Στις 23 Ιούλη του 1944 μηχανοκίνητα του ταγματασφαλίτη Μπουραντά με ισχυρές δυνάμεις Γερμανών και διοίκηση χιτλερικών αξιωματικών, κυκλώνουν την Καλλιθέα, με σκοπό να διαλύσουν τα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ που δρούσαν στην περιοχή και να μαζέψουν εργάτες για τα εργοστάσια της χιτλερικής Γερμανίας. Μετά από πολύωρη μάχη και σοβαρές απώλειες αποκρούονται από τμήματα του 1ουΣυντάγματος του ΕΛΑΣ.
Την επόμενη μέρα περίπου 1500 Γερμανοτσολιάδες επιστρέφουν και ξανακυκλώνουν την Καλλιθέα. Στην Καλλιθέα και στις γύρω περιοχές ακολουθεί παλλαϊκός συναγερμός. Κηρύσσεται γενική απεργία. Ο λαός σπεύδει με κάθε τρόπο να ενισχύσει τον ΕΛΑΣ.
Στη διάρκεια της μάχης ένα μικρό σπιτάκι στην οδό Μπιζανίου 10 γίνεται κάστρο-σύμβολο ηρωισμού της ματωμένης θυσίας του λαού μας στον πόλεμο κατά του φασισμού. Το σπιτάκι έπεσε, μα οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν για να τελειώσουν με τη νίκη των τμημάτων του ΕΛΑΣ, που απέτρεψαν τα σχέδια των ναζί και των ντόπιων συνεργατών τους για επιστράτευση.
Στη μάχη της Καλλιθέας συμμετέχει από τη θέση του β΄ καπετάνιου του 2ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ ο Ορέστης Μακρής (Γιάννης).
Στο βιβλίο του Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας αναφέρεται με λεπτομέρειες στη μάχη της Καλλιθέας και καταθέτει μεταξύ άλλων και μια ενδιαφέρουσα προσωπική μαρτυρία για τον επικεφαλής των ταγμάτων ασφαλείας συνταγματάρχη Ιωάννη Πλυτζανόπουλο, υπεύθυνο για τη δολοφονία εκατοντάδων πατριωτών, με πρωταγωνιστικό ρόλο στο Μπλόκο της Κοκκινιάς και άλλα μπλόκα στις ηρωικές συνοικίες της Αθήνας.
Χαρακτικό στη μνήμη των ηρώων της οδού Μπιζανίου 10, στη Μάχη της Καλλιθέας
Ο συνταγματάρχης Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, διοικητής του «1ου Συντάγματος Ευζώνων Αθηνών»
(επίσημη ονομασία των Γερμανοτσολιάδων),
όταν τον συναντά ο συγγραφέας του βιβλίου βρίσκεται «φυλακισμένος» και περιμένει τη «δίκη» του μαζί με άλλους δοσίλογους.
Τον Μάρτη του 1947 το Γ΄ Δικαστήριο δωσιλόγων θα τον αθωώσει μαζί με άλλους προδότες και εγκληματίες και στη συνέχεια θα προαχθεί για τις υπηρεσίες του σε υποστράτηγο του κυβερνητικού στρατού.
Θα τιμηθεί και επί χούντας που, εκτός των άλλων τιμών…
θα διορίσει και τον ανιψιό του Νίκο
δήμαρχο στην Κοκκινιά!
Χαρακτηριστικά είναι επίσης και τα όσα αναφέρει στον συγγραφέα για τη μάχη της Καλλιθέας ο αστυνόμος Χρύσανθος Μπεκιάρης, δεξί χέρι του Μπουραντά, που… κατηγορεί με αγανάκτηση όσους του έδιναν εντολές να βασανίζει και να δολοφονεί έλληνες πατριώτες…
Χωρίς άλλα σχόλια από μέρους μας, παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του καπετάν Γιάννη – Ορέστη Μακρή.
ΠΛΥΤΖΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΜΠΕΚΙΑΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ
Μου δόθηκε η ευκαιρία μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, στα μέσα του 1946,
ν’ ακούσω από «πρώτο χέρι» την αφήγηση της μεγάλης μάχης της Καλλιθέας από το συνταγματάρχη Πλυτζανόπουλο.
Και πολύ αργότερα από τον αστυνόμο Χρύσανθο Μπεκιάρη, που ήταν το δεξί χέρι του Μπουραντά.
Το καλοκαίρι του 1946 οι μεταδεκεμβριανές κυβερνήσεις με συνέλαβαν για συμμετοχή μου στην οργάνωσή μας μέσα στο στρατό. Με παρέπεμψαν στο στρατοδικείο για παράβαση του νόμου 375 «περί κατασκοπείας».
Ύστερα από ένα μήνα «ανακρίσεις» και βασανιστήρια στα υπόγεια μιας «βίλας» στην Εκάλη, με μετέφεραν μαζί με 15 άλλους συντρόφους, (τον Τάσο Ρασιά, τον Κούρναβο, τον υπολοχαγό Αριστείδη Παπαδόπουλο, το λαχαγό Ευάγγελο Μονιάκη, το Νίκο Καστρινή, τον Πανταζή, το Γιάννη Μαυρομάτη, το Γαβρίλο Μανιά, το Μπαρτζάκα και άλλους) στις φυλακές του Σταδίου (αποδυτήρια).
Εκεί κρατούσαν σαν υπόδικους όλους τους «έλληνες» γερμανοκατάσκοπους της Μέσης Ανατολής, περίπου 50.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο αρχηγός της γερμανικής κατασκοπείας Μέσης Ανατολής γερμανός Ζάιτς, ο «συνταγματάρχης» Πλυτζανόπουλος, ο βασανιστής της «Ειδικής Ασφάλειας» ανθυπομοίραρχος Παπαγρηγοράκης, οι βασανιστές χωροφύλακες Κουρεμπανάς και Γραφάκος και 10 ακόμα υπαξιωματικοί – βασανιστές γερμανοτσολιάδες.
Ο δικός μας ερχομός στις φυλακές δεν άρεσε καθόλου στον Πλυτζανόπουλο, γιατί μέχρι τότε είχε μετατρέψει το δωμάτιο που τον κρατούσαν σε «γκαρσονιέρα», όπου δεχόταν καθημερινά μια στρουμπουλή νεαρή κοπέλα. Όταν το βράδυ έκλειναν τα κελιά μας, αυτός έφευγε ελεύθερος για το σπίτι του και γύριζε πάλι το πρωί!
Γι’ αυτό έβαλε σαν σκοπό του να μας διώξει κι άρχισε τις προκλήσεις με τους δικούς του, προσπαθώντας να παρασύρει ενάντιά μας και τους γερμανοκατάσκοπους.
Σε μια τέτοια απόπειρα να μας λιανίσουν στο ξύλο, για να μας πάρουν με τα φορεία, όταν ο Πλυτζανόπουλος είδε απ’ τα σκαλιά, ότι θα τα βρουν σκούρα οι παλικαράδες του, άρχισε να φωνάζει:
«Σταματήστε ρέεε! Παπαγρηγοράκη πάρε τους δικούς σου και γρήγορα μέσα στα κελιά σας. Δεν είσαστε, ρε, άξιοι να τα βάλετε με τα κομμούνια. Αν δεν είχαν το «μίασμα» του κομμουνισμού, θα γινόμουν εγώ αρχηγός τους, γιατί είναι πραγματικά παλικάρια…»
Τότε του φωνάζω κι εγώ: «Ναι, αλλά δε μας ρώτησες εμάς αν θα σε δεχόμαστε για αρχηγό μας.»
Από τότε δε μας ξαναπροκάλεσαν.
Αντίθετα ο Πλυτζανόπουλος γινόταν «λαλίστατος» και διηγόταν στο προαύλιο τα «κατορθώματά» του.
Σε μια τέτοια «ρητορική του ευφορία» έλεγε, ανάμεσα σε βωμολοχίες, στρίβοντας συνέχεια το τσιγγελωτό μουστάκι του με τη βαριά του φωνή, στους ακροατές του
(τον επικεφαλής της φρουράς ανθυπομοίραρχο και δυο – τρεις ύποπτους επισκέπτες του)
για τη μάχη της Καλλιθέας:
«… Με κάλεσε ο πούστης ο Ράλλης
(εννοούσε τον κούισλιγκ πρωθυπουργό)
στο γραφείο του.
Ήταν εκεί και ο γερμανός στρατηγός των ΕΣ-ΕΣ και μου λέει:
θέλουμε 100.000 εργάτες για τη Γερμανία.
Πρέπει να τους μαζέψεις σ’ ένα μήνα.
Είσαι ελεύθερος να ενεργήσεις όπως θέλεις. Σκότωσε, κρέμασε, κάψε όσους νομίζεις, θα σε ενισχύουν και μονάδες των ΕΣ-ΕΣ, αρκεί να φέρεις τους 100.000 που θέλουν οι γερμανοί.
Τώρα ο πούστης τα γυρίζει και λέει ότι ενεργούσε βάσει εντολών του αγγλικού στρατηγείου και ρίχνει τα βάρη σε μένα για το αίμα που χύθηκε.
Βγάζει την ουρά του και λέει πως τα έκανα όλα με δική μου πρωτοβουλία.
Μόλις πήρα τη διαταγή, σχηματίζω ένα κοινό επιτελείο, με τον Μπουραντά, το Γρίβα, τον Γκίνο κι έναν ταγματάρχη γερμανό.
Είχαμε στη διάθεσή μας περίπου 1200 άνδρες.
Την πρώτη μέρα θα ξεκαθαρίζαμε τις ανατολικές συνοικίες (23.7.44), που γειτόνευαν με τη λεωφόρο Συγγρού,
για να μπορούμε να πραγματοποιήσουμε ανενόχλητοι κυκλωτικό ελιγμό απ’ τη γέφυρα του Κουκακιού προς την οδό Δήμητρας, να καταλάβουμε το αμαξοστάσιο και να μπλοκάρουμε όλους τους ελασίτες της Καλλιθέας.
Αλλά οι πούσ… τα κομμούνια,
ενώ φτάσαμε ως την οδό Αρτάκης μας ξέφευγαν, μόλις τους πλησιάζαμε μας έριχναν και φεύγανε.
Δε μπορέσαμε να πιάσουμε ούτε έναν.
Έκανε κι ο Μπουραντάς μια ψευτοεπίθεση το απόγευμα στην Καλλιθέα, για να τους ξεγελάσουμε και να τους πιάσουμε στον ύπνο.
Μετά τα μεσάνυχτα συγκεντρώσαμε όλες μας τις δυνάμεις στο Κουκάκι και τις χωρίσαμε σε τρία σώματα.
Το 1ο με το Γρίβα και τους 200 χίτες του, θα έπιαναν όλες τις γέφυρες του ηλεκτρικού, απ’ το θησείο ως την Καλλιθέα, για να μη μπορούν τα κομμούνια να φύγουν από κει.
Το 2ομε τους μπουραντάδες, τους χωροφύλακες και τους ευζώνους, γύρω στους 700, θα έδιναν το κύριο χτύπημα απ’ τα Παλαιά Σφαγεία και Χαροκόπου.
Και, τέλος το 3ο με 300 ευζώνους θα ξεκινούσαν απ’ τη γέφυρα του Κουκακιού προς τη λεωφόρο Συγγρού να μπλοκάρουν τα κομμούνια στην οδό Δήμητρας.
Έτσι θα τους κυκλώναμε και θα τους πιάναμε όλους.
Ύστερα με την άνεσή μας θα μαζεύαμε 10 και 20 χιλιάδες εργάτες για το Ράλλη και τους γερμανούς.
Είχαμε κι ένα λόχο από γερμανούς με πολυβόλα και όλμους, για να τους ρίξουμε, όπου βρίσκαμε αντίσταση.
Φαίνεται όμως πως οι πούσ… είχαν πληροφορηθεί το σχέδιό μας και μας περίμεναν.
Χρειάστηκα τρεις ώρες για να τους εκτοπίσω από το λόφο Σικελίας και την ΕΛβΙΕΛΑ, κι όταν τους διώξαμε χάσαμε πολύ χρόνο στην οδό Μπιζανίου.
Εκεί κολλήσαμε.
Ήταν 10 παιδαρέλια και πολεμούσαν σα λύκοι.
Mου στέλνανε απανωτές αναφορές οι αξιωματικοί μου, ότι έχουν κυκλώσει ένα τάγμα ελασιτών. Τέτοιοι μαλάκ…δες ήταν.
Τους έστειλα και μια διμοιρία γερμανών με δύο όλμους.
Με τις βλακείες τους έχασα πολύτιμο χρόνο πιστεύοντας πως είχα κυκλώσει τις κύριες δυνάμεις τους.
Όταν είδα το απόγευμα με τα μάτια μου πως ήταν μονάχα 10, έχεσα πατόκορφα τους αξιωματικούς που μου έστελναν τις κωλοαναφορές τους.
Δίνω αμέσως διαταγή για γενική επίθεση μ’ όλες μας τις δυνάμεις να καταλάβουμε το αμαξοστάσιο της Καλλιθέας.
Τελικά φτάσαμε εκεί γύρω στις 6 το απόγευμα.
Τα κομμούνια μας χτυπούσαν απ’ όλες τις ταράτσες, παράθυρα, χωρίς να τους βλέπουμε. Δεχόμαστε πυρά κι απ’ τη λεωφόρο Συγγρού, όπου είχαν φτάσει οι ελασίτες απ’ τις συνοικίες του Νέου Κόσμου και της Νέας Σμύρνης.
Όταν φτάσαμε στο αμαξοστάσιο και την οδό Δήμητρας, οι κομμουνιστές είχαν εξαφανιστεί.
Αλλά και μεις είμαστε κατάκοποι. Όλοι οι άνδρες είχαν φύγει από την Καλλιθέα. Πιάσαμε μοναχά καμιά εκατοσταριά ύποπτους. Είχαμε σκοτώσει και καμιά 50ριά ελασίτες, αλλά χάσαμε και μεις άλλους τόσους.
Εμείς δίναμε το αίμα μας κι ο πούστης ο Ράλλης με τους εγγλέζους τα γυρίζουν σήμερα κι αντί να με γεμίσουν παράσημα που έσωσα την Ελλάδα, με κλείσαν στη φυλακή…».
Αυτά έλεγε ο Πλυτζανόπουλος πίνοντας το καφεδάκι του στο προαύλιο της φυλακής. Και τώρα ας δούμε τι έλεγε ο αστυνόμος Χρύσανθος Μπεκιάρης, του μηχανοκίνητου του Μπουραντά, όταν πια είχε πάρει τη σύνταξή του, σε καφενείο του τέρματος Αμπελοκήπων.
Μετανιωμένος και γεμάτος αγανάκτηση γι’ αυτούς που τον έβαλαν να χτυπάει και να βασανίζει τους έλληνες πατριώτες
και που όταν πια δε τον χρειάζονταν τον πέταξαν σαν άχρηστο σκουπίδι στην άκρη, μια και ο Μπουραντάς δεν τον χώνευε και τον κατηγορούσε συνεχώς, γιατί τον θεωρούσε αντίζηλό του στη θέση του αρχηγού του μηχανοκίνητου.
Ο Μπεκιάρης ήταν κουμπάρος ενός παιδικού μου φίλου στους Αμπελόκηπους, του Μήτσου Τράπαλη.
Ένα βράδυ που περνούσα απ’ το καφενείο, με φώναξε ο Τράπαλης και με σύστησε στο Μπεκιάρη.
Αυτός απάντησε αμέσως πως με ήξερε και πως από την κατοχή είχε τις πληροφορίες του πως ήμουν στέλεχος του ΕΛΑΣ και πως πολέμησα εναντίον τους στην Καλλιθέα.
Και συνέχισε:
«Αν μ’ άκουγε τότε ο Πλυτζανόπουλος, θα σας πιάναμε όλους. Του είχα προτείνει να κατέβουμε απ’ τα ξημερώματα, με τ’ αυτοκίνητά μας στον Ιππόδρομο και να σας χτυπήσουμε απ’ τις Τζιτζιφιές και την Αγία Ελεούσα.
Έτσι θα σας συνθλίβαμε σαν τις συμπληγάδες πέτρες και δεν θα μας ξεφεύγατε…»
Θυμάμαι του απάντησα.
«Πριν μας συνθλίψετε, πάλι Θα σας ξεφεύγαμε.
Δε μπορούσατε να μας νικήσετε γιατί μας βοηθούσε ολόκληρος ο λαός της Αθήνας
κι όταν έπρεπε μας έκρυβε και δε μας βρίσκατε».
Ορέστης Μακρής
Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας
(εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985)