Σε σχόλιο για τις δηλώσεις του Νίκου Παρασκευόπουλου για τη Χρυσή Αυγή*** το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕτονίζει:
«Μετά τις επισκέψεις κυβερνητικών βουλευτών στο Καστελόριζο, μαζί με τους ναζιστές Χρυσαυγίτες, ένας ακόμη βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε να υποστηρίξει ουσιαστικά, ότι πρέπει να υπάρχει σύγκλιση με τη Χ.Α. και να ενθαρρυνθεί η υπαγωγή της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης στους "θεσμούς της δημοκρατίας".
Η ευθύνη γι’ αυτά τα επαναλαμβανόμενα κρούσματα αθώωσης της Χ.Α. βρίσκεται στην ίδια την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και άλλων αστικών κομμάτων, που -αν μη τι άλλο- δεν έχουν διδαχθεί κι απ’ το γεγονός ότι ιστορικά η πολιτική κατευνασμού κι ανοχής απέναντι στο ναζισμό συνέβαλε στο δυνάμωμά του».οι δηλώσεις του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης για σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή
ο πρώην υπουργός μιλώντας στην εφημερίδα «Βραδυνή της Κυριακής»προσπερνώντας το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση ακριβώς λόγω της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας του μίσους και του διαχωρισμού με βάση το αίμα και τη φυλή αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι η Χρυσή Αυγή μπορεί να αλλάξει!
Σχολιάζοντας την κοινή εμφάνιση υπουργών και βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ με βουλευτές της Χρυσής Αυγής στο Καστελόριζο δήλωσε: «Η εικόνα της συνύπαρξης στο Καστελόριζο και στη Ρω σε πολλούς μας δεν άρεσε. Από την άλλη όμως πρέπει να αποφασίσουμε τι προτιμούμε: Μια προσπάθεια ένταξης της Χρυσής Αυγής στο κλίμα της δημοκρατίας ή τη διαρκή ρήξη. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να προηγηθεί η ουσία μιας σύγκλισης».
Πρόσθεσε: «Η Χρυσή Αυγή πρέπει να δεχθεί έμπρακτα την υπαγωγή της στους θεσμούς της Δημοκρατίας. Και αυτή τη στάση, αν και όταν εκδηλωθεί, πρέπει να τη στηρίξουν τα δημοκρατικά κόμματα».
Σε νεότερη δήλωση του ο Νίκος Παρασκευόπουλος από οργάνωση επικεντρώνει την ουσία των δηλώσεων του στο άτομο λέγοντας ότι «κάθε ανθρώπινο ον, έχει δικαίωμα να αλλάξει στο μέλλον στάση» και προσθέτει «η δήλωσή μου πάντως καθόλου δεν αναφέρεται στο παρελθόν, στα πεπραγμένα μιας ομάδας που εμφορείται από ναζιστική ιδεολογία, ούτε στα εγκλήματα μελών της που λογοδοτούν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η ιστορία δεν ξεπλένεται».
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΣ ΣΤΟ «STAR»
Η επιχείρηση «κατευνασμού» του ναζισμού οδηγεί τελικά στην άνοδό του:
Ας θυμηθούμε, γράφει παραστατικά η:
Θεώνη Καπλανίδου:
Η σχέση της αστικής δημοκρατίας και όλων των αστικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου και του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, ουδέποτε «έσπασε αυγά» με τη Χρυσή Αυγή.
Εκτός από τις περιπτώσεις φανερής υποστήριξης ή αφανών συναλλαγών (Μπαλτάκος), υπήρχε πάντα μια μεγάλη ανοχή απέναντι στη Χρυσή Αυγή απ' όλα σχεδόν τα αστικά κόμματα.
Οι δηλώσεις Παρασκευόπουλου, λοιπόν, δεν πέφτουν σαν κεραυνός εν αιθρία. Ειδικά καθ' όλη τη διάρκεια των ετών που βρισκόμαστε σε "κρίση" και μετά την ραγδαία άνοδο των ποσοστών της ΧΑ και την είσοδό της στο κοινοβούλιο, ο ΣΥΡΙΖΑ κράτησε πάντα μια στάση προκλητικής ανοχής.
Ας γυρίσουμε πίσω, στο 2014
όταν ο ΣΥΡΙΖΑ βοηθούσε τη Χρυσή Αυγή να λάβει υπόσταση πολιτική, στις συγκεντρώσεις των «Αγανακτισμένων» όπου ο ίδιος κατέβαζε τον κόσμο του, ή όταν την ίδια χρονιά στελέχη του (αντιπολίτευση τότε), θεωρούσαν τους ψηφοφόρους της ΧΑ παραπλανημένους, πάντως όχι απαραίτητα φασίστες, απενοχοποιώντας έτσι την ψήφο χιλιάδες πολιτών που στήριξαν την ΧΑ στις εκλογές.
Και αργότερα ως κυβέρνηση, ας θυμηθούμε την παροιμιώδη στάση της τότε Προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου, όπου:
Ήδη από το Μάρτη του 2015 έλεγε ότι «πρέπει να επανεξεταστούν οι νόμοι που έχουν ψηφιστεί ενώ έλειπαν από τη Βουλή οι προφυλακισμένοι βουλευτές της Χρυσής Αυγής», διαφώνησε με την άρση της ασυλίας των ΧΑ Βουλευτών, και έκρινε ότι η Βουλή ήταν μη νόμιμη λόγω απουσίας αυτών των βουλευτών.
Δυο μήνες μετά, τον Μάη2015, στη Διάσκεψη των Προέδρων, αρνήθηκε να καταδικάσει τη ΧΑ για το περιστατικό ανάμεσα στον Κασιδιάρη και τη Λ. Κανέλλη «Η Διάσκεψη των Προέδρων δεν είναι δικαστήριο. Αν θέλει να κάνει μήνυση η Κανέλλη, δεν είναι κανένας από τους πρωταγωνιστές εδώ» (απόσπασμα της ομιλίας της)
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση επίσης διαφώνησε με την αναστολή χρηματοδότησης του κόμματος της ΧΑ,
ενώ σφύριξε – και σφυρίζει - αδιάφορα για τη δίωξη του Δημάρχου Πατρέων Κ. Πελετίδη για μη προεκλογική διευκόλυνση της ΧΑ από μέρους του Δήμου.
Ο τότε υπουργός εσωτερικών και νυν Πρόεδρος της Βουλής Βούτσης, στην ερώτηση ΧΑ βουλευτή σχετικά με τον Πελετίδη: «Εχει παραβεί τη διάταξη που αφορά κατάχρηση εξουσίας, τη διάταξη που αφορά παράβαση καθήκοντος και τη διάταξη που αφορά τη συκοφαντική δυσφήμιση», είχε απαντήσει ανοιχτά «Εάν υφίσταται ζήτημα παράβασης καθήκοντος, υπάρχει το ζήτημα των πειθαρχικών ποινών, τις οποίες ο ελεγκτής νομιμότητας επιβάλλει, κ.λπ. Υπάρχει ένα ολόκληρο πλαίσιο στο οποίο θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί ως προς αυτό το ζήτημα. Σας το λέω ευθέως, παρότι δεν συμφωνώ – διαφωνώ – με την πολιτική θέση αυτού του δημάρχου. Παρότι – σας επαναλαμβάνω – διαφωνώ [...]»
Η δίκη είναι σε εκκρεμότητα σήμερα, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Ο τότε υπουργός εσωτερικών και νυν Πρόεδρος της Βουλής Βούτσης, στην ερώτηση ΧΑ βουλευτή σχετικά με τον Πελετίδη: «Εχει παραβεί τη διάταξη που αφορά κατάχρηση εξουσίας, τη διάταξη που αφορά παράβαση καθήκοντος και τη διάταξη που αφορά τη συκοφαντική δυσφήμιση», είχε απαντήσει ανοιχτά «Εάν υφίσταται ζήτημα παράβασης καθήκοντος, υπάρχει το ζήτημα των πειθαρχικών ποινών, τις οποίες ο ελεγκτής νομιμότητας επιβάλλει, κ.λπ. Υπάρχει ένα ολόκληρο πλαίσιο στο οποίο θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί ως προς αυτό το ζήτημα. Σας το λέω ευθέως, παρότι δεν συμφωνώ – διαφωνώ – με την πολιτική θέση αυτού του δημάρχου. Παρότι – σας επαναλαμβάνω – διαφωνώ [...]»
Η δίκη είναι σε εκκρεμότητα σήμερα, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Τι να πούμε, ασφαλώς και για τη δίκη Ρουπακιά... με τις κωλυσιεργίες και όλα τα υπόλοιπα...
Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα που μου έρχονται πρόχειρα, υπάρχουν πλήθος άλλα. Και δε γίνεται να μη συμβαίνουν.
Ο φασισμός είναι το άλλο χέρι του καπιταλισμού και κανένα αστικό κόμμα δεν πρόκειται ποτέ να τον εμποδίσει εμπράκτως, όσο «αριστερό» ή «δημοκρατικό» κι αν αυτοπροσδιοορίζεται.
Ας Δούμε το ρόλο των τότε νεο"αριστερών" και την επιθυμία των καπιταλιστών να δώσουν την εξουσία στον Χίτλερ, για να μην ξαναζήσει όσα έζησε η ανθρωπότητα:
Απ' την Ιστορία της Σοσιαλδημοκρατίας στη Γερμανία:
Σεπτ 2012 απ' τον Οδηγητή
(..)
Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι σε περιόδους καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης πολλαπλασιάζονται τα ιδεολογήματα που επιχειρούν να συσκοτίσουν τις αιτίες της κρίσης και τους τρόπους διεξόδου από αυτή, να αποπροσανατολίσουν συνειδήσεις που αντικειμενικά βρίσκονται σε αναβρασμό λόγω της όξυνσης της επίθεσης του κεφαλαίου.
Στόχος τους να εμποδίσουν τη ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών μαζών, να αποτρέψουν τη συνάντησή τους με την πρόταση του ΚΚΕ.
Έτσι, λένε, καταλύθηκε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης και επικράτησε ο φασισμός. Αντικαταστάθηκε μια μορφή διακυβέρνησης της δικτατορίας των μονοπωλίων με μία άλλη.
Ας δούμε όμως, πως εξελίχθηκαν τα ιστορικά γεγονότα:
Όσο κι αν η αστική ιστοριογραφία πασχίζει να πείσει ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, που εγκαθιδρύθηκε στη Γερμανία με την κατάργηση της μοναρχίας και με την υιοθέτηση δημοκρατικού συντάγματος από την Γερμανική Εθνοσυνέλευση, στην πόλη Βαϊμάρη της Θουριγγίας (28/2/1919) αποτελεί κατάκτηση του λαού που επαναστάτησε το Νοέμβρη του 1918, η εγκαθίδρυσή της, “ο βίος και η πολιτεία της” δείχνουν ξεκάθαρα ότι αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας πρόσκαιρος συμβιβασμός των μεγαλοκαπιταλιστών, που εξασφάλισε την εξουσία τους από τον “εχθρό λαό”.
Η γερμανική προλεταριακή επανάσταση (3 Νοέμβρη 1918 – Γενάρη 1919, στη Βαυαρία έως τον Απρίλη του ίδιου έτους) έχοντας ως υπόβαθρο, όπως και η Οκτωβριανή της Ρωσίας του 1917, τη μαζική εξαθλίωση που επέφερε για τις λαϊκές μάζες ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, παρουσίασε κοινά χαρακτηριστικά με εκείνη, όπως για παράδειγμα τα επαναστατικά συμβούλια εργατών και ναυτών. Η μεγάλη ποιοτική διαφορά ήταν το γεγονός ότι στη Γερμανία απουσίαζε το μαζικό και ταξικά συνεπές κόμμα του προλεταριάτου, το κομμουνιστικό (οι πρωτοπόροι επαναστάτες της ομάδας «Σπάρτακος» προχώρησαν στη δημιουργία τέτοιου κόμματος στο απόγειο της επανάστασης).
Παρ’ όλα αυτά, η δράση του προλεταριάτου, με αρχικούς στόχους που ξεπερνούσαν τα καπιταλιστικά πλαίσια κλόνισε σοβαρά την εξουσία της ηττημένης στον πόλεμο γερμανικής αστικής τάξης.
Αν και η δράση των επαναστατημένων μαζών συνέδεε τον αγώνα με τη διεκδίκηση της προλεταριακής εξουσίας, η ελλιπής αντίληψη που είχαν για το Σοσιαλισμό και για το δρόμο που οδηγεί σε αυτόν (στρατηγική), καθώς και οι αυταπάτες που διατηρούσαν ως προς το χαρακτήρα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (το κόμμα που με το ξέσπασμα του πολέμου ηγεμόνευσε στο χώρο του σοσιαλσοβινισμού) υποχρεωτικά οδηγούσε στο συμβιβασμό με τους αστούς, στην καλλιέργεια κοινοβουλευτικών αυταπατών και στον περιορισμό σε αστικές μεταρρυθμίσεις.
Η συντακτική εθνοσυνέλευση που εκλέχτηκε το Γενάρη του 1919 και η υιοθέτηση του Συντάγματος της Βαϊμάρης (4-28 Φλεβάρη) αντικατόπτριζαν την εδραίωση ξανά της εξουσίας των αστών, που σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, δε χρειάζονταν πλέον να τη μοιράζονται και με τον αυτοκράτορα (Κάιζερ).
Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, σε σύγκριση με το προηγούμενο του Βίσμαρκ (1871) εμπεριείχε πιο προωθημένες διατάξεις (όπως η γενίκευση του δικαιώματος ψήφου σε όλους τους “πολίτες” άνω των 20 ετών, η δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων, κλπ), που απλά απέβλεπαν στην πρόσδεση του λαού στα συμφέροντα των καπιταλιστών.
Για την αποφυγή οποιασδήποτε “παρεξήγησης” επ’ αυτού, το άρθρο 48 του Συντάγματος έδινε στον Πρόεδρο της χώρας τη δυνατότητα (αναδεικνυόταν με άμεση ψηφοφορία από το λαό) να αναστέλλει όλες τις συνταγματικές ελευθερίες και να διατάσσει την επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων, στην περίπτωση «που παρεμποδίζεται σημαντικά ή απειλείται η δημόσια ασφάλεια και τάξη» (αντίστοιχες διατάξεις έχουν όλα τα αστικά συντάγματα.)
Το εν λόγω άρθρο αξιοποιήθηκε κατά κόρον την περίοδο 1919 – 1933 για την καταστολή εργατικών απεργιακών αγώνων, για τη διάλυση συνταγματικά εκλεγμένων κυβερνήσεων των κρατιδίων όταν αυτές δεν ταίριαζαν απόλυτα με τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης, για την “εν ψυχρώ” προώθηση των πιο αντιδραστικών απαιτήσεων των μεγαλοβιομηχάνων, για την αναστολή της κοινοβουλευτικής δράσης και στο τέλος, ως κατώφλι για το πέρασμα στην ανοιχτή φασιστική δικτατορία των εθνικοσοσιαλιστών.
Ταυτόχρονα, έπεφτε και η επιρροή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Οι εργάτες έδειχναν ολοένα και πιο μεγάλη δυσαρέσκεια, γιατί οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας που ήταν στην κυβέρνηση ψήφιζαν έκτακτα διατάγματα και αντιδραστικά μέτρα ενάντια στα εργασιακά και άλλα δικαιώματα.
Μήπως τηρουμένων των αναλογιών σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχουν παρόμοια φαινόμενα;
Αδυναμία διαχείρισης της οικονομικής κρίσης έτσι που να χειραγωγούν το λαό, πτώση της επιρροής των αστικών κομμάτων;
Το φασιστικό κόμμα του Χίτλερ, που αυτοονομαζόταν Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, ανέπτυξε μια πλατιά αδίσταχτη δημαγωγία.
Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα που μου έρχονται πρόχειρα, υπάρχουν πλήθος άλλα. Και δε γίνεται να μη συμβαίνουν.
Ο φασισμός είναι το άλλο χέρι του καπιταλισμού και κανένα αστικό κόμμα δεν πρόκειται ποτέ να τον εμποδίσει εμπράκτως, όσο «αριστερό» ή «δημοκρατικό» κι αν αυτοπροσδιοορίζεται.
Ας Δούμε το ρόλο των τότε νεο"αριστερών" και την επιθυμία των καπιταλιστών να δώσουν την εξουσία στον Χίτλερ, για να μην ξαναζήσει όσα έζησε η ανθρωπότητα:
Απ' την Ιστορία της Σοσιαλδημοκρατίας στη Γερμανία:
Σεπτ 2012 απ' τον Οδηγητή
(..)
Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι σε περιόδους καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης πολλαπλασιάζονται τα ιδεολογήματα που επιχειρούν να συσκοτίσουν τις αιτίες της κρίσης και τους τρόπους διεξόδου από αυτή, να αποπροσανατολίσουν συνειδήσεις που αντικειμενικά βρίσκονται σε αναβρασμό λόγω της όξυνσης της επίθεσης του κεφαλαίου.
Στόχος τους να εμποδίσουν τη ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών μαζών, να αποτρέψουν τη συνάντησή τους με την πρόταση του ΚΚΕ.
Ας δούμε την περιβόητη “Δημοκρατία της Βαϊμάρης”:
Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1919
Στις 28 Φλεβάρη 1933, ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης του Χίτλερ, ο πρόεδρος της Γερμανίας Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόντουσαν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων. Έτσι, λένε, καταλύθηκε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης και επικράτησε ο φασισμός. Αντικαταστάθηκε μια μορφή διακυβέρνησης της δικτατορίας των μονοπωλίων με μία άλλη.
Ας δούμε όμως, πως εξελίχθηκαν τα ιστορικά γεγονότα:
Όσο κι αν η αστική ιστοριογραφία πασχίζει να πείσει ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, που εγκαθιδρύθηκε στη Γερμανία με την κατάργηση της μοναρχίας και με την υιοθέτηση δημοκρατικού συντάγματος από την Γερμανική Εθνοσυνέλευση, στην πόλη Βαϊμάρη της Θουριγγίας (28/2/1919) αποτελεί κατάκτηση του λαού που επαναστάτησε το Νοέμβρη του 1918, η εγκαθίδρυσή της, “ο βίος και η πολιτεία της” δείχνουν ξεκάθαρα ότι αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας πρόσκαιρος συμβιβασμός των μεγαλοκαπιταλιστών, που εξασφάλισε την εξουσία τους από τον “εχθρό λαό”.
Η γερμανική προλεταριακή επανάσταση (3 Νοέμβρη 1918 – Γενάρη 1919, στη Βαυαρία έως τον Απρίλη του ίδιου έτους) έχοντας ως υπόβαθρο, όπως και η Οκτωβριανή της Ρωσίας του 1917, τη μαζική εξαθλίωση που επέφερε για τις λαϊκές μάζες ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, παρουσίασε κοινά χαρακτηριστικά με εκείνη, όπως για παράδειγμα τα επαναστατικά συμβούλια εργατών και ναυτών. Η μεγάλη ποιοτική διαφορά ήταν το γεγονός ότι στη Γερμανία απουσίαζε το μαζικό και ταξικά συνεπές κόμμα του προλεταριάτου, το κομμουνιστικό (οι πρωτοπόροι επαναστάτες της ομάδας «Σπάρτακος» προχώρησαν στη δημιουργία τέτοιου κόμματος στο απόγειο της επανάστασης).
Παρ’ όλα αυτά, η δράση του προλεταριάτου, με αρχικούς στόχους που ξεπερνούσαν τα καπιταλιστικά πλαίσια κλόνισε σοβαρά την εξουσία της ηττημένης στον πόλεμο γερμανικής αστικής τάξης.
Αν και η δράση των επαναστατημένων μαζών συνέδεε τον αγώνα με τη διεκδίκηση της προλεταριακής εξουσίας, η ελλιπής αντίληψη που είχαν για το Σοσιαλισμό και για το δρόμο που οδηγεί σε αυτόν (στρατηγική), καθώς και οι αυταπάτες που διατηρούσαν ως προς το χαρακτήρα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (το κόμμα που με το ξέσπασμα του πολέμου ηγεμόνευσε στο χώρο του σοσιαλσοβινισμού) υποχρεωτικά οδηγούσε στο συμβιβασμό με τους αστούς, στην καλλιέργεια κοινοβουλευτικών αυταπατών και στον περιορισμό σε αστικές μεταρρυθμίσεις.
Η συντακτική εθνοσυνέλευση που εκλέχτηκε το Γενάρη του 1919 και η υιοθέτηση του Συντάγματος της Βαϊμάρης (4-28 Φλεβάρη) αντικατόπτριζαν την εδραίωση ξανά της εξουσίας των αστών, που σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, δε χρειάζονταν πλέον να τη μοιράζονται και με τον αυτοκράτορα (Κάιζερ).
Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, σε σύγκριση με το προηγούμενο του Βίσμαρκ (1871) εμπεριείχε πιο προωθημένες διατάξεις (όπως η γενίκευση του δικαιώματος ψήφου σε όλους τους “πολίτες” άνω των 20 ετών, η δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων, κλπ), που απλά απέβλεπαν στην πρόσδεση του λαού στα συμφέροντα των καπιταλιστών.
Για την αποφυγή οποιασδήποτε “παρεξήγησης” επ’ αυτού, το άρθρο 48 του Συντάγματος έδινε στον Πρόεδρο της χώρας τη δυνατότητα (αναδεικνυόταν με άμεση ψηφοφορία από το λαό) να αναστέλλει όλες τις συνταγματικές ελευθερίες και να διατάσσει την επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων, στην περίπτωση «που παρεμποδίζεται σημαντικά ή απειλείται η δημόσια ασφάλεια και τάξη» (αντίστοιχες διατάξεις έχουν όλα τα αστικά συντάγματα.)
Το εν λόγω άρθρο αξιοποιήθηκε κατά κόρον την περίοδο 1919 – 1933 για την καταστολή εργατικών απεργιακών αγώνων, για τη διάλυση συνταγματικά εκλεγμένων κυβερνήσεων των κρατιδίων όταν αυτές δεν ταίριαζαν απόλυτα με τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης, για την “εν ψυχρώ” προώθηση των πιο αντιδραστικών απαιτήσεων των μεγαλοβιομηχάνων, για την αναστολή της κοινοβουλευτικής δράσης και στο τέλος, ως κατώφλι για το πέρασμα στην ανοιχτή φασιστική δικτατορία των εθνικοσοσιαλιστών.
Η άνοδος του ναζισμού
Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης 1929 – 1933, οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων στη Γερμανία είχαν να αντιμετωπίσουν την ανάπτυξη του αντικαπιταλιστικού κινήματος και το δυνάμωμα της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος, αυτός ήταν ο αντίπαλός τους, αυτό φοβούνταν. Η ανησυχία τους μεγάλωνε γιατί το κύρος των παλαιών αστικών κομμάτων -του γερμανικού Λαϊκού, του γερμανικού Δημοκρατικού, του βαυαρικού Λαϊκού και άλλων- έπεφτε συνεχώς στις εργατικές συνειδήσεις. Ταυτόχρονα, έπεφτε και η επιρροή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Οι εργάτες έδειχναν ολοένα και πιο μεγάλη δυσαρέσκεια, γιατί οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας που ήταν στην κυβέρνηση ψήφιζαν έκτακτα διατάγματα και αντιδραστικά μέτρα ενάντια στα εργασιακά και άλλα δικαιώματα.
Μήπως τηρουμένων των αναλογιών σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχουν παρόμοια φαινόμενα;
Αδυναμία διαχείρισης της οικονομικής κρίσης έτσι που να χειραγωγούν το λαό, πτώση της επιρροής των αστικών κομμάτων;
Το φασιστικό κόμμα του Χίτλερ, που αυτοονομαζόταν Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, ανέπτυξε μια πλατιά αδίσταχτη δημαγωγία.
Οι Γερμανοί φασίστες δήλωναν πως όλα τα δεινά των εργαζομένων της Γερμανίας τα προκαλούσε η Συνθήκη των Βερσαλιών (συνθήκη που υπογράφηκε με βαρείς όρους για τη Γερμανία μετά την ήττα της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και υπόσχονταν μόλις πάρουν την εξουσία να καταργήσουν αμέσως τη Συνθήκη των Βερσαλιών και τους περιορισμούς που σχετίζονταν με τους εξοπλισμούς, να αγωνιστούν για να ξαναπάρει η Γερμανία τα εδάφη που είχε χάσει ύστερα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο του 1914-1918 και να αποκτήσει καινούργια εδάφη.
Στους ανέργους υπόσχονταν εργασία και αύξηση των βοηθημάτων, στους εργάτες μεγαλύτερα μεροκάματα και καλυτέρευση των όρων εργασίας, στους μικροαγρότες την κατάργηση των ενοικίων για τη γη, των χρεών και τη χορήγηση επιχορηγήσεων, στους μικρεμπόρους και στους επαγγελματοβιοτέχνες μείωση των φόρων και χορήγηση πιστώσεων με χαμηλό τόκο, στους πληγέντες από τον πληθωρισμό οικονομική αποζημίωση, στους πρώην αξιωματικούς τη δημιουργία καινούργιου στρατού και την εφαρμογή της ρεβανσιστικής ιδέας.
Έτσι στις εκλογές για το Ράιχσταγκ το Μάη του 1928, το κόμμα του Χίτλερ συγκέντρωσε μόλις το 2,6% των ψήφων, αλλά δύο χρόνια αργότερα, στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930 τα ποσοστά του εκτοξεύονται στο 18,3%, συγκεντρώνοντας 6,4 εκατ. ψήφους, και 107 βουλευτές με επικεφαλής τον Γκέρινγκ.
Τα παλαιά αστικά κόμματα και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχασαν πολλές ψήφους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα συγκέντρωσε 4.590.000 ψήφους.
Τα αποτελέσματα των εκλογών από το ένα μέρος έδειχναν τη συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα και από το άλλο τη συνένωση των αντιδραστικών στοιχείων γύρω από το φασιστικό κόμμα.
Στις 27 Γενάρη του 1932 σε μυστική συγκέντρωση που έγινε στο Ντίσελντορφ με τη συμμετοχή τριακοσίων εκπροσώπων των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, ο Χίτλερ ανέπτυξε το πρόγραμμα του φασιστικού κόμματος και υποσχέθηκε «να ξεριζώσει το μαρξισμό στη Γερμανία». Οι μονοπωλιακοί κύκλοι δυνάμωσαν την υποστήριξη και τη χρηματοδότηση των χιτλερικών.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αγωνιζόταν δραστήρια ενάντια στο φασισμό, επιδιώκοντας το σχηματισμό ενιαίου εργατικού μετώπου. Τόνιζε πως ο φασισμός θα φέρει στο λαό τεράστια δεινά και θα οδηγήσει σε πόλεμο και στην εθνική καταστροφή.
Το Μάρτη του 1932 έγιναν προεδρικές εκλογές. Υποψήφιος προτάθηκε πάλι ο Χίντενμπουργκ. Οι σοσιαλδημοκράτες τον υποστήριξαν, δηλώνοντας πως η εκλογή του Χίντενμπουργκ θα σώσει τάχα τη χώρα από το φασισμό. Οι φασίστες είχαν υποψήφιο τον Χίτλερ και το γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα τον Ντίστερμπεργκ. Υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ο Ερνστ Τέλμαν. Επειδή κανένας υποψήφιος δε συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία, στις 10 Απρίλη έγιναν πάλι εκλογές. Εκλέχτηκε ο υποστηριζόμενος από τη σοσιαλδημοκρατία Χίντενμπουργκ.
Με πρόταση του Χίντενμπουργκ στις 30 Μάη η κυβέρνηση του Μπρούνιγκ παραιτήθηκε. Την καινούργια κυβέρνηση σχημάτισε ο Φραντς φον Πάπεν, που αύξησε πρώτα-πρώτα τη φορολογία και ψαλίδισε τα κονδύλια για τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Ταυτόχρονα, οι μεγιστάνες της βιομηχανίας και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες επιχορηγήθηκαν με εκατομμύρια μάρκα.
Τον Ιούλη του 1932 η κυβέρνηση του φον Πάπεν διέλυσε το Ράιχσταγκ και κατάργησε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, έβαλε το ζήτημα να κηρυχθεί γενική απεργία διαμαρτυρίας. Οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών πολέμησαν την πρόταση των κομμουνιστών και τους κατηγόρησαν για “πρόκληση”. Οι σοσιαλδημοκράτες εναντιώνονταν με όλα τα μέσα σε κάθε πρωτοβουλία και δράση των μαζών.
Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας απέτρεπαν τους εργάτες από τις απεργίες, έριξαν μάλιστα και το σύνθημα: «Στις συνθήκες της κρίσης είναι εγκληματικό να διεξάγονται απεργίες, γιατί αυτό οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής».
Υποστηρίζοντας τα αντιδραστικά αντεργατικά μέτρα των αστικών κυβερνήσεων, δήλωναν ότι αυτό πρέπει να γίνει εν ονόματι του “μικρότερου κακού”, δηλαδή για να αποτραπεί ο φασισμός ή ο “ριζοσπαστισμός από τα αριστερά”.
Να που και εδώ γίνεται η προπαγάνδα περί “άκρων” που είναι επικίνδυνα. Αλλά μήπως και σήμερα η αστική προπαγάνδα στην Ελλάδα δεν προβάλλει το ίδιο επιχείρημα ότι σε συνθήκες κρίσης οι απεργίες, οι εργατικοί αγώνες υπονομεύουν την οικονομία;
Μήπως τα μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι, που γδέρνουν το λαό τσακίζοντας μισθούς, συντάξεις, παροχές Υγείας, επιβάλλοντας φοροληστεία με τα χαράτσια, τη δραστική μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος, κάνοντας τη ζωή του λαού κόλαση, δε γίνονται για τη σωτηρία του κεφαλαίου από την κρίση;
Στις εκλογές για καινούργιο Ράιχσταγκ που έγιναν στις 31 Ιούλη 1932 το φασιστικό κόμμα πήρε 13,7 εκατ. ψήφους και έβγαλε 230 βουλευτές. Τα πιο πολλά από τα παλαιά αστικά κόμματα έχασαν δυνάμεις. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά την τρομοκρατία, συγκέντρωσε 5,3 εκατ. ψήφους και πήρε 89 έδρες και το σοσιαλδημοκρατικό 8 εκατ. περίπου ψήφους και 133 έδρες. Οι χιτλερικοί διεκδίκησαν να τους δοθεί η εξουσία.
Το Νοέμβρη του 1932 έγιναν καινούργιες βουλευτικές εκλογές, που έδειξαν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε αυξήσει ακόμη πιο πολύ την επιρροή του. Πήρε 6 εκατ. περίπου ψήφους. Το φασιστικό κόμμα είχε χάσει 2 εκατ. ψήφους και οι έδρες του από 230 περιορίστηκαν σε 196. Οι φασίστες έχασαν και στις εκλογές για τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης.
Η κυβέρνηση του Πάπεν δεν κατόρθωσε να εξασθενήσει το ταξικό εργατικό κίνημα και γι’ αυτό πολλοί εκπρόσωποι και ιδιοκτήτες των μονοπωλίων ήθελαν την άμεση εγκαθίδρυση φασιστικής δικτατορίας.
Και βεβαίως το δρομολόγησαν στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας που καθοριζόταν από το “Σύνταγμα της Βαϊμάρης”, που αναμασούν σαν παράδειγμα αστοί δημοσιολόγοι και πολιτικοί στην Ελλάδα, παραλληλίζοντας τους κινδύνους για τη δημοκρατία με το τέλος της Βαϊμάρης.
Μ’ αυτό το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήρθε στο “τέλος του”. Όχι το τέλος της αστικής εξουσίας αλλά μιας μορφής άσκησής της από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις.
Στις 17 Νοέμβρη 1932 ο Πάπεν παραιτήθηκε και καγκελάριος έγινε ο στρατηγός Σλάιχερ, που πραγματικά κατάργησε μερικά από τα έκτακτα αντιδραστικά διατάγματα του Πάπεν, αλλά δεν πέτυχε να εκτονώσει το εργατικό, λαϊκό κίνημα.
Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1933 στην Κολονία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων, Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ με τον Πάπεν, τον Χούγκεμπεργκ και τον Χίτλερ. Στη συνάντηση αυτή λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της παράδοσης της εξουσίας στον Χίτλερ.
Στις 30 Γενάρη του 1933 ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Ο Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος.
Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση του Χίτλερ στην κυβέρνηση, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος κάλεσε τους ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των συνδικαλιστικών οργανώσεων να κηρύξουν γενική απεργία με συνθήματα: «Όλοι στο πεζοδρόμιο!», «Να κλείσουν τα εργοστάσια!», «Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών να απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!».
Στους ανέργους υπόσχονταν εργασία και αύξηση των βοηθημάτων, στους εργάτες μεγαλύτερα μεροκάματα και καλυτέρευση των όρων εργασίας, στους μικροαγρότες την κατάργηση των ενοικίων για τη γη, των χρεών και τη χορήγηση επιχορηγήσεων, στους μικρεμπόρους και στους επαγγελματοβιοτέχνες μείωση των φόρων και χορήγηση πιστώσεων με χαμηλό τόκο, στους πληγέντες από τον πληθωρισμό οικονομική αποζημίωση, στους πρώην αξιωματικούς τη δημιουργία καινούργιου στρατού και την εφαρμογή της ρεβανσιστικής ιδέας.
Έτσι στις εκλογές για το Ράιχσταγκ το Μάη του 1928, το κόμμα του Χίτλερ συγκέντρωσε μόλις το 2,6% των ψήφων, αλλά δύο χρόνια αργότερα, στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930 τα ποσοστά του εκτοξεύονται στο 18,3%, συγκεντρώνοντας 6,4 εκατ. ψήφους, και 107 βουλευτές με επικεφαλής τον Γκέρινγκ.
Τα παλαιά αστικά κόμματα και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχασαν πολλές ψήφους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα συγκέντρωσε 4.590.000 ψήφους.
Τα αποτελέσματα των εκλογών από το ένα μέρος έδειχναν τη συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα και από το άλλο τη συνένωση των αντιδραστικών στοιχείων γύρω από το φασιστικό κόμμα.
Στις 27 Γενάρη του 1932 σε μυστική συγκέντρωση που έγινε στο Ντίσελντορφ με τη συμμετοχή τριακοσίων εκπροσώπων των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, ο Χίτλερ ανέπτυξε το πρόγραμμα του φασιστικού κόμματος και υποσχέθηκε «να ξεριζώσει το μαρξισμό στη Γερμανία». Οι μονοπωλιακοί κύκλοι δυνάμωσαν την υποστήριξη και τη χρηματοδότηση των χιτλερικών.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αγωνιζόταν δραστήρια ενάντια στο φασισμό, επιδιώκοντας το σχηματισμό ενιαίου εργατικού μετώπου. Τόνιζε πως ο φασισμός θα φέρει στο λαό τεράστια δεινά και θα οδηγήσει σε πόλεμο και στην εθνική καταστροφή.
Το Μάρτη του 1932 έγιναν προεδρικές εκλογές. Υποψήφιος προτάθηκε πάλι ο Χίντενμπουργκ. Οι σοσιαλδημοκράτες τον υποστήριξαν, δηλώνοντας πως η εκλογή του Χίντενμπουργκ θα σώσει τάχα τη χώρα από το φασισμό. Οι φασίστες είχαν υποψήφιο τον Χίτλερ και το γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα τον Ντίστερμπεργκ. Υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ο Ερνστ Τέλμαν. Επειδή κανένας υποψήφιος δε συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία, στις 10 Απρίλη έγιναν πάλι εκλογές. Εκλέχτηκε ο υποστηριζόμενος από τη σοσιαλδημοκρατία Χίντενμπουργκ.
Με πρόταση του Χίντενμπουργκ στις 30 Μάη η κυβέρνηση του Μπρούνιγκ παραιτήθηκε. Την καινούργια κυβέρνηση σχημάτισε ο Φραντς φον Πάπεν, που αύξησε πρώτα-πρώτα τη φορολογία και ψαλίδισε τα κονδύλια για τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Ταυτόχρονα, οι μεγιστάνες της βιομηχανίας και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες επιχορηγήθηκαν με εκατομμύρια μάρκα.
Τον Ιούλη του 1932 η κυβέρνηση του φον Πάπεν διέλυσε το Ράιχσταγκ και κατάργησε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, έβαλε το ζήτημα να κηρυχθεί γενική απεργία διαμαρτυρίας. Οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών πολέμησαν την πρόταση των κομμουνιστών και τους κατηγόρησαν για “πρόκληση”. Οι σοσιαλδημοκράτες εναντιώνονταν με όλα τα μέσα σε κάθε πρωτοβουλία και δράση των μαζών.
Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας απέτρεπαν τους εργάτες από τις απεργίες, έριξαν μάλιστα και το σύνθημα: «Στις συνθήκες της κρίσης είναι εγκληματικό να διεξάγονται απεργίες, γιατί αυτό οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής».
Υποστηρίζοντας τα αντιδραστικά αντεργατικά μέτρα των αστικών κυβερνήσεων, δήλωναν ότι αυτό πρέπει να γίνει εν ονόματι του “μικρότερου κακού”, δηλαδή για να αποτραπεί ο φασισμός ή ο “ριζοσπαστισμός από τα αριστερά”.
Να που και εδώ γίνεται η προπαγάνδα περί “άκρων” που είναι επικίνδυνα. Αλλά μήπως και σήμερα η αστική προπαγάνδα στην Ελλάδα δεν προβάλλει το ίδιο επιχείρημα ότι σε συνθήκες κρίσης οι απεργίες, οι εργατικοί αγώνες υπονομεύουν την οικονομία;
Μήπως τα μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι, που γδέρνουν το λαό τσακίζοντας μισθούς, συντάξεις, παροχές Υγείας, επιβάλλοντας φοροληστεία με τα χαράτσια, τη δραστική μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος, κάνοντας τη ζωή του λαού κόλαση, δε γίνονται για τη σωτηρία του κεφαλαίου από την κρίση;
Η επικράτηση του ναζιστικού κόμματος
Στις εκλογές για καινούργιο Ράιχσταγκ που έγιναν στις 31 Ιούλη 1932 το φασιστικό κόμμα πήρε 13,7 εκατ. ψήφους και έβγαλε 230 βουλευτές. Τα πιο πολλά από τα παλαιά αστικά κόμματα έχασαν δυνάμεις. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά την τρομοκρατία, συγκέντρωσε 5,3 εκατ. ψήφους και πήρε 89 έδρες και το σοσιαλδημοκρατικό 8 εκατ. περίπου ψήφους και 133 έδρες. Οι χιτλερικοί διεκδίκησαν να τους δοθεί η εξουσία.
Το Νοέμβρη του 1932 έγιναν καινούργιες βουλευτικές εκλογές, που έδειξαν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε αυξήσει ακόμη πιο πολύ την επιρροή του. Πήρε 6 εκατ. περίπου ψήφους. Το φασιστικό κόμμα είχε χάσει 2 εκατ. ψήφους και οι έδρες του από 230 περιορίστηκαν σε 196. Οι φασίστες έχασαν και στις εκλογές για τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης.
Η κυβέρνηση του Πάπεν δεν κατόρθωσε να εξασθενήσει το ταξικό εργατικό κίνημα και γι’ αυτό πολλοί εκπρόσωποι και ιδιοκτήτες των μονοπωλίων ήθελαν την άμεση εγκαθίδρυση φασιστικής δικτατορίας.
Και βεβαίως το δρομολόγησαν στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας που καθοριζόταν από το “Σύνταγμα της Βαϊμάρης”, που αναμασούν σαν παράδειγμα αστοί δημοσιολόγοι και πολιτικοί στην Ελλάδα, παραλληλίζοντας τους κινδύνους για τη δημοκρατία με το τέλος της Βαϊμάρης.
Μ’ αυτό το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήρθε στο “τέλος του”. Όχι το τέλος της αστικής εξουσίας αλλά μιας μορφής άσκησής της από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις.
Στις 17 Νοέμβρη 1932 ο Πάπεν παραιτήθηκε και καγκελάριος έγινε ο στρατηγός Σλάιχερ, που πραγματικά κατάργησε μερικά από τα έκτακτα αντιδραστικά διατάγματα του Πάπεν, αλλά δεν πέτυχε να εκτονώσει το εργατικό, λαϊκό κίνημα.
Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1933 στην Κολονία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων, Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ με τον Πάπεν, τον Χούγκεμπεργκ και τον Χίτλερ. Στη συνάντηση αυτή λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της παράδοσης της εξουσίας στον Χίτλερ.
Στις 30 Γενάρη του 1933 ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Ο Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος.
Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση του Χίτλερ στην κυβέρνηση, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος κάλεσε τους ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των συνδικαλιστικών οργανώσεων να κηρύξουν γενική απεργία με συνθήματα: «Όλοι στο πεζοδρόμιο!», «Να κλείσουν τα εργοστάσια!», «Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών να απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!».
Στην πρόταση αυτή οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας προπαγάνδιζαν ότι ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία νόμιμα.
Ο Χίτλερ, μόλις έγινε καγκελάριος, σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου όπου πήραν μέρος ο Πάπεν, ο Νόιρατ (Neurath), ο Φρικ και ο Γκέρινγκ, πρότεινε να χτυπηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ο Χίτλερ, μόλις έγινε καγκελάριος, σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου όπου πήραν μέρος ο Πάπεν, ο Νόιρατ (Neurath), ο Φρικ και ο Γκέρινγκ, πρότεινε να χτυπηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ο Χίτλερ δήλωσε: «Μπορούμε, αφού συντρίψουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα, να περιορίσουμε τον αριθμό των ψήφων του στο Ράιχσταγκ και έτσι να πάρουμε εκεί την πλειοψηφία».
Για να συντρίψουν το Κομμουνιστικό Κόμμα οι φασίστες οργάνωσαν μια τεράστια προβοκάτσια: Τη νύχτα προς τις 27 Φλεβάρη έβαλαν φωτιά στο κτίριο του Ράιχσταγκ και κατηγόρησαν γι’ αυτό τους κομμουνιστές.
Κύριος οργανωτής αυτής της πρόκλησης ήταν ο Γκέρινγκ. Αργότερα το ομολόγησε ο ίδιος μπροστά σε ένα στενό κύκλο συνεργατών του Χίτλερ. «Ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει πραγματικά το Ράιχσταγκ», είπε ο Γκέρινγκ, «είμαι εγώ, γιατί εγώ έβαλα φωτιά σ’ αυτό».
Οι χιτλερικοί, χρησιμοποιώντας τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ σαν πρόσχημα, έκαναν μαζικές συλλήψεις αντιφασιστών με βάση καταλόγους που ήταν έτοιμοι από πριν. Περισσότερα από 10 χιλιάδες άτομα ρίχτηκαν στις φυλακές. Στις 28 Φλεβάρη, ύστερα από πρόταση της χιτλερικής κυβέρνησης, ο Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόντουσαν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Στις εκλογές του Μάρτη του 1933, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ πήρε το 43,9% των ψήφων και την πλειοψηφία στη Βουλή.
Ολόκληρη αυτή η περίοδος δηλαδή αποδεικνύει ότι η αστική τάξη, με τη σημαντική βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας ανέδειξε τον Χίτλερ στην εξουσία.
Για να συντρίψουν το Κομμουνιστικό Κόμμα οι φασίστες οργάνωσαν μια τεράστια προβοκάτσια: Τη νύχτα προς τις 27 Φλεβάρη έβαλαν φωτιά στο κτίριο του Ράιχσταγκ και κατηγόρησαν γι’ αυτό τους κομμουνιστές.
Κύριος οργανωτής αυτής της πρόκλησης ήταν ο Γκέρινγκ. Αργότερα το ομολόγησε ο ίδιος μπροστά σε ένα στενό κύκλο συνεργατών του Χίτλερ. «Ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει πραγματικά το Ράιχσταγκ», είπε ο Γκέρινγκ, «είμαι εγώ, γιατί εγώ έβαλα φωτιά σ’ αυτό».
Οι χιτλερικοί, χρησιμοποιώντας τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ σαν πρόσχημα, έκαναν μαζικές συλλήψεις αντιφασιστών με βάση καταλόγους που ήταν έτοιμοι από πριν. Περισσότερα από 10 χιλιάδες άτομα ρίχτηκαν στις φυλακές. Στις 28 Φλεβάρη, ύστερα από πρόταση της χιτλερικής κυβέρνησης, ο Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόντουσαν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Στις εκλογές του Μάρτη του 1933, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ πήρε το 43,9% των ψήφων και την πλειοψηφία στη Βουλή.
Ολόκληρη αυτή η περίοδος δηλαδή αποδεικνύει ότι η αστική τάξη, με τη σημαντική βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας ανέδειξε τον Χίτλερ στην εξουσία.
Από την αντίθετη μεριά της ταξικής διαχωριστικής γραμμής, το ΚΚ Γερμανίας έδωσε έναν ηρωικό αγώνα πριν και μετά την επικράτηση του ναζισμού. Εκατοντάδες μέλη και στελέχη του δολοφονήθηκαν στους δρόμους από τους φασίστες και τις αστικές δυνάμεις καταστολής, δεκάδες χιλιάδες κλείστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και βασανίστηκαν.
Οι κομμουνιστές ήταν οι μόνοι που αντιστάθηκαν πραγματικά ως συγκροτημένη πολιτική δύναμη στην άνοδο του ναζισμού. Συγκρούστηκαν και ένοπλα μαζί του πριν κυριαρχήσει. Συνέχισαν την αντίσταση μέχρι το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, με κάθε μορφή ακόμη και με τη συμμετοχή τους στα αντιστασιακά κινήματα των κατεχόμενων από τους ναζί χωρών.
Αντικομμουνισμός και προπαγάνδα περί “άκρων” για να χτυπήσουν το κίνημα
Η αστική προπαγάνδα για τη Βαϊμάρη στοχεύει να υπονομεύσει, να χτυπήσει το ταξικό εργατικό κίνημα, χειραγωγώντας το λαό στην αστική πολιτική.
Μετά την ανατροπή του Σοσιαλισμού στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης το 1989-1991 και την προσωρινή νίκη της αντεπανάστασης, η αστική τάξη με περισσότερη ορμή εξαπολύει τον αντικομμουνισμό, τη συκοφαντία, τη διαστρέβλωση της ιστορίας. Με το ιδεολόγημα περί “ολοκληρωτικών καθεστώτων” προωθούν την εξίσωση του φασισμού με τον κομμουνισμό.
Αποσπούν το φασισμό από τη μήτρα που τον γέννησε δηλαδή τον ίδιο τον καπιταλισμό στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο.
Λένε ότι τον φασιστικό άξονα, που εξαπέλυσε πρώτος τον πόλεμο, τον νίκησε η “δημοκρατία”. Αλλά αυτές οι δήθεν δημοκρατικές δυνάμεις, που λένε ότι νίκησαν το φασισμό, αυτές ήταν που επίσης συνέβαλαν τα μέγιστα στην άνοδο του Χίτλερ στην κυβέρνηση της Γερμανίας και στην ενίσχυσή του.
Έπαιξαν σημαντικό ρόλο τα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Αγγλίας και οι κυβερνήσεις τους. Οι τράπεζες και τα άλλα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Αγγλίας επένδυσαν δισεκατομμύρια δολάρια στην ανόρθωση του δυναμικού της πολεμικής βιομηχανίας της Γερμανίας, έχοντας υπόψη να χρησιμοποιήσουν τη χώρα αυτή στον αγώνα εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης.
Οι μεγάλοι Αμερικανοί ιδιοκτήτες μονοπωλίων, όπως ο Μόργκαν, ο Ντιπόν, ο Ροκφέλερ και άλλοι, αρκετά χρόνια ενίσχυαν το χιτλερικό κόμμα.
ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία υπολόγιζαν ότι θα πετύχαιναν να στρέψουν τον Χίτλερ κατά της ΕΣΣΔ, ώστε και η σοβιετική εξουσία να ανατραπεί και η αποδυναμωμένη Γερμανία να υποχρεωθεί να δεχτεί τους δικούς τους όρους μετά το τέλος του πολέμου στο μοίρασμα της λείας, έτσι ώστε να βγουν κερδισμένα τα δικά τους μονοπώλια και χαμένα τα γερμανικά.
Μετά απ’ όλ’ αυτά γίνονται κατανοητά τόσο η θεωρία της “Δημοκρατίας της Βαϊμάρης” και η στόχευσή της, όσο και το υπόβαθρο που εκκολάπτει και ενισχύει μορφώματα σαν τη “Χρυσή Αυγή”.
Στόχος τους είναι, το εργατικό λαϊκό κίνημα, το χτύπημα της αντικαπιταλιστικής πάλης.
Είναι υποκρισία η δήθεν καταδίκη των φασιστικών μορφωμάτων από τους αστούς.
Είναι δημιουργήματά τους ακριβώς ως ένας ακόμη μοχλός καταστολής, λειτουργούν ως προστάτες των καπιταλιστών και της ιδιοκτησίας τους.
Εχθρός τους επομένως είναι η εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ αξιοποιούνται τόσο από το αστικό κράτος όσο και από τους μεγαλοεπιχειρηματίες ως οι αδίσταχτοι μοχλοί καταστολής του εργατικού κινήματος και των κομμουνιστών, με ιδεολογία το αντικομμουνιστικό μίσος.
Ριζοσπάστης, Σάββατο 16 Ιούνη 2012 (Ένθετη Έκδοση)
Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τ. 3.2012, “Ο αστικός χαρακτήρας των εθνικιστικών δυνάμεων”
Μόνιμος σύνδεσμος
από οδηγητή
ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία υπολόγιζαν ότι θα πετύχαιναν να στρέψουν τον Χίτλερ κατά της ΕΣΣΔ, ώστε και η σοβιετική εξουσία να ανατραπεί και η αποδυναμωμένη Γερμανία να υποχρεωθεί να δεχτεί τους δικούς τους όρους μετά το τέλος του πολέμου στο μοίρασμα της λείας, έτσι ώστε να βγουν κερδισμένα τα δικά τους μονοπώλια και χαμένα τα γερμανικά.
Μετά απ’ όλ’ αυτά γίνονται κατανοητά τόσο η θεωρία της “Δημοκρατίας της Βαϊμάρης” και η στόχευσή της, όσο και το υπόβαθρο που εκκολάπτει και ενισχύει μορφώματα σαν τη “Χρυσή Αυγή”.
Στόχος τους είναι, το εργατικό λαϊκό κίνημα, το χτύπημα της αντικαπιταλιστικής πάλης.
Είναι υποκρισία η δήθεν καταδίκη των φασιστικών μορφωμάτων από τους αστούς.
Είναι δημιουργήματά τους ακριβώς ως ένας ακόμη μοχλός καταστολής, λειτουργούν ως προστάτες των καπιταλιστών και της ιδιοκτησίας τους.
Εχθρός τους επομένως είναι η εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ αξιοποιούνται τόσο από το αστικό κράτος όσο και από τους μεγαλοεπιχειρηματίες ως οι αδίσταχτοι μοχλοί καταστολής του εργατικού κινήματος και των κομμουνιστών, με ιδεολογία το αντικομμουνιστικό μίσος.
«Η ιστορική πείρα (μαζί και αυτή της Δημοκρατίας της Βαιμάρης) φανερώνει ότι η αστική τάξη διαθέτει την ευλυγισία και την πονηριά, προκειμένου να επιλέγει κάθε φορά την αναγκαία εκείνη μορφή της κρατικής εξουσίας (κοινοβουλευτική δημοκρατία, φασισμό κλπ) και τις αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις που θα είναι πιο αποτελεσματικές στην υπεράσπιση των συμφερόντων της και της δικτατορίας του κεφαλαίου. Εναπόκειται στην εργατική τάξη και την πρωτοπορία της, το Κομμουνιστικό Κόμμα, να χαλάσουν τους παραπέρα σχεδιασμούς του κεφαλαίου. Χρειάζεται να αποκαλύπτουν ότι η αντίδραση «σε όλη τη γραμμή» αποτελεί νομοτελειακό συνοδοιπόρο του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο, ότι μοναδικός σίγουρος τρόπος για τη συντριβή της δεν αποτελεί η υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας, αλλά το επαναστατικό τσάκισμα του αστικού κράτους συνολικά και το στέριωμα της προλεταριακής δικτατορίας.» (ΚΟΜΕΠ Τεύχος 3/2012)Ψαξ” το παραπάνω:
Ριζοσπάστης, Σάββατο 16 Ιούνη 2012 (Ένθετη Έκδοση)
Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τ. 3.2012, “Ο αστικός χαρακτήρας των εθνικιστικών δυνάμεων”
Μόνιμος σύνδεσμος
από οδηγητή