--Οι απαρχές του αναρχισμού...
--Η κοινωνική και οικονομική του βάση
--Η Στάση του Στη ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1905
Για να κατανοηθεί καλύτερα η στάση των αναρχικών το 1917, απαιτείται μια σύντομη ιστορική επισκόπηση της πορείας του πολιτικού ρεύματος του αναρχισμού ως τα τέλη του 19ου αιώνα.
Οι απαρχές του αναρχισμού, ως ρεύματος που γεννιέται κάτω από την επίδραση οικονομικών-κοινωνικών όρων που διαμορφώνει ο καπιταλισμός, εμφανίζονται με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανικής καπιταλιστικής παραγωγής στα τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα.
Η κοινωνική και οικονομική του βάση είναι η καταστροφή των μικρών ιδιοκτητών από τη μεγάλη βιομηχανία και η επιθυμία διατήρησης της μικρής ιδιοκτησίας και της κοινωνικής θέσης που προκύπτει από αυτήν.
Αντανακλά ουσιαστικά τη μικροαστική αντίδραση και διαμαρτυρία στη μεγάλη, καπιταλιστικά οργανωμένη βιομηχανική παραγωγή, όπως βέβαια και στο κράτος που αντιστοιχεί σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής.
Εκφράζει την επιθυμία των μικρών παραγωγών να διατηρήσουν εκείνες τις κοινωνικές συνθήκες που τους επέτρεπαν να δουλεύουν ανεξάρτητοι μέσα στην παραγωγική διαδικασία και να διασφαλίζουν την αντίστοιχη κοινωνική θέση.13
Αυτό εξηγεί και το ότι στις περισσότερες εκδοχές, το οικονομικό-κοινωνικό ιδανικό του αναρχικού ρεύματος είναι μια μικρή, αυτονομημένη ή χαλαρά συνδεδεμένη παραγωγή, (ένα μίγμα ουτοπικών, μικροαστικών, εξιδανικευμένων προκαπιταλιστικών στοιχείων).
Αυτή είναι η αιτία που ο αναρχισμός αντικειμενικά δεν μπορεί να προβάλλει ένα θετικό-προωθητικό πρόταγμα για τη νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης, γιατί κοιτάζει προς το παρελθόν και όχι προς το μέλλον.
Ο αναρχισμός του 19ου αιώνα γεννιέται κι εκφράζεται μέσα από δύο βασικές γενικές τάσεις, οι οποίες αποτελούν και τα σημεία αναφοράς για όλα τα μετέπειτα και σύγχρονα ρεύματα.
Η πρώτη είναι μια «κοινοτιστική», «κομμουνιστική», «κολεκτιβιστική» τάση, με αναφορά κυρίως στο Ρώσο Μιχαήλ Μπακούνιν, που έχει ως πηγή έμπνευσης τη ρωσική αγροτική κοινότητα.
Η δεύτερη είναι μια «ατομικιστική», με αναφορά κυρίως στο Γερμανό νεαρό εγελιανό Μαξ Στίρνερ, η οποία αναπτύσσεται με άξονα την αντίληψη για την ανεξαρτησία του ατόμου από την κοινωνία και την ελεύθερη ανάπτυξή του («αναρχοατομισμός»).
Η «κοινοτιστική» εκδοχή του αναρχισμού είναι και αυτή που είχε πραγματική επιρροή, και μάλιστα την εποχή που συντελούνταν η μεταμόρφωση των παλιών εξαρτημένων αγροτών σε ατομικούς εμπορευματοπαραγωγούς ή σε μισθωτούς εργάτες, ενώ δεν είναι συμπτωματικό ότι απέκτησε μια σχετικά πιο ευρεία επιρροή σε χώρες που το 19ο αιώνα ακόμη συντελούνταν αυτή η διαδικασία μετάβασης (βλ. Ρωσία, Ιταλία, Ισπανία, σε μικρότερο βαθμό στην Ελλάδα, π.χ. στη Δυτική Πελοπόννησο κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα, χώρες Λ. Αμερικής).
Μετά από την ολοκλήρωση αυτού του κοινωνικού μετασχηματισμού περιορίστηκε και η επιρροή αυτής της τάσης του αναρχισμού σε μαζικό επίπεδο.
Η δεύτερη τάση, η οποία γεννήθηκε στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, είχε από την αρχή ως σημείο αναφοράς τους μικρούς εμπορευματοπαραγωγούς της πόλης, τους μικροαστούς εκείνης της εποχής.
Από την αρχή της χαρακτηρίζεται από έντονο ατομικισμό και ουσιαστικά ποτέ δεν μπόρεσε να συγκροτήσει ένα πραγματικά μαζικό κίνημα ή να το επηρεάσει σημαντικά, ενώ η όποια επίδρασή της αφορούσε κυρίως μικροαστούς ή μεσοαστούς ριζοσπάστες διανοούμενους.
Στη Ρωσία ο αναρχισμός γνώρισε μια ορισμένη διάδοση τις δεκαετίες 1870-1880, κυρίως μέσα από τη διάδοση κι επιρροή των ιδεών του Μπακούνιν στο κίνημα του ναροντνικισμού (από τη ρωσική λέξη ναρόντ=λαός).
Την περίοδο 1861-1895 (μετά από την αγροτική μεταρρύθμιση του 1861 που κατάργησε τη δουλοπαροικία), υπήρξε μια πλειάδα ομάδων και οργανώσεων των ναρόντνικων. Σε γενικές γραμμές, οι ναρόντνικοι συνδύαζαν ένα ριζοσπαστικό-αντιφεουδαρχικό πρόγραμμα ενάντια στην τσαρική απολυταρχία με ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού. Πίστευαν ότι η αγροτιά ήταν η βασική δύναμη της κοινωνικής αλλαγής και τάσσονταν υπέρ της μικρής αγροτικής κοινότητας, εκφράζοντας ουσιαστικά αντίθεση στην αστική ανάπτυξη της Ρωσίας. Οι οργανώσεις τους, με πιο γνωστές τη «Ζεμλιά ι Βόλια» («Γη κι Ελευθερία»), τη «Ναρόντναγια Βόλια» («Λαϊκή Βούληση»), την «Τσιόρνι Περεντέλ» («Μαύρος Αναδασμός») κ.ά.,
ανέπτυξαν πληθώρα μορφών δράσης ενάντια στην καταπίεση της τσαρικής απολυταρχίας, προέβησαν σε σειρά ηρωικών πράξεων ατομικής τρομοκρατίας (δολοφονίες κλπ.) που τους καθιέρωσαν στη λαϊκή συνείδηση ως μάρτυρες της πάλης, αποκτώντας πλατιά απήχηση στις λαϊκές μάζες.
Στα 1870-1880 οι ιδέες του Μπακούνιν βρήκαν μια ορισμένη απήχηση σε ομάδες ναρόντνικων επαναστατών, καθώς ο Μπακούνιν επίσης θεωρούσε τη ρωσική αγροτική κοινότητα ως βάση της μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Η απόρριψη του κράτους από τον Μπακούνιν «φωτιζόταν» από την εχθρότητα της παλιάς αγροτικής τοπικής αυτονομίας απέναντι στο συγκεντρωτικό αστικό κράτος, όχι επομένως από τη σκοπιά του μέλλοντος.
Γι’ αυτό και έβλεπε το κράτος ως πηγή όλων των δεινών, ως αιτία της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας και της εκμετάλλευσης, και όχι ως αποτέλεσμά της. Δεν έβλεπε την οικονομική βάση της ταξικής εκμετάλλευσης.
Την περίοδο 1880-1890 αναπτύσσεται το εργατικό κίνημα, διαδίδεται πλατύτερα ο μαρξισμός.
Ο επαναστατικός μαρξισμός από τα πρώτα του βήματα υποχρεώθηκε να κάνει ριζοσπαστική κριτική στη θεωρία και δράση των ναρόντνικων.
Απέδειξε τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης και την ανάγκη συγκρότησης επαναστατικού κόμματος του ρωσικού προλεταριάτου.
Ο Λένιν, με τα έργα του «Ποιοι είναι οι “φίλοι του λαού” και πώς πολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες» (1894), «Το οικονομικό περιεχόμενο του ναροντνικισμού» (1894-1895), «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία» (1896-1899),
έκανε βαθιά ανάλυση των οικονομικών και ταξικών σχέσεων στη Ρωσία κι επισφράγισε την ιδεολογική-πολιτική επικράτηση του μαρξισμού ενάντια στις θεωρίες των ναρόντνικων.
Η αδιάλλακτη, σταθερή πάλη των μπολσεβίκων ενάντια σε κάθε μορφή μικροαστικής επαναστατικότητας –όπως εξηγεί ο Λένιν– ήταν ο βασικός παράγοντας που καθήλωσε το ρωσικό αναρχισμό σε μικρή επιρροή:
«Στο εξωτερικό δεν ξέρουν ακόμη καλά ότι ο μπολσεβικισμός μεγάλωσε, διαμορφώθηκε και ατσαλώθηκε μέσα σ’ ένα μακρόχρονο αγώνα ενάντια στη μικροαστική επαναστατικότητα, που μοιάζει με τον αναρχισμό ή κάτι δανείστηκε απ’ αυτόν […] .
Ο “μανιασμένος’’ από τις φρικωδίες του καπιταλισμού μικροαστός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που, όπως και ο αναρχισμός, χαρακτηρίζει όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Η αστάθεια μιας τέτοιας επαναστατικότητας, η στειρότητά της, η ιδιότητά της να μετατρέπεται γρήγορα σε υποταγή, σε απάθεια, σε φαντασιοπληξία, ακόμη και σε “μανιασμένο’’ ενθουσιασμό για το ένα ή το άλλο αστικό ρεύμα της “μόδας” –όλα αυτά είναι πασίγνωστα […]
Και αν στη Ρωσία, παρόλη την πιο μικροαστική σύνθεση του πληθυσμού της σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές χώρες, ο αναρχισμός είχε σχετικά ασήμαντη επιρροή στην περίοδο των δύο επαναστάσεων (1905 και 1917) και στον καιρό της προετοιμασίας τους, αυτό πρέπει αναμφισβήτητα να το θεωρήσουμε εν μέρει σαν υπηρεσία του μπολσεβικισμού, που διεξήγαγε πάντα τον πιο αμείλικτο και αδιάλλακτο αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό. Λέω “εν μέρει”, γιατί ακόμη πιο σπουδαίο ρόλο για το αδυνάτισμα του αναρχισμού στη Ρωσία έπαιξε το γεγονός ότι στο παρελθόν (1870-1880) ο αναρχισμός είχε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί εξαιρετικά πλούσια και να φανερώσει οριστικά ότι είναι λαθεμένος και ακατάλληλος σαν καθοδηγητική θεωρία για την επαναστατική τάξη»14.
Ο ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1905
Την περίοδο πριν την επανάσταση του 1905 υπήρχαν στη Ρωσία ορισμένες σκόρπιες αναρχικές ομάδες στην Οδησσό, το Εκατερινοσλάβ, το Μπιαλιστόκ (πόλη της Πολωνίας, τότε μέρος της Ρώσικης Αυτοκρατορίας). Το 1903 είχε ιδρυθεί στην Ελβετία η ομάδα «Χλέμπ ι Βόλια» («Ψωμί κι Ελευθερία») με τη συμμετοχή του Κροπότκιν και ακολούθων του, όπως η Μαρία Κορν, ο Β. Τσερκέσοφ κ.ά.
Στα επαναστατικά γεγονότα του 1905-1907 σχηματίστηκαν αναρχικές ομάδες και σε άλλες μεγάλες πόλεις και βιομηχανικά κέντρα της Ρωσίας, η επίδραση των οποίων ήταν ασήμαντη.
Ο Βολίν αφηγείται ότι την περίοδο του 1905 το αναρχικό κίνημα ήταν
«πολύ αδύναμο, παντελώς άγνωστο στον πολύ κόσμο […] Υπήρχαν μία ή δύο αναρχικές ομάδες στην Αγία Πετρούπολη, άλλες τόσες στη Μόσχα (αν και, τούτες εδώ, ήταν πιο δυνατές και δραστήριες) κι ομάδες σκόρπιες στο Νότο και σε δυτικές περιοχές. Η δραστηριότητά τους βασικά περιοριζόταν σε μια αδύναμη προπαγάνδα, πράγμα εξάλλου δύσκολο, και σε δολοφονικές απόπειρες ενάντια σε πολύ αφοσιωμένους υπηρέτες του καθεστώτος»15.
Ο Πιοτρ Αρσίνοφ16επίσης γράφει:
«Ο αναρχισμός προωθούνταν από μερικές μικροομάδες, που δεν είχαν καταλάβει αρκετά καθαρά τα καθήκοντά τους στην επανάσταση. […] Έχοντας μόνο ένα μικρό αριθμό αγωνιστών και ταυτόχρονα στερούμενος ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα για το άμεσο μέλλον, ο αναρχισμός δεν μπορούσε να διαδοθεί πλατιά και να ριζώσει μέσα στις μάζες»17.
Ο Π. Άβριτς, αποτιμώντας τη δράση των αναρχικών, συμπεραίνει:
«Αποτυγχάνοντας να οικοδομήσουν μια συνεκτική οργάνωση ή να διεισδύσουν στο αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα σε κάποιο σημαντικό βαθμό, παρέμειναν μια χαλαρή συλλογή θορυβωδών μικρών ομάδων, που οι δραστηριότητές τους είχαν σχετικά μικρό αντίκτυπο στην εξέλιξη της εξέγερσης»18.
Οι αναρχικές ομάδες επιδόθηκαν κυρίως σε πράξεις τρομοκρατίας, εκτελέσεις εκπροσώπων της τσαρικής απολυταρχίας, βομβιστικές ενέργειες.
Οι δύο βασικές ομάδες αναρχικής τρομοκρατίας ήταν η «Τσέρνογιε Ζνάμια» («Μαύρη Σημαία») που είχε αναπτύξει δίκτυο «ομάδων μάχης» στην Οδησσό, το Εκατερινοσλάβ, τη Σεβαστούπολη και άλλες πόλεις και η «Μπεζνατσάλιε» («Χωρίς Αρχή») που δρούσε κυρίως στην Πετρούπολη.
Η «Χλεμπ ι Βόλια» όπως και ορισμένες μικρότερες αναρχοκομμουνιστικές ομάδες που δρούσαν στο Κίεβο και τη Μόσχα απέρριπταν την τρομοκρατία κι επικέντρωναν τη δραστηριότητά τους στη ζύμωση και την προπαγάνδα.
Την άσκοπη τρομοκρατική δράση απέρριπταν επίσης και οι ομάδες των αναρχοσυνδικαλιστών.
Την περίοδο εκείνη εμφανίστηκαν επίσης ορισμένες αναρχοατομικιστικές ομάδες στη Μόσχα, την Πετρούπολη και το Κίεβο. Κύριοι εκπρόσωποι του αναρχοατομισμού ήταν ο Αλεξέι Μποροβόι και ο Λεβ Τσέρνι.19
Ο μπολσεβίκος Ε. Γιαροσλάβσκι, στο βιβλίο του «Η ιστορία του αναρχισμού στη Ρωσία» που γράφτηκε το 1937, συνοψίζοντας τη δράση των αναρχικών στην επανάσταση του 1905 συμπεραίνει:
«Οι αναρχικοί στη Ρωσία όχι μόνο δεν έκαναν καμία επαναστατική πράξη μεγάλης σημασίας, αλλά αναμφισβήτητα προκάλεσαν στο επαναστατικό κίνημα σημαντική ζημιά με τον αγώνα τους ενάντια στο μαρξισμό και κυρίως με την υπεράσπιση της ατομικής τρομοκρατίας»20.
Το ζήτημα της τρομοκρατίας δεν αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης μονάχα μέσα στους κόλπους των αναρχικών κύκλων, αλλά απασχόλησε συνολικά το επαναστατικό-δημοκρατικό κίνημα, τα κόμματα και τις ομάδες που πάλευαν ενάντια στον τσαρισμό.
Εξάλλου, η βίαιη λαϊκή αντίδραση ενάντια στον τσαρισμό και την κρατική καταστολή, συμπεριλαμβανομένων και κάποιων μορφών ατομικής τρομοκρατίας, προϋπήρχε στην επαναστατική λαϊκή παράδοση του ναροντνικισμού.
Βασικός κληρονόμος του ναροντνικισμού στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν το κόμμα των «Σοσιαλιστών Επαναστατών», γνωστών ως «εσέρων» (από τα αρχικά των λέξεων στα ρωσικά).
Οι εσέροι «κληρονόμησαν» και τις μαχητικές μορφές δράσης των ναρόντνικων και τον περιορισμένο μικροαστικό, αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα της πάλης ενάντια στον τσαρισμό.
Από το 1901 είχαν συγκροτήσει την επονομαζόμενη «Οργάνωση Μάχης» και προχώρησαν σε πλήθος μαχητικών ενεργειών, όπως η ανατίναξη με βόμβα του Μεγάλου Δούκα Σεργκέι το Φλεβάρη του 1905, η επίθεση με βόμβα στην κατοικία του υπουργού Π. Στολίπιν τον Αύγουστο του 1906 κ.ά.
Ο Β. Σερζ21 κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση για τη σχέση της ατομικής τρομοκρατίας ως μεθόδου πάλης με το μικροαστικό χαρακτήρα του κόμματος των εσέρων, που προσφέρει και ορισμένα γενικότερα συμπεράσματα:
«Επαναφέροντας τις θεωρίες των παλιών ναρόντνικων, οι εσέροι έβλεπαν τις αγροτικές κοινότητες ως βάση του μελλοντικού ρωσικού σοσιαλισμού […]. Ένα κόμμα διανοουμένων, που στρέφεται προς τους αγρότες για υποστήριξη, είναι ανίκανο να χρησιμοποιήσει τη δράση των εργατικών μαζών όπου η απεργία και η διαδήλωση είναι οι απλούστερες μορφές· δεν έχει εναλλακτική λύση παρά να προσφύγει σε τρομοκρατικές δράσεις. Στην πραγματικότητα –όπως έγραψε ο Λένιν πολύ αργότερα και όπως έδειξε η Ιστορία σε άφθονες περιπτώσεις– οι εσέροι πολύ συχνά δεν ήταν παρά φιλελεύθεροι οπλισμένοι με βόμβες και περίστροφα. Ακόμη κι έτσι, μέχρι το 1917 το Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα έδειξε δείγματα εξαιρετικής επαναστατικής ποιότητας. […] Η πτώση τους μετά από το Μάρτη και τον Οκτώβρη του 1917 είναι γι’ αυτόν το λόγο ακόμη περισσότερο απογοητευτική: Αποκαλύπτει την ανικανότητα των μεσαίων τάξεων να καθοδηγήσουν οποιαδήποτε επανάσταση στην εποχή μας»22.
Σε αντίθεση με τους ναρόντνικους και τους εσέρους, οι μπολσεβίκοι αντιμετώπισαν την ένοπλη πάλη και όλες τις μαχητικές μεθόδους της όχι με μονομέρεια, αλλά ως μορφή της ταξικής πάλης για το σοσιαλισμό, που μπορεί και πρέπει να αξιοποιείται με υπολογισμό των συγκεκριμένων κάθε φορά συνθηκών.
Στο 2ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ (1903), με σχετικό Σχέδιο Απόφασης, η τρομοκρατία απορρίπτεται ως μέθοδος πάλης την παρούσα στιγμή,
«γιατί αποσπά τις καλύτερες δυνάμεις από την άμεσα κι επιτακτικά αναγκαία δουλειά οργάνωσης και ζύμωσης» και «σπάει τη σύνδεση των επαναστατών με τις μάζες των επαναστατικών τάξεων του πληθυσμού»23.
Οι μπολσεβίκοι όμως κάθε άλλο παρά αρνήθηκαν τις οξυμένες μορφές του ένοπλου αγώνα σε συνθήκες ανόδου της επαναστατικής δράσης των μαζών. Ο Λένιν γράφει το 1906:
«Όταν βλέπω σοσιαλδημοκράτες να δηλώνουν με υπεροψία και αυτοϊκανοποίηση: Εμείς δεν είμαστε αναρχικοί, δεν είμαστε κλέφτες, δεν είμαστε ληστές, εμείς είμαστε ανώτεροι από αυτά, εμείς αποδοκιμάζουμε τον παρτιζάνικο πόλεμο, τότε αναρωτιέμαι: Καταλαβαίνουν μήπως οι άνθρωποι αυτοί τι λένε; Σ’ ολόκληρη τη χώρα γίνονται ένοπλες συγκρούσεις και συμπλοκές της μαυροεκατονταρχίτικης κυβέρνησης με τον πληθυσμό. […] Καταλαβαίνω ότι, επειδή η οργάνωσή μας είναι αδύνατη και απροετοίμαστη, εμείς μπορούμε να αρνηθούμε σε μια ορισμένη περιφέρεια και σε μια ορισμένη στιγμή ν’ αναλάβουμε την κομματική καθοδήγηση της αυθόρμητης αυτής πάλης […] Όταν όμως βλέπω ένα θεωρητικό ή ένα δημοσιολόγο της σοσιαλδημοκρατίας να μην αισθάνεται λύπη γι’ αυτήν την έλλειψη προετοιμασίας, αλλά να αυτοϊκανοποιείται υπεροπτικά και να επαναλαμβάνει με ναρκισσισμό και θαυμασμό φράσεις για αναρχισμό, μπλανκισμό και τρομοκρατία, που τις έχει αποστηθίσει από τα μικρά του χρόνια, τότε νιώθω τον εαυτό μου προσβεβλημένο για τον εξευτελισμό που υφίσταται η πιο επαναστατική στον κόσμο θεωρία»24.
Την περίοδο της επανάστασης του 1905-1907 οι μπολσεβίκοι πρωτοστάτησαν σε μαχητικές μορφές αγώνα του προλεταριάτου και σε μορφές ένοπλης σύγκρουσης.
Δούλεψαν επαναστατικά για τη διαμόρφωση υποδομών για τη συνωμοτική δουλειά του Κόμματος, εξασφάλισαν οπλισμό, παράνομα τυπογραφεία, απαλλοτρίωσαν χρηματικά ποσά από τράπεζες για την εξασφάλιση της επαναστατικής δράσης τους.25
Χαρακτηριστικό του πνεύματος με το οποίο ο Λένιν αντιμετώπιζε την ένοπλη μορφή της σύγκρουσης και της αποφασιστικότητας με την οποία ζητούσε να ξεπεραστούν οι όποιες αναστολές στους κόλπους του ΣΔΕΚΡ είναι το γράμμα του προς τη Μαχητική Επιτροπή της Επιτροπής Πετρούπολης των Μπολσεβίκων το 1905:
«Ιδρύστε αμέσως μαχητικές ομάδες […] Ας εξοπλίζονται αμέσως μόνοι τους, ο καθένας όπως μπορεί, άλλος με πιστόλι, άλλος με μαχαίρι, άλλος με μια πατσαβούρα με πετρέλαιο για εμπρησμούς […] Ορισμένα τμήματα θα αναλάβουν αμέσως τώρα να σκοτώσουν ένα χαφιέ, να ανατινάξουν ένα αστυνομικό τμήμα, άλλα να επιτεθούν στην τράπεζα για να κατάσχουν χρήματα για την εξέγερση […] . Όμως είναι υποχρεωτικό να αρχίσουν να μαθαίνουν στην πράξη: Μη φοβάστε αυτές τις δοκιμαστικές επιθέσεις. Υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος να καταλήξουν στην άλλη άκρη, αυτό όμως είναι κακό της αυριανής μέρας, ενώ σήμερα το κακό βρίσκεται στην αδράνειά μας, στο δογματισμό μας, στην πολύσοφη ακινησία, στο γεροντικό φόβο για κάθε πρωτοβουλία»26.
Σημειώνουμε ως άξια αναφοράς την παρατήρηση του Π. Άβριτς, ο οποίος, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τους παράγοντες που εμπόδισαν τη διάδοση του αναρχισμού, αναφέρει
ότι ένας εξ αυτών ήταν το γεγονός ότι τα σοσιαλιστικά κόμματα στη Ρωσία (εννοώντας το ΣΔΕΚΡ και τους εσέρους), σε αντίθεση με τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης, ήταν κόμματα μαχητικής δράσης και όχι διαποτισμένα με ρεφορμισμό και κοινοβουλευτισμό. Άλλωστε, όπως επίσης αναφέρει, η επιρροή των εσέρων στην αγροτιά και των μπολσεβίκων στο προλεταριάτο «κάλυπταν» αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις, χωρίς να μένει «χώρος» για τον αναρχισμό.
Εξηγεί ότι ο αναρχισμός δύσκολα θα μπορούσε να βρει απήχηση στους λίγους αγρότες που έδειχναν ενδιαφέρον να ασχοληθούν με τα πολιτικά ζητήματα, καθώς στην αγροτιά υπήρχε αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία των εσέρων των οποίων το πρόγραμμα ήταν προσαρμοσμένο στους πόθους του αγροτικού πληθυσμού της υπαίθρου· ενώ στο προλεταριάτο η δράση των μπολσεβίκων άφηνε ελάχιστα περιθώρια για τον αναρχισμό, ο οποίος, κατά τον Άβριτς, μπορούσε τελικά να έχει απήχηση μόνο σε ορισμένα τμήματα εκτοπισμένων τεχνιτών που επιθυμούσαν την επιστροφή στο ιδεώδες του Κροπότκιν για μια προβιομηχανική παραγωγή ή σε τμήματα ανειδίκευτων, άνεργων, περιθωριοποιημένων εργατών των πόλεων.27
Σημειώσεις:
13. Για τις αιτίες γέννησης του αναρχισμού δες περισσότερα στο Γ. Βάιχολντ: «Ο αναρχισμός σήμερα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1982, σελ. 23-25.
14. Β. Ι. Λένιν: «Ο “αριστερισμός”, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», «Άπαντα», τ. 41, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 14-15.
15. Βολίν: «Η άγνωστη επανάσταση», τ. 1, εκδ. «Διεθνής Βιβλιοθήκη», Αθήνα, 2007, σελ. 53.
16. Ο Πιοτρ Αρσίνοφ (1886-1937) ήταν Ρώσος αναρχικός. Αρχικά ήταν μέλος του
ΣΔΕΚΡ, από το οποίο αποχώρησε το 1906. Το 1907 συνελήφθη για τη δολοφονία ενός αστού. Απέδρασε, αλλά συνελήφθη εκ νέου το 1909. Στη φυλακή γνωρίστηκε με τον Ν. Μαχνό. Αργότερα ήταν από εκείνους που συμμετείχαν στην αναρχική οργάνωση «Ναμπάτ» και στήριξε το κίνημα του Μαχνό. Το 1921 έφυγε από τη χώρα. Επέστρεψε στη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1930 και ο θάνατός του τοποθετείται στο 1937.
17. Π. Αρσίνοφ: «Η ιστορία του Μαχνοβίτικου κινήματος 1918-1921», εκδ. «Ελεύθερος Τύπος», Αθήνα, 1980, σελ. 28.
18. Paul Avrich: «The Russian Anarchists», Princeton University Press, 1967, σελ. 4.
19. Για περισσότερες λεπτομέρειες σε σχέση με τη δράση των αναρχικών την περίοδο του 1905 βλ. Paul Avrich: «The Russian Anarchists», Princeton University Press, 1967, σελ. 42-90, E. Yaroslavsky: «History of Anarchism in Russia», Lawrence and Wishart, London, 1940, σελ. 34-47 και Φ. Γ. Πολιάνσκι: «Ο Σοσιαλισμός και ο σύγχρονος αναρχισμός», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, 1975, σελ. 20-22.
20. E. Yaroslavsky: «History of Anarchism in Russia», Lawrence and Wishart, London, 1940, σελ. 36.
21. Βίκτορ Σερζ (πραγματικό όνομα Βίκτορ Λβόβιτς Κιμπάλτσιτς), 1890-1947. Γεννήθηκε στις Βρυξέλλες το 1890 από γονείς μετανάστες που είχαν φύγει από τη Ρωσία λόγω διωγμών μετά από τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β΄ το 1881 (ο πατέρας του ήταν ξάδερφος του χημικού Ν. Κιμπάλτσιτς, ο οποίος κατασκεύασε τις βόμβες που χρησιμοποιήθηκαν για τη δολοφονία). Σε ηλικία 15 χρονών εντάχτηκε σε μια σοσιαλιστική οργάνωση, αλλά απογοητευμένος από το ρεφορμισμό έγινε αναρχικός. Το 1908 πήγε στο Παρίσι, όπου ανέπτυξε αναρχική δράση για την οποία συνελήφθη. Αποφυλακίστηκε το 1917 κι έφυγε στην Ισπανία. Επέστρεψε για λίγο στη Γαλλία και τελικά το Γενάρη του 1919 έφτασε στη Ρωσία. Την περίοδο αυτή απομακρύνθηκε από τον αναρχισμό και αποφάσισε να υποστηρίξει τους μπολσεβίκους, αναλαμβάνοντας καθήκοντα για τη σοβιετική εξουσία και την Κομμουνιστική Διεθνή. Το 1923 συνδέθηκε με τη λεγόμενη «Αριστερή Αντιπολίτευση» στο μπολσεβίκικο κόμμα. Το 1936 έφυγε από την ΕΣΣΔ για το Βέλγιο και τη Γαλλία. Σε μια πορεία διαφώνησε με τον Τρότσκι και διέκοψε τις σχέσεις μαζί του. Το 1940, μετά από την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στη Γαλλία, διέφυγε στο Μεξικό όπου έφτασε το 1941. Πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1947.
22. Β. Σερζ: «Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης», εκδ. «Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο», Αθήνα, 2017, σελ. 51-53.
23. Β. Ι. Λένιν: «Σχέδιο Απόφασης για την τρομοκρατία», «Άπαντα», τ. 7, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 249.
24. Β. Ι. Λένιν, «Παρτιζάνικος πόλεμος», στη συλλογή κειμένων «Από τη μαχητική πείρα των μπολσεβίκων», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2017, σελ. 164 (επίσης στο Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 14, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 9).
25. Σχετικά με τέτοιες πλευρές της δράσης των μπολσεβίκων βλ. το ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο του Κοριούν Μκρτιτς: «Καμό», εκδ. «Σύγχρονη» Εποχή, Αθήνα, 2016, που αναφέρεται στη ζωή και δράση του μπολσεβίκου επαναστάτη Καμό, πεδίο δράσης του οποίου ήταν η παράνομη δουλειά, η συγκρότηση μαχητικών ομάδων, η εύρεση όπλων κλπ.
26. B.I. Λένιν: «Προς τη Μαχητική Επιτροπή της Επιτροπής Πετρούπολης» (1905), στη συλλογή κειμένων «Από τη μαχητική πείρα των μπολσεβίκων», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2017, σελ. 120 (επίσης στο Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 11, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 338).
27. Paul Avrich: «The Russian Anarchists», Princeton University Press, 1967, σελ. 33-34.
Το Α' μέρος Εδώ
Το Γ' Εδώ
Κάνε παρακάτω κλικ στη ετικέτα ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ να μεταφερθείς στα επόμενα.
Καλό διάβασμα !!