Για το μάγο Ιησού το θαύμα των θαυμάτων είναι η ανάσταση του Λαζάρου. Καλό είναι πάντως εσείς να ξέρετε πως δεν πρόκειται για τίποτα άλλο παρά για μεταφορά της απελευθέρωσης του εβραϊκού λαού από τον αιγυπτιακό ζυγό.
Το άκρως παράδοξο παραμένει: Πώς οι υπόλοιποι Ευαγγελιστές το αγνοούν και το αναφέρει μόνο ο Ιωάννης (11: 1-44);
Ζούσε κάποτε ένας Λάζαρος που ήταν από τη Βηθανία, αλλά ήταν και άρρωστος. Η Βηθανία ήταν όμως και το χωριό της Μαρίας και της αδελφής της Μάρθας. Η Μαρία απ’ την άλλη είναι η γυναίκα που άλειψε με μύρο το μάγο και σκούπισε τα πόδια του με τα μαλλιά της, αλλά αυτό θα γίνει στο μέλλον (Ιωάννης 12: 1-11), παρόλο που ο Ιωάννης μας το λέει σ’ αυτό το σημείο. Ο Λάζαρος επίσης ήταν αδελφός της Μαρίας και τον αγαπούσε ο μάγος. Προφανώς, αδελφός και της Μάρθας. Ο μάγος πάλι αγαπούσε τη Μάρθα. Μύλος δηλαδή. Οι αδελφές έστειλαν μήνυμα στο μάγο πως ο άνθρωπος που αγαπούσε ήταν άρρωστος.
Ο μάγος μαθαίνει το νέο, αλλά δεν φαίνεται να ανησυχεί. Μάλιστα είναι καθησυχαστικός λέγοντας πως η ασθένεια αυτή δεν θα καταλήξει σε θάνατο, αλλά με αυτή θα φανεί η δύναμη και η δόξα του θεού και η αντίστοιχη τιμή και δόξα του θεόπουλου.
Έτσι, έμεινε άλλες δύο μέρες στο μέρος όπου βρισκόταν και την τρίτη μέρα λέει στους μαθητές του:
– Άντε πάμε στην Ιουδαία.
Οι μαθητές προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, γιατί στην Ιουδαία τούς είχαν πάρει με τις πέτρες, αλλά ο μάγος άρχισε τις γνωστές ασυναρτησίες. Αναφέρθηκε στο ότι οι ώρες της ημέρας είναι δώδεκα και είπε πως, όταν περπατά κανείς την ημέρα, δεν σκοντάφτει γιατί βλέπει το φως του κόσμου. Αν όμως περπατά τη νύχτα, σκοντάφτει γιατί δεν έχει φως. Μα πού ζούσε ο άνθρωπος; Μετά τους είπε πως ο φίλος του ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί, αλλά αυτός θα πάει να τον ξυπνήσει.
Οι διάνοιες οι μαθητές του νόμιζαν πως τον είχε πάρει ο ύπνος τον Λάζαρο και του πρότειναν να πάνε αργότερα μη και τον ανησυχήσουν. Ο μάγος τότε, απογοητευμένος για μια ακόμη φορά από τις διανοητικές τους ικανότητες, σκέφτεται πως ίσως θα ήταν καλύτερα να είχε προσλάβει μορφωμένους και όχι ψαράδες, αφού έτσι κι αλλιώς και τα ψάρια αυτός τους τα ’φερνε. Αλλά ποιος μορφωμένος θα πίστευε αυτές τις αηδίες; Το καταπίνει όμως και τους λέει πως εννοεί ότι πέθανε ο Λάζαρος, αλλιώς τι θεός θα ήταν αν δεν το ’ξερε, αλλά είναι καλό που πέθανε και χαίρεται που δεν ήταν εκεί, γιατί θα είναι για το καλό τους, διότι έτσι θα πιστέψουν. Τότε ο Θωμάς, εκείνος που τον έλεγαν δίδυμο και που δεν φαίνεται να είχε καταλάβει γρι, είπε στους άλλους να πάνε κι αυτοί για να πεθάνουν μαζί του.
Όταν έφτασαν στην Ιουδαία, ο Λάζαρος είχε θαφτεί εδώ και τέσσερις μέρες. Παράλληλα, είχαν μαζευτεί και πολλοί Ιουδαίοι, που μυρίστηκαν γυναίκες μόνες τους και έτρεξαν για τα περαιτέρω, δήθεν όμως για να τις παρηγορήσουν.
Μόλις η Μάρθα έμαθε πως κατέφτασε ο μάγος, έτρεξε να τον βρει, ενώ η Μαρία κάθισε σπίτι. Με τον που τον βλέπει η Μάρθα, του λέει πως, αν ήταν εκεί, δεν θα πέθαινε ο αδελφός της, αλλά τελοσπάντων και τώρα που ήρθε κάτι θα κάνει, γιατί, αν το ζητήσει απ’ το θεό, δεν θα του το αρνηθεί.
Ο μάγος της απάντησε πως ο αδελφός της θα αναστηθεί.
Εκείνη του είπε ότι γνωρίζει πως θα αναστηθεί στη γενική ανάσταση κατά την ημέρα της κρίσης, αλλά ο μάγος την κόβει λέγοντάς της ότι αυτός είναι η ανάσταση και η ζωή και πως αυτός που πιστεύει σ’ εκείνον, ακόμη κι αν πεθάνει, θα ζήσει και πως όποιος ζει και πιστεύει σ’ αυτόν δεν θα πεθάνει ποτέ. Τότε ησύχασαν και τα βούρλα οι μαθητές, που νόμιζαν πως θα πέθαιναν, αλλά σκέφτηκαν πως, αφού πιστεύουν, δεν πρόκειται να πεθάνουν. Μερικοί αναρωτήθηκαν αν πίστευαν επαρκώς, αλλά έδιωξαν τη σκέψη αυτή ως μη προσήκουσα.
Τότε η Μάρθα ψιθύρισε πως εκείνη πίστευε πως ήταν ο γιος του Γιαχβέ, αυτός που περίμεναν να έρθει στον κόσμο, και την έκανε για το σπίτι. Εκεί είπε στη Μαρία πως είχε έρθει ο δάσκαλος και τη ζήτησε, αλλά το ’πε ψέματα, διότι παραπάνω δεν είδαμε κάτι τέτοιο. Η Μαρία, που ήταν με το κομπινεζόν, ρίχνει κάτι πρόχειρο πάνω της, στρώνει λίγο τα μαλλιά της, μυρίζει τις μασχάλες της και τρέχει να τον βρει. Τη βλέπουν οι παρηγορητές να τρέχει, σκέφτονται ότι πηγαίνει στον τάφο και από φόβο μην κάνει καμιά τρέλα τρέχουν κι αυτοί ξωπίσω της. Μόλις η Μαρία συνάντησε το θεόπουλο, έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας και του είπε πως, αν ήταν εκεί, δεν θα πέθαινε ο αδελφός της. Την είδε το θεόπουλο να κλαίει, είδε και τους Ιουδαίους να κλαίνε, ταράχτηκε και αναστέναξε. Ρώτησε πού τον έχουν και κάποιος από κάτω κόντεψε να φωνάξει «στο ψυγείο για να παίρνουν τη σύνταξη», αλλά το κατάπιε. Όλοι οι υπόλοιποι του είπαν «έλα μαζί μας να δεις». Το θεόπουλο τότε δάκρυσε και οι Ιουδαίοι, βλέποντάς το αυτό, δάκρυσαν πολύ περισσότερο από πριν. Κάποιος μάλιστα πέταξε:
– Κοίτα πόσο τον αγαπούσε.
Ένας άλλος (πάντα στον όχλο υπάρχουν και οι μαλάκες) είπε:
– Δεν μπορούσε αυτός, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού, να τον σώσει;
Ευτυχώς όμως δεν ακούστηκε.
Αφού αναστέναξε και πάλι το θεόπουλο, αυτή τη φορά από μέσα του, πλησίασε τον τάφο. Ήταν μια σπηλιά που είχε μια μεγάλη πέτρα μπροστά της και το θεόπουλο ένιωσε σαν να το έχει ξαναζήσει αυτό, πράγμα που έχει συμβεί σε όλους μας.
Τότε τους είπε:
– Σηκώστε την πέτρα.
Η Μάρθα, που φαίνεται ότι είχε ακολουθήσει και αυτή τους Ιουδαίους που έκλαιγαν και ακολουθούσαν τη Μαρία, που με τη σειρά της έκλαιγε κι εκείνη, είπε πως θα βρομάει, γιατί έχουν περάσει τέσσερις μέρες. Το θεόπουλο πήγε να της πει κάποιο γαμοσταυρίδι, αλλά τελικά της απάντησε πως μόνο αν πιστέψει θα δει τη δόξα του θεού, και τότε αυτή πίστεψε τελειωτικά. Σήκωσαν την πέτρα και μια ακριβή ευωδιά τους πλημμύρισε, που σε πολλούς θύμισε το γνωστό ανδρικό άρωμα «Το νερό του Ιακώβ» του φημισμένου οίκου της εποχής Χαρμάνι, και εξ αυτού πίστεψαν εντελώς καμιά δεκαριά ακόμη. Τότε το θεόπουλο σήκωσε τα μάτια πάνω και είπε το εξής καταπληκτικό:
– Πατέρα, σ’ ευχαριστώ, που με άκουσες. Εγώ βέβαια ξέρω ότι πάντοτε με ακούς, αλλά το είπα για τον κόσμο που παρευρίσκεται, για να με πιστέψει ότι εσύ με έστειλες (που αν τον είχα εγώ γιο, θα του τράβαγα μια κλοτσιά, για να μάθει να μην κοροϊδεύει τον κόσμο μέσα στον πόνο του).
Έπειτα φώναξε δυνατά:
– Λάζαρε, βγες έξω.
Ακριβώς εδώ συνέβη το δεύτερο θαύμα μέσα στο πρώτο.
Διότι ο Λάζαρος δεν φτάνει που αναστήθηκε, αλλά, ενώ ήταν πλήρως φασκιωμένος, με δεμένα χέρια και πόδια και το πρόσωπο τυλιγμένο με μαντίλι, κατάφερε να σκαρφαλώσει απ’ τον τάφο, να βγει και να περπατήσει.
Το θεόπουλο είπε:
– Λύστε τον κι αφήστε τον να φύγει.
Και χώρισαν χωρίς να πουν μια κουβέντα ο ένας στον άλλον.
Τότε πίστεψαν και μερικοί ακόμη, αλλά κάποιοι άλλοι έτρεξαν στους Φαρισαίους και τους είπαν:
– Μαλάκες τρέξτε, γιατί ο τύπος άρχισε ν’ ανασταίνει τους νεκρούς και ποιος ξέρει πόσους θ’ αναστήσει ακόμη και στο τέλος θα πήξουμε στους βρικόλακες.__
Από το «Η Αγρία Γραφή» εκδόσεις ΚΨΜ