Το 4ο Μνημόνιο ήρθε. Και θα είναι ολίγον… «στενάχωρο», όπως μας είπε ο κ.Τσακαλώτος. Αλλά αυτή τη φορά δεν το λένε Μνημόνιο. Το λένε «αξιολόγηση». Η δε Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το λένε «πρόοδο».
Στο μεταξύ η εμπειρία του παρελθόντος αλλά και οι εξελίξεις του παρόντος «φωνάζουν» για το αυτονόητο. Επιβεβαιώνουν το προφανές:
Το θέμα για την Ελλάδα όσον αφορά την ΕΕ δεν είναι η διαπραγματευτική δεινότητα του εγχώριου «διαπραγματευτή», οι τσαχπινιές ή τα τσαλιμάκια στο πλαίσιο της «θεωρίας των παιγνίων». Το θέμα είναι αυτό καθ’ αυτό το «παίγνιο». Το θέμα είναι αυτή καθ’ αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το θέμα είναι ότι: Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κομισιόν της, το Eurogroup της, η Τράπεζά της, οι χτεσινοί, οι νυν και οι αυριανοί Σόιμπλε της, δεν είναι το «κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι»,
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν, είναι και θα είναι το Διοικητήριο όπου στεγάζεται μια στυγνή «κομαντατούρ»της διεθνούς, της ευρωπαϊκής και της εγχώριας πλουτοκρατίας. Είναι μιαακρίδα που έχει επιπέσει επί της κεφαλής του ελληνικού και όλων των λαών της Ευρώπης.
Η ΕΕ είναι μια ζούγκλα που με ή χωρίς τρόικες, με ή χωρίς Μνημόνια, προωθεί πολιτικές που ισοδυναμούν με κοινωνικό ολοκαύτωμα. Που απαρτίζεται από γραβατωμένους κανίβαλους και χαμογελαστά πολιτικά παχύδερμα. Είναι το επιτελικό όργανο των πολυεθνικών που πυροδοτεί τα κρεματόρια των εργασιακών«Άουσβιτς» και χτίζει τα σκλαβοπάζαρα των κοινωνικών«Νταχάου».
Καμία διαπραγμάτευση εντός του «Άουσβιτς» δεν πρόκειται να αναιρέσει τους κανόνες λειτουργίας του «Άουσβιτς» – το «σύμφωνο του ευρώ», τους κανόνες «επιτήρησης και εποπτείας», το «σύμφωνο σταθερότητας» και λιτότητας, τα τετελεσμένα του Μάαστριχτ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η ένωση των καπιταλιστών, είναι η ένωση των ιμπεριαλιστών ενάντια στους λαούς της Ευρώπης που στο εσωτερικό της δεν βασιλεύει η «ισοτιμία» και η «κοινωνική δικαιοσύνη», αλλά η ανισομετρία και το «δίκαιο» του ισχυρού.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωζώνη της και όλη η δομή του ευρωενωσιακού κατεστημένου αποτελεί ένα σφαγείο των εργαζομένων, κατάλυσης των λαϊκών δικαιωμάτων και ελευθεριών που στέκονται εμπόδιο στην«ανταγωνιστικότητα» των μονοπωλίων.
Πρόκειται για την «ανταγωνιστικότητα»η οποία κινεζοποιεί μισθούς και «αυτοκτονεί» ανθρώπους στην Ελλάδα. Η Ελλάδα της «ανάπτυξης» που έφερε την κρίση και η Ελλάδα της κρίσης που ξεπουλιέται για 99 χρόνια ώστε να έρθει η «ανάπτυξη», η Ελλάδα των πάμπλουτων εφοπλιστών, τραπεζιτών, βιομηχάνων και εργολάβων, από την μια και η Ελλάδα των Μνημονίων και των συσσιτίων, από την άλλη, είναι η Ελλάδα της ΕΕ.
Αυτό το θυσιαστήριο δικαιωμάτων, η ΕΕ, είναι καραμπινάτη απάτη να εμφανίζεται σαν «μονόδρομος» και πολύ περισσότερο σαν εν δυνάμει «απάνεμο λιμάνι» των λαών!
Αυτό το κολαστήριο είναι ασύγγνωστη αυταπάτη να λογίζεται σαν πεδίο «διαπραγμάτευσης», αρκεί να βρεθεί ένας καλός διαπραγματευτής με ιδιαίτερες επιδόσεις στις «κωλοτούμπες».
Είναι πρόδηλο: Στο Κολοσσαίο τα όρια της διαπραγμάτευσης δεν τα ορίζουν οι καλές προθέσεις του διαπραγματευτή. Τα ορίζουν οι τίγρεις του Κολοσσαίου.
Είναι ψευδαίσθηση ότι στο Κολοσσαίο υπάρχει χώρος για διαπραγμάτευση. Στο Κολοσσαίο το ερώτημα ποτέ δεν ήταν τι θα κερδίσεις αλλά το ποια κομμάτια από τη σάρκα σου θα περισώσεις.
Τα 35 χρόνια της παραγωγικής αποσάθρωσης, του πλιάτσικου, της κοινωνικής οπισθοδρόμησης και της πολιτικής απάτης από την ένταξη στην ΕΟΚ – ΕΕ, βοούν: Άλλη οδός για μια Ελλάδα κυρίαρχη και ένα λαό με προκοπή και με ολόκληρη αξιοπρέπεια δεν υπάρχει από την οδό της εξόδου από την ΕΕ. Όχι με όρους αστικού εθνικισμού και ακροδεξιού «ευρωσκεπτικισμού», αλλά με όρους ανατροπής όλου του συστήματος της κυριαρχίας των μονοπωλίων.
Όπως αποδεικνύει η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ, όπως επιβεβαιώνουν οι επικλήσεις στο εθνικό νόμισμα από ναζί (τύπου Χρυσής Αυγής) και φασίστες (τύπου Λεπέν), τίποτα απ’ όσα ακολούθησαν την συνθήκη του Μάαστριχτ, την ΟΝΕ, τα Μνημόνια δεν θα αλλάξει για τον λαό, αν αλλάξει απλώς το νόμισμα ή αν το «μέσα –έξω» από την ΕΕ αποτελέσει ένα επεισόδιο στο πλαίσιο των ενδοιμπεριαλιστικών συσχετισμών και των ενδοαστικών ανταγωνισμών.
Το θέμα είναι να εκμηδενιστούν τα αίτια που προκαλούν φτώχεια και δυστυχία, σε όποιο νόμισμα κι αν μετριούνται. Το θέμα είναι να τσακιστούν οι δυνάμεις και οι μηχανισμοί της εκμετάλλευσης, σε όποιο ιμπεριαλιστικό κέντρο συμμετέχει ή δεν συμμετέχει η Ελλάδα, σε όποιο νόμισμα κι αν τα «ντόπια θεριά» – όπως έλεγε ο Βάρναλης – σφετερίζονται την υπεραξία που παράγει το αίμα, το μυαλό και ο ιδρώτας του εργαζόμενου λαού.
Κι ο μόνος τρόπος για να μην μετρούν τα ευρώ ή οι δραχμές την φτώχεια και τη δυστυχία των πολλών, είναι να αλλάξουν οι κάτοχοι του παραγόμενου πλούτου.
Ο μόνος τρόπος για να συμβεί αυτό, στην Ελλάδα των 570 υπερδισεκατομμυριούχων που ελέγχουν το 50% σχεδόν του ΑΕΠ της χώρας, ο μόνος τρόπος για να συμβεί αυτό σε ένα πλανήτη που 8 «Κροίσοι» κατέχουν τόσο πλούτο όσα τα υπάρχοντα του 50% του πληθυσμού της Γης, ο μόνος τρόπος για να αλλάξει αυτό σε μια ΕΕ των 100 εκατομμυρίων φτωχών και 30 εκατομμυρίων ανέργων, είναι ο παραγόμενος πλούτος να περάσει από τα χέρια αυτών που τον υπεξαιρούν στα χέρια αυτών που τον παράγουν.
Με μια κουβέντα: Κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας, εργατική εξουσία.
Αυτή είναι η ικανή συνθήκη για να ανατραπεί η μαυρίλα που έφεραν στην πατρίδα μας όσοι με την ΕΟΚ, με το Μάαστριχτ, με την ΟΝΕ, με το ευρώ, έταζαν «απάνεμα λιμάνια» και «χρυσά κουτάλια».
Η εμπειρία δεκαετιών από την παραμονή της χώρας σε αυτό τον «λάκκο των λεόντων», όπως από το 1957 αποκαλούσε το ΚΚΕ την τότε ΕΟΚ, επιβεβαιώνει περίτρανα τη θέση των κομμουνιστών: Η αποδέσμευση της Ελλάδας από την ΕΕ – θα το επαναλάβουμε: όχι με όρους αστικού «ευρωσκεπτικισμού» και αστικού εθνικισμού, αλλά με όρους λαϊκής αφύπνισης ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, με σχέδιο και πρόγραμμα ανατροπής της εξουσίας της χρηματιστικής ολιγαρχίας – καθίσταται αναγκαία συνθήκη για την επιβίωση του λαού και την αναδημιουργία του τόπου.
Η αποδέσμευση της χώρας από την ΕΕ (και όχι μόνο από το νόμισμά της), η έξοδος της χώρας από τον λάκκο των ευρωμνημονίων ή των δραχμομνημονίων, η απεμπλοκή της Ελλάδας από την ΕΕ της «λιτότητας» (χτες), των μνημονίων (σήμερα), των «προγραμμάτων» (αύριο) καθίσταται αγώνας άμεσος και επιτακτικός.
Ενας τέτοιος αγώνας για την αποδέσμευση της χώρας από την ΕΕ, αγώνας αλληλένδετος με την αποτίναξη του καπιταλιστικού ζυγού, ισοδυναμεί με αναγκαία παράμετρο για την υλοποίηση της ικανής συνθήκης: Για το πέρασμα, δηλαδή, της εξουσίας από τους κηφήνες στον εργαζόμενο λαό.
Φυσικά δεν αγνοούμε ότι μετά από δεκαετίες πλύσης εγκεφάλου οι προπαγανδιστές του «ευρωμονόδρομου» επικαλούνται τα ίδια τα αποτελέσματα της προπαγάνδας τους για να μας αντιτάξουν: «Η πλειοψηφία των Ελλήνων θέλει την ΕΕ». Μάλιστα. Γνωρίζουμε τους συσχετισμούς, τις πλειοψηφίες (και τους τρόπους αυτές δημιουργούνται). Αλλά αυτό δεν αποτελεί τεκμήριο μη ορθότητας της άποψης ότι ο λαός μας μόνο ζημιές θα μετράει όσο βρίσκεται σε «συμμαχία», σε «εταιρική» σχέση εξάρτησης και αλληλεξάρτησης με μια ένωση εγχώριων και ξένων λύκων που του πίνουν το αίμα. Όπως δεν αποτέλεσε τεκμήριο ορθότητας για την παραμονή στην εξουσία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ το γεγονός ότι ο λαός – πλειοψηφικά – επί 40 χρόνια τους ανεχόταν.
Ο ελληνικός λαός αξίζει να οικοδομήσει τις προς το συμφέρον του πλειοψηφίες – και να τις υπερασπιστεί απέναντι στους «δημοκράτες» που επικαλούνται τις πλειοψηφίες μόνο όταν τους βολεύουν.
Αξίζει να πεισθεί ότι η Ελλάδα δεν είναι μια «μικρή» χώρα που «δεν μπορεί» να αντιταχθεί – εφ’ όλης της ύλης – στους ισχυρούς.
Αξίζει να πεισθεί ότι αυτός ο δύσκολος δρόμος είναι απείρως ευκολότερος από τον αδιάβατο δρόμο της διαρκούς αποδοχής των μικρότερων ή μεγαλύτερων εκβιασμών. Αξίζει να ακολουθήσει τη δική του σημαία. Να μην συμβιβαστεί με το «ολίγον έγκυος» ή με μια «θηλιά» που οι «Σόιμπλε» θα τη σφίγγουν ή θα την χαλαρώνουν κατά το δοκούν.
Ο λαός μας αξίζει να γίνει αυτοπροσώπως «διαπραγματευτής» πρωτοστατώντας για μια αληθινή Ευρώπη των λαών όπου ο καθένας χωριστά και όλοι οι λαοί μαζί δεν θα περιμένουν σαν «Δευτέρα Παρουσία» την «ανατροπή των συσχετισμών» από τα πάνω αφού θα έχουν ανατρέψει την ίδια την βαρβαρότητα από τα κάτω.
Αξίζει να απειθαρχήσει και να ορθώσει το πατριωτικό, το διεθνιστικό και ανυπάκουο ανάστημά του απέναντι στην ένωση των σύγχρονων «Μέττερνιχ» μιας και δεν οφείλει να διαπραγματεύεται μαζί τους τίποτα απ’ όσα δικαιούται.
Η δυσκολία αυτού του δρόμου, ευθέως ανάλογη της αναγκαιότητάς του, υπογραμμίζει διπλά το χρέος όσων ποτέ δεν παραιτήθηκαν από το «θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά»: Να επιμείνουν και να εμπνεύσουν, να ηγηθούν και να ενώσουν το λαό σε αυτή την προσπάθεια.