Στην αρχή της ομιλίας της, η Ελένη Μπέλλου αναφέρθηκε στην προσπάθεια που βρίσκεται σε εξέλιξη, με αφορμή την έκδοση για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, «για μια πιο συστηματική γνωριμία των φοιτητών - φοιτητριών της ΚΝΕ με τη διαλεκτική - υλιστική έρευνα και ερμηνεία της ιστορίας της κοινωνικής εξέλιξης στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, παγκόσμια και σε διάφορες περιόδους, εποχές της, κι όχι μόνο στη χαρακτηριζόμενη ως Νεότερη Ιστορία». Σ' αυτήν την κατεύθυνση, με τη βοήθεια των καθοδηγητικών οργάνων του Κόμματος και της ΚΝΕ, «το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ έχει ήδη αποκτήσει άμεσους δεσμούς επικοινωνίας με μέλη της ΚΝΕ και του Κόμματος σε Τμήματα Ιστορίας Φιλοσοφικών/Φιλολογικών Σχολών ή και άλλων Σχολών Κοινωνικών Επιστημών των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων», ενώ «διαθέτει και ένα σημαντικό αριθμό συνεργατών, κατανεμημένων σε Ομάδες Εργασίας θεματικά και χρονολογικά προσδιορισμένες».
Η Επανάσταση του 1821 ήταν αστική εθνοαπελευθερωτική επανάσταση
Οπως ήδη γνωρίζετε, διαβάζοντας το βιβλίο ή τουλάχιστον τη Διακήρυξη της ΚΕ, την αρθρογραφία του «Ριζοσπάστη», η Επανάσταση του 1821 ήταν μια αστική εθνοαπελευθερωτική επανάσταση στο μετέπειτα ελλαδικό χώρο που πραγματοποιήθηκε στην εποχή των αστικών επαναστάσεων στην Ευρώπη, στην αμερικανική ήπειρο, δηλαδή ήταν σχεδιασμένη ένοπλη εξέγερση με ηγετική δύναμη την αστική τάξη, με σκοπό την ανατροπή της τότε υφιστάμενης εξουσίας - της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας φεουδαρχικού χαρακτήρα.
Είχε στόχο να κατακτήσει την εξουσία με σκοπό να θεμελιώσει και ν' αναπτύξει το νέο τρόπο παραγωγής, τον καπιταλιστικό. Ηταν σχεδιασμένη ένοπλη εξέγερση που θα έφερνε ανατροπή ως προς τον παλιό, κυρίαρχο ακόμα, τρόπο παραγωγής, δηλαδή στόχευε στην κατάργηση των κύριων παλιών σχέσεων ιδιοκτησίας στη γη ως μέσο παραγωγής και της εξάρτησης του αγρότη με πιο εμφανή δουλοπαροικική σχέση ή πιο εγχρήματη - φορολογική. Στόχευε επίσης στην ανατροπή των παλιών νομικών - πολιτικών - πολιτιστικών δομών και σχέσεων, που ως παρωχημένες δεν δυσκόλευαν μόνο την ανερχόμενη αστική τάξη - των εφοπλιστών, εμπόρων-εξαγωγέων, των εργοστασιαρχών, έστω και με τη μορφή των μανιφακτούρων, των αστών διανοουμένων - αλλά δυσκόλευαν και τους αγρότες καλλιεργητές και κτηνοτρόφους, τους χειροτέχνες, τα πρώιμα τμήματα της εργατικής τάξης.
Μαζί, λοιπόν, με το εύρος των αστικών δυνάμεων συνυπήρχε και ένα πολύ μεγαλύτερο φάσμα αγροτικών - εργατικών δυνάμεων που είχε συμφέρον από την κατάργηση των οικονομικών και άλλων κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, εκείνων που δέσμευαν τον άμεσο παραγωγό και με σχέσεις φυσικού καταναγκασμού, καθώς και με σχέσεις θρησκευτικής και εθνοτικής υποτέλειας.
Η αστική τάξη, ως ηγέτιδα επαναστατική δύναμη, όφειλε να δώσει συνθήματα - στόχους συσπείρωσης, μαχητικοποίησης των καταπιεζόμενων λαϊκών δυνάμεων και τέτοια βέβαια ήταν τα εμβληματικά συνθήματα της αστικής Επανάστασης στη Γαλλία που είχε προηγηθεί, τα συνθήματα «Ελευθερία - Ισότητα - Αδελφότητα».
Η συμμετοχή των αγροτών στον ένοπλο επαναστατικό αγώνα ήταν αποφασιστική, αφού ως κοινωνική δύναμη αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία εκείνη την εποχή.
Η αλήθεια είναι ότι στην Επανάσταση του 1821, συγκριτικά με άλλες αστικές επαναστάσεις, π.χ. τη Γαλλική, ήταν πολύ περιορισμένη η συμμετοχή των εργατών. Κυρίως συμμετείχαν οι ναύτες από τα νησιωτικά αστικά κέντρα, όπου είχε αναπτυχθεί ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος, αυτός που μετατράπηκε σε πολεμικό στόλο, ενώ η Επανάσταση του 1821 δεν μπόρεσε ν' αγκαλιάσει σημαντικά αστικά κέντρα του Ελληνισμού, όπως η Σμύρνη, η Αττάλεια, τα Γιάννενα, η Θεσσαλονίκη, όπου υπάρχει και εντονότερη η παρουσία του εργατικού στοιχείου.
Αυτό που θέλουμε να κρατήσουμε ως συμπέρασμα από την πείρα της Επανάστασης του 1821, μελετώντας την με τη διαλεκτική - υλιστική επιστημονική μεθοδολογία, είναι η απαίτηση ο ιστορικός ερευνητής να είναι προσηλωμένος στη διερεύνηση των τάξεων με γνώμονα τις σχέσεις ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, το ρόλο που αντικειμενικά διαδραματίζει αυτή η σχέση ιδιοκτησίας στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, όλης της οικονομίας, στη διαμόρφωση της ιδεολογίας για την εκάστοτε κυρίαρχη τάξη. Δηλαδή ο ιστορικός να διερευνά την αντανάκλαση των σχέσεων ιδιοκτησίας στις ιδέες, στις νομικές - πολιτικές σχέσεις, στη διαμόρφωση οργάνων εξουσίας, στο χαρακτήρα του κράτους κι όχι στενά στη μορφή του. Γιατί, όπως έχετε ήδη διαπιστώσει, ένα ουσιαστικά φεουδαρχικό κράτος μπορεί να έχει μια πιο στενή ηγεμονική φεουδαρχική μορφή, ακόμα να έχει μια πιο συγκεντρωτική βασιλική, περισσότερο ή λιγότερο ισχυρή απέναντι στους ηγεμόνες - φεουδάρχες που συνενώνει ή και να έχει μια πιο οργανωμένη και ισχυρή αυτοκρατορική μορφή, όπως της Τσαρικής Αυτοκρατορίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οχι, βέβαια, ότι κι αυτές οι μορφές δεν έχουν τη σημασία τους, δεν σχετίζονται με φάσεις εξέλιξης του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, με ιδιαιτερότητες ως προς την ενσωμάτωση στοιχείων προηγούμενων μορφών κοινωνικής οργάνωσης. Παίζουν το ρόλο τους στο τι περιθώρια αφήνουν στην ύπαρξη ακόμα και ελεύθερων αγροτοπαραγωγών ή στην ανάπτυξη των πόλεων, στη διαμόρφωση και εξέλιξη του διοικητικού μηχανισμού - και του στρατιωτικού - στην οργάνωση και στο ρόλο των θρησκειών. Αλλά τίποτα απ' όλ' αυτά δεν μπορεί ν' αυτονομηθεί σε σχέση με το χαρακτήρα της εξουσίας που αναλογεί στην εκάστοτε οικονομικά κυρίαρχη τάξη. Δεν νοείται οικονομική κυριαρχία τάξης χωρίς να θεμελιώνεται και να προστατεύεται από το δικό της όργανο εξουσίας, το δικό της κράτος. Αλλά αυτή η δυναμική οικονομικής κυριαρχίας μιας τάξης είναι προϊόν ενός ιστορικά προσδιορισμένου επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Αυτό βέβαια αφορά και την αστική τάξη, η γέννηση της οποίας μέσα στο πλαίσιο της κρίσης της φεουδαρχίας και αντικειμενικά υπονομεύοντας τις παρωχημένες πλέον φεουδαλικές σχέσεις, η δυναμική τάση της αστικής τάξης για οικονομική κυριαρχία της απαιτούσε την ανάπτυξη των αντίστοιχων ιδεών για την οργάνωση της κοινωνίας, εξ ου και ο αστικός Διαφωτισμός, η σύγκρουση με τη μεταφυσική και τον ανορθολογισμό, το θρησκευτικό μυστικισμό.
Ο αστικός εθνικισμός ήταν το ιδεολογικό υπόβαθρο για τη διαμόρφωση μιας ενιαίας αστικής αγοράς, της σύνδεσης πόλεων και χωριών σε μια εθνική οικονομία ενός ιστορικά προσδιορισμένου αστικού έθνους - κράτους.
Αυτό αφορά και την Επανάσταση του 1821 ως απαρχή συγκρότησης του ελληνικού αστικού κράτους. Κι όσες από τις σοβαρές προσπάθειες ιστορικών, χωρίς να αρνούνται τον αστικό χαρακτήρα του ελληνικού κράτους, ακόμα και στην πρώτη μορφή του, χωρίς ενίοτε να αρνούνται τον αστικό χαρακτήρα της Επανάστασης, όμως προβάλλουν ως κύριο τον εθνικό χαρακτήρα, στη βάση των ιδεών, τοποθετούν το ζήτημα με το κεφάλι κάτω, όπως είχε κάνει ο Χέγκελ με την ιδεαλιστική διαλεκτική.
Το γεγονός ότι χαρακτηρίζουμε την κοινωνική - πολιτική επανάσταση με αφετηρία τη δυναμική της τάξης στην παραγωγική διαδικασία, δεν σημαίνει ότι αδιαφορούμε για τις ιδέες και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που αντιστοιχούν. Βέβαια, οι επαναστατικές ιδέες, αυτές που αιτιολογούν και τις νέες νομικές σχέσεις, τις νέες μορφές διοίκησης κ.λπ. μπορούν να προηγηθούν της επανάστασης, ίσα ίσα μπορούν να γίνουν δύναμη οργάνωσης της πολιτικής επανάστασης.
Αυτό έγινε στις αστικές επαναστάσεις του 18ου αιώνα, αλλά και στην Επανάσταση του 1821, έγινε και στις προλεταριακές επαναστάσεις του 20ού αιώνα.
Ο μαρξισμός συστηματοποίησε τη διαλεκτική υλιστική διερεύνηση της Ιστορίας, έδωσε στην ανθρώπινη γνώση την έννοια του κοινωνικού - οικονομικού σχηματισμού ως διαλεκτικής ενότητας μεταξύ της οικονομικής βάσης και του πολιτικού - νομικού - πολιτιστικού εποικοδομήματος που αντιστοιχεί σ' ένα ιστορικά δοσμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, του ίδιου του ανθρώπου και των μέσων εργασίας του.
Στόχος της αστικής προσέγγισης είναι να γίνει μαζικά αποδεκτή η θέση για αέναη ηγετική θέση της αστικής τάξης στην κοινωνική πρόοδο
Οσο αναγκαίο είναι αντικειμενικά να προσδιορίζουμε σε κάθε κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό την κυρίαρχη τάξη και την άμεσα εκμεταλλευόμενη, δηλαδή τις δύο βασικές τάξεις σε σχέση με τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, άλλο τόσο αναγκαίο είναι αντικειμενικά να προσδιορίζουμε και τις άλλες κοινωνικές ομάδες ή τάξεις που διαμορφώνονται ως φύτρα του νέου ή διακρίνονται ως κατάλοιπα του παλιού τρόπου παραγωγής.
Κι ακόμα περισσότερο, να μπορούμε να διακρίνουμε τη διαστρωμάτωση στο πλαίσιο μιας τάξης, παλιάς ή νέας, την εξέλιξη των τάξεων, επομένως και του κοινωνικού - πολιτικού ρόλου τους.
Οσον αφορά την Επανάσταση του 1821, ούτε την αστική τάξη μπορούμε να την αντιλαμβανόμαστε ως τη σημερινή τάξη των καπιταλιστών - παρόλο που υπάρχει ο πυρήνας της - ούτε τους κοτζαμπάσηδες μόνο ως κατώτερο τμήμα του φεουδαρχικού κρατικού μηχανισμού που δεν εμπλέκεται στις ανερχόμενες καπιταλιστικές σχέσεις.
Το πρώτο και κύριο συμπέρασμα που οφείλουμε να κρατήσουμε είναι ότι η Επανάσταση του 1821 στο μετέπειτα ελλαδικό χώρο, ως αστική, ήταν μια από τις πολλές επαναστάσεις που ξέσπασαν όχι μόνο στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά σ' όλη την Ευρώπη, στην Αμερική, στην Ασία, αλλού λίγο ή αρκετά πιο πριν, αλλού λίγο ή αρκετά αργότερα.
Πρόκειται για αρκετά διευρυμένη ιστορική εποχή περάσματος από τον φεουδαρχικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό στον ανερχόμενο καπιταλιστικό.
Κανένας ιστορικός που εργάζεται με στοιχειώδη επιστημονικότητα, σήμερα πλέον δεν μπορεί ν' αρνηθεί αυτήν την αλήθεια, που εν μέρει, με συνειδητά εισαγόμενες συγχύσεις και αντιφάσεις, διαχέεται και στην επίσημη αστική ιδεολογική - πολιτική προσέγγιση.
Βέβαια, οι απόψεις αστών πολιτικών, ενίοτε και ιστορικών, καλύπτουν όλο το φάσμα, χωρίς να υπάρχει απόλυτη ταύτιση σε σχέση με την κομματική ένταξη ή προτίμησή τους.
Ετσι θα βρούμε και τους ακραίους πλέον χαρακτηρισμούς της Επανάστασης του 1821 ως απελευθερωτικής ενός έθνους με ρίζα στο Βυζάντιο (ή και πιο πίσω) και ως χριστιανικής απελευθέρωσης από τον μουσουλμανικό ζυγό.
Ομως, ακόμα και προσεγγίσεις που δεν αμφισβητούν τον αστικό χαρακτήρα του 1821, εξαντλούν την όποια ταξική τους αναφορά στην αστική διανόηση, στους εμπόρους, άντε και στους αστούς εφοπλιστές, αποφεύγοντας να μιλήσουν για τάξη των καπιταλιστών και συνολικά για ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Συνειδητά δίνουν έμφαση στο μικροαστικό χαρακτήρα των πρώιμων τμημάτων της αστικής τάξης κατά την ιστορική εποχή του περάσματος από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Αλλοτε πάλι υπερπροβάλλουν την πρόσδεση των προεστών με τον οθωμανικό μηχανισμό, αποσιωπούν την αστικοποίηση σημαντικού τμήματός τους, για να υποστηρίξουν ότι στην αρχική του περίοδο, την άμεσα μετεπαναστατική αλλά και αυτή του Καποδίστρια, ακόμα και του Οθωνα, το ελληνικό κράτος δεν ήταν αστικό, αλλά μια μορφή ημιφεουδαρχικού μορφώματος, έστω κι αν το Σύνταγμα κατοχύρωνε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Στόχος της αστικής προσέγγισης είναι να γίνει μαζικά αποδεκτή η θέση για αέναη ηγετική θέση της αστικής τάξης στην κοινωνική πρόοδο, επομένως και για αναγκαστική συμπόρευση των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων με την αστική τάξη για όλα τα μεγάλα «εθνικά ζητήματα», από την αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19 έως και της σημερινής τουρκικής προκλητικότητας ή την ενσωμάτωση της πληροφορικής στη διοικητική οργάνωση.
Επιχείρησαν και επιχειρούν να συνδέσουν τα μηνύματα της Επανάστασης του 1821 με το μέλλον, να προβάλουν την «εθνική ενότητα ή συνοχή» για ένα «εθνικό όραμα» που συχνά το συνδέουν με την αναβάθμιση του ελληνικού αστικού κράτους στον περιφερειακό ή και διεθνή συσχετισμό μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών. Επιδιώκουν να συνταιριάξουν τον εθνικισμό με το διεθνισμό - αλλιώς κοσμοπολιτισμό - του κεφαλαίου, χαρακτηριστικά αλληλένδετα αλλά και αλληλοσυγκρουόμενα μεταξύ τους. Γιατί βάση της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής είναι ακόμα η εθνοκρατική της συγκρότηση για να υπηρετεί βέβαια την εξαγωγική τάση του κεφαλαίου με στόχο τη διευρυμένη αναπαραγωγή του.
Αυτή η σχέση εθνικισμού - κοσμοπολιτισμού αποτυπώθηκε στο πλαίσιο της Κρατικής Επιτροπής για το 1821, αλλά και σημειολογικά δόθηκε με την επιλογή της κας Γ. Αγγελοπούλου ως προέδρου της.
Εκφράστηκε και με την κρατική επιλογή καλέσματος άλλων κρατικών εκπροσώπων στις εορταστικές εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου.
Γιατί, όπως γνωρίζετε, δεν κλήθηκαν μόνο τα τότε ισχυρά κράτη της Ευρώπης - η Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία που είχαν άμεση ανάμειξη - αλλά κλήθηκαν και οι ΗΠΑ, που εξακολουθούν και σήμερα να είναι ηγέτιδα δύναμη του ΝΑΤΟ.
Οσον αφορά τη σημερινή στρατηγική επιλογή της τάξης των καπιταλιστών στην Ελλάδα, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι ο κύριος στρατιωτικός - πολιτικός σύμμαχος του ελληνικού αστικού κράτους από την περίοδο του ΔΣΕ έως σήμερα. Και δεν είναι τυχαία αυτή η επιλογή, αφού οι ΗΠΑ παρέλαβαν τη σκυτάλη από το Ην. Βασίλειο στη με τα όπλα διάσωση της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα, μετά τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ήταν ο σωτήρας της.
Εκφραση αυτής της επιλογής είναι και η σχετικά πρόσφατη αναβάθμιση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ σε βάσεις, διευκολύνσεις, ακόμα και σε πυρηνικά στην Ελλάδα, που υπηρετήθηκε τόσο από την κυβέρνηση του σοσιαλδημοκρατικού ΣΥΡΙΖΑ, όσο και από αυτήν της φιλελεύθερης ΝΔ.
Ο ελληνικός αστικός αγώνας του 1821 δεν παγιδεύτηκε από τον αντιδραστικό συσχετισμό
Κλείνοντας αυτήν την παρένθεση για τις ΗΠΑ και τη σύγχρονη σχέση τους με το ελληνικό αστικό κράτος, θα ήθελα να περάσω σ' ένα δεύτερο συμπέρασμα από τη μελέτη των κρατικών συμμαχιών και της σχέσης τους με το χαρακτήρα μιας επανάστασης, στην περίπτωσή μας του 1821, να σταθούμε στα όποια ταξικά διαφοροποιημένα μηνύματα μπορούν να προβληθούν στο παρόν και στο μέλλον. Γιατί βέβαια όχι μόνο διαφορετικά είναι τα συμφέροντα της τάξης των καπιταλιστών από τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα, αλλά βρίσκονται και σε διαρκή αντιπαλότητα.
Και το ζήτημα, ας πούμε, του διεθνούς συσχετισμού μεταξύ των υφιστάμενων κρατών σχετίζεται με τον χαρακτήρα της ιστορικής εποχής ως προς τα «όρια» ενός κοινωνικού - οικονομικού σχηματισμού και τη δυναμική ενός επόμενου. Δηλαδή, τον συσχετισμό μεταξύ των κρατών οφείλουμε να τον εκτιμάμε υπολογίζοντας και τον συσχετισμό της ταξικής πάλης.
Ο επαναστατικός ταξικός αγώνας οφείλει ν' αξιοποιεί τις αντιφάσεις, τα ρήγματα, τ' αδιέξοδα της προγενέστερης και ιστορικά παρωχημένης εξουσίας, αλλά όχι ν' αυτοκαθορίζεται απ' αυτά τα ρήγματα.
Η Ιστορία διδάσκει ότι σωστά ο ελληνικός αστικός επαναστατικός αγώνας δεν καθηλώθηκε από την υπάρχουσα Ιερή Συμμαχία, αλλά αξιοποίησε αντιθέσεις μεταξύ των τότε ισχυρών κρατών, των αστικών Μ. Βρετανίας και Γαλλίας και των φεουδαρχικού τύπου Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας.
Δεν ήταν το χριστιανικό ή έστω το βαθιά ριζωμένο εθνικό φρόνημα που έδινε θάρρος, ψυχή και φτερά στους Ελληνες για να συγκρουστούν πολεμικά με πολύ ισχυρότερες δυνάμεις. Ούτε το πετύχανε γιατί στηρίχτηκαν από την ομόθρησκη Ρωσία ενάντια στους μουσουλμάνους Οθωμανούς. Ούτε ήταν οι «νεωτερικές» ιδέες, χωρίς το ταξικό τους υπόβαθρο, που έδωσαν φτερά στον αγώνα τους, όπως ξανακούσαμε στ' αφιερώματα για τα 200 χρόνια.
Ηταν οι υλικές, εσωτερικές και διεθνείς, συνθήκες εμφάνισης των καπιταλιστικών σχέσεων και αποδυνάμωσης των φεουδαρχικών εξουσιών, μέσα στις οποίες τα συμφέροντα ελληνόφωνων χριστιανών αστών αποκρυσταλλώθηκαν σ' εθνικό στόχο εξουσίας, διαμορφώθηκαν σε ιδεολογία, αυτήν του ελληνικού αστικού Διαφωτισμού.
Γέννημα αυτής της ελληνικής αστικής τάξης είναι η επαναστατική της συγκρότηση με κέντρο τη Φιλική Εταιρεία, η κοινωνική σύνθεση και λειτουργία της οποίας, όπως προκύπτει από ιστορικά ντοκουμέντα, καταρρίπτει κάθε μύθο για μυστική οργάνωση κατασκευασμένη απ' τον τσάρο της Ρωσίας.
Από τη σκοπιά του θέματός μας, δεν θ' ασχοληθούμε με την εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων μεταξύ των επαναστατημένων ελληνικών δυνάμεων και των οθωμανικών και τη διάταξη ξένων δυνάμεων σ' αυτές.
Θα επισημάνουμε, όμως, ότι δεν υπήρχε αντιστοιχία ανάμεσα στον ταξικό χαρακτήρα ενός κράτους και στη στάση υποστήριξης ή όχι της αστικής Επανάστασης του 1821. Δηλαδή, το αστικό κράτος της Μ. Βρετανίας κράτησε αρχικά επιφυλακτική στάση απέναντι στην Επανάσταση του 1821, γιατί φοβόταν ότι η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα ευνοούσε την τσαρική Ρωσία.
Αντίθετα, η τσαρική Ρωσία ήταν ευνοϊκή σ' εξεγέρσεις που υπονόμευαν την ενότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ώστε ν' ανοίξει για τη Ρωσία ο δρόμος προς το Αιγαίο, αλλά ήταν αρνητική απέναντι στο επαναστατικό κέντρο της Επανάστασης, γιατί έβλεπε τον αστικό χαρακτήρα του, εναντιωνόταν σε καθεστώτα κατάργησης της δουλοπαροικίας.
Με άλλα λόγια, ο ελληνικός αστικός αγώνας του 1821 δεν παγιδεύτηκε από τον αντιδραστικό συσχετισμό της Ιερής Συμμαχίας, αλλά ούτε από τα επιμέρους συμφέροντα των τότε ισχυρών κρατών.
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι πολύ περισσότερο δεν πρέπει να παγιδεύεται η εργατική - λαϊκή επαναστατική πάλη σε κάθε καπιταλιστικό κράτος, όχι μόνο σε επαναστατικές συνθήκες, αλλά και η γραμμή πάλης σε οποιεσδήποτε συνθήκες, ειρήνης ή πολέμου, κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης ή όχι, να μην εγκλωβίζεται στη λογική του μονόδρομου του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Και σ' αυτό έχουμε την υποχρέωση βαθιά να αφομοιώσουμε τα συμπεράσματα και από την ιστορία των δικών μας στρατηγικών επιλογών, εννοώ ως ΚΚΕ, αλλά και ευρύτερα ως διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, με δεδομένο ότι παρεκκλίναμε στη μη σύνδεση του αντιφασιστικού - αντικατοχικού ένοπλου αγώνα από τον αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, στις επαναστατικές συνθήκες που προέκυψαν προς τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
Κάτω από τη φαινομενικά ισχυρή καπιταλιστική εξουσία, οφείλουμε ν' ανακαλύπτουμε τα φύτρα του νέου
Αλλά και η εκτεταμένη επικράτηση των αντεπαναστάσεων στον πρώτο ιστορικό κύκλο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, κατά τον 20ό αιώνα, δεν δικαιολογεί την έκταση της ιδεολογικής σύγχυσης και οπορτουνιστικής πολιτικής στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, που οφείλει ν' ασκεί τη σκέψη, την κρίση του στη διαλεκτική - υλιστική ανάλυση και σύνθεση της ιστορικής κοινωνικής κίνησης:
Κάτω απ' τον πάγο της φαινομενικά στατικής ισορροπίας μεταξύ καπιταλιστικών κρατών και διαφορετικών διακρατικών συμμαχικών σχημάτων, κάτω από τη φαινομενικά ισχυρή καπιταλιστική εξουσία, οφείλουμε ν' ανακαλύπτουμε τα φύτρα του νέου, να προσδιορίζουμε τους παράγοντες που μπορούν να ενεργήσουν επιταχυντικά στο λιώσιμο του πάγου, να επιδράσουν καταλυτικά στη δυναμική του νέου στην ταξική πάλη, στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας.
Αυτό το συμπέρασμα φοβάται η αστική εξουσία και προσπαθεί με όλα τα μέσα που διαθέτει να εμποδίσει τη συνειδητοποίησή του. Γι' αυτό αποφεύγει, «όπως ο διάολος το λιβάνι», να μιλά για Αστική Κοινωνική και Πολιτική Επανάσταση, προτιμά να την προβάλλει ως «πόλεμο για την Εθνική Ανεξαρτησία», ν' απομονώνει το εθνικό στοιχείο από το ταξικό - αστικό. Δεν θέλει ν' ανοίξει ο προβληματισμός για το σημερινό αντιδραστικό πλέον χαρακτήρα της τάξης των καπιταλιστών, για τον ανερχόμενο ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης στην κοινωνική πρόοδο, δηλαδή στην κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας που φρενάρει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αξιοποιεί το γεγονός ότι η φαινομενική παρατήρηση δεν μπορεί ν' αποκαλύψει τη μεγάλη καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, λόγω των πολύ μεγάλων επιστημονικών και τεχνολογικών κατακτήσεων, της αφάνταστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σε σχέση με το παρελθόν των αστικών επαναστάσεων.
Ομως, η κομμουνιστική πρωτοπορία γνωρίζει πολύ καλά αυτό το φρενάρισμα, με το μέγεθος των καταστροφών απ' τις οικονομικές κρίσεις, τη μη ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών στην Εκπαίδευση, στην Υγεία - Πρόνοια, στην προστασία στον εργασιακό χώρο ή κατοικίας, στην ανάγκη γενικής μείωσης του εργάσιμου χρόνου και στήριξης πολύπλευρων δημιουργικών επιλογών στο μη εργάσιμο χρόνο.
Μελετάμε τις αστικές επαναστάσεις για να κατανοήσουμε βαθύτερα τη σύγχρονη εποχή
Μας χρειάζεται να μελετήσουμε την Επανάσταση του 1821 σε συνάρτηση με τις αστικές επαναστάσεις που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν, βαθύτερα να κατανοήσουμε όλη την εποχή περάσματος από το φεουδαρχικό κοινωνικο-οικονομικό συσχετισμό στον καπιταλιστικό, προκειμένου βαθύτερα να κατανοήσουμε τη σύγχρονη εποχή: Εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό, στην κοινωνία στην οποία δεν αλλάζει μόνο τάξη ως οικονομική κυριαρχία και πολιτική εξουσία, αλλά καταργείται κάθε μορφή εκμεταλλευτικών σχέσεων, κάθε εκμεταλλεύτρια τάξη. Κι ακόμα περισσότερο: Καταργείται κάθε κοινωνική διάκριση και ανισότητα, αναμορφώνεται η ίδια η εργατική τάξη ως ηγέτιδα δύναμη της νέας κοινωνίας, ως συλλογικός ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής.
Αν η ανάπτυξη και η πλήρης εδραίωση της αστικής τάξης χρειάστηκε σχεδόν 4 αιώνες, ακόμα και αλλεπάλληλες επαναστάσεις για 50 - 60 χρόνια, στη Γαλλία, στη Γερμανία, συγκρούσεις και αναδιατάξεις μεταξύ των δυνάμεων της Επανάστασης στην Ελλάδα και όχι «εθνικούς διχασμούς», όπως αποπροσανατολιστικά τους χαρακτηρίζουν, αν απαίτησε τη θυσία επανειλημμένων αγροτικών και εργατικών εξεγέρσεων που πνίγηκαν στο αίμα, η εδραίωση του νέου, του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής και των αντίστοιχων σχέσεων σε όλες τις πτυχές οργάνωσης της κοινωνίας, στη διαμόρφωση της κομμουνιστικής συνείδησης, είναι μια διαδικασία πολύ πιο βαθιά ανατρεπτική και σύνθετη. Δεν εξαντλείται με ό,τι μπόρεσε να πραγματοποιήσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση κυρίως στην ΕΣΣΔ, και μάλιστα ξεκινώντας από πολύ χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Εκείνο το επίπεδο κουβαλούσε πιο βαριά κληρονομιά στη μη μηχανοποιημένη αγροτική παραγωγή, σε χειρωνακτική εργασία ακόμα και μέσα στη βιομηχανική παραγωγή, αλλά και σε υπηρεσίες, στη διατήρηση μεγαλύτερης απόσπασης της πνευματικής από τη χειρωνακτική εργασία, της επιτελικής από την εκτελεστική, στην αντίθεση πόλης - χωριού, στην ανισοτιμία μεταξύ άνδρα - γυναίκας.
Σε αυτό το υλικό έδαφος καθυστέρησε και η ανάπτυξη της θεωρίας της Σοσιαλιστικής Οικονομίας, του Σοσιαλιστικού Δικαίου κ.ά.
Σε τελευταία ανάλυση, θα λέγαμε ότι δεν ήταν επαρκής η επιστημονική διαλεκτική - υλιστική αντίληψη αυτού του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, όχι μόνο για τη Σοβιετική Ενωση, αλλά και για τις άλλες χώρες της Κ. Ευρώπης, της Ασίας.
Ευθυνόμαστε για την πιο απλοϊκή και σχηματική αντίληψη της κοινωνικής κίνησης, πιστεύοντας ότι στη Σοβιετική Ενωση είχε οριστικά νικήσει η οικοδόμηση της νέας κοινωνίας.
Το Κόμμα μας έχει κάνει σημαντική δουλειά για το ξεπέρασμα τέτοιων απλοϊκών, αντιδιαλεκτικών προσεγγίσεων, πρώτ' απ' όλα μελετώντας και βγάζοντας συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ.
Συνεχίζουμε αυτήν την έρευνα όχι μόνο στο πεδίο της Οικονομίας, αλλά και του νομικού - πολιτικού - πολιτιστικού εποικοδομήματος, αποκτώντας και νέο αρχειακό υλικό, πηγές δεδομένων, βιβλιογραφία.
Ταυτόχρονα μεταφράζουμε - εκδίδουμε έργα των Μαρξ - Ενγκελς που με διαλεκτική - υλιστική μεθοδολογία διερευνούν και τους προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς και την εξέλιξη της ταξικής πάλης.
Θα μου επιτρέψετε, λοιπόν, να ολοκληρώσω το ερώτημα που ρητορικά σας απηύθυνα ανοίγοντας την ομιλία μου: Ποια είναι η γνωριμία, η σχέση σας με σειρά έργων των Μαρξ - Ενγκελς, όπως «Για την προκαπιταλιστική κοινωνική εξέλιξη», του Ενγκελς «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους»;
Ποια είναι η σχέση σας με άλλες εκδόσεις που φωτίζουν την κοινωνική - πολιτική διαδικασία εδραίωσης του καπιταλισμού, με έργα όπως του Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850», «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», του Ενγκελς «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία». Επίσης το έργο των Μάρκοβ - Σομπούλ «1789. Η μεγάλη επανάσταση των Γάλλων».
Ποια είναι η σχέση σας με έργα για το χαρακτήρα της επανάστασης στο πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, όπως του Λένιν «Από τη μαχητική πείρα των μπολσεβίκων», «Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση», «Οι θέσεις του Απρίλη», «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», του Λ. Γκιούρκο, «Ο Λένιν τον Οκτώβρη», του Ρ. Π. Ντατ «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση».
Ολοι και όλες να προβληματιστούμε και να δράσουμε με τρόπο ώστε στα επόμενα χρόνια να μην ισχύει η εκτίμηση της θέσης 12 του πρώτου κειμένου της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο, ότι: «Το σημαντικότερο πρόβλημα, εν μέρει αντικειμενικό, είναι ότι όλη η προσπάθεια αφομοίωσης ιστορικών και ιδεολογικών συμπερασμάτων, θέσεων κι επεξεργασιών με βάση τις εξελίξεις και τις νέες απαιτήσεις, δεν συνδυάζεται σταθερά με τα άμεσα πολιτικά καθήκοντα και τη δράση».
Να κάνουμε πράξη την κατεύθυνση που περιλαμβάνει η 13η θέση του ίδιου κειμένου, ότι η προετοιμασία των στελεχών «πρέπει να έχει ενιαία χαρακτηριστικά, όπως η διαμόρφωση ενός ορισμένου επιπέδου θεωρητικής μόρφωσης, γνώσης των θέσεων και επεξεργασιών του Κόμματος, που αποτελούν και παράγοντα ιδεολογικοπολιτικής ενότητας και συνειδητής συμφωνίας». Και λέγοντας θεωρητική μόρφωση, εννοούμε των φιλοσοφικών και οικονομικών βάθρων του επιστημονικού κομμουνισμού.
Μόνο έτσι μπορούμε να κάνουμε πράξη το κεντρικό σύνθημα του 21ου Συνεδρίου:
Δυνατό ΚΚΕ
Νους - καρδιά - οργανωτής της εργατικής - λαϊκής πάλης για το σοσιαλισμό.
"Ρ"