Όταν ο Ερνέστο Γκεβάρα ξεκίνησε να σπουδάζει ιατρική οι περισσότερες από τις ιδέες που αφομοίωσε ως επαναστάτης απουσίαζαν από το οπλοστάσιο των ιδανικών του.
Σχεδίαζε να κάνει καριέρα ως γιατρός ερευνητής και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον άνθρωπο και όπως οι νέοι της ηλικίας του ονειρευόταν να πετύχει.
Τον Δεκέμβρη του 1951 είναι ήδη 23 χρονών όταν με τον 29χρονο φίλο του Αλμπέρτο Γκρανάδο, που ήταν βιοχημικός με ειδίκευση στη λεπρολογία, ξεκινάνε με μια μοτοσικλέτα ένα μακρύ ταξίδι για να γνωρίσουν τη Λατινική Αμερική· από το Μπουένος Άιρες της Αργεντινής καταλήγουν στο Καράκας της Βενεζουέλας, όπου οι δρόμοι τους χωρίζουν.
Ταξιδεύοντας σε χώρες της Λατινικής Αμερικής ο Ερνέστο Γκεβάρα έρχεται σε επαφή με ανθρώπους που ζουν παραπεταμένοι, φτωχοί, πεινασμένοι, με ελλιπή ή καθόλου περίθαλψη και στοιχειώδη δικαιώματα, δίπλα σε κάποιους άλλους, λίγους, που απολαμβάνουν τη χλιδή. Και τότε «…άρχισα να βλέπω ότι υπήρχε κάτι που μου φαινόταν τότε σχεδόν εξίσου σημαντικό με την καριέρα μου ή με τη συμβολή μου στην ιατρική επιστήμη και αυτό ήταν να βοηθήσω εκείνους τους ανθρώπους».
Ο Τσε από νεαρή ηλικία (μέχρι και λίγες ώρες πριν τη δολοφονία του) συνήθιζε να κρατάει ημερολόγιο στο οποίο κατέγραφε οτιδήποτε ζούσε και συνέβαινε γύρω του.
Το ημερολόγιό του για το μεγάλο ταξίδι στη Λατινική Αμερική θα γίνει βιβλίο και θα εκδοθεί σε πολλές χώρες του κόσμου. Τα «Ημερολόγια μοτοσικλέτας», όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου, είναι η καταγραφή των περιπετειών που έζησαν οι δυο φίλοι, των αντιξοοτήτων και δοκιμασιών που βίωσαν, των εντυπώσεων του Τσε και των σκέψεών του, που μέρα τη μέρα τις βλέπουμε να «μπαίνουν» σε μια όλο και πιο ξεκάθαρη ταξική «σειρά».
Στη χώρα μας το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη (Ernesto Che Guevara, Ημερολόγια μοτοσικλέτας Latinoamericana) το 2004, σε μετάφραση Βαγγέλη Κεφαλλονίτη.
Η χειμαρρώδης γραφή του Τσε, παρασέρνει τον αναγνώστη με τη νεανική ορμή της· το ίδιο η ένταση των συναισθημάτων και η γλυκύτητα που αναβλύζει από αυτόν που αγαπάει αληθινά και ανόθευτα τους ανθρώπους, υμνεί την ομορφιά του θαύματος της ζωής και δεν συμβιβάζεται όταν διαπιστώνει, συχνά με εμφαντικό τρόπο, ότι την ομορφιά αυτή την γεύονται και την χαίρονται λίγοι, ενώ οι πολλοί αγωνιούν για να επιβιώσουν.
Δεν ήταν λίγες οι φορές, σ’ αυτό το ταξίδι, που οι δυο νέοι ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με την αδικία. Σε ένα φτηνό πανδοχείο του Βαλπαραΐσο (Χιλή) θα βρεθούν μπροστά σε μια ασθματική γερόντισσα.
«Τη λυπόσουν την καψερή, το δωμάτιό της βρομούσε ιδρωτίλα, ποδαρίλα και σκόνη από δυο τρεις πολυθρόνες, τα μοναδικά είδη πολυτελείας στο σπίτι της. Εκτός από το άσθμα, υπέφερε και από καρδιακή ανεπάρκεια. Ήταν μία από τις περιπτώσεις που ένας γιατρός, συνειδητοποιώντας ότι είναι ανίσχυρος μπροστά στην κατάσταση, νιώθει την επιθυμία μιας ριζικής αλλαγής, που να εξαλείψει την αδικία η οποία ανάγκασε τη γριά γυναίκα να δουλεύει σαν υπηρέτρια μέχρι τον προηγούμενο μήνα για να βγάλει το ψωμί της, ασθμαίνοντας, υποφέροντας, μα κρατώντας ψηλά το κεφάλι στη ζωή. Το ζήτημα είναι πως στις φτωχές οικογένειες το μέλος που αδυνατεί να κερδίσει τα προς το ζην περιβάλλεται από μια ατμόσφαιρα δυσαρέσκειας, που κρύβεται με το ζόρι. Από εκείνη τη στιγμή παύει να είναι πατέρας, μητέρα, αδερφός· γίνεται ένας αρνητικός παράγοντας στον αγώνα για επιβίωση και, ως τέτοιος, στόχος μνησικακίας της υγιούς κοινότητας, που θεωρεί την αναπηρία του σαν προσωπική προσβολή γι’ αυτούς που πρέπει να τον συντηρήσουν.Εκεί, στις τελευταίες ώρες για τους ανθρώπους των οποίων ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από το αύριο, εκεί επικεντρώνεται η τραγωδία της ζωής του προλεταριάτου όλου του κόσμου. Στα μάτια των ετοιμοθάνατων βλέπεις μια καρτερική έκκληση συγνώμης και, συχνά, μια απελπισμένη έκκληση παρηγοριάς που χάνεται στο κενό, όπως θα χαθεί γρήγορα και το σώμα μέσα στην απεραντοσύνη του μυστηρίου που μας περιβάλλει. Ως πότε θα συνεχιστεί αυτή η τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε μια παράλογη διαίρεση, στις κοινωνικές τάξεις; Είναι κάτι στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω εγώ, αλλά είναι καιρός οι κυβερνώντες να αφιερώσουν λιγότερο χρόνο στην προπαγάνδα της ποιότητας των καθεστώτων τους και περισσότερα χρήματα, πολύ περισσότερα, για έργα κοινωνικής ωφέλειας. Δεν μπορώ να κάνω πολλά για την άρρωστη· της γράφω απλώς μια κατάλληλη δίαιτα, ένα διουρητικό και αντιασθματικά διαλύματα. Μου έχουν μείνει μερικές δραμαμίνες και της τις χαρίζω. Όταν βγαίνω, με ακολουθούν τα στοργικά λόγια της γερόντισσας και οι αδιάφορες ματιές των συγγενών.»
Διαβάζοντας το παραπάνω απόσπασμα (όπως και άλλα ακόμα στο βιβλίο), ακούς ταυτόχρονα στις περιστροφές των γραναζιών της συνείδησής του τον ήχο απ’ «τους σεισμούς που μέλλονται για να ’ρθουν», νιώθεις τις δονήσεις από τις εκρήξεις που συντελούνται στην ψυχοσύνθεση του επιστήμονα, του ιδεολόγου, του ανθρώπου Ερνέστο Γκεβάρα· νιώθεις το κάψιμο της πύρινης λάβας που κοχλάζει μέσα του και αναζητά τη διέξοδο που θα την οδηγήσει στην καρδιά της αδικίας και θα την εξοντώσει.
Ο αναγνώστης του βιβλίου, που συχνά θα χαμογελάσει με την «τρέλα» και τους «μπελάδες» των δυο νεαρών, θα ταξιδέψει μαζί τους και θα γευτεί όλες εκείνες τις γεύσεις που προσφέρει το ταξίδι σε μια Λατινική Αμερική άγνωστη στους πολλούς.
Εικόνες εναλλασσόμενες, με τρόπο θαρρείς κινηματογραφικό: από το εξαίσιο φυσικό κάλος, στη μαυρίλα της ανθρώπινης εκμετάλλευσης, από την αφθονία του παραγόμενου πλούτου, στη φρίκη του θανάτου στην εξαθλίωση και την εγκατάλειψη, από την οργή για την αδικία που βιώνουν στην πλειονότητά τους οι πληθυσμοί του νότιου τμήματος της αμερικανικής ηπείρου, στην πεποίθηση ότι μια ζωή με χορτασμένο στομάχι, ζεστασιά και χαμόγελο, ανθρώπινη, είναι δικαίωμα, εφικτό για κάθε άνθρωπο.
Στο κέντρο όλων αυτών των εικόνων και σε πρώτο πλάνο βρίσκεται πάντα ο άνθρωπος. Η σκηνή του αποχαιρετισμού των δυο ταξιδιωτών από τους ασθενείς ενός λεπροκομείου της Λίμα (Περού) «μιλάει» δυνατά: «Μάζεψαν εκατό σολ και μας τα έδωσαν με ένα γραμματάκι όλο ευγνωμοσύνη. Μερικοί ήρθαν να μας χαιρετήσουν αυτοπροσώπως και δεν ήταν λίγοι αυτοί που δάκρυσαν καθώς μας ευχαριστούσαν γι’ αυτή τη λίγη ζωή που τους δώσαμε. Σφίγγαμε τα χέρια, δεχόμασταν τα δωράκια τους, ενώ καθόμασταν ανάμεσά τους και παρακολουθούσαμε την αναμετάδοση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να μας πείσει ν’ αφοσιωθούμε ολοκληρωτικά στη λέπρα, είναι αυτή η αγάπη που μας έδειχναν οι ασθενείς που συναντήσαμε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.»
Εντυπωσιασμένος ο Ερνέστο, θα αναφερθεί πιο αναλυτικά σε γράμμα προς τον πατέρα του:
«Μακριά από τα επιστημονικά κέντρα, το ταξίδι μας αποκτά το χαρακτήρα σημαντικού γεγονότος για το προσωπικό των λεπροκομείων και μας δείχνουν το σεβασμό που ταιριάζει σε δύο επισκέπτες ερευνητές. Μ’ ενδιαφέρει στ’ αλήθεια η λεπρολογία, αλλά δεν ξέρω για πόσο θα ισχύει αυτό. Οι ασθενείς του νοσοκομείου της Λίμα μάς αποχαιρέτησαν τόσο θερμά, που μας έδωσαν το κουράγιο να συνεχίσουμε. Μας έδωσαν ένα φορητό μάτι γκαζιού και κατάφεραν να μαζέψουν εκατό σολ, που για την οικονομική κατάσταση τους ισοδυναμούν με μια περιουσία. Κάποιοι ήταν βουρκωμένοι όταν μας έλεγαν αντίο. Η εκτίμησή τους πήγαζε από το γεγονός ότι ποτέ δε φορούσαμε στολές ή γάντια, ότι τους δίναμε το χέρι, όπως θα κάναμε με τον καθένα, όταν καθόμασταν μαζί τους, συζητώντας επί παντός επιστητού, ότι παίζαμε ποδόσφαιρο μαζί τους. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται ανώφελοι παλικαρισμοί, αλλά η ψυχολογική ανάταση που προσφέρουμε σ’ αυτούς τους δύστυχους ανθρώπους -αντιμετωπίζοντάς τους σαν φυσιολογικά ανθρώπινα όντα κι όχι σαν ζώα, όπως έχουν συνηθίσει- έχει ανυπολόγιστη αξία και ο κίνδυνος για μας είναι πολύ μικρός. Μέχρι σήμερα οι μόνοι που έχουν μολυνθεί είναι ένας νοσοκόμος στην Ινδοκίνα που ζούσε με τους ασθενείς του κι ένας μοναχός με υπερβάλλοντα ζήλο, για τον οποίο δεν μπορώ να εγγυηθώ.»
Ο Τσε πίστευε από τότε πως η ενότητα των λαών της Λατινικής Αμερικής, είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί ο κοινός εχθρός: η επιθετικότητα και ο επεκτατισμός του άπληστου πλούσιου γείτονα από το βορρά, των ΗΠΑ, που ευθυνόταν στο μέγιστο βαθμό για τις εικόνες που αντίκριζε στο ταξίδι του. Στις 14 Ιούνη του 1952, μέρα Σάββατο, θα γιορτάσει τα 24α γενέθλιά του στο λεπροκομείο του Σαν Πάμπλο στο εσωτερικό της περουβιανής ζούγκλας του Αμαζονίου. Απευθυνόμενος στο προσωπικό του ιδρύματος που ετοίμασε τη σχετική γιορτή «με άφθονο πίσκο, ένα είδος τζιν που χτυπάει στο κεφάλι και σε κάνει να τα βλέπεις όλα ρόδινα», θα εκφράσει την ευγνωμοσύνη και τις ευχαριστίες του ίδιου και του Αλμπέρτο για τη φιλοξενία και θα καταλήξει:
«Θα ήθελα να υπογραμμίσω και κάτι ακόμα: πιστεύουμε, και μάλιστα ύστερα από αυτό το ταξίδι ακόμα πιο ακράδαντα, ότι η διαίρεση της Λατινικής Αμερικής σε διάφορα κράτη είναι εντελώς πλαστή. Αποτελούμε μία και μόνη φυλή μιγάδων, που από το Μεξικό ως τα Στενά του Μαγγελάνου παρουσιάζει σημαντικές εθνογραφικές ομοιότητες. Γι’ αυτό, προσπαθώντας να απαλλαγώ από το βάρος οποιουδήποτε στενόμυαλου επαρχιωτισμού, πίνω για το Περού και την Ενωμένη Λατινική Αμερική.»
Ανάμεσα στις σελίδες του ημερολογίου που κυριολεκτικά ρουφιούνται από τον αναγνώστη, απλώνονται σε όλες τις διαστάσεις τους και περιπλέκονται, με τη βλάστηση της αχανούς ζούγκλας, τα δαιδαλώδη ατέλειωτα πλωτά ποτάμια, τα φτωχοκάλυβα των χωρικών, τα λαμπερά μάτια των παιδιών, τα γκρίζα βλοσυρά βλέμματα των ένστολων και τα σκαμμένα σώματα των λεπρών όλη η ευαισθησία, ο ρομαντισμός, η δίψα για γνώση και προσφορά, το χιούμορ, η οργή, το πείσμα, ο έρωτας, η τρυφερότητα, η αλληλεγγύη και η αγάπη του Τσε και ταυτόχρονα αντρώνεται μέσα του το μίσος για την εκμετάλλευση και τις αιτίες που τη γεννούν και την τρέφουν.
Στο χωριό Μπακεδάνο (Χιλή) ο Τσε με τον Αλμπέρτο θα γνωρίσουν ένα ζευγάρι Χιλιανών κομμουνιστών εργατών. Η δύναμη των νέων ιδεών, που παίρνουν σάρκα και οστά μετά την νικηφόρα Οχτωβριανή Επανάσταση των μπολσεβίκων στη χώρα του Λένιν, έχει ήδη αρχίσει να επιδρά καταλυτικά στη συνείδηση του νεαρού Αργεντίνου ιδεολόγου γιατρού.
«Στο φως ενός κεριού που ανάψαμε για να φτιάξουμε ματέ και να φάμε λίγο ψωμοτύρι, τα συσπασμένα χαρακτηριστικά του εργάτη αποκτούσαν κάτι το μυστηριώδες και το τραγικό, ενώ με το απλό και εκφραστικό του λεξιλόγιο μας διηγιόταν για τους τρεις μήνες που πέρασε στη φυλακή, για τη γυναίκα του, που τον είχε ακολουθήσει πιστά, πεινασμένη, για τα παιδιά, που τα είχαν αφήσει σε έναν πονόψυχο γείτονα, για την ανώφελη περιπλάνησή του σε αναζήτηση δουλειάς, για τους συντρόφους που εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς και που, καταπώς έλεγαν, τους είχαν ρίξει στη θάλασσα.
Αυτό το ζευγάρι, που τουρτούριζε μέσα στη νύχτα της ερήμου, κολλημένοι ο ένας στον άλλο, ήταν η ζωντανή εικόνα των προλετάριων όλου του κόσμου. Δεν είχαν ούτε μία τριμμένη κουβέρτα να σκεπαστούν. Τους δώσαμε λοιπόν μια από τις δικές μας και εμείς βολευτήκαμε όπως όπως κάτω από την άλλη. Ήταν από εκείνες τις φορές που υπέφερα πολύ από το κρύο, αλλά και που ένιωσα πιο αδελφωμένος με αυτό το, άγνωστο για μένα, ανθρώπινο είδος…
Στις οχτώ το πρωί βρήκαμε ένα φορτηγό που θα μας πήγαινε ως το χωριό Τσουκικαμάτα, και έτσι χωρίσαμε με το ζευγάρι, που θα πήγαινε στο μεταλλείο θείου στην Κορδιλιέρα – έναν τόπο όπου το κλίμα είναι από τα χειρότερα και οι συνθήκες ζωής τόσο δύσκολες, ώστε ούτε σου ζητούν κάρτα εργασίας ούτε ελέγχουν τα πολιτικά σου φρονήματα. Το μόνο που μετράει είναι ο ενθουσιασμός με τον οποίο ο εργάτης πάει να καταστρέψει τη ζωή του, παίρνοντας ως αντάλλαγμα τα ψίχουλα που του επιτρέπουν να επιβιώσει.
(…) Στ’ αλήθεια, είναι κρίμα που πάρθηκαν κατασταλτικά μέτρα εναντίον τέτοιων ανθρώπων. Αν αφήσουμε κατά μέρος τον κίνδυνο που μπορεί να αντιπροσωπεύει ή όχι για τον υγιή βίο ενός συνόλου, το «σκουλήκι του κομουνισμού», που είχε επωαστεί μέσα του, δεν ήταν τίποτ’ άλλο από μια φυσική επιθυμία για κάτι καλύτερο, μια διαμαρτυρία κατά της χρόνιας πείνας, που την εξέφραζε με την αγάπη του προς αυτή την ξένη θεωρία, την ουσία της οποίας δε θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει, μα που η απλή της μετάφραση στο «ψωμί για τον φτωχό» ήταν έννοια του χεριού του και επιπλέον τον γέμιζε με ελπίδα.»
Από την αρχή μέχρι και το τέλος αυτού του ταξιδιού, πίσω από την αφηγηματική ικανότητα του νεαρού Ερνέστο, που ξαφνιάζει με τη δύναμή της μόνο όποιον δεν έχει διαβάσει κείμενα του φλογερού κομμουνιστή επαναστάτη και διανοητή Τσε Γκεβάρα, υφαίνεται σαν φόντο η διαδρομή της μεταμόρφωσης ενός ανυπόταχτου και υποψιασμένου νεαρού (ese el que fue: «αυτός που υπήρξα κάποτε», συνήθιζε να λέει ο ίδιος) σε έναν επαναστάτη με αιτία. Το καταστάλαγμα αυτής της διαδρομής θα αποτυπωθεί στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, εκεί όπου οι σκέψεις του αποφασισμένου και συνειδητοποιημένου Ερνέστο Γκεβάρα προδιαγράφουν την μετέπειτα πορεία του κομαντάντε Τσε στο κουβανικό και παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα.
«Ήξερα πως, τη στιγμή που το μεγάλο πνεύμα που κυβερνά τα πάντα θα έκοβε μεμιάς την ανθρωπότητα σε δύο ανταγωνιστικά μέρη, εγώ θα είμαι με το λαό·
και το ξέρω επειδή το βλέπω χαραγμένο μέσα στη νύχτα, βλέπω πως εγώ, εκλεκτικός ανατόμος των διδασκαλιών και ψυχαναλυτής των δογμάτων, ουρλιάζοντας σαν τρελός, θα ριχτώ στα οδοφράγματα ή στα χαρακώματα, θα βάψω το όπλο μου στο αίμα και έξαλλος από μανία θα σφάξω κάθε εχθρό που θα βγει μπροστά μου.
Και βλέπω τον εαυτό μου, καθώς μια απέραντη κούραση μετριάζει τον πρόσφατο ενθουσιασμό μου, να πέφτει θυσιασμένος για την αληθινή επανάσταση, προφέροντας ένα παραδειγματικό mea culpa.
Νιώθω κιόλας να γεμίζουν τα ρουθούνια μου από τη στυφή οσμή του μπαρουτιού και του αίματος, του θανάτου του εχθρού. Το κορμί μου συσπάται κιόλας πρόθυμο για τη μάχη και ετοιμάζω την ύπαρξη μου σαν ιερό ναό, για να αντηχήσει μέσα του με νέα δύναμη και νέες ελπίδες η ζωώδης κραυγή του θριαμβευτή προλετάριου.»
Μια πορεία προς το μέλλον που χάραξε η ανάγκη για κοινωνική αλλαγή προς όφελος των καταπιεσμένων και ο κομαντάντε Τσε Γκεβάρα βάδισε με το όπλο στο χέρι πλάι στον Φιντέλ, με τον Καμίλο, τον Ραούλ, τον κουβανικό λαό και τους επαναστάτες όπου γης· με πυξίδα τις ιδέες του Μαρξ, του Λένιν και του Μαρτί και κάνοντας πράξη τα λόγια του τελευταίου: «ο καλύτερος τρόπος να πεις κάτι είναι να το κάνεις».