Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζακ Λόντον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζακ Λόντον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10 Ιανουαρίου, 2019

ΓΙΑ ΔΙΆΒΑΣΜΑ: ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ -Η ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΦΤΕΡΝΑ !!

https://www.sep.gr/cms/site/gr.php?p=bookview&read=246&view1=23&view2=58

«Αν συνθλίψεις την αλήθεια, αν την κρύψεις, αν δεν την υψώσεις ως έμβλημα, τότε θα σαι λιγότερο αληθινός από την αλήθεια (ευτελίζοντας την ασίγαστη ελπίδα για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη)».
 

Τζακ Λόντον: Η Σιδερένια Φτέρνα***



Ένα μαθηματικό όνειρο
Είναι αδύνατη η επικράτηση του σοσιαλισμού; Αφού υποστηρίξατε τι είναι αδύνατον να συμβεί, αφήστε με να σας αποδείξω τι είναι αναπόφευκτο. Θα σας αναπτύξω το αναπόφευκτο της πτώσης του καπιταλιστικού συστήματος και θα σας αποδείξω με αριθμούς τα αίτια της πτώσης του.



«Η Σιδερένια φτέρνα» του Τζακ Λόντον είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο, που απαντάει σε πολλά ερωτήματα για την σύγχρονη πραγματικότητα. 
Όπως πχ σε τι οφείλεται η οικονομική κρίση που βιώνουν οι εργαζόμενοι και η πλειονότητα του λαού μας, αν ο καπιταλισμός είναι ανίκητος (χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα που παρουσιάζουμε παρακάτω) και αν η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα συνεχίζεται αιώνια (σε καμιά περίπτωση) κλπ.
 Την ονομασία αυτή («σιδερένια φτέρνα») χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να προσδιορίσει την πλουτοκρατία και το λαό. 
Ο Ανατολ Φρανς, στον πρόλογο του βιβλίου (εκδ. Σύγχρονη Εποχή) γράφει: «Ο άνθρωπος, που σ’ αυτό το βιβλίο ξεχωρίζει την αλήθεια και προβλέπει το μέλλον, ο σοφός, ο δυνατός, ο καλός άνθρωπος ονομάζεται Ερνεστ Εβερχαρντ. 
Όπως και ο συγγραφέας, ανήκε στις εργαζόμενες τάξεις και δούλεψε με τα χέρια του. Γιατί πρέπει να ξέρετε πως αυτός που πέθανε νέος έγραψε πενήντα καταπληκτικούς τόμους, που σφύζουν από ζωή και νοημοσύνη, ήταν γιος αγρότη και άρχισε να βγάζει το ψωμί του στα δέκα του μόλις χρόνια, πουλώντας εφημερίδες. 
Ο ήρωάς του, ο Ερνεστ Εβερχαρντ, είναι γεμάτος θάρρος, δύναμη και ευγένεια ψυχής, χαρακτηριστικά όλα αυτά που μοιράζεται με τον συγγραφέα που τον έπλασε».

Το απόσπασμα που παραθέτουμε είναι από μια άλλη, παλαιότερη έκδοση της «Σιδερένιας φτέρνας», σε μετάφραση Αγγελικής Φιλιππάτου (εκδ. Αντ. Λιβάνης & Σία Ε.Ε. «Νέα Σύνορα», Αθήνα 1980).

***

Ο Έρνεστ ξαναπήρε το λόγο ενώ το ακροατήριό του είχε μείνει κατάπληκτο από την αποκάλυψη που είχε κάνει.
«Απόψε το βράδυ καμιά δωδεκαριά από σας είπαν ότι είναι αδύνατη η επικράτηση του σοσιαλισμού. Αφού υποστηρίξατε τι είναι αδύνατον να συμβεί, αφήστε με να σας αποδείξω τι είναι αναπόφευκτο. Είναι αναπόφευκτη η εξαφάνιση, όχι μόνον η δική σας, των μικρών κεφαλαιούχων, αλλά και των μεγάλων καπιταλιστών και των ίδιων των τραστ. Μη ξεχνάτε, το ρεύμα της εξέλιξης δε γυρίζει πίσω. Συνεχίζει να κυλάει προς τα μπρος, από τον ανταγωνισμό στο συνεταιρισμό, από το μικρό συνεταιρισμό στο μεγάλο, από το μεγάλο στον κολοσσιαίο συνασπισμό κι από κει το ρεύμα τρέχει προς το σοσιαλισμό, που είναι ο πιο εκτεταμένος συνδυασμός απ’ όλους τους άλλους.
«Μου λέτε ότι ονειρεύομαι. Πολύ καλά! Θα σας εκθέσω με αριθμούς το όνειρό μου. Σας προκαλώ εκ των προτέρων να μου αποδείξετε ότι οι λογαριασμοί μου είναι λανθασμένοι, θα σας αναπτύξω το αναπόφευκτο της πτώσης του καπιταλιστικού συστήματος και θα σας αποδείξω με αριθμούς τα αίτια της πτώσης του. Εμπρός λοιπόν και κάνετε λίγη υπομονή αν η αρχή μου σας φανεί ότι είναι εκτός θέματος.

«Ας εξετάσουμε πρώτα απ’ όλα την πορεία μιας ειδικής βιομηχανίας και παρακαλώ να μη διστάσετε να με διακόψετε, αν δεν συμφωνείτε σε κάτι απ’ αυτά που θα πω. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα εργοστάσιο υποδημάτων. Αυτό το εργοστάσιο αγοράζει δέρμα και το μετατρέπει σε παπούτσια. Ας υποθέσουμε ότι αγοράζει δέρμα για εκατό δολάρια κι ότι παράγει παπούτσια αξίας διακοσίων δολαρίων. Τι συνέβη; Εκατό δολάρια προστέθηκαν στην αξία του δέρματος. Ας δούμε πώς γίνεται αυτό.
«Κεφάλαιο και εργασία αύξησαν τα εκατό δολάρια. Το κεφάλαιο προμήθευσε το εργοστάσιο, τις μηχανές και πλήρωσε όλα τα έξοδα. Τα εργατικά χέρια προμήθευσαν την εργασία. Με την κοινή προσπάθεια κεφαλαίου και εργασίας προστέθηκε αξία εκατό δολαρίων. Συμφωνείτε όλοι μέχρι εδώ;»

Τα κεφάλια γύρω από το τραπέζι κουνήθηκαν καταφατικά.
«Το κεφάλαιο και η εργασία, αφού παρήγαγαν αυτά τα εκατό δολάρια, προχωρούν τώρα στη μοιρασιά τους. Οι στατιστικές γι’ αυτού του είδους τη μοιρασιά είναι αρκετά περίπλοκες. Αλλά για να απλοποιήσουμε κάπως τα πράγματα θα αρκεστούμε σε παραπλήσιους αριθμούς κι ας δεχτούμε ότι το κεφάλαιο παίρνει πενήντα δολάρια στο μερίδιό του και η εργασία δέχεται για μεροκάματα τα άλλα πενήντα. Δε θα τσακωθούμε τώρα γι’ αυτή τη μοιρασιά(1). Όσα παζάρια κι αν γίνονται πάνω σ’ αυτό το θέμα, κάποια στιγμή επέρχεται συμφωνία στο ποσοστό. Σημειώστε ότι αυτό που ισχύει για μια βιομηχανία, ισχύει για όλες τις άλλες. Σύμφωνοι;

Όλοι δείξαν ότι συμφωνούν με τον Έρνεστ.
«Ας υποθέσουμε τώρα ότι η εργασία, αφού πήρε αυτά τα πενήντα δολάρια θέλει να τα δώσει πίσω για παπούτσια, θα μπορέσει ν’ αγοράσει παπούτσια που θα κοστίζουν μόνο πενήντα δολάρια. Γίνομαι σαφής;
«Ας περάσουμε τώρα απ’ αυτό το μερικό προτσές στο σύνολο του βιομηχανικού προτσές των Ενωμένων Πολιτειών που περιλαμβάνει το δέρμα για το οποίο μιλήσαμε, τις πρώτες ύλες, τις μεταφορές, τις πωλήσεις, το κάθε τι. Ας πούμε με στρογγυλούς αριθμούς, ότι η ετήσια συνολική παραγωγή των Ενωμένων Πολιτειών φτάνει τα τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια. Η εργασία δέχεται επομένως σε μεροκάματα την ίδια χρονική περίοδο δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Έχουν παραχθεί προϊόντα που αξίζουν τέσσερα δισ. δολ. Πόσα προϊόντα μπορεί ν’ αγοράσει η εργασία; Όσα αξίζουν δύο δισ. δολάρια. Είμαι βέβαιος ότι εδώ δε χωράει καμιά συζήτηση. Τα ποσοστά που δίνω είναι πολύ απλόχερα, γιατί με χίλια δυο τεχνάσματα οι καπιταλιστές δεν δίνουν τόσα στους εργαζόμενους, ώστε να μπορούν ν’ αγοράσουν το μισό της συνολικής παραγωγής.
«’Αλλά ας δεχτούμε ότι η εργασία ξαναγοράζει προϊόντα για δύο δισ. Είναι φανερό ότι η εργασία μπορεί να καταναλώσει μόνο δύο δισ. Μένουν ακόμα προϊόντα που στοιχίζουν δύο δισ. και που η εργασία δεν μπορεί ν’ αγοράσει ούτε να καταναλώσει.

—Η εργασία δεν καταναλώνει ούτε αυτά τα δύο δισ. δήλωσε ο κ. Κόβαλτ. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο δε θα υπήρχαν καταθέσεις στις τράπεζες.
Οι καταθέσεις στις τράπεζες από τους εργαζόμενους είναι μια αποταμίευση που καταναλώνεται σχεδόν αμέσως. Πρόκειται για μερικές οικονομίες που βάζει κανείς στην πάντα για τα γηρατειά, τις αρρώστιες, τα δυστυχήματα, τα έξοδα κηδείας. Οι τραπεζικές καταθέσεις είναι η μπουκιά το ψωμί που βάζει κανείς στο ράφι για να το φάει την άλλη μέρα. Όχι, η εργασία καταναλώνει το σύνολο των προϊόντων που μπορεί να ξαναγοράσει με το μεροκάματο.
«Στο κεφάλαιο μένουν δυο δισεκατομμύρια. Αφού πληρώσει τα έξοδά του, καταναλώνει τα υπόλοιπα; Το κεφάλαιο καταναλώνει τα δυο του δισεκατομμύρια;

Ο Έρνεστ σταμάτησε κι έθεσε καθαρά την ερώτηση σε μερικούς από τους καλεσμένους. Αυτοί κούνησαν το κεφάλι.

—Δεν ξέρω, απάντησε ειλικρινά ένας απ’ αυτούς.
Και όμως ξέρετε, συνέχισε ο Έρνεστ. Σταματήστε και σκεφτείτε για λίγο. Εάν το κεφάλαιο κατανάλωνε ολόκληρο το μερίδιο του δε θα μπορούσε ν’ αυξάνει, θα έμενε σταθερό. Εάν ρίξετε μια ματιά στην οικονομική ιστορία των Ενωμένων Πολιτειών θα δείτε ότι το συνολικό ποσό του κεφαλαίου δε σταμάτησε ν’ αυξάνει. Επομένως το κεφάλαιο δεν καταναλώνει το μερίδιό του. Θυμάστε την εποχή που η Αγγλία κατείχε ένα σωρό ομολογίες των σιδηροδρόμων μας; Καθώς τα χρόνια περνούσαν ξαναγοράσαμε πάλι αυτές τις ομολογίες. Τι σημαίνει αυτό; Ότι το μερίδιο του κεφαλαίου που δεν καταναλώθηκε ξαναγόρασε τις ομολογίες. Τι μας λέει το γεγονός ότι σήμερα οι καπιταλιστές των Ενωμένων Πολιτειών κατέχουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε ομολογίες μεξικανικές, ρωσικές, ιταλικές, ελληνικές; Μας λέει ότι αυτές οι εκατοντάδες κι εκατοντάδες εκατομμύρια είναι ένα κομμάτι από το μερίδιο του κεφάλαιου που δεν καταναλώθηκε. Το κεφάλαιο δεν κατανάλωσε ποτέ το μερίδιό του απ’ την αρχή αρχή του καπιταλιστικού συστήματος.
«Και τώρα φτάσαμε στο κρίσιμο σημείο. Η παραγωγή των Ενωμένων Πολιτειών ανέρχεται σε 4 δισ. δολ. Η εργασία αγοράζει και καταναλώνει για δύο δισ. Το κεφάλαιο δεν καταναλώνει τα υπόλοιπα δύο δισ. Υπάρχει ένα μεγάλο πλεόνασμα που παραμένει ακέραιο. Τι γίνεται αυτό το πλεόνασμα; Τι μπορεί να γίνει μ’ αυτό; Η εργασία δεν μπορεί να καταναλώσει τίποτα απ’ αυτό γιατί έχει ξοδέψει όλα της τα μεροκάματα. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να εξαντλήσει αυτό το πλεόνασμα γιατί, σύμφωνα με τη φύση του, έχει ήδη καταναλώσει όσο μπορούσε. Και το πλεόνασμα παραμένει. Τι μπορεί να γίνει μ’ αυτό; Τι γίνεται μ’ αυτό;

—Το πουλούν στο εξωτερικό, είπε ο κ. Κόβαλτ αυθόρμητα.
Μάλιστα αυτό είναι, συμφώνησε ο Έρνεστ. Αυτό το πλεόνασμα δημιουργεί την ανάγκη για αγορά στο εξωτερικό. Το πλεόνασμα λοιπόν πουλιέται στο εξωτερικό. Πρέπει να πουληθεί στο εξωτερικό. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτό. Και αυτό το πλεόνασμα πού δεν καταναλώνεται και πουλιέται στο εξωτερικό, αποτελεί αυτό που ονομάζουμε εμπορικό ισοζύγιο και που είναι βέβαια ευνοϊκό για μάς. Συμφωνούμε όλοι μέχρι εδώ;

—Αποτελεί ασφαλώς χάσιμο χρόνου η ανάπτυξη της άλφα-βήτα του εμπορίου, είπε ο κ. Κάλβιν με κάποια δηκτικότητα. Την ξέρουμε όλοι απ’ έξω.
Εάν επέμεινα τόσο πολύ σ’ αυτή την αλφαβήτα είναι γιατί μ’ αυτή θα σας αποστομώσω, απάντησε ο Έρνεστ. Εδώ βρίσκεται το ενδιαφέρον του πράγματος. Και θα σας αποστομώσω τώρα αμέσως. Προχωρούμε λοιπόν.
«Οι Ενωμένες Πολιτείες είναι μια καπιταλιστική χώρα που έχει αναπτύξει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της. Σύμφωνα με το βιομηχανικό καπιταλιστικό της σύστημα, έχει ένα πλεόνασμα από το οποίο πρέπει ν’ απαλλαγεί και για ν’ απαλλαγεί πρέπει να το διαθέσει στο εξωτερικό.(2) 
Ό,τι ισχύει για τις Ενωμένες Πολιτείες, ισχύει και για τις άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Κάθε μια απ’ αυτές τις χώρες διαθέτει ένα πλεόνασμα. Μη ξεχνάτε ότι έχουν πραγματοποιήσει κιόλας τις εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ τους κι ότι αυτά τα πλεονάσματα παραμένουν διαθέσιμα. Η εργασία σ’ όλες αυτές τις χώρες έχει ξοδέψει όλα της τα μεροκάματα και δεν μπορεί ν’ αγοράσει τίποτα απ’ το πλεόνασμα. Το κεφάλαιο σ’ όλες αυτές τις χώρες έχει καταναλώσει κι αυτό όσο του επιτρέπει η φύση του. Και τα πλεονάσματα παραμένουν. Δεν μπορούν να τα διαθέσουν ο ένας στον άλλον. Πώς θ’ απαλλαγούν απ’ αυτά;

—Πουλώντας τα στις χώρες που δεν έχουν ακόμα αναπτύξει τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές, συμπέρανε ο κ. Κόβαλτ.

Περίφημα. Τα βλέπετε, ο συλλογισμός μου είναι τόσο απλός και καθαρός που το συμπέρασμα έρχεται μόνο του στο μυαλό σας. Και τώρα ας κάνουμε το επόμενο βήμα. Ας υποθέσουμε ότι οι Ενωμένες Πολιτείες διαθέτουν το πλεόνασμά τους σέ μια χώρα που δεν έχει αναπτύξει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της, στη Βραζιλία ας πούμε. Μη ξεχνάτε ότι αυτό το πλεόνασμα είναι έξω και πέρα από το εμπορικό ισοζύγιο αφού τα εμπορεύματα έχουν πλέον καταναλωθεί. Τι θα πάρουν οι Ενωμένες Πολιτείες σε αντάλλαγμα από τη Βραζιλία;

—Χρυσάφι, είπε ο κ. Κόβαλτ.

—Ναι αλλά το χρυσάφι υπάρχει σέ μια περιορισμένη ποσότητα στον κόσμο, παρατήρησε ο Έρνεστ.

—Χρυσάφι με τη μορφή ενέχυρων, ομολογιών και άλλα τέτοια παρόμοια, επανόρθωσε ο κ. Κόβαλτ.

—Αυτή τη φορά το πετύχατε, είπε ο Έρνεστ. Οι Ενωμένες Πολιτείες θα πάρουν από τη Βραζιλία σε αντάλλαγμα του πλεονάσματός τους ομολογίες και ενέχυρα. Και τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι Ενωμένες Πολιτείες θα γίνουν κάτοχοι των σιδηροδρόμων, των εργοστασίων, των ορυχείων και της γης της Βραζιλίας. Και τι συμπέρασμα βγαίνει απ’ αυτό;

Ο κ. Κόβαλτ έμεινε σκεφτικός και κούνησε το κεφάλι του.
«Θα σας το πω εγώ, συνέχισε ο Έρνεστ. Βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Βραζιλίας θα αναπτυχθούν. Και τώρα το επόμενο βήμα. Όταν η Βραζιλία θα αναπτυχθεί κάτω από το καπιταλιστικό σύστημα, θ’ αποκτήσει κι αυτή ένα πλεόνασμα που δε θα καταναλώνεται, θα μπορεί να το διαθέσει στις Ενωμένες Πολιτείες; Ασφαλώς όχι γιατί οι Ενωμένες Πολιτείες έχουν το δικό τους πλεόνασμα, θα μπορούν οι Ενωμένες Πολιτείες να ενεργήσουν όπως προηγουμένως και να διαθέσουν το πλεόνασμά τους στη Βραζιλία; Όχι γιατί ή Βραζιλία έχει τώρα κι αυτή πλεόνασμα.
«Τι γίνεται λοιπόν; Οι Ενωμένες Πολιτείες και η Βραζιλία πρέπει και οι δυο να βρουν διέξοδο για το πλεόνασμά τους σε άλλες χώρες που δεν έχουν αναπτυχθεί. Αλλά σύμφωνα μ’ αυτό το προτσές κι αυτές οι χώρες θ’ αναπτυχθούν με τη σειρά τους. Σύντομα θα έχουν πλεόνασμα και θ’ αναζητούν άλλες χώρες για να το διαθέσουν. Τώρα, κύριοι, παρακολουθείστε με προσεχτικά. Ο πλανήτης μας είναι περιορισμένος. Οι χώρες που υπάρχουν στον κόσμο δεν είναι τόσο πολλές. Τι θα συμβεί όταν κάθε χώρα ακόμα και η πιο μικρή μείνει με το πλεόνασμα στο χέρι να κοιτάζει τις άλλες χώρες να κρατούν κι αυτές το δικό τους;»

Σταμάτησε και κοίταξε τους ακροατές του. Ήταν διασκεδαστικό να βλέπεις την αμηχανία στα πρόσωπά τους. Τα πρόσωπα όμως αυτά δείχνανε κι ανησυχία. Μέσα από αφαιρέσεις ο Έρνεστ τους είχε δείξει ένα δράμα και τους είχε κάνει να το δουν. Καθισμένοι εκεί μέσα διέκριναν το δράμα που τους προκαλούσε φόβο.

«Αρχίσαμε από το ΑΒΓ κ. Κάλβιν, είπε ο Έρνεστ πονηρά. Τώρα θα σας δώσω το υπόλοιπο της Αλφαβήτας. Είναι πολύ απλό. Αυτή είναι η ομορφιά του. Έχετε ασφαλώς την απάντηση στα χείλη. Λοιπόν τι θα γίνει όταν κάθε χώρα θα έχει το πλεόνασμά της; Τι θα γίνει τότε με το καπιταλιστικό σας σύστημα;

Αλλά ο κ. Κάλβιν κουνούσε το κεφάλι του με περισυλλογή. Έψαχνε να βρει κάποιο λάθος στο συλλογισμό του Έρνεστ.

«Ας διασχίσουμε πάλι μαζί και σύντομα το πεδίο που διατρέξαμε, είπε ο Έρνεστ. Αρχίσαμε με το προτσές που θ’ ακολουθήσει μια οποιαδήποτε βιομηχανία, ας πούμε μια βιομηχανία υποδημάτων. Βρήκαμε ότι η μοιρασιά που εφαρμόστηκε σ’ αυτό το συγκεκριμένο εργοστάσιο πάνω στο προϊόν που είχε υποστεί κοινή επεξεργασία είναι η ίδια που εφαρμόζεται πάνω στο συνολικό ποσόν της βιομηχανικής παραγωγής. Είδαμε τι ποσότητα απ’ αυτό το προϊόν μπορεί ν’ αγοράσει η εργασία με τα μεροκάματα που διαθέτει και πώς το κεφάλαιο δεν καταναλώνει το υπόλοιπο αυτού του προϊόντος. Είδαμε ακόμα ότι η εργασία έχει καταναλώσει όσα της επιτρέπουν τα μεροκάματα και όταν το κεφάλαιο έχει καταναλώσει όσα χρειάζεται, μένει ακόμα ένα διαθέσιμο πλεόνασμα. Συμφωνήσαμε ότι αυτό το πλεόνασμα μπορεί να διατεθεί μόνο στο εξωτερικό. Συμφωνήσαμε επίσης ότι η διάθεση αυτού του πλεονάσματος σε μια άλλη χώρα έχει σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη αυτής της χώρας σε σημείο τέτοιο, που κι αυτή σε λίγο καιρό θάχει πλεόνασμα που θα πρέπει να το διαθέσει. Επεκτείναμε αυτό το προτσές σε όλες τις χώρες του πλανήτη, έτσι ώστε κάθε χώρα να παράγει κάθε χρόνο, κάθε μέρα ένα πλεόνασμα που δεν μπορεί να καταναλώσει και που δεν μπορεί πια να διαθέσει σε καμιά άλλη χώρα. Και τώρα σας ρωτώ άλλη μια φορά. Τι θα κάνουμε μ’ αυτά τα πλεονάσματα;

Κι αυτή τη φορά δεν απάντησε κανείς.

—Εσείς κ. Κάλβιν; τον προκάλεσε ο Έρνεστ.

— Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, ομολόγησε ο κ. Κάλβιν.

—Ποτέ δε σκέφτηκα ένα τέτοιο πράγμα, είπε ο κ. Ασμούνσεν. Κι όμως είναι τόσο καθαρό σαν να είναι τυπωμένο στο χαρτί.

Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα ν’ αναπτύσσουν τη θεωρία της υπεραξίας του Καρλ Μαρξ,(3) και ο Έρνεστ το είχε κάνει τόσο απλά που κι εγώ η ίδια βρέθηκα σέ δύσκολη θέση κι ένοιωθα ανίκανη ν’ απαντήσω.

—Θα σας πω ένα τρόπο για ν’ απαλλαγείτε από το πλεόνασμα, είπε ο Έρνεστ. Πετάχτε το στη θάλασσα. Πετάχτε στη θάλασσα κάθε χρόνο εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια όσο αξίζουν δηλαδή παπούτσια, ρούχα, στάρι κι ό,τι άλλο εμπορεύσιμο προϊόν. Δε θα μπορούσε να τακτοποιηθεί έτσι αυτό το ζήτημα;

—Ασφαλώς και θα ετακτοποιείτο, απάντησε ο κ. Κάλβιν. Αλλά είναι παράλογο να μιλάτε σεις κατ’ αυτό τον τρόπο.

Ό Έρνεστ έπεσε πάνω του σάν κεραυνός.
— Είσθε λιγότερο παράλογος εσείς, κύριε καταστροφέα των μηχανών που συμβουλεύετε την επιστροφή στις προκατακλυσμιαίες μεθόδους των προπάππων σας; Τι προτείνετε για ν’ απαλλαγούμε από το πλεόνασμα; Θα μπορούσατε ν’ αποφύγετε το πρόβλημα τού πλεονάσματος με το να μην παράγετε πλεόνασμα. Και τι προτείνετε για την αποφυγή της παραγωγής πλεονάσματος; Την επιστροφή σέ μια πρωτόγονη μέθοδο παραγωγής, τόσο ακαθόριστης, ανοργάνωτης και παράλογης τόσο χρονοβόρας και δαπανηρής που θα ήταν αδύνατο να παραχθεί οποιοδήποτε πλεόνασμα.

Ό κ. Κάλβιν κατάπιε το σάλιο του. Η αιχμή του δόρατος είχε βρει το στόχο. Ξανακατάπιε το σάλιο του και ξερόβηξε να καθαρίσει το λαιμό του.

—Έχετε δίκιο, είπε. Με πείσατε, είναι παράλογο. Αλλά κάτι πρέπει να κάνουμε. Για μας, τη μεσαία τάξη, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Αρνούμεθα να δεχτούμε την εξαφάνισή μας. Προτιμούμε νάμαστε παράλογοι και να επιστρέψουμε στις μεθόδους των παππούδων μας που είναι πράγματι χονδροειδείς και δαπανηρές. Θα ξαναφέρουμε τη βιομηχανία στο στάδιο που βρισκόταν πριν από τα τραστ. Θα σπάσουμε τις μηχανές. Και σεις τι σκοπεύετε να κάνετε γι’ αυτό;

—Μα δεν μπορείτε να σπάσετε τις μηχανές, απάντησε ο Έρνεστ. Δεν μπορείτε να γυρίσετε πίσω το ρεύμα της εξέλιξης. Δυο μεγάλες δυνάμεις στέκονται απέναντί σας που η κάθε μια τους είναι πιο δυνατή από τη μεσαία τάξη. Το μεγάλο κεφάλαιο, τα τραστ με μια λέξη, δε θα σας αφήσουν να γυρίσετε πίσω. Δε θέλουν την καταστροφή των μηχανών. Αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη δύναμη από τα τραστ είναι η εργασία. Δε θα σας αφήσει να καταστρέψετε τις μηχανές. Γιατί κάθε ιδιοκτησία που υπάρχει στον κόσμο, μαζί κι οι μηχανές, τη διεκδικούν δύο αντίπαλα στρατόπεδα, τα τραστ απ’ τη μια μεριά και η εργασία από την άλλη. Κανένας από τους δύο αυτούς αντιπάλους δε θέλει την καταστροφή των μηχανών, μόνο θέλει την κατοχή τους. Σ’ αυτή τη μάχη δεν υπάρχει θέση για τη μεσαία τάξη. Η μεσαία τάξη είναι ένας πυγμαίος ανάμεσα σε δύο γίγαντες. Δε βλέπετε κακόμοιρη μεσαία τάξη, ότι έχετε πιαστεί ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες που έχουν αρχίσει κιόλας να σας αλέθουν;
«Σας απέδειξα με μαθηματικό τρόπο την αναπόφευχτη πτώση του καπιταλιστικού συστήματος. Όταν κάθε χώρα θα βρεθεί μ’ ένα πλεόνασμα στα χέρια που δε θα μπορεί ούτε να το καταναλώσει ούτε να το πουλήσει, το καπιταλιστικό σύστημα θα καταρρεύσει κάτω από την τρομερή συσσώρευση κερδών που το ίδιο θα έχει επιτύχει. Αλλά εκείνη την ημέρα δε θα γίνει καμιά καταστροφή των μηχανών. Η μάχη θα δοθεί για την απόκτηση των μηχανών. Εάν νικήσει η εργασία, ο δρόμος σας θα είναι εύκολος. Οι Ενωμένες Πολιτείες κι ολόκληρος ο κόσμος εξ άλλου θ’ αρχίσουν μια νέα και θαυμαστή εποχή. Οι μηχανές αντί να συντρίβουν τη ζωή θα την κάνουν πιο ωραία, πιο ευτυχισμένη, πιο αξιοπρεπή. Εσείς, μέλη της μεσαίας τάξης που θάχει εξαφανιστεί, χέρι χέρι με την τάξη των εργαζομένων —μόνον εργαζόμενοι θα υπάρχουν εκείνη την εποχή— θα συμμετάσχετε στή δίκαιη μοιρασιά των προϊόντων που θα παράγουν αυτές οι υπέροχες μηχανές. Και μείς όλοι μαζί, θα φτιάξουμε νέες κι ακόμα πιο υπέροχες μηχανές. Και δε θα μένει κανένα πλεόνασμα γιατί δε θα υπάρχουν κέρδη».

—Κι να υποθέσουμε ότι στή μάχη για την κατάκτηση των μηχανών κι όλου του κόσμου νικήσουν τα τραστ; ρώτησε ο κ. Κόβαλτ.

Τότε, απάντησε ο Έρνεστ, σεις και η εργασία κι όλοι μας θα συνθλιβούμε κάτω από τη σιδερένια φτέρνα ενός δεσποτισμού τόσο αδίσταχτου και τρομερού που θα βάψει κόκκινες τις σελίδες της ανθρώπινης Ιστορίας όσο κανένας άλλος δεσποτισμός. 
Η Σιδερένια Φτέρνα(4), αυτό είναι το όνομα που ταιριάζει σ’ αυτό το φοβερό δεσποτισμό.

(1)Εδώ ο Έβερχαρντ δείχνει καθαρά την αιτία όλων των εργατικών ταραχών εκείνης της εποχής. Στη μοιρασιά του κοινού προϊόντος, το κεφάλαιο ήθελε τα περισσότερα άλλα και η εργασία προσπαθούσε να πάρει όσο το δυνατόν πιο πολλά. Η διαμάχη αυτή ήταν ανειρήνευτη. Για όσο καιρό υπήρχε το καπιταλιστικό σύστημα η εργασία και το κεφάλαιο συνέχιζαν να παλεύουν για τη μοιρασιά του κοινού προϊόντος. Το πράγμα σήμερα μας φαίνεται γελοίο, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε εφτά αιώνες μπροστά απ’ αυτούς που ζήσαν τότε.

(2)Ο Θεόδωρος Ρούσβελτ, πρόεδρος των Ενωμένων Πολιτειών, μερικά χρόνια πριν απ’ αυτή την εποχή, έκανε την πάρα κάτω δήλωση: «Χρειάζεται μια πιο φιλελεύθερη και πιο εκτεταμένη αμοιβαιότητα στην αγορά και την πώληση των προϊόντων, ώστε να μπορέσουμε να διαθέσουμε κατά τρόπο ικανοποιητικό στο εξωτερικό, το πλεόνασμα της παραγωγής των Ενωμένων Πολιτειών». Φυσικά το πλεόνασμα στο οποίο αναφέρεται ήταν τα κέρδη του καπιταλιστικού συστήματος, πέρα και πάνω από το δυναμικό των καπιταλιστών να τα καταναλώσουν. Την ίδια εποχή ο γερουσιαστής Mark Hanna έλεγε: «Η ετήσια παραγωγή αγαθών στις Ενωμένες Πολιτείες είναι κατά το ένα τρίτο ανώτερη από την κατανάλωση». Επίσης ένας άλλος γερουσιαστής ο Chauncay Depew έλεγε: «Ο αμερικάνικος λαός παράγει κάθε χρόνο αγαθά αξίας δυο δισεκατομμυρίων περισσότερα απ’ αυτά που μπορεί να καταναλώσει».

(3)Καρλ Μαρξ, ο μεγάλος πνευματικός ήρωας του σοσιαλισμού, ήταν ένας Γερμανός Εβραίος που έζησε στο 19ο αιώνα, σύγχρονος του Στιούαρτ Μιλλ. Μάς φαίνεται απίστευτο ότι μετά την διατύπωση των οικονομικών του ανακαλύψεων, ο Μαρξ για πολλές γενιές χλευάστηκε από τους στοχαστές και τους λόγιους τους πλέον καθιερωμένους στον κόσμο. Εξ αιτίας των ανακαλύψεών του διώχτηκε από την πατρική γη και πέθανε εξόριστος στην Αγγλία.

(4)Είναι η πρώτη φορά, απ’ όσο γνωρίζουμε, που χρησιμοποιήθηκε αυτή η λέξη για να υποδηλώσει την Ολιγαρχία.



Τζακ Λόντον (1876-1916)

Ο σοσιαλιστής Αμερικανός συγγραφέας Τζακ Λόντον γεννήθηκε στο Όκλαντ του Σαν Φρανσίσκο στις 12 του Γενάρη 1876. Από πολύ μικρός θα γνωρίσει τη φτώχεια και τη σκληρή ζωή στο εργοστάσιο. 
Το 1897 θ’ ακολουθήσει τους χρυσοθήρες στον Καναδικό Βορρά. Εκεί, μέσα στο φοβερό κρύο και την απογοήτευση δε θ’ ανακαλύψει χρυσάφι, αλλά τη συγγραφική του φλέβα που θα τον κάνει διάσημο. Αναγνωρίστηκε σαν ο μεγαλύτερος Αμερικανός συγγραφέας των αρχών του 20ού αιώνα.

Στην αρχή της ζωής του, έκανε για να βγάλει το ψωμί του διάφορα επαγγέλματα: εφημεριδοπώλης, λιμενεργάτης, ναυτικός, χρυσοθήρας αλλά και πολεμικός ανταποκριτής στη διάρκεια του πολέμου των Μπόερς στη Νότια Αφρική και του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου στα 1904. Δεχόμενος οποιαδήποτε δουλειά του τύχαινε και «αλητεύοντας» με κάθε μέσο στην αχανή έκταση των ΗΠΑ, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει καλά τον κόσμο.

Εμπνέεται το έργο του από τις περιπλανήσεις του στο Βορρά και στις θάλασσες του Νότου, τους περιθωριακούς της αμερικάνικης ζωής, τη ζωή των εργατών και το αμερικανικό σοσιαλιστικό κίνημα. 
Συνδυάζοντας τις εμπειρίες του με τη μελέτη του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ο Λόντον στράφηκε προς το σοσιαλισμό, ενώ η απίστευτη ενέργειά του διοχετεύθηκε στη γραφή. Από το 1896 γίνεται μέλος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος και προσπαθεί με το συγγραφικό του ταλέντο και τη γεμάτη πάθος συμμετοχή του στην πολιτική να βοηθήσει το αμερικανικό προλεταριάτο.

Γράφει πολλά διηγήματα, μυθιστορήματα και πολιτικά δοκίμια. Όλα του τα έργα έχουν μεγάλη απήχηση και τεράστια εμπορική επιτυχία. Μόνο στην Αγγλία έχουν πουληθεί 7 εκατομμύρια αντίτυπα της «Σιδερένιας Φτέρνας».

Στις 22 του Νοέμβρη 1916 απογοητευμένος από τον τρόπο ζωής στον οποίο τον ώθησε η αμερικανική κοινωνία, θα αυτοκτονήσει επαναλαμβάνοντας τη χειρονομία του ήρωά του, Μάρτιν Ιντεν. (Βιογραφικό από τον Ριζοσπάστη)

*** Αν δεν έχετε τη δυνατότητα να το προμηθευτείτε από Δω διαβάστε το Εδώ 

14 Δεκεμβρίου, 2017

Τζακ Λόντον: Όταν ,,θυμήθηκα τους δίχως ράσο Ιεροκήρυκες,,

του Τζακ Λόντον
Είμαι παιδί της εργατικής τάξης. Πολύ νωρίς ανακάλυψα τον ενθουσιασμό, τη φιλοδοξία, τα ιδανικά – και η ανάγκη μου να τα ικανοποιήσω έγινε η κύρια έγνοια της παιδικής μου ηλικίας. Το περιβάλλον μου ήταν ακατέργαστο, τραχύ και ανεκπαίδευτο. Δεν είχα καμιά προοπτική, προσέβλεπα, ωστόσο, προς τα πάνω. Η θέση μου στην κοινωνία βρισκόταν στον πάτο. Εδώ η ζωή δεν πρόσφερε παρά ποταπότητα και εξαθλίωση, τόσο της σάρκας όσο και του πνεύματος· γιατί εδώ και η σάρκα και το πνεύμα λιμοκτονούσαν και βασανίζονταν εξίσου.
Πάνω από το κεφάλι μου πυργωνόταν το κολοσσιαίο οικοδόμημα της κοινωνίας, και θεωρούσα ότι η μόνη διέξοδος ήταν το σκαρφάλωμα προς τα πάνω. Σ’ αυτό το οικοδόμημα αποφάσισα νωρίς να αναρριχηθώ. Εκεί ψηλά οι άντρες φορούσαν μαύρα ρούχα και κολλαριστά πουκάμισα και οι γυναίκες ντύνονταν με ωραία φορέματα. Επίσης, έτρωγες καλά και πολύ. Αυτά όσον αφορά τη σάρκα – γιατί με απασχολούσαν και οι υποθέσεις του πνεύματος. Πάνω απ’ το κεφάλι μου, το ήξερα, απουσίαζε η πνευματική ιδιοτέλεια και αφθονούσε η αγνή και ευγενής σκέψη, η έντονη διανοητική ζωή. Τα ήξερα όλα αυτά επειδή διάβαζα τα μυθιστορήματα της σειράς Seaside Library, στα οποία, με εξαίρεση τα καθάρματα και τις τυχοδιώκτριες, όλοι οι άντρες και οι γυναίκες έκαναν ωραίες σκέψεις, μιλούσαν με ωραία γλώσσα και πραγματοποιούσαν λαμπρές πράξεις. Με δυο λόγια, όπως αναντίρρητα δεχόμουν ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί, εξίσου αναντίρρητα δεχόμουν ότι πάνω από το κεφάλι μου υπήρχαν όλα όσα ήταν ευγενή, ωραία και χαριτωμένα, όλα όσα έδιναν αξιοπρέπεια και ευπρέπεια στη ζωή, όλα όσα έκαναν τη ζωή άξια να τη ζήσεις και σε αποζημίωναν για τη δουλειά και τη φτώχεια σου.
Αλλά δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη υπόθεση για έναν άνθρωπο της εργατικής τάξης να αναδυθεί στο φως – ιδίως αν επιβαρύνεται με το μειονέκτημα να τον διακατέχουν ιδανικά και ψευδαισθήσεις. Ζούσα σε ένα ράντσο στην Καλιφόρνια και ήταν δύσκολο να βρω τη σκάλα με την οποία θα αναρριχούμουν προς τα πάνω. Από νωρίς φρόντισα να πληροφορηθώ τα επιτόκια των επενδύσεων και βασάνισα το παιδικό μυαλό μου προσπαθώντας να κατανοήσω τα πλεονεκτήματα και τη σημασία αυτής της αξιοσημείωτης επινόησης του ανθρώπου, του τόκου. Στη συνέχεια, διερεύνησα τα τρέχοντα ημερομίσθια των εργατών κάθε ηλικίας και το κόστος ζωής. Με βάση όλα αυτά τα δεδομένα συμπέρανα ότι αν άρχιζα αμέσως να εργάζομαι και να αποταμιεύω, στα πενήντα μου χρόνια θα μπορούσα επιτέλους να σταματήσω τη δουλειά και να διεκδικήσω κι εγώ ένα εύλογο μερίδιο των ανέσεων και των απολαύσεων που θα ανοίγονταν μπροστά μου, εφόσον θα είχα ανέλθει κοινωνικά. Φυσικά, ήμουν ανένδοτα αποφασισμένος να μην παντρευτώ, αν και είχα σχεδόν ολότελα λησμονήσει να υπολογίσω εκείνον τον βράχο της συμφοράς που ανέκαθεν απειλούσε την εργατική τάξη – το ενδεχόμενο της ασθένειας.
Αλλά η ζωή που υπήρχε μέσα μου απαιτούσε κάτι παραπάνω από μια μίζερη ύπαρξη με σφιγμένο ζωνάρι και αιματηρές οικονομίες. Στα δέκα μου χρόνια έγινα εφημεριδοπώλης στους δρόμους της πόλης και ανακάλυψα ότι η άποψή μου περί ανόδου είχε αλλάξει. Όλα γύρω μου ήταν το ίδιο ποταπά και άθλια, και πάνω απ’ το κεφάλι μου υπήρχε ακόμα εκείνος ο παράδεισος που περίμενε να κερδηθεί· όμως η σκάλα απ’ όπου θα ανέβαινα ήταν διαφορετική. Τώρα ήταν η σκάλα των επιχειρήσεων. Γιατί να αποταμιεύω τα κέρδη μου και να επενδύω σε έντοκα γραμμάτια του δημοσίου όταν, αγοράζοντας δυο εφημερίδες έναντι πέντε σεντς, μπορούσα στο άψε σβήσε να τις πουλήσω έναντι δέκα σεντς και να διπλασιάσω το κεφάλαιό μου; Η σκάλα των επιχειρήσεων ήταν η κατάλληλη σκάλα για μένα και φανταζόμουν τον μελλοντικό εαυτό μου ως έναν φαλακρό και επιτυχημένο πρίγκιπα του εμπορίου.
Αλίμονο στις φαντασιώσεις! Στα δεκάξι μου χρόνια είχα ήδη κερδίσει τον τίτλο του «πρίγκιπα». Όμως τον τίτλο αυτόν μου τον είχε απονείμει μια συμμορία από κλέφτες και μαχαιροβγάλτες, οι οποίοι με αποκαλούσαν «Πρίγκιπα των Στρειδοπειρατών». Εκείνη την εποχή είχα πατήσει στο πρώτο σκαλοπάτι της επιχειρηματικής σκάλας. Ήμουν καπιταλιστής. Είχα στην κατοχή μου μια βάρκα και την πλήρη εξάρτυση ενός στρειδοπειρατή. Είχα αρχίσει να εκμεταλλεύομαι τους συνανθρώπους μου. Για πλήρωμα είχα έναν μόνο άντρα. Καπετάνιος και ιδιοκτήτης ταυτόχρονα, έπαιρνα τα δύο τρίτα της λείας και έδινα στο πλήρωμα το ένα τρίτο, μολονότι το πλήρωμα δούλευε το ίδιο σκληρά με μένα και διακινδύνευε εξίσου τη ζωή και την ελευθερία του.
Εκείνο το πρώτο σκαλί ήταν το μόνο που ανέβηκα στην επιχειρηματική σκάλα. Μια νύχτα επιχείρησα επιδρομή εναντίον των Κινέζων ψαράδων. Σχοινιά και δίχτυα κόστιζαν δολάρια και σεντς. Ήταν ληστεία, το παραδέχομαι, ωστόσο απόλυτα εναρμονισμένη με το πνεύμα του καπιταλισμού. Ο καπιταλιστής απογυμνώνει τους συνανθρώπους του από τα αγαθά τους μέσω της μείωσης των εισφορών, της απιστίας ή της εξαγοράς γερουσιαστών και δικαστών του ανώτερου δικαστηρίου. Εγώ ήμουν απλώς άξεστος. Αυτή ήταν η μόνη διαφορά. Χρησιμοποιούσα όπλο.
Όμως το πλήρωμά μου εκείνη τη νύχτα ήταν ένας από εκείνους τους «ανεπαρκείς», εναντίον των οποίων οι καπιταλιστές τείνουν να εξοργίζονται, επειδή, όντως, τέτοιοι ανεπαρκείς αυξάνουν τα έξοδα και μειώνουν τα κέρδη. Το πλήρωμά μου τα έκανε και τα δύο. Με την απροσεξία του έβαλε φωτιά στο μεγάλο πανί της μαΐστρας και το κατέστρεψε ολοσχερώς. Δεν υπήρξαν λάφυρα εκείνη τη νύχτα, και ο Κινέζοι ψαράδες έγιναν πλουσιότεροι από τα σχοινιά και τα δίχτυα που δεν καταφέραμε να αρπάξουμε. Είχα χρεοκοπήσει- δεν ήμουν σε θέση να πληρώσω εξήντα πέντε δολάρια για καινούργιο πανί. Άφησα τη βάρκα μου αγκυροβολημένη και βγήκα με ένα άλλο πειρατικό για μια επιδρομή ενάντια στο ρεύμα του ποταμού Σακραμέντο. Όσο έλειπα σ’ αυτό το ταξίδι, μια άλλη συμμορία από πειρατές του κόλπου επιτέθηκαν στη βάρκα μου. Έκλεψαν τα πάντα, ακόμα και τις άγκυρες· αργότερα, όταν περιμάζεψα το κουφάρι της που παράδερνε στα νερά, το πούλησα για είκοσι δολάρια. Είχα γλιστρήσει εκεί απ’ όπου ξεκίνησα και ποτέ πια δεν ξαναπροσπάθησα να χρησιμοποιήσω την επιχειρηματική σκάλα.
Τότε, άρχισε η ανελέητη εκμετάλλευσή μου από άλλους καπιταλιστές. Διέθετα μύες κι εκείνοι έβγαζαν χρήματα απ’ αυτούς, ενώ εγώ έβγαζα με δυσκολία το ψωμί μου απ’ τη δουλειά μου. Έκανα τον γαμπιέρη, το λιμενεργάτη, τον ανειδίκευτο εργάτη στις πετρελαιοπηγές· δούλεψα σε κονσερβοποιεία, σε φάμπρικες, σε πλυντήρια· κούρεψα γρασίδι, καθάρισα χαλιά, έπλυνα παράθυρα. Ποτέ δεν κέρδισα το πλήρες αντίτιμο του μόχθου μου. Έβλεπα, μέσα στην άμαξά της, την κόρη του ιδιοκτήτη του κονσερβοποιείου, και ήξερα ότι, σε κάποιο βαθμό, τα μπράτσα μου ήταν που επέτρεπαν σ’ εκείνη την άμαξα να κινείται πάνω στους λαστιχένιους τροχούς της. Έβλεπα τον γιο του εργοστασιάρχη να πηγαίνει στο πανεπιστήμιο και ήξερα ότι, σε κάποιο βαθμό, ήταν τα μπράτσα μου που του επέτρεπαν να πληρώνει για το κρασί και την καλή συντροφιά που απολάμβανε.
Αλλά δεν μου κακοφαινόταν. Μέσα στο παιχνίδι ήταν όλα. Εκείνοι ήταν οι δυνατοί. Πολύ ωραία. Όμως κι εγώ ήμουν δυνατός. Θα χάραζα τον δρόμο μου ώσπου να κατακτήσω μια θέση ανάμεσά τους και να κάνω λεφτά από τα μπράτσα άλλων αντρών. Δεν φοβόμουν τον μόχθο. Μου άρεσε η σκληρή δουλειά. Θα ριχνόμουν με τα μούτρα στη δουλειά, θα εργαζόμουν πιο σκληρά από ποτέ και στο τέλος θα γινόμουν στυλοβάτης της κοινωνίας.
Τότε ακριβώς, σαν από τύχη, βρήκα έναν εργοδότη που είχε τα ίδια μυαλά με μένα. Εγώ ήμουν πρόθυμος να δουλεύω, κι εκείνος ήταν παραπάνω από πρόθυμος να με βάζει να δουλεύω. Νόμιζα ότι μάθαινα μια τέχνη. Στην πραγματικότητα, είχα αντικαταστήσει δύο άντρες. Νόμιζα ότι με εκπαίδευε για να γίνω ηλεκτρολόγος· γεγονός ήταν ότι έβγαζε πενήντα δολάρια τον μήνα από μένα. Οι δύο άντρες που είχα αντικαταστήσει έπαιρναν σαράντα δολάρια το μήνα ο καθένας· εγώ έκανα τη δουλειά και των δύο για τριάντα δολάρια το μήνα.
Αυτός ο εργοδότης με πέθανε στη δουλειά. Μπορεί ένας άνθρωπος να αγαπάει τα στρείδια, αλλά πάρα πολλά στρείδια θα τον κάνουν να σιχαθεί μια δίαιτα βασισμένη αποκλειστικά σ’ αυτά. Το ίδιο έγινε και με μένα. Τόσο πολλή δουλειά με αρρώστησε. Δεν ήθελα να ξανακούσω για δουλειά στη ζωή μου. Το έσκασα από τον εργοδότη μου. Έγινα αλήτης, ζητιανεύοντας για το ψωμί μου από πόρτα σε πόρτα. Περιπλανήθηκα σ’ ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες κι έχυσα μαύρο δάκρυ σε παραγκουπόλεις και φυλακές.
Ήμουν παιδί της εργατικής τάξης και τώρα βρισκόμουν, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, πολύ πιο χαμηλά από το σημείο απ’ όπου είχα ξεκινήσει. Είχα κατρακυλήσει στο κατώγι της κοινωνίας, στα υπόγεια βάθη της μιζέριας για την οποία δεν είναι ούτε ωραίο ούτε σωστό να μιλάει κανείς. Βρισκόμουν στον πάτο, στην άβυσσο, στον ανθρώπινο βόθρο, στα έγκατα, στο οστεοφυλάκιο του πολιτισμού μας. Στο κομμάτι του κοινωνικού οικοδομήματος που η κοινωνία επιλέγει να αγνοεί. Η περιορισμένη έκταση που έχω στη διάθεσή μου με αναγκάζει να το αγνοήσω -θα πω μόνο ότι τα πράγματα που είδα εκεί με κατατρόμαξαν.
Ο πανικός με έκανε να σκεφτώ. Διέκρινα, εντελώς απογυμνωμένες, τις απλές αλήθειες του πολύπλοκου πολιτισμού στον οποίο ζούσα. Η ζωή ήταν υπόθεση τροφής και καταλύματος. Προκειμένου να αποκτήσουν τροφή και κατάλυμα οι άνθρωποι πουλούσαν πράγματα. Ο έμπορος πουλούσε παπούτσια, ο πολιτικός τον ανδρισμό του και οι εκπρόσωποι του λαού, με κάποιες εξαιρέσεις ασφαλώς, πουλούσαν την εμπιστοσύνη του — ενώ σχεδόν όλοι πουλούσαν την τιμή τους. Και οι γυναίκες, επίσης, είτε βρίσκονταν στον δρόμο, είτε ήταν δεμένες με τα ιερά δεσμά του γάμου, ήταν πρόθυμες να πουλήσουν τη σάρκα τους. Όλα τα πράγματα ήταν εμπορεύσιμα, όλοι οι άνθρωποι πουλούσαν και αγόραζαν. Το μόνο εμπόρευμα που είχε να πουλήσει η εργασία ήταν οι μύες. Η τιμή της εργασίας δεν είχε τιμή στην αγορά. Η εργασία είχε να πουλήσει μύες και μόνο μύες.
Όμως υπήρχε μια διαφορά, μια ζωτική διαφορά. Τα παπούτσια, η εμπιστοσύνη, η περηφάνια, έχουν τον τρόπο να ανανεώνονται. Είναι ακατάλυτα εμπορεύματα. Οι μύες, από την άλλη πλευρά, δεν ανανεώνονται. Όσο ο υποδηματοπώλης πουλάει παπούτσια, αναπληρώνει συνεχώς το απόθεμά του. Όμως δεν υπάρχει τρόπος να αναπληρωθεί το μυϊκό απόθεμα του εργάτη. Όσο περισσότερο πουλάει τους μυς του, τόσο λιγότεροι του απομένουν. Είναι το μόνο αγαθό του και κάθε μέρα το απόθεμά του ελαττώνεται. Στο τέλος, αν δεν πεθάνει πριν την ώρα του, ξεπουλάει και κατεβάζει τα ρολά. Είναι μυϊκά χρεοκοπημένος και τίποτα πια δεν του απομένει παρά να κατέβει στο κατώγι της κοινωνίας και να ψοφήσει μέσα στην εξαθλίωση.
Ο Τζακ Λόντον με τις κόρες του
Στη συνέχεια έμαθα ότι και το μυαλό, επίσης, είναι αγαθό. Κι αυτό, επίσης, είναι διαφορετικό από τους μυς. Ο πωλητής μυαλού βρίσκεται στην ακμή του στα πενήντα ή εξήντα του χρόνια· τότε η πραμάτεια του πιάνει τις μεγαλύτερες τιμές. Όμως ένας εργάτης σαράντα πέντε ή πενήντα ετών είναι ξοφλημένος. Είχα περάσει από το κατώγι της κοινωνίας και δεν μου άρεσε καθόλου ως τόπος κατοικίας. Οι σωληνώσεις και οι αποχετεύσεις ήταν ανθυγιεινές και ο αέρας που ανέπνεες μολυσμένος. Αν δεν μπορούσα να ζήσω στο σαλόνι της κοινωνίας, θα μπορούσα, έστω, να δοκιμάσω στη σοφίτα. Βέβαια, η τροφή εκεί ήταν λιγοστή, αλλά ο αέρας τουλάχιστον ήταν καθαρός. Έτσι αποφάσισα να μην πουλάω πια μύες, και να γίνω μικροπωλητής μυαλού.
Και τότε άρχισε το φρενιασμένο κυνηγητό της γνώσης. Επέστρεψα στην Καλιφόρνια και άνοιξα τα βιβλία. Προσπαθώντας να εξοπλίσω τον εαυτό μου ώστε να γίνει έμπορος μυαλού, ήταν αναπόφευκτο να βυθιστώ στην κοινωνιολογία. Εκεί βρήκα, σε μια ορισμένη κατηγορία επιστημονικά διατυπωμένων βιβλίων, τις απλές κοινωνιολογικές έννοιες που είχα ήδη από μόνος μου κατανοήσει. Άλλα, σπουδαιότερα μυαλά, πριν καν γεννηθώ, είχαν επεξεργαστεί όλα όσα είχα σκεφτεί και απείρως περισσότερα ακόμη. Ανακάλυψα ότι ήμουν σοσιαλιστής.
Οι σοσιαλιστές ήταν επαναστάτες, στον βαθμό που αγωνίζονταν να ανατρέψουν την κοινωνία του παρόντος και από τα υλικά της κατεδάφισης να χτίσουν την κοινωνία του μέλλοντος. Εντάχθηκα στις ομάδες των επαναστατών, εργατών και διανοουμένων, και για πρώτη φορά μυήθηκα στην πνευματική ζωή. Εδώ βρήκα μυαλά-ξυράφια και λαμπρά πνεύματα- γιατί σ’ αυτούς τους κύκλους συνάντησα δυνατά και οξυδερκή, παρά τα ροζιασμένα χέρια τους, μέλη της εργατικής τάξης· ιεροκήρυκες δίχως ράσο, τόσο ανοιχτόμυαλους στη χριστιανοσύνη τους που θα μπορούσαν να απευθυνθούν σε οποιοδήποτε εκκλησίασμα πιστών του Μαμμωνά· καθηγητές που είχαν συντρίβει από τον τροχό της πανεπιστημιακής υποταγής στην άρχουσα τάξη, που είχαν αποπεμφθεί επειδή θέλησαν να θέσουν τη γνώση τους στην υπηρεσία του ανθρώπινου γένους.
Εδώ βρήκα, επίσης, θερμή πίστη στον άνθρωπο, φλογερό ιδεαλισμό, γλυκύτητα, έλλειψη εγωισμού, αυταπάρνηση και αυτοθυσία – όλα τα μεγαλειώδη χαρακτηριστικά του πνεύματος. Εδώ η ζωή ήταν καθαρή, ευγενική, ολοζώντανη. Εδώ η ζωή είχε αποκατασταθεί στις ουσιαστικές διαστάσεις της, είχε γίνει θαυμαστή και λαμπρή· εδώ χαιρόμουν που ήμουν ζωντανός. Είχα έρθει σε επαφή με σπουδαίες ψυχές που εξυμνούσαν τη σάρκα και το πνεύμα και όχι τα δολάρια και τα σεντς· ψυχές για τις οποίες το αδύναμο κλάμα του πεινασμένου παιδιού της παραγκούπολης σήμαινε περισσότερα από την επιδεικτική μεγαλοπρέπεια του εμπορικού επεκτατισμού και της παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Όλα γύρω μου απέπνεαν την ευγένεια του σκοπού και τον ηρωισμό της προσπάθειας· οι μέρες μου και οι νύχτες μου ήταν γεμάτες λιακάδα και αστροφεγγιά, φλόγα και δροσιά. Μπροστά στα μάτια μου, ακτινοβόλο και φλεγόμενο, βρισκόταν το Ιερό Δισκοπότηρο, το Δισκοπότηρο του ίδιου του Χριστού, και ο άνθρωπος, που είχε βασανιστεί και κακοποιηθεί αιώνες ολόκληρους, επιτέλους θα σωζόταν και θα λυτρωνόταν.
Κι εγώ, ο φτωχός ηλίθιος, πίστεψα πως όλα αυτά ήταν απλή πρόγευση των απολαύσεων της ζωής που θα έβρισκα ψηλότερα από μένα στην κοινωνία. Είχα χάσει πολλές από τις ψευδαισθήσεις της εποχής που διάβαζα τα μυθιστορήματα της σειράς Seaside Library στο ράντσο της Καλιφόρνια, όμως ήμουν καταδικασμένος να χάσω και πολλές από τις ψευδαισθήσεις που ακόμα διατηρούσα.
Είχα επιτυχία ως έμπορος μυαλού. Η κοινωνία μού άνοιξε τις πύλες της. Μπήκα κατευθείαν στο σαλόνι, ενώ η απογοήτευσή μου αυξανόταν ραγδαία. Δείπνησα με τους άρχοντες της κοινωνίας, με τις συζύγους και τις θυγατέρες τους. Οι γυναίκες ήταν όμορφα ντυμένες, το παραδέχομαι’ αλλά, προς απλοϊκή μου έκπληξη, ανακάλυψα ότι ήταν φτιαγμένες από τον ίδιο πηλό με τις γυναίκες που είχα γνωρίσει στα βάθη του κατωγιού. «Η κυρία του συνταγματάρχη και η Τζούντι Ο’Γκρέιντι ήταν αδελφές κάτω απ’ το δέρμα τους»[1] – και κάτω από τα φορέματα τους.
Ωστόσο δεν με σκανδάλιζε τόσο αυτό, όσο ο υλισμός τους. Όντως, αυτές οι ωραία ντυμένες, όμορφες γυναίκες μωρολογούσαν για ευαίσθητα ιδανικούλια και αξιολάτρευτες ηθικές αρχούλες· αλλά παρά τις φλυαρίες τους η δεσπόζουσα νότα στην κλίμακα της ζωής τους ήταν υλιστική. Και ήταν τόσο συναισθηματικά εγωκεντρικές! Πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους σε όλες τις ευαίσθητες, αξιολάτρευτες φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και πληροφορούσαν τους πάντες για το γεγονός, ενώ το φαγητό που έτρωγαν και τα ωραία ρούχα που φορούσαν αγοράζονταν με χρήματα λερωμένα από το αίμα της παιδικής εργασίας, από τον ιδρώτα της δουλειάς, από την ίδια την πορνεία. Όταν ανέφερα αυτά τα γεγονότα, περιμένοντας, μέσα στην αθωότητά μου, ότι εκείνες οι αδελφές της Τζούντι Ο’Γκρέιντι θα ξεφορτώνονταν στη στιγμή τα αιματοβαμμένα τους μετάξια και διαμαντικά, οι κυρίες αναστατώθηκαν και θύμωσαν και μου διάβασαν ιερεμιάδες περί απουσίας πνεύματος οικονομίας, περί ποτού, περί έμφυτης αισχρότητας, παρουσιάζοντάς τα ως μόνες αιτίες της τόσης δυστυχίας στο κατώγι της κοινωνίας. Όταν παρατήρησα ότι δεν έβλεπα να ευθύνεται η απουσία πνεύματος οικονομίας, η ασωτία και η αισχρότητα ενός λιμασμένου παιδιού έξι ετών για το γεγονός ότι το υποχρέωναν να δουλεύει δώδεκα ώρες κάθε νύχτα σε μια βαμβακουργία του Νότου, εκείνες οι αδελφές της Τζούντι Ο’Γκρέιντι μου επιτέθηκαν προσωπικά και με αποκάλεσαν «ταραξία» – λες και αυτός ο χαρακτηρισμός διευθετούσε τη διαφωνία μας.
Ούτε με τους άρχοντες τα πήγα καλύτερα. Περίμενα ότι θα συναντήσω άμεμπτους, ευγενείς και ζωντανούς άντρες με άμεμπτα, ευγενή και ζωντανά ιδανικά. Συναναστράφηκα άντρες που κατείχαν υψηλές θέσεις — ιεροκήρυκες, πολιτικούς, επιχειρηματίες, καθηγητές, εκδότες. Έφαγα μαζί τους κρέας, ήπια μαζί τους κρασί, χάναμε μαζί αυτοκινητάδες — και τους μελέτησα. Είναι αλήθεια, συνάντησα πολλούς που ήταν δίκαιοι και ευγενείς- αλλά, με σπάνιες εξαιρέσεις, δεν ήταν ζωντανοί. Πραγματικά πιστεύω ότι θα μπορούσα να μετρήσω τις εξαιρέσεις στα δάχτυλα των δύο χεριών μου. Όταν δεν τους ζωντάνευε η σαπίλα, όταν δεν τους κινητοποιούσε η βρομιά, ήταν απλώς άταφοι νεκροί – άμεμπτοι και ευγενείς, σαν καλά συντηρημένες μούμιες, όχι όμως ζωντανοί. Σχετικά μ’ αυτό ίσως θα άξιζε να αναφέρω ειδικότερα τους καθηγητές που συνάντησα, τους άντρες που ανταποκρίνονται σ’ εκείνο το παρακμασμένο πανεπιστημιακό ιδεώδες «τη δίχως πάθος αναζήτηση της δίχως πάθος γνώσης».
Portrait de jack London (1876-1916), romancier americain.
©Leemage
Συνάντησα άντρες που επικαλούνταν το όνομα του Άρχοντα της Ειρήνης[2] στα κατηγορητήριά τους εναντίον του πολέμου, αλλά έβαζαν τουφέκια στα χέρια των Πίνκερτονς[3] για να χτυπήσουν τους απεργούς των εργοστασίων τους. Συνάντησα άντρες που αγανακτούσαν με τη βαναυσότητα της πυγμαχίας, αλλά ταυτόχρονα συμμετείχαν στη νόθευση των τροφίμων που κάθε χρόνο σκότωνε περισσότερα μωρά απ’ όσα είχε εξοντώσει ο αιμοσταγής Ηρώδης.
Σε ξενοδοχεία, λέσχες, σπίτια, λεωφορεία και ατμόπλοια μίλησα με ηγετικές φυσιογνωμίες της βιομηχανίας μας και εντυπωσιάστηκα με το πόσο ελάχιστα είχαν ταξιδέψει στην επικράτεια της γνώσης. Από την άλλη πλευρά, ανακάλυψα ότι οι γνώσεις τους, στο επιχειρηματικό πεδίο, ήταν αφύσικα ανεπτυγμένες. Επίσης ανακάλυψα ότι οι ηθικές αρχές τους, σε ό,τι αφορούσε τις επιχειρήσεις, ήταν μηδενικές.
Εκείνος ο εκλεπτυσμένος, αριστοκρατικός στους τρόπους κύριος, ήταν ένας κουφιοκέφαλος διευθυντής, όργανο των συντεχνιών που ανομολόγητα λήστευαν χήρες και ορφανά. Αυτός ο κύριος, συλλέκτης σπάνιων εκδόσεων και μαικήνας της λογοτεχνίας, ενέδιδε στους εκβιασμούς του δημάρχου με το θεληματικό πιγούνι και τα πυκνά μαύρα φρύδια. Εκείνος ο εκδότης, που δημοσίευε διαφημίσεις για φαρμακευτικές ευρεσιτεχνίες και δεν τολμούσε να καταχωρίσει στην εφημερίδα του την αλήθεια σχετικά με την απάτη των φαρμακευτικών ευρεσιτεχνιών από φόβο μήπως χάσει τη διαφήμιση, με αποκάλεσε αγύρτη και δημαγωγό επειδή του είπα ότι η άποψή του για την πολιτική οικονομία ήταν απαρχαιωμένη και ότι η αντίληψή του για τη βιολογία ήταν σύγχρονη του Πλίνιου.
Εκείνος ο γερουσιαστής ήταν όργανο και σκλάβος, μια μαριονέτα στην υπηρεσία ενός χυδαίου, αμόρφωτου ιδιοκτήτη ατμομηχανών· το ίδιο κι αυτός ο κυβερνήτης κι εκείνος ο δικαστής του ανώτατου δικαστηρίου – ενώ και οι τρεις έπαιρναν τη μίζα τους από τις σιδηροδρομικές άδειες. Εκείνος ο άντρας που μιλούσε νηφάλια και ειλικρινά για την ομορφιά του ιδεαλισμού και την καλοσύνη του Θεού, είχε μόλις προδώσει τους συνεταίρους του σε μια επιχειρηματική συμφωνία. Αυτός ο άντρας, στυλοβάτης της εκκλησίας και μέγας χορηγός ξένων ιεραποστολών, απασχολούσε τις πωλήτριες στο κατάστημά του, επί δέκα ώρες την ημέρα έναντι μισθών πείνας και κατά συνέπεια ενθάρρυνε ευθέως την πορνεία. Αυτός ο άντρας που χρηματοδοτούσε έδρες στα πανεπιστήμια, ψευδομαρτυρούσε στα δικαστήρια για υποθέσεις λίγων δολαρίων. Κι αυτός ο μεγιστάνας των σιδηροδρόμων είχε αθετήσει τον λόγο της τιμής του ως άντρας και χριστιανός, όταν συμφώνησε μυστικά φοροαπαλλαγές για έναν από τους δύο μεγαλοβιομήχανους που ανταγωνίζονταν θανάσιμα για την επικράτηση.
Παντού τα ίδια: έγκλημα και προδοσία, προδοσία και έγκλημα. Άντρες που ήταν ζωντανοί αλλά δεν ήταν ούτε άμεμπτοι ούτε ευγενείς, άντρες που ήταν άμεμπτοι και ευγενείς αλλά δεν ήταν ζωντανοί. Και μετά υπήρχε η μεγάλη, απελπισμένη μάζα, ούτε ευγενής ούτε ζωντανή, αλλά ούτε και άμεμπτη. Οι άνθρωποι που ανήκαν σ’ αυτήν δεν αμάρταιναν ούτε απόλυτα ούτε ηθελημένα- όμως διέπρατταν αμαρτήματα μέσα στην παθητικότητα και την άγνοιά τους, συναινώντας στην κυρίαρχη ανηθικότητα και αποκομίζοντας απ’ αυτήν οφέλη. Αν ήταν ευγενείς και ζωντανοί δεν θα ήταν βυθισμένοι στην άγνοια και θα είχαν αρνηθεί να μοιραστούν τα κέρδη από την προδοσία και το έγκλημα.
Ανακάλυψα ότι δεν μου άρεσε να ζω στο σαλόνι της κοινωνίας. Διανοητικά έπληττα. Ηθικά και πνευματικά αηδίαζα. Θυμήθηκα τους διανοούμενους και τους ιδεαλιστές μου, τους δίχως ράσο ιεροκήρυκές μου, τους συντετριμμένους καθηγητές μου και τους άντρες της εργατικής τάξης, που είχαν καθαρό μυαλό και ταξική συνείδηση. Θυμήθηκα τις μέρες με τη λιακάδα και τις νύχτες με την αστροφεγγιά, όταν η ζωή ήταν ένα παράτολμο, υπέροχο θαύμα, ένας πνευματικός παράδεισος ανιδιοτελούς περιπέτειας και ειδυλλιακής χρηστότητας. Και είδα μπροστά μου, ακτινοβόλο και φλεγόμενο, το Ιερό Δισκοπότηρο.
Κι έτσι ξαναγύρισα στην εργατική τάξη, στους κόλπους της οποίας είχα γεννηθεί, εκεί όπου ανήκα. Δεν με ενδιέφερε πια να αναρριχηθώ. Το επιβλητικό οικοδόμημα της κοινωνίας πάνω απ’ το κεφάλι μου δεν με συναρπάζει πια. Αυτό που με απασχολεί είναι τα θεμέλια του οικοδομήματος. Αισθάνομαι βαθιά ικανοποίηση όταν μοχθώ εκεί κάτω, με τον λοστό στο χέρι, πλάι σε διανοούμενους, ιδεαλιστές και ταξικά συνειδητοποιημένους εργάτες, ρίχνοντας πότε-πότε μια βαριά σφυριά και κάνοντας όλο το οικοδόμημα να κλυδωνίζεται. Κάποια μέρα, όταν θα έχουμε περισσότερα χέρια και πιο πολλούς λοστούς, θα το συντρίψουμε, μαζί με τη σάπια του ζωή και τους άταφους νεκρούς του, μαζί με τον τερατώδη εγωισμό του και τον απέραντο υλισμό του. Τότε, θα καθαρίσουμε το κατώγι και θα χτίσουμε μια νέα κατοικία για το ανθρώπινο γένος, όπου δεν θα υπάρχει σαλόνι, όπου όλα τα δωμάτια θα είναι φωτεινά κι ευάερα, και όπου ο αέρας που θα αναπνέουμε θα είναι καθαρός, ευγενικός και ζωντανός.
Αυτή είναι η προοπτική μου. Προσβλέπω σε μια εποχή που ο άνθρωπος θα προοδεύει βασισμένος σε κάτι πιο σημαντικό και υψηλό από το στομάχι του, όταν θα υπάρχει ένα ευγενέστερο κίνητρο που θα παρακινεί τους ανθρώπους σε δράση από το κίνητρο του εδώ και τώρα, από το κίνητρο, δηλαδή, του στομαχιού. Διατηρώ την πίστη μου στην ευγένεια και την ηθική ανωτερότητα του ανθρώπου. Πιστεύω ότι η πνευματική καλοσύνη και η ανιδιοτέλεια θα επικρατήσουν, εκτοπίζοντας τη χυδαία βουλιμία τού σήμερα. Και, εν κατακλείδι, πιστεύω στην εργατική τάξη. Όπως είχε πει κάποιος Γάλλος, «η σκάλα του χρόνου αντηχεί από τα ξυλοπάπουτσα που ανεβαίνουν και από τις γυαλισμένες μπότες που κατεβαίνουν».
Newton, Iowa, Νοέμβριος τον 1905
[1] Αναφορά στον στίχο του Ρ. Κίπλινγκ “The Colonel’s lady and Judy O’Grady /are sisters under the skin”, από το ποίημά του «Οι κυρίες» που περιλαμβάνεται στη συλλογή Barrack-Room Ballads (1892). Η Τζούντι Ο’Γκρέιντι ήταν μια πόρνη που τριγυρνούσε έξω από το στρατόπεδο του Βρετανικού Στρατού στην Ινδία.
[2] Αναφέρεται στον Ιησού τον Ναζωραίο, «Άρχοντα της Ειρήνης», σύμφωνα με τον Προφήτη Ησαΐα (Ησαΐας 9:6).
[3] Οι Πίνκερτονς (Pinkerton National Detective Agency) ήταν μια ιδιωτική εταιρεία ασφάλειας που ιδρύθηκε το 1850, Έχοντας αποτρέψει μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του προέδρου Λίνκολν, οι Πίκνκερτονς κέρδισαν την εμπιστοσύνη του και ταυτόχρονα σημαντική δύναμη. Κατά τη διάρκεια των εργατικών κινητοποιήσεων στα τέλη του 19ου αιώνα, οι επιχειρηματίες προσλάμβαναν πράκτορες από τους Πίνκερτονς για να διεισδύσουν στα συνδικάτα ή για να απομακρύνουν από τα εργοστάσια απεργούς και συνδικαλιστές. Η πιο γνωστή σύγκρουση εργατών και πρακτόρων έγινε στην απεργία του Homestead το 1892, όπου οι Πίνκερτονς κλήθηκαν να περιφρουρήσουν τα απεργοσπαστικά μέτρα της εργοδοσίας. Η σύγκρουση είχε αιματηρό τέλος, με πολλά θύματα και από τις δύο πλευρές.