Συντακτών» με τον Χαρίλαο Φλωράκη.
Και μια που αποφάσισαν να γράψουν για τη ζωή του και να αναφερθούν σε τόσες ρήσεις του, ας έγραφαν και μια ακόμα, που μάλλον «ξέχασαν».
Τα λόγια του Χ. Φλωράκη για όλους εκείνους που «εξυμνούν» στελέχη για να χτυπήσουν το ΚΚΕ: «Αχ παιδί μου, "τιμάνε" τους πεθαμένους για να θάψουν τους ζωντανούς».
Το ίδιο κάνουν και οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ, κι εννοείται της κυβέρνησης, που επικαλούνται τον Μαρξ και τον Λένιν, καταθέτουν στεφάνια στους 200 της Καισαριανής, στη Μακρόνησο και στα Γιούρα, ενώ δίνουν γη και ύδωρ για τη στήριξη του συστήματος και χειροκροτούν το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Βέβαια, η τέτοια μεθοδολογία τους, πέρα από τα πολλά άλλα, δείχνει και έλλειψη πολιτικής ηθικής.
Γιατί επιχειρούν να μεταχειριστούν έναν ηγέτη του ΚΚΕ ως δεκανίκι τους, προκειμένου να υπηρετήσουν τον αντιΚΚΕ στόχο τους, τον οποίο δεν τολμούν να υπερασπίσουν ανοιχτά και παστρικά λόγω έλλειψης επιχειρημάτων και απλώς τον υπονοούν, προσπαθώντας να δημιουργήσουν συνειρμούς.
1. Την 100χρονη πορεία του ΚΚΕ χαρακτηρίζουν ο ηρωισμός και η αυτοθυσία μέσα σε όλες τις συνθήκες, οι ανατάσεις και τα πισωγυρίσματα,
η ακλόνητη πεποίθηση ότι ο σοσιαλισμός θα θριαμβεύσει, γιατί το δίκιο βρίσκεται με το μέρος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Σ' αυτή την πορεία υπήρξαν σωστές και λαθεμένες
(ποτέ από πρόθεση)
επιλογές.
Αλλά και όποτε υπήρξαν οι τελευταίες, ποτέ το ΚΚΕ δεν πέρασε στην αντίπερα όχθη, δεν ενσωματώθηκε στο αστικό πολιτικό σύστημα.
Ηταν από την ίδρυσή του και παραμένει κόμμα διεθνιστικό και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο και γνήσια πατριωτικό.
Η ιστορική διαδρομή του Χαρίλαου Φλωράκη είναι αναπόσπαστο τμήμα αυτής της μεγάλης και ηρωικής πορείας.
Ματαιοπονούν όποιοι επιχειρούν να την αποκόψουν από τον κορμό της.
Και αποδεικνύονται βαθιά ανιστόρητοι.
2. Το ΚΚΕ δεν ήταν ποτέ και δεν είναι αρχηγικό κόμμα.
Η ύπαρξη του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού διασφαλίζει με απόλυτο τρόπο τη διαμετρικά αντίθετη λειτουργία του ΚΚΕ, σε σύγκριση με τα αστικά κόμματα.
Γι' αυτό και η ευθύνη είναι συλλογική, είτε παίρνεται μία απόφαση που η ζωή αποδεικνύει ότι είναι λαθεμένη, είτε παίρνεται μία απόφαση που η ορθότητά της επίσης επιβεβαιώνεται.
Για παράδειγμα, η απόφαση της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (1958) να διαλυθούν οι παράνομες Κομματικές Οργανώσεις στην Ελλάδα, ήταν απόφαση λαθεμένη, αλλά πάρθηκε συλλογικά.
Δεν βρισκόταν στον Κ. Κολιγιάννη ολόκληρη η ευθύνη, παρά το γεγονός ότι είχε την πρώτη ευθύνη ως Γραμματέας της ΚΕ.
Για την ανασυγκρότηση του ΚΚΕ, με τη δημιουργία των Κομματικών του Οργανώσεων, ηγήθηκε αργότερα η ΚΕ του Κόμματος και όταν Γραμματέας της έγινε ο Χαρίλαος Φλωράκης.
Το συλλογικό πλαίσιο, στο οποίο ο ίδιος ο Χ. Φλωράκης είχε εντάξει τον εαυτό του, ισχύει και λειτουργεί και για κάθε προηγούμενο ή μετέπειτα ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος.
Ολοι τους, όπως έχουν το πρώτο μερίδιο της συμβολής στις επιτυχίες, έχουν και το πρώτο μερίδιο της ευθύνης για αποφάσεις που το Κόμμα (πάλι συλλογικά λειτουργώντας), και υπό το φως πλέον των αποτελεσμάτων, κρίνει ή και διορθώνει.
Το ΚΚΕ έχει λύσει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον ηγέτη και το συλλογικό καθοδηγητικό όργανο που αυτός ηγείται ως οργανικό μέλος του.
3. Η επίθεση, από την «Εφημερίδα των Συντακτών» και τους δύο συγγραφείς του ένθετου στο κείμενο1του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ, βάλλει ευθέως εναντίον της στρατηγικής και του Προγράμματος του Κόμματος.
Αυτή η στρατηγική ενοχλεί την αστική τάξη και τους μηχανισμούς της, αυτή ενοχλεί τον ΣΥΡΙΖΑ, το φραξιονιστικό συνονθύλευμα, αυτή ενοχλεί και τους δύο συγγραφείς.
Γι' αυτό το σκοπό έγραψαν και το συγκεκριμένο ένθετο, σε μια στιγμή μάλιστα που η επίθεση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ εντείνεται και η δυσαρέσκεια έως αγανάκτηση για την πολιτική της δεν ήταν ποτέ έως τώρα μεγαλύτερη στους εργαζόμενους μισθωτούς, στους αυτοαπασχολούμενους και σε άλλα λαϊκά στρώματα.
Ενοχλεί το γεγονός ότι το ΚΚΕ μελετά την Ιστορία του και την Ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος
και βγάζει συμπεράσματα που είναι χρήσιμα για το παρόν και το μέλλον της ταξικής εργατικής πάλης και όχι για τα συμφέροντα του κεφαλαίου και των κάθε λογής αποστατών - οπορτουνιστών.
Ενοχλεί το γεγονός ότι το ΚΚΕ έχει συλλογικά
εκτιμήσει - αποφασίσει ότι στην Ελλάδα υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό, ο οποίος είναι αναγκαίος, επίκαιρος και ρεαλιστικός.
Ενοχλεί το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ,
-που το εγκατέλειψαν το 2012-,
όλο και περισσότεροι το προσεγγίζουν ξανά,
έχοντας αποκτήσει πείρα και αξιολογώντας θετικά τη θέση του Κόμματος να μην πάρει μέρος (παρά το εκλογικό κόστος) στην κυβέρνηση της λεγόμενης αριστεράς και σε κάθε κυβέρνηση διαχείρισης των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Πίστευαν, καλοπροαίρετα φυσικά, ότι αν το ΚΚΕ συμμετείχε, κάτι καλό θα γινόταν.
Τώρα πολλοί αντιλαμβάνονται ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρχε περίπτωση να τραβήξει θετικά, λόγω δήθεν της πίεσης που θ' ασκούσε το ΚΚΕ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν σεβάστηκε το 36% του λαού, έστω και για την παροχή ψίχουλων. Το ΚΚΕ θα υπολόγιζε, αν συμμετείχε σε κυβέρνηση του κεφαλαίου με κάποιο ακόμα εκλογικό ποσοστό;
Ετσι κι αλλιώς, αν το ΚΚΕ έπαιρνε μέρος σε μια τέτοια κυβέρνηση, θα γινόταν συνένοχο στη σφαγή του λαού, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του.
Το ΚΚΕ διακήρυξε και διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι φιλολαϊκή πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει, εφόσον τα κλειδιά της οικονομίας βρίσκονται στα χέρια των επιχειρηματικών ομίλων και στο κράτος τους και ταυτόχρονα η Ελλάδα στις διακρατικές ιμπεριαλιστικές συμμαχίες τύπου ΕΕ και ΝΑΤΟ.
Το ΚΚΕ οι αστοί το υπολογίζουν μόνο όσο είναι ισχυρό στο εργατικό - λαϊκό κίνημα και σταθερά απέναντί τους.
Η «Εφημερίδα των Συντακτών» και οι Πετρόπουλος - Ψαρράς, αντί να εγκαλούν προβοκατόρικα το κείμενο του ΠΓ,
θα έπρεπε να πούνε στους αναγνώστες τους αν έκανε σωστά ή λάθος το ΚΚΕ που δεν μπήκε στην κυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ, αν δικαιώθηκε ή όχι.
Επειδή, βέβαια, πολύ θα ήθελαν τη συμμετοχή του ΚΚΕ σε αστικές κυβερνήσεις,
ώστε να χαθεί ο πόλος ελπίδας και συσπείρωσης,
γι' αυτό και επιτίθενται στο ΚΚΕ, βάλλοντας κατά της εκτίμησής του ότι ήταν λάθος η συγκρότηση του Συνασπισμού, που παραλίγο να στοιχίσει την ύπαρξη του ΚΚΕ.
Κάτι που οι κομμουνιστές απέτρεψαν και για το οποίο ο Χ. Φλωράκης έδωσε όλες τις δυνάμεις του, ώστε το ΚΚΕ να διατηρήσει την αυτοτελή δράση του και να μη διαχυθεί μέσα στο Συνασπισμό.
Για τη διάλυση του ΚΚΕ είχαν κάνει τότε όσα μπορούσαν οι της ΕΑΡ και οι από τα μέσα οπορτουνιστές του ΚΚΕ, οι σοσιαλδημοκράτες του ΣΥΡΙΖΑ και όσοι από αυτούς πήγαν στη ΛΑΕ ή «βόσκουν» σε διαδικτυακά «λιβάδια», υπονομεύοντας το Κόμμα.
Το ΚΚΕ είναι Κόμμα παντός καιρού.
Για να διατηρεί αυτά τα χαρακτηριστικά, που τα κατακτά μέσα από οδυνηρές εμπειρίες, είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ να έχει σταθερό, ισχυρό μέτωπο και αδιάλλακτη στάση ενάντια στον οπορτουνισμό. Δίχως αυτή την προϋπόθεση,
δεν πρόκειται να νικηθεί η αστική τάξη και το πολιτικό της σύστημα, το κράτος της.
Αυτή η διαχρονικά επιβεβαιωμένη αλήθεια ισχύει ακόμα περισσότερο, όταν το αστικό πολιτικό σύστημα έχει δυσκολίες, όπως σήμερα.
Τις δυσκολίες αυτές του συστήματος έχει συμφέρον το εργατικό - λαϊκό κίνημα να τις οξύνει στο έπακρο και όχι να απλώνει στο σύστημα «χείρα βοηθείας» για να τις ξεπεράσει.
Στην τρίτη και τελευταία πράξη του δράματος, προσπαθώντας να κλείσω αυτό το σκοτεινό ταξίδι στα άδυτα του νεποτισμού και της φαυλοκρατίας και στο πώς διαιωνίζονται χρόνια τώρα μολύνοντας εκτός από την ελληνική πολιτική σκηνή και τις ίδιες μας τις ζωές, αποφάσισα να αφήσω για το τέλος τις δύο μεγαλύτερες πολιτικές οικογένειες του τόπου, που δεκαετίες τώρα έχουν γραπωθεί γερά από το σάπιο κουφάρι της νοτιοανατολικής γωνιάς της Ευρώπης, γνωστής κάποτε ως Ελλάδα. Χάρη σε αυτές ακριβώς τις οικογένειες, τώρα πια ακούει στο όνομα, Ελληνικό Παρακράτος της Μπασταρδοκρατίας.
Περαιτέρω συστάσεις δε χρειάζονται.
Για μια τελευταία φορά θα πάρουμε βαθιά ανάσα και θα βουτήξουμε στον πιο απεχθή και δύσοσμο βόθρο, ευελπιστώντας να βγούμε ζωντανοί και αρτιμελείς.
Εξαιτίας του όγκου αυτών των δύο πολιτικών «κολοσσών» της Ψαροκώσταινας θα χωρίσουμε αναπόφευκτα την ιστορία μας σε δύο μέρη, ώστε να κρατήσουμε και την αγωνία στα ύψη.
Κυρίες και κύριοι, σας παρουσιάζω το Παπανδρέικο και το Καραμανλέικο.
Καλό κουράγιο.
Α´ μέρος: Το Παπανδρέικο
Γεώργιος Παπανδρέου ή «Γέρος».
Ως γενάρχη της οικογένειας αυτής, που είναι και η μοναδική που έχει κάνει το τρία στα τρία στους πρωθυπουργούς, βάζοντας τα γυαλιά στους προηγούμενους και θέτοντας ψηλά τον πήχη για τους επόμενους, θα ορίσουμε τον Γεώργιο Παπανδρέου, γνωστός και ως
«Γέρος» ή «Ανένδοτος» ή «Τσιράκι των Άγγλων».
Γεννηθείς στις 13 Φεβρουαρίου του 1888, στο Καλέντζι Αχαΐας, ήταν το τρίτο παιδί του Πρωτοπρεσβύτερου, Ανδρέα Σταυρόπουλου και της συζύγου του, Παγώνας.
Μετακομίζει στην Πάτρα για να φοιτήσει στο Β´ Γυμνάσιο Πατρών και σε ηλικία 19 χρονών αποφασίζει μαζί με τον αδερφό του Νίκο να αλλάξουν επίθετο προκειμένου να κάνουν καριέρα στο πάλκο. Έτσι μετονομάζεται σε Παπανδρέου, συνδυάζοντας την επαγγελματική δραστηριότητα με το όνομα του πατρός τους, ένα όνομα που στιγμάτισε σαν χαρακιά το κορμί κάθε Έλληνα.
Σπουδάζει στην Αθήνα και το Βερολίνο νομικά, όπου και γνωρίζει τονΕλευθέριο Βενιζέλο (θείο του Κων/νου Μητσοτάκη όπως είδαμε στο προηγούμενο επεισόδιο).
Ο Βενιζέλος εντυπωσιάζεται από τον νεαρό Παπανδρέου, ο οποίος αποδεικνύεται μανούλα στο γλείψιμο, προσόν που στο μέλλον θα αποδειχτεί πολύτιμο εργαλείο για τον «Γέρο».
Έτσι, ο Βενιζέλος διορίζει τον Παπανδρέου, αρχικά ως διευθυντή του Πολιτικού του Γραφείου και αργότερα, την ίδια χρονιά, ως νομάρχη στη Λέσβο. Την περίοδο 1917-1920 διατελεί Γενικός Διευθυντής Νήσων Αιγαίου, με ουσιαστικές αρμοδιότητες Υπουργού.
Όλα αυτά σε ηλικία μόλις 29 ετών.
Οι υπουργικές θέσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Εκλεγμένος πλέον βουλευτής το 1923 με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελ. Βενιζέλου, διορίζεται υπουργόςΕσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά, υπουργός Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου (1924-1925), υπουργός Εθνικής Παιδείας από τον Βενιζέλο (1930-1932) και υπουργός Συγκοινωνιώντο 1933.
Το 1935 ιδρύει το πρώτο κόμμα του Παπανδρέικου (Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα), δείχνοντας τον δρόμο στους απογόνους του και την τέχνη του πώς να χρησιμοποιούν και να βιάζουν για σχεδόν έναν αιώνα τον όρο «σοσιαλισμός».
Το 1943 και ενώ η χώρα βρίσκεται κατεχόμενη από τα ναζιστικά στρατεύματα, ο Παπανδρέου καταλαβαίνει πού έχει «ψωμί να φάει» και στέλνει μήνυμα στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής λέγοντας: «Η ταυτότης συμφερόντων Ελλάδος και Αγγλίας για πρώτη φορά στην ιστορία είναι απόλυτος».
Έτσι, το μέλλον διαγράφεται λαμπρό και ελπιδοφόρο για τον νέο αυτόν πολιτικό ο οποίος, με εντολή από το αυτοεξόριστο βασιλιά Παύλο, διορίζεται στη θέση του Σοφοκλή Βενιζέλου(γιου του μέντορά του, Ελ. Βενιζέλου)με την ευθύνη να σχηματίσει κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, μιας και στην Ελλάδα το Ε.Α.Μ. τους έχει προλάβει, έχοντας ήδη εκλέξει «την Κυβέρνηση του Βουνού», ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης).
Τον Οκτώβριο του 1944, η Ελλάδα απελευθερώνεται από τα ναζιστικά στρατεύματα
και
ο Παπανδρέου επιστρέφει ώστε να αναλάβει την ηγεσία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Το πρόβλημα είναι όμως διπλό.
Η εξουσία του δεν νομιμοποιείται από πουθενά αφού πρώτον, είναι διορισμένος από τον φυγά και αντιπαθή στον ελληνικό λαό βασιλιά Παύλο, και δεύτερον, αποτελεί το τέλειο φερέφωνο των αγγλικών συμφερόντων και του ίδιου του Τσώρτσιλ.
Μαζί με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο(«Στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας» απευθυνόμενος στον Αμερικανό στρατηγό Βαν Φλητ)εξυπηρετεί μέχρι κεραίας τα βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα και προσπαθεί με μανία να εξοντώσει τον αντιστασιακό στρατό του ΕΛΑΣ.
Ο ρόλος του εξαιρετικά σκοτεινός εκείνη την περίοδο, εξυπηρετεί ομολογουμένως άριστα τους σκοπούς του Τσώρτσιλ όσον αφορά στη διαδοχή της κατοχής από τα ναζιστικά στα αγγλικά στρατεύματα.
Από το 1946 και μετά δε λείπει από καμία βουλή εφόσον εκλέγεται συνεχόμενα βουλευτής Αχαίας(προπολεμικά εκλεγόταν στη Μυτιλήνη, όπου είχε διοριστεί Νομάρχης από τον Βενιζέλο)
και συμμετέχει σχεδόν σε όλες τις κυβερνήσεις ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Εφοδιασμού, Εργασίας, Παιδείας, Δημόσιας Τάξης και Συντονισμού στις κυβερνήσεις των ετών 1946-1952.
Συνεργάζεται με τον Ελληνικό Συναγερμό του στρατάρχη Παπάγου και, μαζί με τον παλιό του φίλο Σοφοκλή Βενιζέλο, καταφέρνουν να χαντακώσουν τον «κεντρώο» χώρο και να αναδείξουν την αριστερή ΕΔΑ ως δεύτερο κόμμα, πίσω από την ΕΡΕ του Καραμανλή.
Αυτό βέβαια ήταν ανεπίτρεπτο και έτσι το 1961 ιδρύει την «Ένωση Κέντρου», έναν συνασπισμό αμετανόητων βενιζελικών και απογοητευμένων συντηρητικών, με σκοπό την αποτροπή της περαιτέρω ενίσχυσης της ΕΔΑ.
Η περίοδος όμως δεν είναι ευνοϊκή για τον «χαϊδεμένο» Παπανδρέου, αφού ένας νέος σχετικά πολιτικός από την Πρώτη Σερρών, ο Κων/νος Καραμανλής, εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του παλατιού και των Αμερικάνων.
Οι εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961 καταφέρνουν να «ξεπλύνουν» το αμαρτωλό παρελθόν του «Γέρου» και ο «Ανένδοτος», όπως κηρύσσει τον αγώνα του για τη Δημοκρατία, σώνει δια παντός την υστεροφημία του Παπανδρέου στη συνείδηση του κόσμου.
Το 1963 κερδίζει τις εκλογές και γίνεται πρωθυπουργός. Η χαρά του Γεωργίου δεν θα κρατήσει για πολύ και τα γεγονότα της «Αποστασίας» θα σημαδέψουν την εποχή, εφόσον μια άλλη «κορυφαία» πολιτική οικογένεια (βλ. στο δεύτερο επεισόδιο της «Μπασταρδοκρατίας» για τον λατρεμένο Κων/νοΜητσοτάκη), δεν μπορεί να χωνέψει την πιθανή διαδοχή του Γεώργιου από τον γιο του Ανδρέα (καρπός του έρωτα του Γεωργίου με την κόρη Πολωνού μεγαλοεπιχειρηματία,Σοφία Μινέικο).
Ο «Γέρος» πεθαίνει την 1η Νοεμβρίου του 1968 (ένα χρόνο μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών), αφού προηγουμένως είχε τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό από τους χουντικούς στο Καστρί.
Έτσι ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για τον διάδοχο της Δυναστείας από το Καλέντζι Αχαίας, Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος αναλαμβάνει τον «θρόνο» της Ελληνικής Μπασταρδοκρατίας το 1981, λίγα χρόνια μετά την πτώση της Χούντας.
Ανδρέας Παπανδρέου ή αλλιώς «ο γκόμενος της Λιάνης»
Η περιβόητη «Αλλαγή» δεν επετεύχθη τελικά, αλλά πέτυχε άψογα η αλλαγή στον θώκο της εξουσίας. Και επειδή η εξουσία είναι σαν μια γκόμενα που δεν πρέπει να βγει από την παρέα, έτσι και το Παπανδρέικο έκανε τα πάντα ώστε να την κρατήσει ερωμένη του.
Και αν μιλάμε για ερωμένες, εραστές, σεξ και βία, τότε πρέπει να μιλήσουμε για τον «εραστή» (ή καλύτερα βιαστή όλων των Ελλήνων), τον έναν και μοναδικό Ανδρέα Παπανδρέου ή «Ζιβάγκος», ή «Λαοπλάνο», ή «Οδοστρωτήρα».
Γεννήθηκε στη Χίο (5 Φεβρουαρίου του 1919), όπου είχε διοριστεί ο πατέρας του, Γεώργιος, ως Γενικός Διοικητής Αιγαίου. Φοιτά στο Κολέγιο Αθηνών και το 1937 εισέρχεται στη Νομική Αθηνών, την οποία όμως εγκαταλείπει επί της δικτατορίας Μεταξά, 2 χρόνια αργότερα.
Συνεχίζει τις σπουδές του στις Η.Π.Α. όπου και εκπονεί, το 1943, το διδακτορικό του στα Οικονομικά και τη Φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Παντρεύεται τη Μαργαρίτα Τσαντ, με την όποια αποκτά 4 παιδιά (τον Γιώργο, τη Σοφία, τον Νίκο και τον Αντρίκο), εμπλουτίζοντας με απογόνους τη δυναστεία των πρωθυπουργών.
Στις 16 Ιανουαρίου του 1961, μετά από προτροπή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, επιστρέφει στην Ελλάδα και αναλαμβάνει Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Επιστημονικός Διευθυντής του νεοσύστατου Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), καθώς και Σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στις εκλογές του 1964 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής με την «Ένωση Κέντρου» του πατέρα του, Γεωργίου. Αρχικά συμμετέχει στην κυβέρνηση ως υπουργός Προεδρίας και λίγο αργότερα ως αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού. Παραιτήθηκε λίγο αργότερα, μετά από πολλές πιέσεις άλλων τάσεων μέσα στο κόμμα, συσπειρώνοντας γύρω του τη λεγόμενη κεντροαριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου. Στις 25 Απριλίου του 1965 γίνεται ξανά αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού, ενώ ένα μήνα αργότερα κατηγορείται ως εμπνευστής και αρχηγός της μυστικής οργάνωσης αξιωματικών, «ΑΣΠΙΔΑ».
Συλλαμβάνεται στις 21 Απριλίου του 1967, από την χούντα των συνταγματαρχών, αλλά μετά την μεσολάβηση των φίλων του από την Αμερική απελευθερώνεταικαι συνεχίζει τον αντιστασιακό του αγώνα από το Παρίσι μαζί με τη Μελίνα, αφήνοντας πίσω τον πραγματικό ήρωα Παναγούλη να προσπαθεί να βγάλει το φίδι από την «γύψινη» τρύπα του Παπαδόπουλου.
Μετά τη φοβερή ιστορική συγκυρία της ξελάσπωσης του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος όντας ένας εξαιρετικά τυχερός άνθρωπος αφήνοντας την τελευταία του πνοή ακριβώς τη στιγμή που ο κόσμος είχε ανάγκη από ήρωες, ο Ανδρέας επιστρέφει στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας και αναλαμβάνει να συνεχίσει το θεάρεστο έργο του πατρός του, με μια δόση σοσιαλισμού και μπόλικα συνθήματα εμπνευσμένα από την αριστερά και το ΕΑΜ.
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974, στον ημιώροφο του King Palace, o Ανδρέας μετεξελίσσει την οργάνωση που είχε ιδρύσει κατά της περίοδο της Χούντας, το ΠΑΚ (Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα), στο φοβερό και τρομερό ΠΑΣΟΚ (Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα), του οποίου τέθηκε αυτοσκοπός η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού στην Ελλάδα, για χίλια χρόνια. Τελικά, τον βόλεψε το ΔΝΤ που κάνει και αυτό φιλότιμες προσπάθειες να εγκατασταθεί στο σβέρκο μας για 2000 χρόνια.
Στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου του 1974, το ΠΑΣΟΚ λαμβάνει το 13,58% των ψήφων και εκλέγει 12 βουλευτές. Στις επόμενες εκλογές, στις 20 Δεκεμβρίου του 1977, ο Ανδρέας, ως ηγετικός χαρακτήρας πια (με εδραιωμένη την εξουσία του στο ΠΑΣΟΚ διαγράφοντας από το κόμμα όποιον διαφωνούσε), λαμβάνει το 25,34% και εκλέγει 93 βουλευτές, κάνοντας την ΠΑΣΟΚάρα αξιωματική αντιπολίτευση.
Το 1981, το ΠΑΣΟΚ κερδίζει θριαμβευτικά τις εκλογές με το συντριπτικό ποσοστό του 48,1% και ο Ανδρέας των Ελλήνων πια, γίνεται για πρώτη φορά πρωθυπουργός, αλλάζοντας εκ θεμελίων τον ρου της ιστορίας.
Διατελεί πρωθυπουργός και την επόμενη την εκλογική περίοδο, ’85 με ΄89. Ακολουθεί ο άσπονδος Μητσοτάκης, ο οποίος έχοντας προσπαθήσει να πουλήσει ακόμα και τα αμμοχάλικα της χώρας, παραδίδει τον πρωθυπουργικό θώκο ξανά στον Αντρέα, ο οποίος επιστρέφει το 1993, έχοντας θυσιάσει τον Κουτσόγιωργα, ο οποίος «δε δύναται» να ξεπλύνει τα «πάμπερς» του Κοσκωτά. Παραμένει στην πρωθυπουργία μέχρι το 1996, όπου ο Γιακούμπ από τη μία και η αγάπη της Μιμής από την άλλη δεν καταφέρνουν τελικά να τον κρατήσουν στην ζωή. Διάδοχός του ο Κώστας ο Σημίτης, εμβόλιμος στη δυναστεία Παπανδρέου του ΠΑΣΟΚ, προλειαίνει το έδαφος για τον γιο του Ανδρέα, Γιωργάκη, ενώ κάπου ενδιάμεσα παρεμβάλεται και ο ανιψιός του Κων/νου Καραμανλή (που θα αναλύσουμε στο δεύτερο μέρος του 3ου και τελευταίου κεφαλαίου), ο Κωστάκης ο Αδιάφορος, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή πρωθυπουργών στους οποίους προσδίδεται το υποκοριστικό -ακης, επισημαίνοντας το μέγεθος του πολιτικού τους εκτοπίσματος και θυμίζοντάς μας ποιων γιοι είναι.
Γιωργάκης Παπανδρέου ο Εναλλακτικός.
Ο τρίτος πρωταγωνιστής, της όχι και τόσο μικρής μας ιστορίας, γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου του 1952 στο St. Paul της Μινεσότα των ΗΠΑ και πολιτογραφήθηκε ως George Jeffrey Papandreou. Την περίοδο εκείνη, ο πατέρας του και μετέπειτα πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, κατείχε πανεπιστημιακή έδρα στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα (University of Minnesota). Μητέρα του είναι η Μαργαρίτα Τσαντ, από το Έλμχερστ (Elmhurst) του Ιλινόις των ΗΠΑ.
Την περίοδο 1970-1975, σπούδασε κοινωνιολογία στο Amherst College, στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ. Αμέσως μετά παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην κοινωνιολογία της ανάπτυξης στο London School of Economics του Ηνωμένου Βασιλείου, λαμβάνοντας τελικά το πτυχίο του το 1977. Ακολούθως, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Στοκχόλμη και παρακολούθησε μεταπτυχιακά μαθήματα στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων στο αμερικανικό πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
To 1981, κοντά στον βασιλικό Ανδρέα, ποτίστηκε και η γλάστρα, Γιωργάκης, ο οποίος και εκλέγεται πρώτη φορά βουλευτής Αχαΐας και θα συνεχίσει να εκλέγεται μέχρι το 1996, ποτίζοντας για πάντα ΠΑΣΟΚίλα τα πατρινά χώματα. Μετά το 1996 συνεχίζει να εκλέγεταιβουλευτής στην Α΄ Αθηνών ενώ ως αρχηγός του ΠΑΣΟΚ πια, στην Α΄ Θεσσαλονίκης και στο νομό Αχαίας. Oι κυβερνητικές θέσεις που ανέλαβε, καθότι γιος του πατέρα του, πολλές:
Στις 8 φεβρουαρίου του 2004, εκλέγεται θριαμβευτικά (χωρίς άλλον υποψήφιο) πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Και αφού οι κόποι τόσων χρόνων τού αναγνωρίζονται από την ελληνική κοινωνία και ενώ πλέον ο απερχόμενος πρωθυπουργός Κωστάκης ο Αδιάφορος ο Καραμανλής, κλείνεται στη Ραφήνα και σφραγίζει πόρτες και παράθυρα με τούβλο μπατικό για να μην τον ενοχλούν στο τουρνουά Pro που παίζει επί 5 συναπτά έτη, στις 6 Οκτωβρίου του 2009, εκλέγεται 11ος πρωθυπουργός της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ξαφνικά διαπιστώνει ότι λεφτά δεν υπάρχουν και σπεύδει να τα ζητήσει από το φιλαράκι του στη Σοσιαλιστική Διεθνή (στην οποία είχε εκλεγεί πρόεδρος χωρίς άλλον υποψήφιο αντίπαλο ΠΑΛΙ), Ντομινίκ Στρός Καν, ο οποίος τυγχάνει τότε να είναι επικεφαλής τουΔιεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Αλλά το ΔΝΤ για να βοηθήσει τον Γιωργάκη ζητάει αίμα. Και ο αγαπημένος μας τότε πρωθυπουργός το δίνει. Μόνο που δεν είναι το δικό του αλλά το δικό μας.
Παραιτείται στις 11 Νοεμβρίου του 2011 υπέρ του τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμου, εκλεκτού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος είχε διατελέσει αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο παρελθόν.
Και τα υπόλοιπα είναι ιστορία…
Βολοδέρνει στον κόσμο βγάζοντας λόγους για το πόσο επιτυχημένα κατέστρεψε μιαν ολόκληρη χώρα και όταν κουράζεται να γυρνάει, επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, εντυπωσιάζοντας άπαντες, δημιουργώντας στις 3 Ιανουαρίου του 2015, λίγες μέρες πριν τις εκλογές, χωρίς καμία ντροπή, φόβο ή πάθος, ένα νέο κόμμα, το «Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών». Γιατί αν δεν έχει κάπου μέσα την λέξη σοσιαλισμό δεν φουσκώνει το κέικ.
Μάλιστα προσπαθεί να συνεχίσει τη διαδοχή τόσων χρόνων και βάζει υποψήφιο Αχαίας τον γιο του, Αντρίκο Παπανδρέου.
Όμως, έστω και καθυστερημένα, ο λαός αποφασίζει να κόψει τον ομφάλιο λώρο αυτού του αίσχους και 92 χρόνια μετά, αποφασίζει να μην εκλέξει έναν Παπανδρέου στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Θα μου πείτε του πήρε 92 χρόνια για να καταλάβει αυτό το σφάλμα. Δυστυχώς όμως, αυτή η έκλαμψη αποφασιστικότητας του ελληνικού λαού δεν επεκτάθηκε στην οικογένεια Καραμανλή, της οποίας τα μέλη διπλασιάστηκαν, με εκλεχθέντες στη νέα Βουλή τον τέως πρωθυπουργό, Κωστάκη Αδιάφορο Καραμανλή καθώς και τον υιό του αδερφού του Κωνσταντίνου (ή Εθνάρχη ή Σκατόψυχου), Κώστακη Καραμανλή Τζούνιορ.
Περαιτέρω ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στο δεύτερο μέρος αυτού του έπους της πρωθυπουργικής κληρονομικότητας: