Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η ηγεσία της Εκκλησίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η ηγεσία της Εκκλησίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Μαρτίου, 2017

Τρεις μύθοι για την 25η Μαρτίου 1821

"Σε λίγο συμπληρώνονται 200 χρόνια από την Επανάσταση κι ακόμη τα παιδιά μας τα κανοναρχούν πως το ’21 δεν ήταν μια εξέγερση με πρωταγωνιστή το λαό αλλά θέλημα Θεού που όρισε ένα δεσπότη τον Γερμανό να κηρύξει την Επανάσταση σε ένα τόπο της Εκκλησίας (το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας) σε μια σημαδιακή μέρα, του Ευαγγελισμού της Παναγίας για να δέσει και το παραμύθι της υπερμάχου στρατηγού στους «αγώνας του Έθνους»…"

Στην υπηρεσία του ευνουχισμού της εξέγερσης του 1821 και της διαστρέβλωσης του αληθινού περιεχόμενού της


Στην αστική ιστοριογραφία η 25η Μαρτίου, ημέρα που η ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, έχει καταγραφεί ως ημερομηνία έναρξης της Επανάστασης του 1821.  
Σύμφωνα με της άποψη της επίσημης «ιστορίας» η έναρξη της εξέγερσης σηματοδοτήθηκε από «την ύψωση της σημαίας της Επανάστασης» στην Αγία Λαύρα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Πρόκειται για ένα ακόμη ιστορικό ψέμα της επίσημης κρατικής ιστοριογραφίας αφού όλοι ακόμη και οι «κρατικοί» ιστορικοί δέχονται ότι η Επανάσταση άρχισε νωρίτερα.

Η κυρίαρχη τάξη μετά την Επανάσταση όρισε, αυθαίρετα, αυτή τη σύνδεση της έναρξης της εξέγερσης με μια από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές γιορτές με ισχυρό συμβολισμό για τους πιστούς («Ο αρχάγγελος Γαβριήλ ευηγγελίσθη εις την Παρθένον Μαρίαν την εκ Πνεύματος Αγίου υπ’ αυτής σύλληψιν και γέννησιν του Κυρίου») θέλοντας έτσι να επιβάλει το ιδεολόγημα της καθοριστικής συμμετοχής της εκκλησιαστικής ηγεσίας στον Αγώνα γιατί χρειάζονταν την ορθόδοξη Εκκλησία σαν ένα βασικό στήριγμα στο δικό της εποικοδόμημα και τη δημιουργία μιας υποταγμένης σ’ αυτήν συνείδησης των λαϊκών μαζών. 
Μια επέτειος χρήσιμη στην κυρίαρχη τάξη και σε θεσμούς του εποικοδομήματος της όπως είναι η επίσημη εκπαίδευση, η Εκκλησία και ο Στρατός που χρειάζονται μια γιορτή «καθαρή» από τις ιδέες της αυθεντικής λαϊκής εξέγερσης. 
Μια επέτειος που θα διαφυλάσσει τα «ιερά και τα όσια» της εξουσίας της από τις «ανίερες» εθνικοαπελευθερωτικές αλλά και κοινωνικές ιδέες των εξεγερμένων. Γι αυτό και επιστρατεύθηκε ένας ακόμη μύθος και η σύνδεσή του με έναν άλλο μύθο, αυτόν του Ευαγγελισμού, όπως έχει αποδείξει και η ιστορική έρευνα των χρόνων που τοποθετείται η εμφάνιση του Χριστού στη Γη.
Το διάταγμα των Βαυαρών

Στις 15 Μαρτίου 1838, δέκα επτά χρόνια μετά την κήρυξη της Επανάστασης, με Διάταγμα του «ελέω Θεού Βασιλέως της Ελλάδος» Όθωνα ορίζεται η 25η Μαρτίου ως ημέρα εθνικής γιορτής.

ΟΘΩΝ ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
«Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25 Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Ελληνα διά την εν εαυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του ελληνικού έθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέρα ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ».

Εν Αθήναις την 15 Μαρτίου 1838.
ΟΘΩΝ
Ο επί των εκκλησιαστικών κτλ. Γραμματεύς της Επικρατείας
Γ. ΓΛΑΡΑΚΗΣ

Έτσι με ένα απλό Διάταγμα ενός ξένου προς την Ελλάδα και τον επαναστατημένο λαό της και (ιατρικά αποδεδειγμένου) παρανοϊκού βασιλιά ορίστηκε αυθαίρετα μια εκκλησιαστική επέτειος ως ημέρα της εξέγερσης των Ελλήνων.

Μέχρι τότε ως εθνική γιορτή είχε καθιερωθεί να γιορτάζεται η Πρωτοχρονιά, σε ανάμνηση της πρώτης Ιανουαρίου 1822 που η πρώτη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου διακήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας και ψήφισε το πρώτο Σύνταγμα.

Έτσι η εθνική γιορτή ταυτιζόμενη με τον Ευαγγελισμό έχανε τον πολιτικό, κοινωνικό και επαναστατικό της χαρακτήρα.
Ο Υψηλάντης , ο Παπαφλέσσας και ο Καρατζάς

Το βαυαρικό Διάταγμα με μια μονοκοντυλιά έσβηνε την ίδια την ιστορία που γνώριζαν και γνωρίζουν όλοι, δεσποτάδες, πρωθυπουργοί, βασιλείς, πρόεδροι Δημοκρατίας, όλοι όσοι κυβέρνησαν αυτό τον τόπο και παρ’ όλα αυτά για να «θωρακίσουν» τους μύθους τους και την εξουσία τους τιμούν μια «μαϊμού-επέτειο».

Η Επανάσταση δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου αλλά νωρίτερα.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επικεφαλής επαναστατών το Φεβρουάριο του 1821 στη Βεσσαραβία



Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης από το Κισνόβ της Βεσσαραβίας μαζί με τα αδέρφια του Γεώργιο και Νικόλαο, τον Γ. Καντακουζηνό, τον Πολωνό αξιωματικό Γαρνόφσκι και μερικούς άλλους αγωνιστές πέρασε τον Προύθο, μπήκε στο Γαλάτσι και άναψε την επαναστατική φωτιά στις παραδουνάβιες ηγεμονίες με την πρώτη προκήρυξη του προς το λαό της Μολδαβίας: 
« Κάτοικοι της αυτής επαρχίας Μολδαβίας, σας γνωστοποιώ, ότι θεία συνάρσει άπασα η Γραικία ύψωσεν από σήμερον τας σημαίας από όλα τα μέρη του ζυγού της τυραννίας, ζητούσα την ελευθερίαν της. Εγώ με όλους τους συμπατριώτας μου πηγαίνω εκεί όπου με καλούσιν οι σάλπιγγες του έθνους και της πατρίδος μου…».

Λίγες μέρες μετά ο Υψηλάντης εισέπραξε τον αφορισμό του από το Πατριαρχείο που όχι μόνο διαβάστηκε σε όλες τις εκκλησίες των υπόδουλων χριστιανών αλλά και με ξεχωριστή εγκύκλιο του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ ενημερώθηκαν οι δεσποτάδες ότι το κίνημα του Υψηλάντη είναι ολέθριο και αντιχριστιανικό και γι’ αυτό όσοι είναι μυημένοι στην Φιλική Εταιρία είναι αφορισμένοι.
Στην Πελοπόννησο την φλόγα της Επανάστασης μετέφερε ο Παπαφλέσσας σταλμένος από τις κορυφές της Φιλικής Εταιρίας. Ξεπερνώντας δισταγμούς, τρικλοποδιές και την ανοιχτή έχθρα των περισσοτέρων δεσποτάδων και κοτζαμπάσηδων ο φλογερός ρασοφόρος εξεβίασε ουσιαστικά την κήρυξη του ένοπλου αγώνα.

Ο Παπαφλέσσας

Στις 15 Μαρτίου με δική του εντολή ο φίλος του Ν. Σουλιώτης μαζί με τον Ανδρέα Πετμεζά έστησαν καρτέρι στο δρόμο Καλαβρύτων – Τρίπολης και σκότωσαν δύο Τούρκους σπαχήδες κοντά στο Λιβάρτσι.

Όπως γράφει ο Γιάνης Κορδάτος («Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ.Χ, σ. 184) «επίσης, την ίδια ή την άλλη μέρα σκοτώθηκαν και μερικοί γυφτοχαρατζήδες κοντά στο Αγρίδι καθώς και τρεις τάταροι (ταχυδρόμοι). Έτσι το ντουφεκίδι άρχισε και τούρκικο αίμα χύθηκε».

Στην Πάτρα ένας απλός τσαγκάρης, μυημένος στην Φιλική Εταιρία, ο Παναγιώτης Καρατζάς ξεκίνησε την εξέγερση στις 21 Μαρτίου και την επόμενη μέρα οι επαναστάτες έγιναν κύριοι της πόλης.

H Καλαμάτα απελευθερώθηκε πριν από τις 25 Μαρτίου. Η δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης από τους επαναστάτες τελέστηκε στις 23 Μαρτίου. Και το αστείο είναι πως το κράτος που επισήμως θεωρεί πως η Επανάσταση ξεκίνησε από την Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου τιμάει ακόμη και σήμερα με τελετές και παράτες την απελευθέρωση της Καλαμάτας δυο μέρες πριν.

Ιστορικά κουλουβάχατα από αυτούς που φτιάχνουν την ιστορία κατά πως τους βολεύει…

Είναι λοιπόν μεγάλο ιστορικό ψέμα ότι η Επανάσταση ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου από το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας με την ύψωση του λαβάρου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος όπως θα δούμε παρακάτω δεν βρίσκονταν στο μοναστήρι εκείνη τη μέρα.

O μύθος της Αγίας Λαύρας

Αυτά ως προς τον μύθο της 25ης Μαρτίου και των ορισμό της ως ημέρα έναρξης της Επανάστασης. Πάμε τώρα σε ένα άλλο μύθο. Αυτόν της Αγίας Λαύρας ως τόπου όπου κηρύχθηκε η Επανάσταση.

Και αυτός ο μύθος χτίστηκε μετά την Επανάσταση, γύρω στο 1840, διαδόθηκε πλατιά μετά το 1854 και εξυπηρετούσε τον ίδιο σκοπό που εξυπηρέτησε και εξακολουθεί να εξυπηρετεί ο μύθος της 25 Μαρτίου. Ο μύθος της 25ης Μαρτίου έπρεπε να συμπληρωθεί και με ένα άλλο μύθο. Και αυτό έγινε . Πάνω στον πρώτο μύθο δομήθηκε ο δεύτερος.
 Και όπως ένας άλλος μύθος αυτός του Κρυφού Σχολείου βρήκε την έκφρασή του στη ζωγραφική με τον πίνακα του Ν. Γύζη έτσι και ο μύθος της Αγίας Λαύρας βοηθήθηκε από τον πασίγνωστο πίνακα του Θ. Βρυζάκη «Ύψωσις της σημαίας της Επανάστασεως εις την Αγίαν Λαύραν» που φιλοτεχνήθηκε το 1851 και είναι κρεμασμένος σε όλα τα σχολεία για να εμπεδώσουν το ψέμα τα άτυχα ελληνόπουλα.
Ο πίνακα του Θ. Βρυζάκη «Ύψωσις της σημαίας της Επανάστασεως εις την Αγίαν Λαύραν» (1851)

Ο μύθος της Αγίας Λαύρας στηρίχτηκε σε ένα περιστατικό. Το πέρασμα δηλαδή από το μοναστήρι του δεσπότη της Πάτρας Παλαιών Πατρών Γερμανού, του επισκόπου Κερνίτσης Προκοπίου και προεστών της Πάτρας, της Βοστίτσας (η μεσαιωνική ονομασία του Αιγίου) και των Καλαβρύτων τις πρώτες μέρες του Μαρτίου 1821. 
Λίγο πριν ο καϊμακάμης της Τρίπολης που αντικαθιστούσε τον Χουρσίτ Πασά που είχε φύγει για τα Γιάννενα για να χτυπήσει τον Αλή Πασά, διέταξε να παρουσιαστούν μπροστά του όλοι οι προύχοντες και οι δεσποτάδες του Μοριά, μετά από προδοσία του Σωτήρη Κούγια , ενός προύχοντα της Τρίπολης ο οποίος του είχε αποκαλύψει τα σχέδια των Ελλήνων για εξέγερση. Κάμποσοι πήγαν στην Τρίπολη για να το πληρώσουν αργότερα με τη ζωή τους όταν άναψε για τα καλά το ντουφέκι.
Αντίθετα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κερνίτσης Προκόπιος και οι προεστοί της Πάτρας, των Καλαβρύτων και της Βοστίτσας πήραν την απόφαση να μην πάνε στην Τρίπολη.  
Είχαν καταλάβει πως η Επανάσταση θα ξεσπούσε έτσι κι αλλιώς και θα το πλήρωναν με τη ζωή τους. Σκαρφίστηκαν λοιπόν ένα τέχνασμα. Αποχαιρέτησαν τον καϊμακάμη των Καλαβρύτων λέγοντας του πως πηγαίνουν στην Τρίπολη. Όμως είχαν φροντίσει να κατασκευάσουν ένα γράμμα που τάχα το έγραψε ένας Τούρκος φίλος τους προειδοποιώντας τους να μην πάνε στην Τρίπολη γιατί ο καϊμακάμης θα τους σκοτώσει. Όταν έφτασαν λοιπόν στις Καστάνες ένας δικός τους άνθρωπός, τους έδωσε το πλαστό γράμμα. Μετά από αυτό προσποιήθηκαν τους τρομοκρατημένους στους Τούρκους συνοδούς τους και επέστρεψαν στα Καλάβρυτα. Εκεί αποφάσισαν στις 10 Μαρτίου να καταφύγουν για μεγαλύτερη ασφάλεια στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. 
Ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κερνίτσης Προκόπιος και οι προύχοντες Ανδρέας Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας, Ανδρέας Λόντος, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος και Σωτήρης Χαραλάμπης. 
Όμως επειδή φοβήθηκαν ότι έτσι όπως ήταν συναγμένοι στο μοναστήρι θα τους πιάσουν οι Τούρκοι αποφάσισαν να φύγουν και να σκορπιστούν. Έτσι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Ανδρέας Ζαΐμης πήγαν στα Νεζερά Αιγίου και οι άλλοι σε άλλα μέρη. 
Ο ίδιος ο Γερμανός στα απομνημονεύματά του αποκαλύπτει τους λόγους που οι δύο επίσκοποι μαζί με τους προκρίτους μετά από σύσκεψη αποφάσισαν να κρυφτούν: 
 «Συσκεφθέντες αποφάσισαν να μη δώσωσιν αιτίαν τινά , αλλά πεφοβισμένοι να παραμερίσωσιν εις ασφαλή μέρη…».

« Ψεύδος παχυλόν»

Στις 25 Μαρτίου λοιπόν ο Γερμανός δεν ήταν στην Αγία Λαύρα. Όχι μόνο δεν το αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του αλλά την απουσία του σημειώνουν και όλοι οι ιστορικοί της εποχής.


Ο Σπυρίδων Τρικούπης γράφει στην Ιστορία του: «Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα ότι εν τη μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά το πρώτον η σημαία της ελληνικής επαναστάσεως…» .
Ο Σπ. Τρικούπης, o οποίος αρχικά είχε υιοθετήσει τον μύθο της Αγίας Λαύρας στη δεύτερη έκδοση της «Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως» το 1860, είναι κατηγορηματικός:«Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα ότι εν τη μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά το πρώτον η σημαία της ελληνικής επαναστάσεως…».

Ο Τζορτζ Φίνλεϊ που έζησε μαζί με τους επαναστατημένους Έλληνες στην Ιστορία της Επανάστασης που εκδόθηκε το 1861 γράφει ότι ο Γερμανός και οι άλλοι σκορπίστηκαν και προσθέτει: «Η αλήθεια όμως είναι ότι ο λαός εμψυχωμένος από τους Φιλικούς αψήφησε τον κίνδυνο και πήρε τα όπλα ενώ οι άρχοντές του καιροσκοπούσαν».

Ο Ιωάννης Φιλήμων, στο «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως χαρακτηρίζει τα περί κήρυξης της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα «ψεύδος παχυλόν».

Κι ακόμη τα γεγονότα δείχνουν πως στις 25 Μαρτίου κι αφού ο Καρατζάς είχε απελευθερώσει την Πάτρα, ο Ζαΐμης, ο Λόντος και ο δεσπότης Γερμανός κατόπιν εορτής και εκβιαζόμενοι από την ορμή των επαναστατών συνέταξαν ένα έγγραφο στο οποίο αναφέρουν ότι αποφάσισαν όλοι να πεθάνουν ή να ελευθερωθούν και παρακαλούσαν τα χριστιανικά βασίλεια να τους θέσουν υπό την εύνοιά και την προστασία τους. 
Μάλιστα την επόμενη μέρα στις 26 Μαρτίου έστειλαν το έγγραφο αυτό στους προξένους των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας και Ισπανίας) που έδρευαν στην Πάτρα.

Και το έγγραφο αυτό αποδεικνύει ότι ο Γερμανός με τους προεστούς της Αχαΐας, βρισκόντουσαν στις 25 Μαρτίου στην επαναστατημένη Πάτρα και όχι στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας.

O Παλαιών Πατρών Γερμανός χωρίς τα «στολίδια» της κρατικής ιστοριογραφίας

Αξίζει σ’ αυτό το σημείο να δούμε πιο αναλυτικά τη στάση που κράτησε εκείνες τις μέρες ο Γερμανός.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός
Οι ηγέτες της Φιλικής Εταιρίας αποφάσισαν να στείλουν τον Παπαφλέσσα στο Μοριά για να ανάψει τη φωτιά της Επανάστασης για δύο κυρίως λόγους. 
Ο πρώτος ήταν πως ο Γρηγόριος Δικαίος ήταν κληρικός και το ράσο θα του έδινε τη δυνατότητα να ανοίξει όλες τις πόρτες και των φτωχών και των πλουσίων ενώ παράλληλα δεν έδινε και υποψίες στους κατακτητές. Ο δεύτερος ήταν οι ικανότητες του. Ήταν ένας θαρραλέος άνθρωπος με γλώσσα που έκοβε και ικανός να ξεφεύγει από τους Τούρκους.

Όταν έφτασε στον Μοριά έπρεπε να ξεπεράσει ένα μεγάλο εμπόδιο, τα επάνω στρώματα της κοινωνίας, τους δεσποτάδες και τους προεστούς. Μερικοί από αυτούς είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρία με το δόλωμα ότι πίσω από την « Αρχή» του αγώνα βρίσκονταν η Ρωσία. Όμως ακόμη και ανάμεσα σ’ αυτούς αρκετοί ήταν εκείνοι που δίσταζαν, άλλοι από συμφέρον και άλλοι από φόβο, και πρόβαλαν τη δικαιολογία πως ο καιρός για τον ξεσηκωμό δεν είχε φτάσει.

Άλλοι ήταν αμύητοι. Κάποιοι πατριώτες αλλά και αρκετοί ως το κόκαλο τουρκόφιλοι και αντίθετοι σε κάθε επαναστατική ενέργεια.

Ο Γερμανός είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρία από τον Αν. Πελοπίδα. 
Όπως γράφει ο Κορδάτος (« Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, σ.177) παραπέμποντας στον κληρικό και Φιλικό Αμβρόσιο Φραντζή («Επίτομος Ιστορία της Αναγεννηθείσης Ελλάδος», τ. Δ΄, σ.93) «Αν και ο Πελοπίδας είχε αυστηρή διαταγή να μην πλησιάσει το Γερμανό γιατί θεωρούνταν ύποπτος , αυτός παράκουσε, πήγε και τον αντάμωσε και λέγοντάς του πολλά ψέματα, πως τάχα ήταν ο τσάρος, ο Καποδίστριας και άλλοι πίσω από την εταιρία, τον κατάφερε να γίνει μέλος. Ο Πελοπίδας παράκουσε γιατί ο Γερμανός είχε μεγάλο κύρος όχι μόνο στην Αχαία, αλλά και σ’ όλη την Πελοπόννησο».
Παρά την ένταξή του στην Εταιρία οι συντηρητικές του αντιλήψεις τον έκαναν να είναι άκρως επιφυλακτικός και δύσπιστος για τον απελευθερωτικό αγώνα. Και αυτό το έδειξε όταν ηγούμενος πολλών κοτζαμπάσηδων και κληρικών αντιμετώπισε αρνητικά την κάθοδο στο Μοριά του Παπαφλέσσα. Σε σύσκεψη που έγινε στο Αίγιο ήρθε σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Παπαφλέσσα.

Ο Παπαφλέσσας είπε στους προύχοντες πως δεν χωρεί αναβολή για την εξέγερση. Οι προεστοί που όλη την ώρα τον άκουγαν με κρύα καρδιά σηκώθηκαν και τον άρχισαν στις βρισιές. «Φαίνεται πως έγινε μεγάλος καυγάς. Παραλίγο νάρθουν στα χέρια. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ξεστόμισε βαριές φράσεις και λέξεις κατά του Παπαφλέσσα. Τον είπε απατεώνα, εξωλέστατο και μιαρό. Λένε πως ο Παπαφλέσσας εξαγριωμένος του απάντησε πως είναι μασκαράς, γιος ξυλοκόπου που έγινε αρχιερέας αφού δωροδόκησε τους τρανούς του Πατριαρχείου», γράφει ο Κορδάτος στην Ιστορία του (τ.Χ,σ.178) παραπέμποντας στην Ιστορία του Φραντζή (τ. Α΄, 98-99), και στα Απομνημονεύματα του Γερμανού (σ.23) και του αγωνιστή του ‘21 Φωτάκου (σ.172-173). 

Οι προεστοί φοβήθηκαν και γύρισαν το βιολί. Είπαν στον Παπαφλέσσα να τους αφήσει λίγες μέρες για να σκεφτούν. Αυτός συμφώνησε. Όμως του έστησαν παγίδα, τον έπιασαν και τον έκλεισαν στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου βάζοντας τους καλόγερους να τον φυλάνε. Όμως ο Παπαφλέσσας έπεισε τους φρουρούς του να τον αφήσουν. 
Έτσι ο «τρελλόπαπας» κατάφερε να ξεφύγει παίρνοντας μαζί του και μερικούς από τους φρουρούς του. Γύρισε όλο το Μοριά και με τη σύμφωνη γνώμη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Αναγνωσταρά , του Νικηταρά και του Καρατζά έστησαν το πρώτο στρατόπεδο του αγώνα έξω από την Καλαμάτα στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Εκεί μεταφέρθηκε και το φορτίο με μπαρουτόβολα που είχε φτάσει με ένα καΐκι της Φιλικής από τη Σμύρνη και το είχαν βγάλει σε κάποια ακρογιαλιά.

Η αποφασιστικότητα του Παπαφλέσσα οδήγησε στην εξέγερση και μόνο όταν οι προεστοί και οι δεσποτάδες είδαν πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος, τότε συντάχτηκαν κι αυτοί ανοιχτά με τους εξεγερμένους. 
Τότε συντάχτηκε από το Ζαίμη, το Λόντο και το Γερμανό και το έγγραφο προς τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων.

Στα τέλη του 1822 ο Γερμανός μαζί με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη πήγαν στην Ιταλία για να πετύχουν την αναγνώριση από τον Πάπα της ελληνικής Προσωρινής Διοίκησης. 
Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία παπικών αξιωματούχων ο Γερμανός ήταν «προφορικά εξουσιοδοτημένος να ζητήσει την προστασία του Πίου Ζ΄ για τους αγωνιζόμενους Έλληνες προτείνοντας ως αντάλλαγμα την ένωση των Εκκλησιών». 
Η αποστολή αυτή απέτυχε γιατί ο Πάπας έδειξε αδιαφορία ( Ιωάννη Ασημάκη κληρικού της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα «Η πορεία των σχέσεων Ελλάδος –Αγίας έδρας 1820-1980», σ. 242-244. Το ταξίδι αυτό και οι επαφές με την κορυφή της καθολικής Εκκλησίας αποτελούν ένα άγνωστο στους πολλούς, πλην όμως σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας του Αγώνα του 1821, που αξίζει να το ανοίξουμε κάποια στιγμή σε ένα επόμενο σημείωμα) .

Λίγο αργότερα θα συναντήσουμε τον Γερμανό να παίζει σημαντικό ρόλο στις πρώτες εμφύλιες συγκρούσεις ταυτιζόμενος με τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά εναντίον του Παπαφλέσσα των ρουμελιωτών οπλαρχηγών και του Κουντουριώτη. Για ένα διάστημα αποσύρθηκε από το προσκήνιο έως το 1826 οπότε εκλέχτηκε πληρεξούσιος στη Γ΄ Εθνική Συνέλευση. Λίγο μετά αρρώστησε από εξανθηματικό τύφο και πέθανε στο Ναύπλιο.

Συνοψίζοντας κι αυτό το σημείωμα για το ’21: Τρεις μύθοι για την 25η Μαρτίου, την Αγία Λαύρα και τον ρόλο του Παλαιών Πατρών Γερμανού στην υπηρεσία του ευνουχισμού της εξέγερσης και της διαστρέβλωσης του αληθινού περιεχόμενο της. 
Σε λίγο συμπληρώνονται 200 χρόνια από την Επανάσταση κι ακόμη τα παιδιά μας τα κανοναρχούν πως το ’21 δεν ήταν μια εξέγερση με πρωταγωνιστή το λαό αλλά θέλημα Θεού που όρισε ένα δεσπότη τον Γερμανό να κηρύξει την Επανάσταση σε ένα τόπο της Εκκλησίας (το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας) σε μια σημαδιακή μέρα, του Ευαγγελισμού της Παναγίας για να δέσει και το παραμύθι της υπερμάχου στρατηγού στους «αγώνας του Έθνους»…

29 Σεπτεμβρίου, 2016

Η ηγεσία της Εκκλησίας και η Χούντα !!

Εκκλησία – Κατοχή – Χούντα: Ας μιλήσουμε, λοιπόν…

21_apr
ΝΙΚΟΣ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣΝΙΚΟΣ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ • 28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2016                                                                                                                                                       


*Το εκκλησιαστικό ιερατείο έχει κριθεί. Και για την Κατοχή, τότε που όρκιζε «κυβερνήσεις» δοσίλογων. Και για την επταετία, τότε που «διάβαζε» υπηρετώντας τη χούντα.

Κρίνεται από τη μαυρίλα που αποπνέουν εκλεκτοί μητροπολίτες – υμνητές του χρυσαυγιτισμού.

Αφού, όμως, ο κ.Ιερώνυμος θέλει να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα για την στάση της ιεραρχίας απέναντι στην Κατοχή και στην χούντα, πολύ ευχαρίστως.


Ξεκαθαρίζουμε εξ αρχής: Τα του Φίλη με τα θρησκευτικά είναι τριτεύουσας αξίας. Όχι γιατί δεν πρέπει να επέλθει η αντικατάσταση του κατηχητικού μαθήματος των θρησκευτικών με το μάθημα της θρησκειολογίας, αλλά γιατί η κυβέρνηση του κ. Φίλη αν ενδιαφερόταν για την ουσία του θέματος – κι αυτό είναι οι σχέσεις μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας – θα το είχαμε καταλάβει. Θα το είχαμε καταλάβει και όταν η παρούσα κυβέρνηση υποδεχόταν με τιμές αρχηγού κράτους τα… λείψανα της αγίας Βαρβάρας και κυρίως θα το είχαμε αντιληφθεί με τις θέσεις του κ. Τσίπρα για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Αλλά, όπως είδαμε, και εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ αναπαράγει το υφιστάμενο καθεστώς, που σημαίνει αναπαραγωγή της σύμφυσης Κράτους – Εκκλησίας.


Ως εκ τούτου η υπόθεση με το μάθημα των θρησκευτικών δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την προηγούμενη υπόθεση με τις ταυτότητες, όπου εντελώς τριτεύοντα ζητήματα αξιοποιούνται στο πινγκ – πονγκ του ψευδοεκσυγχρονισμού με τον σκοταδισμό για να συγκαλυφθούν τα ουσιώδη, μέσω της συνδαύλισης αντιθέσεων δευτερεύουσας σημασίας που πλασάρονται σαν δήθεν «κυρίαρχες» για να απασχολείται η κατά τα άλλα γονατισμένη και εξανδραποδιζόμενη κοινωνία.


Από εκεί και πέρα, όμως, αφού ο κ. Ιερώνυμος θέλει να μιλήσουμε για την στάση της ιεραρχίας απέναντι στην Κατοχή και στην χούντα, πολύ ευχαρίστως:


Κατοχή


Από τους 7.000 περίπου κληρικούς της εποχής της Κατοχής, πάνω από τους μισούς πήραν ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Ενώ όμως οι απλοί κληρικοί, ως γνήσια παιδιά του λαού, έδιναν το πατριωτικό «παρών»,


το ιερατείο όχι απλώς «απουσίαζε»,


αλλά αποτελούσε και στήριγμα των κατακτητών και της εγχώριας αντίδρασης.


Ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος της εποχής, ο Δαμασκηνός, διορίστηκε στη θέση του από την κατοχική «κυβέρνηση» του Τσολάκογλου. Στις επιστολές του προς την «κυβέρνηση» των προδοτών, ο Δαμασκηνός ευλογούσε τους «Κουίσλιγκ», δηλώνοντας ότι «αποβλέπομεν μετά βαθείας εκτιμήσεως προς την τολμηράν πρωτοβουλίαν την οποίαν αναλάβατε», ενώ χαρακτήριζε τη συνθηκολόγηση με τους κατακτητές σαν «μέτρον ανάγκης»…


Από την πλευρά τους, οι επικεφαλής του Αγίου Όρους έστειλαν μέχρι και επιστολή προς τον Χίτλερ, με την οποία καλούσαν την«Υμετέρα Εξοχότητα»(σ.σ: τον Χίτλερ) να «αναλάβη υπό την υψηλήν προσωπικήν Αυτής προστασίαν και κηδεμονίαν» το Αγιο Ορος…


«Εξοχότατε, οι βαθυσεβάστως υποσημειούμενοι Αντιπρόσωποι των Είκοσιν Ιερών Βασιλικών Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών του Αγίου Ορους Αθω, λαμβάνομεν την εξαιρετικήν τιμήν ν’ απευθυνθώμεν προς την Υμετέραν Εξοχότητα και παρακαλέσωμεν Αυτήν θερμώς, όπως, ευαρεστημένη, αναλάβη υπό την Υψηλήν προσωπικήν Αυτής προστασίαν και κηδεμονίαν τον Ιερόν τούτον Τόπον (…) Οι μοναχοί του Ορους Αθω οθενδήποτε και αν κατάγονται θα διατηρήσουσιν τα κτήματα και τα πρότερα αυτών δικαιώματα και θ’ απολαύουσιν, άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως, πλήρους ισότητος δικαιωμάτων και προνομίων (…). Την διατήρησιν του καθεστώτος τούτου της αυτονόμου μοναχικής πολιτείας, ικανοποιούντος πλήρως άπαντας τους εν Αγίω Ορειεν ασκουμένους ανεξαρτήτως εθνικότητος Ορθοδόξους μοναχούς και εναρμονιζόμενοι προς τον σκοπόν και την αποστολήν αυτών, παρακαλούμεν και ικετεύομεν θερμώς την Υμετέραν Εξοχότητα όπως αναλάβη υπό την υψηλήν προστασίαν και κηδεμονίαν Αυτής. Τον Βασιλέα των Βασιλευόντων και Κύριον των Κυριευόντων εξ όλης ψυχής και καρδίας ικετεύοντες, όπως επιδαψιλεύση τη Υμετέρα Εξοχότητιυγείαν και μακροημέρευσιν επ’ αγαθώ του ενδόξου Γερμανικού Εθνους. Υποσημειούμε θα βαθυσεβάστως».


Η επιστολή έχει συνταχθεί «Εν Αγίω Ορει τη 13/26 Απριλίου 1941» και απευθύνεται «Προς την Αυτού Εξοχότητα τον Αρχικαγκελλάριον του ενδόξου Γερμανικού Κράτους ΚύριονΑδόλφον Χίτλερ εις Βερολίνον»…


Πρόκειται για την επιστολή που έστειλαν προς τον Χίτλερ – μια μέρα πριν (!) η Βέρμαχτ μπει στην Αθήνα – οι μονές του Αγίου Ορους «ικετεύοντες» να τους θέσει «υπό την υψηλήν προστασίαν και κηδεμονίαν» του!


(σσ: Φοβόμαστε ότι εκτός από «χρυσόβουλα» βυζαντινών αυτοκρατόρων, φιρμάνια Σλάβων φυλάρχων και χοτζέτια σουλτάνων, δεν αποκλείεται οι «Αγιοι Πατέρες» να διαθέτουν και διατάγματα του …Χίτλερ που να «αποδεικνύουν» τα ιδιοκτησιακά τους «δικαιώματα» επί λιμνών, βουνών, θαλασσών και κυρίως οικοδομικών «φιλέτων» της ελληνικής επικράτειας…).


Όσο για Μητροπολίτες, όπως ο Φλωρίνης, ο Εδέσσης, ο Αιτωλοακαρνανίας, ο Φθιώτιδας, υποδέχονταν τα Ες-Ες με δοξολογίες υπέρ «του μεγάλου γερμανικού έθνους» και με κηρύγματα ότι «τάσσεται ο ελληνικός λαός παρά τω πλευρώ των δυνάμεων του Αξονος»…


Φυσικά, υπήρχαν και Μητροπολίτες που τίμησαν το σχήμα τους, όπως ο Κοζάνης Ιωακείμ ή ο Ηλείας Αντώνιος, που στάθηκαν δίπλα στο ΕΑΜ. Μόνο που αυτούς η Ιεραρχία τους κυνήγησε και τους καθαίρεσε…


Ας επιστρέψουμε στον Δαμασκηνό.


Αυτός είχε εκδιώξει από το θρόνο τον Χρύσανθο, ο οποίος με τη σειρά του ομολογούσε αργότερα ότι αυτός ήταν που καθοδηγούσε τον Γρίβα και τη φασιστική οργάνωση των Χιτών και αποκαλούσε τα Τάγματα Ασφαλείας σαν «τελευταία εφεδρεία» του Έθνους…


Γνωστός είναι ο ρόλος του Δαμασκηνού ως συνεργάτης των Άγγλων,


αφού πρώτα είχε ορκίσει τις «κυβερνήσεις» των γερμανοτσολιάδων, των Λογοθετόπουλου και Ράλλη.


Οι Άγγλοι, μετά τη συνάντηση του Δαμασκηνού με τον Τσόρτσιλ στα «Δεκεμβριανά», τον όρισαν έως και αντιβασιλέα της χώρας.


Η εξαργύρωση της στάσης του Δαμασκηνού στο ματοκύλισμα του λαού από τους ιμπεριαλιστές, υπήρξε πλήρης.Αλλά κι αυτός στάθηκε στο «ύψος» του. Υπό την ηγεσία του, το 1946, η έκτακτη σύνοδος της Ιεραρχίας εξέδωσε την ποιμαντορική εγκύκλιο για την καταδίκη της Αριστεράς.


Υπό την καθοδήγησή του, η Ιερά Σύνοδος της 30/5/47 τασσόταν παρά τω πλευρώ του μοναρχοφασιστικούεμφυλιοπολεμικού κράτους και «αφόριζε» σαν «εθνικώς εγκληματικόν κίνημα» (!) τον αγώνα των μαχητών του ΔΣΕ.


Αργότερα, το 1949, δήλωνε «υπερήφανος» για την «εθνικήν κολυμβήθραν» της Μακρονήσου…


Εκεί, δε, στη Μακρόνησο, «μεγαλούργησε» σειρά από αρχιμανδρίτες.


Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά χρόνια αργότερα, το 1984,


το ένα τρίτο περίπου των μελών της Ιεράς Συνόδου είχε προϋπηρεσία στο στρατό κατά την περίοδο του Εμφυλίου…


Ο Δαμασκηνός, επίσης, ήταν εκείνος που το ’48 ευλογούσε τα εκτελεστικά αποσπάσματα των στρατοδικείων, αφού, όπως έλεγε, για τους δολοφονηθέντες δημοκράτες, επρόκειτο για «καταδικασθέντες εις θάνατον κατόπιν νομίμου και δημοσίας διαδικασίας»…


Φυσικά, δεν είναι μόνο το εν Ελλάδι ιερατείο που εκείνη την εποχή διακονούσε τη «μαυρίλα».


Το Φανάρι, για παράδειγμα, εξέδωσε το ’49


δήλωση – προειδοποίηση αφορισμού των ομογενών που εμφορούνταν από κομμουνιστικές ιδέες, ενώ το Πατριαρχείο Αλεξάνδρειας έσπευδε να αποστείλει το ’49 συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Παπάγο «επ’ ευκαιρία οριστικής συντριβής των εχθρών της Πατρίδος και της Ανθρωπότητος» (σ.σ: των κομμουνιστών)…


Και βέβαια δεν είναι μόνο το ιερατείο της Ορθοδοξίας.


Το 1948 η Καθολική Ιεραρχία της Ελλάδος «καταδίκασε απεριφράστως τον άθεον κομμουνισμόν»,


ενώ ήδη από το ’44 ο Πάπας Πίος, συνεργάτης πολλών εγκληματιών ναζί, καταδικάζει τους κομμουνιστές, επειδή αρνούνται το «φυσικόν δικαίωμα της ιδιοκτησίας»


και λίγο αργότερα απαγορεύει την ταφή των κομμουνιστών, εάν πριν το θάνατό τους δεν είχαν δώσει «δημοσία απόδειξη μετανοίας»…


Χούντα


Η ηγεσία της Εκκλησίας υπήρξε σταθερός βραχίονας επιβολής της αντιδραστικής πολιτικής του μετεμφυλιακού κράτους. Το επιστέγασμα της κοσμικής «μαυρίλας» που εκπροσωπούσε ήταν η στάση της κατά την περίοδο της χούντας.


Παράλληλα με το επίσημο ιερατείο, καθοριστικός για την εμπέδωση του σκοταδιστικού κηρύγματος στη δημόσια ζωή ήταν ο ρόλος που έπαιξαν τα διάφορα παραθρησκευτικά σωματεία. Το κυριότερο από αυτά, η «Ζωή», ιδρύθηκε το 1907 και επιφανές της στέλεχος υπήρξε ο Ιερώνυμος, ο πρωθιερέας της Φρειδερίκης και κατοπινά ο εκλεκτός της χούντας των συνταγματαρχών στη θέση του Αρχιεπισκόπου.


Το θεάρεστο έργο της «Ζωής», σε συνεργασία πάντα με τη Φρειδερίκη, ήταν να ηγηθεί στο «πνευματικό μέρος του αντικομμουνιστικού αγώνος».


Για το σκοπό αυτό, το μοναρχοφασιστικό κράτος τής διαθέτει ένα πλατύ δίκτυο οργανώσεων και μηχανισμών.


Σε αντάλλαγμα «των υπηρεσιών προς το έθνος» που προσφέρουν οι διάφορες χριστιανοφασιστικές οργανώσεις, το κράτος τούς παρέχει κάθε είδους διευκολύνσεις.


Είναι ενδεικτικό: Εκείνη την εποχή μόνο τρεις οργανισμοί είχαν απαλλαγεί από το χαρτόσημο: Τα ανάκτορα, η πρεσβεία των ΗΠΑ και η «Ζωή»…Ας σημειωθεί ότι η «Ζωή» είχε στις τάξεις της τις ΧΜΟ, τις «Χριστιανικές Μαθητικές Ομάδες», στους στρατώνες των οποίων οι πνευματικοί καθοδηγητές των στρατωνιζομένων τους εξόπλιζαν με στόχο τον «αγώνα της χριστιανικής Ελλάδας κατά του άθεου κομμουνισμού».


Ο ρόλος αυτών των σωματείων αντανακλάται περίφημα στην πολιτική διαδρομή των ατόμων που απάρτιζαν τα υψηλά τους κλιμάκια.


Το «βαρύ πυροβολικό» της «Ζωής» ήταν οι πανεπιστημιακοί Τσιριντάνης και Ράμμος, ο ψυχίατρος Ασπιώτης, ο οικονομολόγος Μερτικόπουλος, οι αρχιμανδρίτες Ξένος και Παρασκευόπουλος, και οι θεολόγοι Παυλίδης και Μουρατίδης.Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Οι Τσιριντάνης και Μερτικόπουλος θα διοριστούν αργότερα μέλη υπηρεσιακών κυβερνήσεων, ενώ ο Τσιριντάνης, ειδικότερα, ήταν υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Δόβα, που έκανε τις εκλογές βίας και νοθείας, το ’61.
Οι Παρασκευόπουλος και Ξένος θα ενθρονιστούν μητροπολίτες από τον Αρχιεπίσκοπο της χούντας Ιερώνυμο. Ο Παρασκευόπουλος είναι αυτός που ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης «θα αφήσει εποχή», με την περίφημη προσφώνησή του στη Δέσποινα Παπαδοπούλου, τη γυναίκα του δικτάτορα, που την παρομοίαζε με την Παναγία. Ο Ξένος, δε, θα γίνει αργότερα μητροπολίτης Ενόπλων Δυνάμεων.
Όσο για τον Μουρατίδη, υπήρξε ο «ιδεολογικός καθοδηγητής» των τριών Κύπριων μητροπολιτών, στην προσπάθειά τους να εκθρονίσουν τον Μακάριο το 1972.


Κάπως έτσι φτάσαμε στη χούντα, όταν δηλαδή «ο Αρχιεπίσκοπος ήταν τότε απορροφημένος στις μελέτες του», όπως δήλωσε για τον μακαριστό Χριστόδουλο ο εκπρόσωπος Τύπου της Ιεράς Συνόδου (4/3/2001).


Εντούτοις, κάθε άλλο παρά «απασχολημένο» με το …διάβασμα ήταν το ιερατείο την επταετία. Γνώριζε πολύ καλά και από πρώτο χέρι τη βαρβαρότητα της δικτατορίας. Το ομολογεί, άλλωστε, ο ίδιος ο Ιερώνυμος, ο αρχιεπίσκοπος της χούντας, ο οποίος στα απομνημονεύματά του κάνει λόγο για τις αναφορές που έφταναν στο γραφείο του για τα βασανιστήρια στο ΕΑΤ – ΕΣΑ (αναφορές που προφανώς περνούσαν από τα χέρια τού τότε αρχιγραμματέα του και κατοπινού αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου…


Το τι έπραξε η ηγεσία της Εκκλησίας είναι γνωστό. Είναι χαμένος κόπος να αναζητήσει κανείς έστω και μια διαφοροποίηση από έστω και ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της Εκκλησίας εκείνης της περιόδου απέναντι στους συνταγματάρχες του «Ελλάς – Ελλήνων – Χριστιανών».


Δεν το λέμε εμείς.


Ήταν 15/7/1999 όταν ο μητροπολίτης Λέρου, μεταξύ των άλλων, ζητώντας συγνώμη γιατί την περίοδο της χούντας η Ιεραρχία της Εκκλησίας δεν στάθηκε στο ύψος της, δηλώνει:«Δεν υπάρχει ούτε ένα κείμενο της Ιεράς Συνόδου που να είναι αντάξιο της αποστολής της».


Μεταπολίτευση


Στα χρόνια της μεταπολίτευσης – και όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από την επταετία – η ιεραρχία προσπαθεί να φτιάξει την δική της «ιστορία» για την τακτική την περίοδο της χούντας.


Όποιος, όμως, θέλει να διαπιστώσει το βαθμό της «αποχουντοποίησης» του ιερατείου, δεν έχει παρά να ανατρέξει στις φυλλάδες των αμετανόητων της χούντας, όπως ο «Ελεύθερος Κόσμος». Εκεί θα διαπιστώσει ποιοι αρθρογραφούσαν ακόμα και μετά από το 1974. Μέχρι και κατοπινοί αρχιεπίσκοποι…


Η Εκκλησία «τους», λοιπόν, κρίθηκε για την επταετία. Τότε που «διάβαζε» υπηρετώντας τη χούντα.


Κρίθηκε όταν το 1/3 των δεσποτάδων ανέβαινε τα σκαλιά της ιεραρχίας με εφόδιο τη θητεία των «Αγίων» στο κολαστήριο της Μακρονήσου.


Κρίνεται καθημερινά που η προσφορά των ταπεινών και φτωχών πιστών γίνεται παχυλό παγκάρι στα θησαυροφυλάκια της αμύθητης εκκλησιαστικής περιουσίας.


Κρίνεται στις χιλιάδες ιστορίες που σου διηγούνται στα χωριά για τους «πάπαρδους» και τους «Άγιους Πρεβέζης»,


κρίνεται από τα καραγκιοζιλίκια τύπου «παπαροκάδων»


μέχρι τη μαυρίλα που αποπνέουν οι μητροπολίτες υμνητές του χρυσαυγιτισμού.


Ναι, λέει ο νυν Αρχιεπίσκοπος, αλλά ο ρόλος της Εκκλησίας την επταετία ήταν «συνεπής και αδιάβλητος» διότι η χούντα είχε παρέμβει στο εσωτερικό της.


Πράγματι: Το ανώμαλο εκκλησιαστικό καθεστώς είχε ξεκινήσει το 1967, όταν η χούντα κατήργησε τη νόμιμη ιεραρχία και διόρισε οχταμελή Σύνοδο που εξέλεξε ως αρχιεπίσκοπο τον (τότε) Ιερώνυμο.


Στη συνέχεια, τοποθετήθηκαν άνθρωποι των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων σε πάνω από τριάντα μητροπόλεις. Το 1974, επί χούντας Ιωαννίδη, παραιτείται ο Ιερώνυμος και καλείται η παλιά ιεραρχία για να εκλέξει νέο αρχιεπίσκοπο. Εκλέγεται ο Σεραφείμ και στη συνέχεια απομακρύνονται οι 12 από τους αντικανονικά εκλεγμένους μητροπολίτες, ανάμεσά τους και αυτοί που έκαναν το 1993 την προσφυγή στο ΣτΕ.


Όμως:
Δεν έχουν περάσει δα και πολλά χρόνια από τις 6/9/1998 όταν ο Χριστόδουλος τίμησε τον επί χούντας προκαθήμενο της Εκκλησίας τελώντας στην Τήνο τρισάγιο στον τάφο του Ιερώνυμου.Τι άλλο τίμησε τότε η ιεραρχία αν όχι τον εκλεκτό της χούντας του Παπαδόπουλου, την εποχή του οποίου (Ιερώνυμου)ο Χριστόδουλος διατέλεσε γραμματέας της Ιεράς Συνόδου.
Ήταν στις 3/2/2002 όταν ο Χριστόδουλος τιμούσε (πάλι) τα έργα και τις ημέρες του χουντικού αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, μιλώντας για «παρεξηγημένο» αρχιεπίσκοπο και απευθύνοντας ύμνους για «το πνευματικό έργο και τα οράματά του».
Ήταν 2/5/2007 όταν ο μονίμως …αδιάβαστος Χριστόδουλος είχε επισκεφτεί την Κύπρο όπου διέπραξε το «θαύμα» να αποδώσει τιμές και να καταθέσει στεφάνι στον τάφο του Γρίβα… Η’ μήπως ο Γρίβας δεν ήταν συνεργάτης της χούντας, ο ιθύνοντας νους μιας σειράς από απόπειρες δολοφονίας κατά του Μακάριου, ο συνένοχος του φασιστικού πραξικοπήματος που έδωσε το πρόσχημα για την είσοδο του Αττίλα στο νησί, και φυσικά ο ιδρυτής των «Χιτών» επί Κατοχής;…


Είναι, λοιπόν, από το θρόνο στον οποίο βρίσκεται σήμερα ο κ.Ιερώνυμος που μόλις πριν από λίγα χρόνια η παρούσα ιεραρχία τιμούσε την χουντική ιεραρχία από την οποία – πολύ καθυστερημένα – προσπαθεί να πάρει αποστάσεις το σώμα που εκπροσωπεί όχι ως πρόσωπο αλλά ως θεσμός ο νυν αρχιεπίσκοπος.


Και κάτι ακόμα: Ήταν ο προκάτοχος του σημερινού αρχιεπισκόπου, ο Χριστόδουλος, που στη διδακτορική διατριβή του, που την υπέβαλε στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, η χούντα των συνταγματαρχών εμφανίζεται σαν «Επανάστασις της 21ης Απριλίου».


Και φυσικά αυτό έχει την πολυσήμαντη σημασία του καθώς η διατριβή δεν υποβλήθηκε τα χρόνια της χούντας (όταν ο Χριστόδουλος δεν ήξερε τι συνέβαινε γιατί… διάβαζε). Υποβλήθηκε το 1981. Εφτά ολόκληρα χρόνια μετά την κατάρρευση της δικτατορίας.