Για παράδειγμα, ο εργαζόμενος θεωρεί «ποιότητα» στην Ανώτατη Εκπαίδευση τη δωρεάν παροχή της, την εξασφάλιση δωρεάν στέγασης και σίτισης των φοιτητών, την πλήρη και επαρκή υλικοτεχνική υποδομή κ.ά.
170 χρόνια πριν ο πρώτος ελληνικός... «Ριζοσπάστης»
Το κείμενο που ακολουθεί έχουν συντάξει οι Αγγελική Κορφιάτη, Αφροδίτη Κορφιάτη και Χρήστος Κορφιάτης. Δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες στον «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου» και αναδημοσιεύτηκε σε τρεις επίσης συνέχειες στο 902.gr. Παρακάτω ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο.
Στην Κέρκυρα, πριν από εκατόν εβδομήντα χρόνια. Το 1850. Τότε, στη «ναυτική πολιτεία που στα μπαλκόνια της και στις κληματαριές της σκόνταφταν τα κατάρτια», όπως την προσδιόριζε αργότερα ο Γιάννης Ρίτσος, στιχουργώντας το ομηρικό παρελθόν της στην «Οδύσσεια», κάτω από την μπότα των Βρετανών που διαφέντευαν όλα τα Ιόνια Νησιά ως προτεκτοράτο τους, εκυκλοφόρησε ο πρώτος «Ριζοσπάστης».
Μαχητικός. Όπως προμηνούσε ο τίτλος του.
Ασυμβίβαστος!
Με κείμενα - κόλαφο για την εθνική και την κοινωνική καταπίεση του επτανησιακού λαού, που αργότερα, καθώς κορυφώνονταν οι βρετανικές ραδιουργίες και περιελάμβαναν τη μετατροπή της Κέρκυρας σε κανονική αποικία του βρετανικού Στέμματος, θα έβρισκαν στη δημοσιογραφική πένα του Καρλ Μαρξ στο Λονδίνο έναν φλογερό υποστηρικτή του λαού των Ιονίων Νήσων και αμείλικτο κατήγορο του καθεστώτος της βρετανικής «Προστασίας» στα Επτάνησα.
Να τι έγραφε:
«Η εφημερίς αύτη, πιστώς και ειλικρινώς ερμηνεύουσα τα φρονήματα των Επτανησίων και ευτόλμως υπερασπίζουσα τα δικαιώματα αυτών, διακηρύττει ότι, πάσα από μέρους της προστασίας χορηγουμένη μεταρρύθμισις δεν ήθελεν είσθαι ειμή νέα επιβουλή, νέα ένεδρα κατά των εθνικών μας δικαιωμάτων. Μέγα και αχανές υπάρχει χάσμα μεταξύ ημών και της προστασίας· ουδείς συμβιβασμός, ουδεμία συμφιλίωσις είναι δυνατόν να υπάρξη μεταξύ αυτής και των Επτανησίων· είναι πάντη ανωφελές και μάταιον παν άλλο νομιζόμενον αγαθόν, παρά την παύσιν της προστασίας» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 1, σελ. 1, «Σκοπός και πορεία του Ριζοσπάστου»).
Εφημερίδα «Εθνική και Δημοκρατική», όπως εξηγούσε πλάι στον τίτλο της, ήταν εκείνος ο πρώτος ελληνικός «Ριζοσπάστης» στην αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα, έξι δεκαετίες περίπου προτού κυκλοφορήσει ο αθηναϊκός «Ριζοσπάστης». Πενήντα οκτώ χρόνια, για την ακρίβεια, προτού ο Ευβοιώτης δημοκράτης Γιώργος Φιλάρετος, πρωταγωνιστής μαζί με πολιτικούς επιγόνους των πρώτων Επτανήσιων ριζοσπαστών αγωνιστών σε αθηναϊκό δημοκρατικό σύλλογο, κυκλοφορήσει το 1908 στην Αθήνα εφημερίδα «δημοκρατικών ιδεών» με τον τίτλο «Ριζοσπάστης».
Προηγήθηκε εκείνος πριν εμφανιστεί ο αθηναϊκός «Ριζοσπάστης», που το 1921 μετατράπηκε σε επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ) ή πιο σωστά του πρόγονου κόμματος, το οποίο ιδρύθηκε το 1918 με την ονομασία Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ), είχε την έδρα του σε πρώτη φάση σε χώρους της Κεφαλληνιακής Αδελφότητας στο κέντρο της Αθήνας και το 1924 μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό.
Ο πλήρης τίτλος της κερκυραϊκής - επτανησιακής εφημερίδας του 1850 ήταν «Ο Ριζοσπάστης». Υπεύθυνος έκδοσής της ο Κερκυραίος Αναστάσιος Τεμπονέρας. Αφανής διευθυντής, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ήταν ο Κεφαλονίτης ρηξικέλευθος πολιτικός και κοινωνικός αγωνιστής Ιωσήφ Μομφερράτος, εκδότης εφημερίδας με ριζοσπαστικές ιδέες στην Κεφαλονιά από το 1849. «Δεν θέλω λείψει», ανέφερε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα στο πρώτο φύλλο της, με έκκληση για εμμονή σε γνήσιες πρωτοποριακές θέσεις που τον εξέφραζαν. Η εφημερίδα τυπώθηκε στο «Τυπογραφείον Ερμής Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως» στην αγγλοκρατούμενη, τότε, Κέρκυρα. Ήταν τετρασέλιδη, εβδομαδιαία εφημερίδα.
Τολμούσε:
«Εύτολμος και θαρραλέα φωνή αντιπροσώπων θέλει αντηχήσει εις τον ελληνικόν περίβολον της Επτανησιακής Βουλής και θέλει κηρύξει στεντορίως τας αληθείς ανάγκας και τα δικαιώματα του επτανησιακού λαού. Η έντονος αυτών φωνή θέλει ακουσθή μετ' ευχαριστήσεως και ευγνωμοσύνης υπό του λαού τούτου, και διελθούσα τα πελάγη, θέλει φθάσει εις τα ώτα των ευρωπαϊκών λαών, και αυτής ακόμη της διπλωματίας» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 1, σελ. 1, «Σκοπός και πορεία του Ριζοσπάστου»).
Σώζονται αντίτυπά της στο Μουσείο Τύπου της Πάτρας, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων στην Αθήνα και στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη της Κεφαλονιάς.
Εκυκλοφόρησε στην Κέρκυρα, όπου τον 5ο αι. π.Χ. είχε ξεσπάσει ο πιο ταξικός γνωστός εμφύλιος πόλεμος της αρχαιότητας στα σημερινά ελληνικά εδάφη, για πρώτη φορά τις 5 Απρίλη του 1850 (βλ. φωτογραφία πάνω). Εξέφραζε ατύπως το επτανησιακό Ριζοσπαστικό Κόμμα. Το πολιτικό κόμμα, δηλαδή, που εμφανίστηκε ως «Ριζοσπαστική Μειονότης» στο Κοινοβούλιο των Ιονίων Νήσων και γεννήθηκε στη λεβεντογέννα Κεφαλονιά μια χρονιά σημαδεμένη από πολλά ιστορικά γεγονότα: Το 1848.
Δεν νέρωνε το κρασί της:
«Πιστή και ακλόνητος εις την πορείαν της, έχουσα δε υπέρ εαυτής την ακαταμάχητον δύναμιν του δικαίου και την συμπάθειαν εν ταυτώ των ευρωπαϊκών λαών, ευτόλμως αναδέχεται τον αγώνα, τον οποίον, και η εμπιστευθείσα εις αυτήν αποστολή, και αι πολυειδώς και πολυτρόπως διατρανωθείσαι διαδηλώσεις του επτανησιακού λαού, επιβάλλουσι εις αυτήν» («Ο Ριζοσπάστης»,φ. 1, σελ. 2, «Σχέδιον απαντήσεως της ριζοσπαστικής μειονότητος της Βουλής των αντιπροσώπων εις τον λόγον του αρμοστού»).
Γρήγορα το κόμμα αυτό, αν και λειτουργούσε ατύπως και δεν ανέπτυξε οργανωτικούς δεσμούς ανάμεσα στους υποστηρικτές του, άπλωσε βλαστούς και ρίζες στη σημαδεμένη από το 1640 από αγροτικές εξεγέρσεις μαγεύτρα Κέρκυρα, την ένδοξη Ζάκυνθο του Σολωμού και του Κάλβου, την Αρματολών φωλιά Λευκάδα, την ξακουστή Ιθάκη, τους αδούλωτους Παξούς και στα πάνω σε χρυσό βράχο Κύθηρα, καταπώς προσδιόριζε τα εφτά μεγάλα νησιά του Ιονίου Πελάγους ο Κωστής Παλαμάς. Δρούσε σ' όλα τα αγγλοκρατούμενα τότε Επτάνησα, όπου το 1817, τρία χρόνια μετά την πλήρη κατάληψή τους από τη Βρετανία, ο αρμοστής Τόμας Μέτλαντ είχε ανακοινώσει τη θέσπιση αυταρχικού Συντάγματος του προτεκτοράτου των «Ηνωμένων Ιονίων Νήσων» με τα κανόνια του Παλαιού Φρουρίου της πόλης της Κέρκυρας στραμμένα εναντίον του λαού.
Ξεσκέπαζε τις κρυμμένες αλήθειες:
«Διά της βίας, διά και του τρόμου, διά των πλαστών συνωμοσιών, διά των συκοφαντιών, καταδιωγμών, φυλακίσεων και εξοριών, διά της απάτης προσέτι και της διαφθοράς, και διά παντοίου είδους καταχθονίων και φρικαλέων μέσων, επεβλήθη το επάρατον εκείνο και καταχρηστικώς καλούμενον σύνταγμα του 1817» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 1, σελ. 2, «Σχέδιον...», ό.π.).
Κίνημα μαχητικό. Αστικοδημοκρατικό. Εθνικοαπελευθερωτικό για την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Με κηρύγματα δημοκρατικής και κοινωνικής «ανάπλασης» και για την καθιέρωση του δικαιώματος της καθολικής ψήφου, καθώς το δικαίωμα αυτό αναγνωριζόταν τότε σε λιγότερο από το 10% του πληθυσμού. Με ευρεία λαϊκή υποστήριξη από τους εργαζόμενους των πόλεων και τον αγροτικό κόσμο της υπαίθρου. Με αμέτρητους αγωνιστές που αντιμετώπισαν ανείπωτα βασανιστήρια, ταπεινώσεις, φυλακίσεις, εξορίες, εμπρησμούς σπιτιών, μαστιγώσεις, καθώς και την αγχόνη. Αυτό ήταν, αν και δεν είχε διατυπωμένο ενιαίο επίσημο Πρόγραμμα, το επτανησιακό Ριζοσπαστικό Κόμμα στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα της εποχής του. Άτυπο δημοσιογραφικό όργανό του ήταν ο πρώτος αυτός ελληνικός «Ριζοσπάστης».
Στηλίτευε τις κοινωνικές αδικίες:
«Αστικός κώδιξ καθιερώνων διατάξεις πάντη ανεφαρμόστους εις την κατάστασίν μας και τεινούσας εις την απογύμνωσιν του λαού μας, ως είναι ο ανατοκισμός, ο πλειστηριασμός των κτημάτων και άλλαι επίσης ολέθριαι διατάξεις, αίτινες, συνενούμεναι με την καταστρεπτική και προς τον αυτόν σκοπόν τείνουσαν Ιονικήν Τράπεζα, ολίγον εισέτι καιρόν παρατεινόμεναι, ήθελον επιφέρει την παντελή απογύμνωσιν του ατυχούς τούτου λαού και την συγκέντρωσιν της ιδιοκτησίας, του εξαγομένου των κόπων και των ιδρώτων του, εις χείρας ολίγων τινών μεγαλοκτημόνων, ευτελών υποστηρικτών και οργάνων της ξενοκρατίας (...) - ιδού πράγματα αδιακόπως καταπιέζοντα την κοινωνίαν μας» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 1, σελ. 2, «Σχέδιον...», ό.π.).
Με τον εμπνευσμένο Κεφαλονίτη αγωνιστή Ιωσήφ Μομφερράτο στις πρώτες γραμμές του την περίοδο της ίδρυσής του, το Ριζοσπαστικό Κόμμα ήταν βαθιά επηρεασμένο από τη Γαλλική αστική Επανάσταση του 1789 και τις εξεγερτικές και δημοκρατικές ιδέες του Θεσσαλού επαναστάτη Ρήγα Φεραίου.
Είχε παραμείνει ισχυρή η παράδοση των γεγονότων του 1797, οπότε ο λαός των νησιών είχε υποδεχθεί με ενθουσιασμό την κατάλυση της κυριαρχίας της Βενετίας και του αριστοκρατικού τοπικού πολιτεύματος από τους Γάλλους Δημοκρατικούς, τραγουδώντας τον «Θούριο» του Ρήγα, αλλά και τη «Μασσαλιώτιδα» και την «Καρμανιόλα» των Γάλλων σε ελληνικές εκδοχές. Στην Κέρκυρα είχε τυπωθεί άλλωστε το 1798, για πρώτη φορά στον ελληνικό χώρο, ο «Θούριος» του Ρήγα. Επίσης, στα Επτάνησα είχε διαδοθεί από τότε, με το γνωστό ως «Χειρόγραφο των Κυθήρων», το προωθημένο για την εποχή του «Σύνταγμα» του Ρήγα, που όριζε ως συνταγματικό δικαίωμα του λαού να μάχεται και να επαναστατεί για το δίκιο του. Το 1803 ένας προοδευτικός Κεφαλονίτης ιατροφιλόσοφος υποστηρικτής των ιδεών των Γάλλων Δημοκρατικών ήταν εισηγητής Συντάγματος που καταργούσε στην υπό ρωσο-τουρκική κυριαρχία «Επτάνησο Πολιτεία» τη μονοπωλιακή διαχείριση των τοπικών υποθέσεων από την αριστοκρατική φεουδαρχική τάξη των μεγάλων γαιοκτημόνων. Επρόκειτο για τον Φραγκίσκο Τζουλάτη, ο τρισέγγονος του οποίου, Κερκυραίος επαναστάτης φοιτητής Φραγκίσκος Τζουλάτης, έμελλε το 1918 να εκπροσωπήσει τη σοσιαλιστική οργάνωση της Κέρκυρας στο ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ.
Το κόμμα των Ριζοσπαστών ήταν επηρεασμένο ακόμη περισσότερο, σύμφωνα με τον κορυφαίο μελετητή της δράσης του, Γιώργο Αλισανδράτο, από τη νεότερη Φεβρουαριανή αστική - δημοκρατική Επανάσταση που είχε συγκλονίσει τη Γαλλία τον Φλεβάρη του 1848. Σ' εκείνο το γαλλικό επαναστατικό κίνημα, ως γνωστόν, είχε πάρει μέρος και η εργατική τάξη του Παρισιού, με ιδιαίτερα αιτήματα. Κερδήθηκε τότε, μαζί με κάποιες άλλες δημοκρατικές ελευθερίες, ευνοϊκό Διάταγμα για «Το δικαίωμα στην εργασία». Αντιθέτως, η νέα εξέγερση που ακολούθησε τον Ιούνη του 1848 στο Παρίσι, στην πρώτη μάλλον μεγάλη σύγκρουση των εργατών με την αστική τάξη, είχε τόσο καταπνιγεί στο αίμα, που ακολούθησε πολιτικό και κοινωνικό πισωγύρισμα, εξηγημένο από τον Καρλ Μαρξ στο έργο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη».
Δημοκρατικά και εθνικά επαναστατικά κινήματα και εξεγέρσεις, θυμίζουμε, είχαν ξεσπάσει το 1848, πέρα από τη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στη Μολδαβία, στη Σουηδία, στη Δανία και αλλού. Ο Διονύσιος Σολωμός, στην Κέρκυρα, έγραφε το έτος αυτό σε επιστολή του: «Σε όλα τα μέρη της Γης οι επαναστάσεις πέφτουν σαν κοπάδια σπουργίτια (...) Θα έχουμε μεγάλα ανακατώματα, αλλά και μεγάλους αγώνες (...) Ο τελικός όμως καρπός θα είναι το αγαθό». Επαναστάτες της Ιταλίας είχαν καταφύγει στην Κέρκυρα και σε άλλα νησιά του Ιονίου.
Ατένιζε σε όλους τους λαούς του κόσμου:
«Ενεκα του σωτηριώδους ευρωπαϊκού σάλου του 1848 και των γενναίων προσπαθειών των λαών προς ανάκτησιν και αποκατάστασιν της ασεβώς καταπατουμένης εθνικότητος και κυριαρχίας των, η προστασία, εγκαίρως εγκαταλιπούσα την λεοντήν, και ενδυθείσα την φυσική εις αυτήν αλωπεκήν, ενόμισεν αρμόδιον, προς αναχαίτισιν του εις το βάθος της καρδίας των Επτανησίων ανεξαλείπτως εγκεχαραγμένου εθνικού αισθήματος, να χορηγήση ουτιδανάς τινάς μεταρρυθμίσεις, ως έργον τάχα ελευθεριότητος και μεγαλοδωρίας» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 1, σελ. 1, «Σκοπός...», ό.π.).
Την ίδια χρονιά, το 1848, λίγες μέρες πριν από τη Φεβρουαριανή Επανάσταση, ως γνωστόν, εκυκλοφόρησε για πρώτη φορά και υψώθηκε απειλητικά για την κυρίαρχη τάξη πάνω από την Ευρώπη το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ένγκελς. Οι δυο τους εξέδωσαν τότε στη Γερμανία τη ριζοσπαστική «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου», ενώ τον Ιούνη του 1847 είχαν ιδρύσει στο Λονδίνο την Ένωση Κομμουνιστών με σύνθημα «Προλετάριοι όλων των χωρών, Ενωθείτε».
Δικαιολογημένα ή όχι, σε λαϊκή εξέγερση που εκδηλώθηκε το 1849 σε περιοχή της Κεφαλονιάς και αργότερα με υπερβολή αποκλήθηκε «Κομμούνα της Κεφαλονιάς», είχε αποδοθεί και ιδιαίτερο ταξικό κίνητρο, πέραν του εθνικού, για το ένοπλο λαϊκό μένος εναντίον μερίδας των οικονομικά και πολιτικά κυρίαρχων ισχυρών παραγόντων της περιοχής.
Το βέβαιον είναι ότι τα νέα απ' την Ευρώπη έφταναν τότε γρήγορα με πολλούς τρόπους στα Επτάνησα. «Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα 'π' ο ξένος ναύτης», το είχε εκφράσει με στίχο ο Σολωμός.
Στιγμάτιζε την οικονομική λεηλασία του λαού:
«Επί τεσσαρακονταετίαν ολόκληρον η Επτάνησος κυβερνάται υπό το τερατώδες και καταστρεπτικόν αυτό σύστημα, και κατά το διάστημα τούτο τεσσαράκοντα εκατομμύρια διστήλων αφηρπάσθησαν του λαού. Από το κολοσσαίον δε αυτό ποσόν, ποίον καλόν έγεινε υπέρ αυτού;» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 1, σελ. 3, «Σχέδιον...», ό.π.).
Στην Ελλάδα το 1848 είχε ξεσπάσει, εξάλλου, η στάση της Καλαμάτας εναντίον του βασιλιά Όθωνα και της βαυαροκρατίας, με τον επικεφαλής της Γ. Περρωτή να καταφεύγει στα Επτάνησα. Επίσης, στην Ελλάδα τη διετία 1849-1850 είχε εκδηλωθεί αφόρητη βρετανική πίεση με αφορμή την «Υπόθεση Πατσίφικο» για τα μέτρα που είχαν ληφθεί, προκειμένου να εξασφαλιστεί δανειοδότηση της Ελλάδας από τη διεθνή τράπεζα μιας οικογένειας που έμελλε τον επόμενο αιώνα να αποκτήσει μεγάλο οικογενειακό ακίνητο - φέουδο στην Κέρκυρα και να συνάψει ιδιαίτερες σχέσεις με τα τοπικά αστικά πολιτικά επιτελεία, εκείνης των Ρότσιλντ, η οποία κάθε τόσο φιλοξενεί στο νησί κορυφαίους πολιτικούς του διεθνούς αστικού τζετ σετ, συμπεριλαμβανομένων Ευρωπαίων πρωθυπουργών. Το Βρετανικό Ναυτικό είχε προχωρήσει σε ναυτικό αποκλεισμό της χώρας, με ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα όφειλε για την υπόθεση αυτή, πέραν των άλλων, να χορηγήσει αποζημιώσεις σε «Επτανήσιους» εφοπλιστές για την πειρατεία πλοίων τους σε ελληνικές ακτές και να εισφέρει νησιά της στο προτεκτοράτο των «Ηνωμένων Ιονίων Νήσων».
Σταθερά τασσόταν στο πλευρό του υπόλοιπου ελληνικού λαού:
«Δεινά (...) σήμερον διάκειται η πολυπαθής μήτηρ Ελλάς, ένεκα αιφνιδίου και πάντη απροσδοκήτου εχθρικής επιθέσεως, προσβαλλούσης την ανεξαρτησίαν της και σκοπόν εχούσης την παντελή παράλυσιν της ελληνικής κοινωνίας· επιθέσεως απαραδειγματίστου εις τα χρονικά των πεπολιτισμένων εθνών (...) Οι αυτουργοί της επιθέσεως ταύτης ευαρεστούνται, παρά πάσαν αλήθειαν, να στηρίζωσιν εν μέρει την διαγωγήν των εις την υπεράσπισιν τάχα Επτανησίων ζημιωθέντων εις το Ελληνικόν Κράτος» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 1, σελ. 3, «Σχέδιον...», ό.π.).
Στα ίδια τα νησιά του Ιονίου, τη διετία 1848-1849 ένοπλα αγροτικά, κυρίως, κινήματα στην Κεφαλονιά αντιμετωπίστηκαν από τους Βρετανούς με απίστευτη, άγρια καταστολή. Συγχρόνως, η βρετανική Αρμοστεία με τον φιλελεύθερο κατά τα άλλα αρμοστή Ward ενίσχυε το φιλικό της Κόμμα των Μεταρρυθμιστών, που εκπροσωπούσε το ισχυρότερο τμήμα της επτανησιακής αστικής τάξης και παρέπεμπε στο αόριστο μέλλον την ένωση των νησιών με την Ελλάδα, την οποία και αυτό διακήρυσσε, επικαλούμενο τις δυσχερείς διεθνείς συνθήκες και τους αντίξοους διεθνείς συσχετισμούς. Επίσης, οι Βρετανοί ενίσχυαν το τελείως διαβλητό στις λαϊκές μάζες κόμμα των λεγόμενων «Καταχθονίων», που συσπείρωνε κυρίως κύκλους της παλιάς αριστοκρατίας και εξαρτημένα από την κατοχική δύναμη ανώτερα υπαλληλικά στρώματα.
Δεν γονάτιζε στους ισχυρούς:
«Σας το κηρύττομεν παρρησία, Κύριε Ουάρδε, ο Επτανησιακός λαός και η αντιπροσωπεύουσα αυτόν Βουλή ούτε ευγνωμοσύνην ούτε φιλοφροσύνην οφείλουσιν εις κυβέρνησιν ήτις, πότε δολίως, πότε διά της λόγχης και του τηλεβόλου, τω αφήρπασε τα απαράγραπτα δικαιώματά του (...), τον περιεφρόνησε, τον διήρπασε, τον ελήστευσε, τον απεγύμνωσε, τον επτώχυνε, κατέστησε αυτόν ξηρόν σκελετόν, και επί τέλους τον επυρπόλησε, τον ηδχόνισε και τον εμαστίγωσεν ανηλεώς. Οχι! λέγομεν, ο επτανησιακός λαός δεν οφείλει ευγνωμοσύνης και ευχαρισίας τεκμήρια προς τοιαύτην τυραννικήν και άρπαγα κυβέρνησιν· αλλά γογγυσμούς γοερούς, κατάρας εκ βάθους ψυχής (...) Ημείς ούτε ανεγνωρίσαμεν ούτε αναγνωρίζομεν ποτέ τας συνομολογουμένας συνθήκας μεταξύ των δυνατών της γης, διά των οποίων οι ατυχείς λαοί πωλούνται, αγοράζονται, ανταλλάσσονται και διανέμονται ως τόσα κτήνη· (...) αι επάρατοι αύται συνθήκαι δεν είναι ειμή το αποτέλεσμα της βίας ή της ανάγκης· άμα δε αύτη εκλείψη ή εκείνη δυνηθή να καταβληθή - το οποίον έγκειται εις αυτήν των την φύσιν και ή εγρήγορα ή αργά είναι αδύνατον να μη ακολουθήση - οι λαοί αναλαμβάνουσιν αυτοδικαίως την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν των» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 3, σελ. 1, «Η Βουλή και ο Αρμοστής», 6.5.1850).
Έχουν εντοπιστεί τέσσερα φύλλα της κερκυραϊκής εφημερίδας «Ο Ριζοσπάστης». Δεν είναι γνωστό πότε σταμάτησε η έκδοσή της και κάτω από ποιες συνθήκες. Το τελευταίο γνωστό σωζόμενο φύλλο της φέρει τον αριθμό 4 και εκδόθηκε τις 17 Μαΐου 1850. Στο φύλλο αυτό καταχωρήθηκε επιστολή του διευθυντή του τυπογραφείου, που εξηγούσε ότι η εκτύπωσή του είχε καθυστερήσει για λόγους που είχαν σχέση με την ιδιοκτησία της εταιρείας.
Ήδη από το δεύτερο φύλλο της η εφημερίδα έκανε λόγο περί «καταπτύστου αγγλοϊονικής συμμορίας» και σημείωνε επικαλούμενη Ριζοσπάστες βουλευτές: «Και αυτή ακόμη η νεωστί καθιερωθείσα ελευθερία του Τύπου κατέστη αντικείμενον παντοίων επιβουλών, συκοφαντιών και αυθαιρέτων καταδιώξεων, οσάκις αι αλήθειαι τας οποίας διεσάλπισεν απέβησαν δυσάρεστοι εις τα ώτα των δυνατών της ημέρας».
Στάθηκε παράδειγμα πολιτικής ανυπακοής του λαού απέναντι στον Αρμοστή Ward και τους υποτακτικούς του, παρά το γεγονός ότι η βρετανική εξουσία κατηγορούσε το Ριζοσπαστικό Κόμμα ότι το 1850 ετοίμαζε «επαναστατικό κίνημα».
Ηταν εφημερίδα που δεν μάσαγε τα λόγια της:
«Κύριε Ουάρδε (...) Η Βουλή έκαμε μνείαν των ανοσιουργημάτων της στρατοκρατίας σου εις Κεφαλληνίαν (...) Ανατριχιάζεις οσάκις γίνεται λόγος περί των πραγμάτων εκείνων φοβούμενος μη σε καταπνίξη το αίμα των θυμάτων σου! Εμπρός, Κύριε Ουάρδε! ο πολιτικός τάφος σου είναι ήδη ανεωγμένος! εις αυτόν θέλεις καταβή με τας αράς της Κεφαλληνίας, της Επτανήσου, της Ελλάδος απάσης και της Ευρώπης. Η ιστορία του πολιτικού σου βίου, κατά την Επτάνησον, θέλει μετά φρίκης αναγινώσκεσθαι, και θέλει σε κατατάσσει ως εφάμιλλον των τεράτων του απολυτισμού και της σκληρότητος» («Ο Ριζοσπάστης», φ. 2, σελ. 2, «Η Βουλή και ο Αρμοστής», 15.4.1850).
Συγχρόνως, η εφημερίδα παρουσίαζε στις στήλες της πρωτοβουλίες των Ριζοσπαστών για την ψήφιση νομοσχεδίων με χαρακτήρα κοινωνικής δικαιοσύνης και θέσπισης δημοκρατικών δικαιωμάτων για την κατάργηση φόρων που βάρυναν τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα, την αναίρεση γαιοκτημονικών τίτλων ευγενείας, την ευνοϊκή για τον λαό τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, την αρχή της καθολικής ψήφου, τη διαφοροποίηση του περιεχομένου του όρκου των βουλευτών ώστε να ορκίζονται πίστη στα συμφέροντα του λαού.
Αναδημοσιεύοντας εκτεταμένη αναφορά Ριζοσπαστών βουλευτών για τις βρετανικές βαναυσότητες στην Κεφαλονιά, στο τρίτο φύλλο της σημείωνε την ανάγκη η Βουλή να ζητήσει απόδοση ευθυνών «περί των αυθαιρεσιών, των μαστιγώσεων, των απαγχονισμών, των βεβηλώσεων των Ναών του Θεού, των εμπρησμών και της εκ των θεμελίων κατεδαφίσεως των οικιών, της καταστροφής των ιδιοκτησιών, των φυλακισμών, των σφαγών αθώων θυμάτων, της καταπατήσεως των νόμων, και εν γένει των αδικημάτων, των βιαιοπραγιών, των καταθλίψεων, των αποκλεισμών, και τόσων άλλων ανηκούστων και ατιμωτικών πράξεων, των οποίων η γενναία μεν, αλλά δυστυχής Κεφαλληνία, έγεινεν έρμαιον, κατά τους παρελθόντας μήνας, Αύγουστον, Σεπτέμβριον και Οκτώβριον, και αι οποίαι, κατά την σκληρότητα και βαρβαρότητα, υπερέβησαν και αυτάς ακόμη των φρικαλέων εποχών του μεσαιώνος».
Στο τέταρτο και τελευταίο γνωστό φύλλο της η εφημερίδα δημοσίευσε επιστολή του ιερωμένου Μιλτιάδη Κουρβισιάνου, που για την υποστήριξή του στους Ριζοσπάστες είχε αποπεμφθεί από την Εκκλησία με αστυνομική μεσολάβηση και κατήγγειλε «κτηνώδη βία», προκειμένου να αφαιρέσει το ράσο του, προσθέτοντας για τον αγώνα των Ριζοσπαστών: «Είμαι έτοιμος να προσφέρω και την τελευταίαν ρανίδα του αίματός μου».
Ωστόσο, είτε συνεχίστηκε είτε έπαυσε γρήγορα η κυκλοφορία της, η εφημερίδα, ως όργανο ριζοσπαστικών θέσεων με συγκρουσιακά εθνικά και κοινωνικά αιτήματα, είχε συνέχεια στα Επτάνησα με έντυπα με παρεμφερή ή άλλον ριζοσπαστικό τίτλο. Στην Κεφαλονιά, ενώ στην ηγεσία του Ριζοσπαστικού Κόμματος την περίοδο της εξορίας των βασικών στελεχών του σε απομονωμένα νησάκια του Ιονίου είχαν αναρριχηθεί πολιτικοί που περιόριζαν τον αγώνα στην ένωση των νησιών με την Ελλάδα και έθεταν στο περιθώριο τα δημοκρατικά - κοινωνικά αιτήματα ως άκαιρα, αν όχι και εξτρεμιστικά, από το φθινόπωρο του 1862 μέχρι και τα μέσα περίπου του 1863 κυκλοφόρησε η «πολιτική» εφημερίδα «Ο Αληθής Ριζοσπάστης» (βλ. φωτογραφία πάνω), με διευθυντή έκδοσης τον Σπυρίδωνα Λιβαθινόπουλο. Αφανής υπεύθυνος, όπως πιστεύεται, ήταν ο Ιωσήφ Μομφερράτος. Σαράντα οκτώ φύλλα της εφημερίδας αυτής, που κυκλοφορούσε «τετράκις του μηνός, συνήθως κατά Σάββατο» και τυπωνόταν στο τοπικό τυπογραφείο «Κεφαλληνία», σώζονται στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη στο Αργοστόλι.
Επίσης, πάλι στην Κεφαλονιά, το 1863 κυκλοφόρησε η εβδομαδιαία «εθνική και δημοτική» εφημερίδα «Ο Ριζοσπάστης» (βλ. φωτογραφία πάνω), με διευθυντή έκδοσης τον Γεράσιμο Φασόη. Τυπωνόταν σε τυπογραφείο ονόματι «Ανατολή». Στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη σώζονται τρία φύλλα της, το τελευταίο των οποίων ήταν το 34ο κατά σειρά.
Αν και οι υποτιθέμενες κατηγορίες δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, αφού οι ιδέες τους δεν είχαν εξελιχθεί τόσο, ο Ι. Μομφερράτος και άλλοι πρωταγωνιστές της ίδρυσης του Ριζοσπαστικού Κόμματος θα χαρακτηρίζονταν επικριτικά το 1858, από συναδέλφους τους οπαδούς του αστικού καπιταλιστικού συστήματος και της βασιλευομένης αστικής δημοκρατίας, ως υποστηρικτές «του κοινωνισμού ή κομμουνισμού εις την πολιτείαν» και «σοσιαλισταί ή κομμουνισταί», που δήθεν πρέσβευαν ότι ο «Ριζοσπαστισμός είναι ταυτόσημος με το δημοκρατικομμουνισμός», επειδή ζητούσαν «εθνικήν ενταυτώ και δημοκρατικήν αποκατάστασιν, πολιτικήν συνάμα και κοινωνικήν ανάπλασιν». Στην Ιόνιο Βουλή, στην Κέρκυρα, ο επικεφαλής του επίσης άτυπου Μεταρρυθμιστικού Κόμματος είχε προσδιορίσει ως «άκρα αριστερά» τους Ριζοσπάστες βουλευτές. Εξάλλου, σύμφωνα με τον πρώτο, κερκυραϊκό «Ριζοσπάστη», η «Ριζοσπαστική μερίς» της Ιονίου Βουλής καθόταν «εις το αριστερό άκρον» της αίθουσας του Βουλευτηρίου. Από το 1849 ο Μομφερράτος (1816-1888) είχε διατυπώσει την υποστήριξή του σε γνήσια λαϊκά συνθήματα, όπως αυτά: «Εθνική ανεξαρτησία - Ζήτω η απελευθέρωσις των λαών», «Ελευθερία - Ισότης - Αδελφότης», «Κάτω η Αγγλοκρατία - Ζήτω η Επανάστασις - Ζήτω η Ένωσις», «Ζήτω η Παγκόσμιος Δημοκρατία». Διακήρυσσε, συγχρόνως, ότι δεν υπάρχει εθνική κυριαρχία δίχως κοινωνική ελευθερία. Δήλωνε ότι σκοπός του ήταν «η ανάπτυξις και διάδοσις των υγιών πολιτικών και κοινωνικών αρχών, επί των οποίων πάσα καλώς ωργανισμένη πολιτεία πρέπει να στηρίζεται, και κατά τας οποίας η ελληνική κοινωνία, υπέρ πάσαν άλλην, πρέπει να διοργανισθή», αξιοποιώντας προχωρημένες θέσεις «των ενδόξων του γαλλικού λαού επαναστάσεων». Το 1864, μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, υπήρξε ο μοναδικός Έλληνας βουλευτής που καταψήφισε στη Βουλή το νέο ελληνικό αστικό Σύνταγμα του έτους αυτού, ζητώντας αβασίλευτη δημοκρατία.
Οι ιδέες των πρωτοπόρων εκείνου του κινήματος απηχούσαν, κυρίως, πρωτόλειες ή ουτοπικές και ρομαντικές - χριστιανικές μικροαστικές δημοκρατικές και σοσιαλιστικές αντιλήψεις, αντίστοιχες εκείνων του Τζουζέπε Ματσίνι, του Πιερ Ζοζέφ Προυντόν, του Σεν Σιμόν και του Λουί Μπλανκί, ορισμένες από τις οποίες είχαν βρει απήχηση σε Επτανήσιους, όπως ο Φραγκίσκος Πυλαρινός, από το πρώτο κιόλας μισό του 19ου αιώνα. Ο Μομφερράτος διακινούσε έργα του Ματσίνι για το δημοκρατικό κίνημα της ιταλικής ενοποίησης και σε συνδρομητές στην Κέρκυρα, όπου βασικοί εκπρόσωποι του Ριζοσπαστικού Κόμματος ήταν ο βουλευτής Χριστόδουλος Ποφάντης και ο ποιητής Γεώργιος Μαρτινέλης, αμφότεροι πρωτοπόροι αγωνιστές του καιρού τους.
Στην ελληνική Βουλή, μετά το 1864 και την εισδοχή σε αυτή βουλευτών των νησιών του Ιονίου λόγω της ένωσής τους με την Ελλάδα, δεν υπήρξε ανάλογη οργανωμένη, συντονισμένη ριζοσπαστική παρέμβαση. Ωστόσο, οι καινοτομικές πολιτικές και κοινωνικές ιδέες των πρωτοπόρων αγωνιστών στα Επτάνησα υπό βρετανική κυριαρχία, σε συνδυασμό με την πίστη και την υποστήριξή τους στους λαϊκούς αγώνες και την ακατάβλητη δική τους αγωνιστικότητα, που είχε ως αποτέλεσμα να εξοριστούν επί σειρά ετών ο Ιωσήφ Μομφερράτος, ο Ηλίας Ζερβός - Ιακωβάτος και πολλοί άλλοι Ριζοσπάστες στα κερκυραϊκά νησιά Ερίκουσα, Οθωνοί και Παξοί, καθώς και στα Αντικύθηρα και αλλού, στάθηκαν «μαγιά».
Δημιούργησαν το πρόσφορο έδαφος για περαιτέρω ιδεολογικές ζυμώσεις και τη διάδοση πιο στέρεων δημοκρατικών και επαναστατικών ιδεών κοινωνικής ανάπλασης, καθώς προχωρούσε η καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας, οι αγρότες παρέμεναν δέσμιοι παρωχημένων δομών και η εργατική τάξη αυξανόταν αριθμητικά και διεκδικούσε τα δικά της κοινωνικά δικαιώματα τόσο στα Επτάνησα όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Δεδομένων όλων αυτών και με τη νέα γενιά αγωνιστών που ξεπήδησε από τις τάξεις του τα τελευταία χρόνια της αγγλικής κυριαρχίας στα Επτάνησα, το Ριζοσπαστικό Κόμμα και μαζί ο πρώτος ελληνικός «Ριζοσπάστης», ως έντυπό του, είχαν τη δική τους αναμφισβήτητη συμβολή στην εξέλιξη και την ωρίμανση των μαχητικών δημοκρατικών και σοσιαλιστικών ιδεών στον ελληνικό χώρο. Τοποθετημένος στην εποχή του, εκείνος ο πρώτος «Ριζοσπάστης» μπορεί δικαίως, ίσως, να θεωρηθεί κι αυτός πρόδρομος - πρόγονος του σημερινού.
Στις 28 Απρίλη 1860 διατυπώθηκε άλλωστε στην Κέρκυρα, σε επιστολή του πρωτοπόρου λόγιου Νικόλαου Κονεμένου προς τον Ανδρέα Λασκαράτο, με σχόλια για τις προοδευτικές θέσεις του Μομφερράτου και την πορεία του επτανησιακού Ριζοσπαστισμού στο μέλλον «όσο που να φθάσομεν εις τον κομμουνισμόν», η πρώτη γνωστή στον ελληνικό χώρο ευμενής κριτική, έστω με ουτοπικές θέσεις και αντιφάσεις, για τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού και την «κομμουνιστική δημοκρατία». Σε κατοπινά κείμενά του ο Ν. Κονεμένος εξήγησε ότι η μεγάλη ιδιωτική ιδιοκτησία ήταν η πηγή των δεινών του λαού.
Δεκαπέντε περίπου μήνες νωρίτερα, τον Γενάρη του 1859, ο Καρλ Μαρξ, με άρθρο του από το Λονδίνο στην εφημερίδα της Νέας Υόρκης «New York Daily Tribune» για το καθεστώς στα Επτάνησα με τίτλο «Το πρόβλημα των Ιονίων νήσων», είχε εκδηλώσει, εξάλλου, την αλληλεγγύη του στον λαό των νησιών. Συγχρόνως, αναδείκνυε και εκθείαζε την αγωνιστικότητά του για τα δικαιώματά του και τη διεθνοποίηση του αγώνα του, στιγματίζοντας τη βρετανική αντιδημοκρατική βαρβαρότητα και καταπίεση.
Σημείωνε ο Καρλ Μαρξ, μεταξύ άλλων, επικαλούμενος καταγγελίες των Επτανήσιων αγωνιστών και δημοσιεύματα στον ευρωπαϊκό Τύπο για τη βρετανική καταστολή των διαμαρτυριών και των εξεγέρσεων στα νησιά και τις βάρβαρες τιμωρίες - μαστιγώσεις χιλιάδων ανθρώπων από τα όργανα της βρετανικής Αρμοστείας της Επτανήσου:
«Tα φιλανθρωπικά αισθήματα της Μεγάλης Βρετανίας για τα νησιά εκδηλώθηκαν με πραγματικά αυστριακή αγριότητα (...) Σε έναν πληθυσμό 200.000 ψυχών, οι 8.000 τιμωρήθηκαν με απαγχονισμό, μαστίγωση, φυλάκιση κι εξορία· γυναίκες και παιδιά μαστιγώθηκαν μέχρις αίματος».
Πολιτικοί επίγονοι της πιο προοδευτικής πτέρυγας του επτανησιακού Ριζοσπαστισμού, με καταβολές σαφώς από αυτόν, πήραν τη σκυτάλη και ανέδειξαν ή ασπάστηκαν πλευρές του έργου του Μαρξ. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκουν πέντε από τους πιο γνωστούς αγωνιστές και λόγιους που συνέβαλαν όσο λίγοι στην ενίσχυση των κοινωνικών αγώνων και τη διάδοση ολοένα και πιο φιλεργατικών σοσιαλιστικών ιδεών στην εργατική τάξη και στα άλλα λαϊκά στρώματα στη χώρα κατά τις επόμενες δεκαετίες μέχρι την ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ) και την υιοθεσία των ιδεών του επιστημονικού σοσιαλισμού. Τρεις ήταν Κεφαλονίτες, ένας Ιθακήσιος και ένας Κερκυραίος.
Πρώτος ρίχτηκε στον πολιτικό αγώνα, ανάμεσά τους, ο Παναγιώτης Πανάς, Κεφαλονίτης (1832-1896), ο οποίος εξέδωσε, μεταξύ άλλων, την εφημερίδα «Εξέγερσις» το 1874 και είχε παροτρύνει τους αναγνώστες αθηναϊκής εφημερίδας του να ενημερωθούν για το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ.
Κεφαλονίτης ήταν και ο Ρόκκος Χοϊδάς, πρώτος Έλληνας σοσιαλιστής βουλευτής, που γεννήθηκε το 1830 και πέθανε το 1890.
Όπως και ο Μαρίνος Αντύπας, που γεννήθηκε το 1872 και δολοφονήθηκε το 1907 μαχόμενος για τα δίκαια της αγροτιάς στον Πυργετό Λάρισας.
Από την Ιθάκη ήταν ο Πλάτων Δρακούλης, ο οποίος γεννήθηκε το 1858 και συνέγραψε το 1891, τέσσερις και πλέον δεκαετίες πριν από τον θάνατό του, το «Εγχειρίδιον του εργάτου, ήτοι αι βάσεις του σοσιαλισμού».
Κερκυραίος ήταν ο σοσιαλιστής επαναστάτης λογοτέχνης Κωνσταντίνος Θεοτόκης, γνωστός κυρίως για το μυθιστόρημά του «Σκλάβοι στα δεσμά τους», που γεννήθηκε στο νησί του πρώτου «Ριζοσπάστη» το 1872 και πέθανε εκεί το 1923.
Στις συνθήκες όπου η επτανησιακή αστική τάξη είχε αφήσει πίσω της την προοδευτική φάση της και αποτελούσε πια τροχοπέδη της κοινωνικής προόδου, ο Παν. Πανάς, ο Ρ. Χοϊδάς, ο Μαρ. Αντύπας, ο Πλ. Δρακούλης και ο Κων. Θεοτόκης, παρά τις ιδεολογικές και πολιτικές αντιφάσεις και παλινδρομήσεις τους, με τη δράση τους για τη διάδοση σοσιαλιστικών ιδεών στην εργατική τάξη και στον λαό στα νησιά και σε όλο τον ελληνικό χώρο, μαζί με τους άλλους Έλληνες αγωνιστές, σφράγισαν πρωτοποριακά εκείνη τη μεταβατική περίοδο κύησης του ΣΕΚΕ. Όλοι τους, όπως και ο Νικόλαος Κονεμένος, που γεννήθηκε το 1832 στην Πρέβεζα και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Κέρκυρα, όπου και πέθανε το 1907, μνημονεύονται αναλόγως, για την πρωτοποριακή συμβολή τους, στο επετειακό Λεύκωμα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας «100 χρόνια ΚΚΕ, Με τον λαό για το σοσιαλισμό». Ο Ν. Κονεμένος, τα «Άπαντα» του οποίου ήθελε να εκδώσει ο Κων. Θεοτόκης, στη φανταστική «Διαθήκη» του το 1901 πρότεινε, ουτοπικά ασφαλώς, τη δοκιμή της «κομμουνιστικής δημοκρατίας» σε μικρό νησί της Κέρκυρας, ώστε να αναδειχθούν τα ασύγκριτα σε σχέση με την αστική δημοκρατία πλεονεκτήματά της.
Τόσο ο Ρόκκος Χοϊδάς όσο και ο αγωνιστής εκδότης κεφαλονίτικης εφημερίδας με τον τίτλο «Εργάτης», Παναγιώτης Πανάς, που είχε αφιερώσει ποίημά του στον μαχητή της «Παρισινής Κομμούνας» Γκουστάβ Φλουράνς, συνεργάζονταν στενά με τον δημοσιογράφο - εκδότη Γιώργο Φιλάρετο, ο οποίος εξέδωσε το 1908 τον αθηναϊκό «Ριζοσπάστη» ως εφημερίδα «δημοκρατικών αρχών». Οι τρεις τους το 1875 είχαν πρωτοστατήσει στην ίδρυση του «Δημοκρατικού Συλλόγου» με την επωνυμία «Ρήγας» στην Αθήνα, με θέσεις, μεταξύ άλλων, υπέρ της συνεργασίας των λαών της Βαλκανικής. Ο Ρ. Χοϊδάς και ο επίσης βουλευτής Γ. Φιλάρετος στα τέλη του 19ου αιώνα ηγήθηκαν της πρώτης σαφώς δημοκρατικής - αριστερής ομάδας στην ελληνική Βουλή. Όπως είχαν κάνει το 1850 οι Ριζοσπάστες βουλευτές στην Ιόνιο Βουλή, εκδηλώνοντας άρνηση να ορκιστούν πίστη στο όνομα του Βρετανού αρμοστή και του βρετανικού Στέμματος, έτσι αργότερα και ο Ρ. Χοϊδάς, θυμίζουμε, είχε αρνηθεί στην ελληνική Βουλή να δώσει βουλευτικόν όρκο πίστης στο όνομα του βασιλιά της Ελλάδας.
Η «επικίνδυνη» για το ελληνικό αστικό πολιτικό σύστημα ριζοσπαστικοποίηση των ιδεών στα Επτάνησα είχε επισημανθεί και αποτυπωθεί άλλωστε σε αναφορά της αγγλικής πρεσβείας στην Αθήνα προς το Φόρεϊν Όφις, έξι χρόνια προτού ενωθούν τα Επτάνησα με την Ελλάδα. Η αγγλική πρεσβεία στην αναφορά της, τον Δεκέμβρη του 1858, χαρακτήριζε τον λαό των νησιών «διαβόητο στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής του παρουσίας για τις αναταραχές του». Αποκάλυπτε ότι υψηλά κοινωνικά στρώματα της Αθήνας διέβλεπαν στην αιτούμενη Ένωση «έναν άμεσο κίνδυνο για την ηρεμία της Ελλάδας». Ακόμη, σημείωνε ότι η Ένωση θα αντιπροσώπευε ένα «επικίνδυνο εγχείρημα» για «ριζική μεταβολή» στον ελληνικό χώρο. Φοβόταν, υπερβολικά φυσικά, ότι δήθεν υπήρχε κίνδυνος να συμβεί ιδεολογική «προσάρτηση της Ελλάδας στα Ιόνια νησιά», παρά το αντίθετο. Επίσης, ότι στα Επτάνησα θα ξεσπούσε επανάσταση, την οποία η Αθήνα δεν θα μπορούσε να αποτρέψει. Για τους λόγους αυτούς, στην Αθήνα και σε όλα τα νησιά του Ιονίου, λίγο πριν και αμέσως μετά την Ένωση είχαν ληφθεί ειδικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένου πλήρους «φακελώματος» των πολιτικών στελεχών των νησιών, με σκοπό την απο-ριζοσπαστικοποίηση και την ιδεολογική «αφομοίωση» του πληθυσμού τους και τον «έλεγχο» και την πολιτική περιθωριοποίηση των πρωτοπόρων αγωνιστών του.
Σαν ώριμο τέκνο εκείνων των ζυμώσεων, αυτών που ακολούθησαν και της νέας κοινωνικής φάσης, με την ανάπτυξη της αυτοτελούς συνδικαλιστικής δράσης της ολοένα και αυξανόμενης αριθμητικά εργατικής τάξης, κυκλοφόρησε το 1912 στην ευάριθμη σε βιομηχανικές μονάδες Κέρκυρα της εποχής η εφημερίδα με τον τίτλο «Σοσιαλιστική Δημοκρατία», ενώ είχε προηγηθεί εκεί, όπως και στην Κεφαλονιά, εφημερίδα με τον τίτλο «Εργάτης». Η νέα εφημερίδα ήταν η πρώτη στον ελληνικό χώρο με σύνθημα κάτω από τον τίτλο της εκείνο του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου»: «Εργάτες όλου του Κόσμου Ενωθήτε». Διευθυντής της, με άτυπους συμβούλους έκδοσης τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη και τον Αριστοτέλη Σίδερι, ο οποίος το 1918 ως κομμουνιστής βουλευτής εκλεγμένος το 1915 στη Θεσσαλονίκη συμμετείχε στο ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ, ήταν ο εργάτης Τίτος Ρέγγης.
Η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία», αντίτυπα της οποίας σώζονται στη Βιβλιοθήκη της Αναγνωστικής Εταιρείας Κέρκυρας και παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά αναλυτικά το 2011 στον συλλογικό τόμο «Σοσιαλιστικός Όμιλος Κέρκυρας», σημείωνε τότε για το είδος του ελληνικού κράτους που επιθυμούσαν οι σοσιαλιστές της Κέρκυρας:
«Κράτος όμως όχι σαν το σημερινό, που είναι αντιπρόσωπος της πλουτοκρατίας, αλλά κράτος εργατικό. Κράτος που δεν θα υποστηρίζει εκμετάλλευση καμία, αφού εκμετάλλευση δεν θα υπάρχει. Κράτος που θα έχει πολίτες εργάτες και εργάτριες και οργάνωση Δημοκρατική. Αληθινά δημοκρατική και όχι σαν τις σημερινές Δημοκρατίες. Διαχειριστές θα είναι με τη σειρά τους όλοι οι πολίτες... Έτσι η συνολική ιδιοκτησία και δημοκρατική οργάνωση και διαχείριση αυτής θα είναι η νέα πολιτική και οικονομική μορφή της κοινωνίας».Το 1917, χρονιά της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, ο Κων. Θεοτόκης σε σονέτο του τραγούδησε την ταξική φύση των λαϊκών αγώνων της νέας εποχής με στίχους όπως αυτοί:
Σηκώθη τ' άγιο δίκιο της να λάβει
Ολη η αργατιά με φρόνημα γενναίο
Ισονομίας κηρύχνει νόμο νέο
Και τα δεσμά του πλούτου η ορμή της θραύει
Η σκληρή φτώχεια, η γύμνια, η πείνα παύει
Και με καλούν μύριες φωνές να λέω
Θούριο τραγούδι: σ' ένα πέλαο πλέω
Χαράς λεύτεροι ανθρώποι είναι όλοι οι σκλάβοι.
Φυσικό επακόλουθο της δράσης των πρωτοπόρων ιδρυτών του επτανησιακού Ριζοσπαστικού Κόμματος και των πολιτικών επιγόνων τους στα ενωμένα με την Ελλάδα νησιά του Ιονίου είναι, έως έναν βαθμό, υποθέτουμε, το γεγονός ότι μια πολύ σημαντική αριθμητικά και κατά βάση επαναστατική ομάδα των συνέδρων του ιδρυτικού Συνεδρίου του ΣΕΚΕ και ένα σημαντικό μέρος των ηγετικών στελεχών του ιδίου και της Νεολαίας του τα πρώτα του χρόνια αντλούσαν από τα Επτάνησα την καταγωγή τους και εκεί είχαν αναπτύξει πολιτική δράση αρχικά. Επτανήσιος, θυμίζουμε, ήταν και ο πρώτος Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΕΚΕ Νίκος Δημητράτος. Όπως φυσικά δεν μπορεί να είναι άσχετο με αυτή την ιστορική διαδρομή το γεγονός ότι σήμερα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας στα Επτάνησα καταγράφει εκλογικό ποσοστό υψηλότερο του πανελλαδικού μέσου όρου του. Το ποσοστό αυτό στις βουλευτικές εκλογές του 2019 ήταν 50% υψηλότερο.
Εκείνη η ριζοσπαστικοποίηση του 19ου αιώνα παρέμεινε εξάλλου κατά τον 20ό αιώνα πρόσθετη πηγή αναφοράς και έμπνευσης για πολλούς κομμουνιστές και άλλους αριστερούς αγωνιστές της Επτανήσου στους ασταμάτητους αγώνες του λαού της, μαζί με όλο τον ελληνικό λαό, χωρίς ποτέ να υποκύψουν σε τοπικιστικούς σοβινισμούς, για το δίκιο.
Ο Ζακύνθιος λογοτέχνης Γρηγόρης Ξενόπουλος, που την περίοδο της Κατοχής τέθηκε επικεφαλής της Ένωσης Επτανησίων της Αθήνας, όταν αυτή λειτουργούσε ως μία από τις εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις του ΕΑΜ, είχε εκφράσει με τούτα τα μοναδικά λόγια το ξένο προς τον τοπικό σοβινισμό πνεύμα των πιο γνήσιων αγωνιστών της Επτανήσου: «Είμαι και Ζακυθινός και Μωραΐτης κι' Ανατολίτης κι' Αθηναίος, είμαι Πανέλληνας».
Η παράδοση των πρώτων, μαχητικών Ριζοσπαστών στις δυτικές εσχατιές της Ελλάδας δεν έπαψε, ωστόσο, όπως είναι φυσικό, να εμπνέει και να αποτελεί σημείο αναφοράς. Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα κειμένου της εφημερίδας του ΕΑΜ Κέρκυρας «Φωνή του Λαού» το 1945, για μια συγκλονιστική διαδήλωση του λαού του νησιού την 21η Μάη, μέρα εορτασμού της ένωσης των νησιών με την Ελλάδα, με δημοκρατικά συνθήματα καταδίκης της κρατικής και παρακρατικής βίας εναντίον του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Στο φύλλο της με ημερομηνία 25 Μάη 1945, αφού σημείωσε ότι επρόκειτο για μια «αποφασιστική εμφάνιση της εργατιάς και της αγροτιάς» με «μυριόστομη» κραυγή - σύνθημα «Ζήτω η Δημοκρατία», προσέθετε για τον λαό που διαδήλωσε τη θέλησή του στους δρόμους της πόλης: «Οδηγημένος από το δίδαγμα των Ριζοσπαστών, προχωρούσε με σταθερό βήμα και το βήμα του τράνταξε τη γης και η φωνή του προμηνούσε μιαν καινούργιαν αυγή, που θα ξημερώσει πάνω από μιαν Ελλάδα ελεύθερη, δυνατή, ευτυχισμένη, δημοκρατούμενη».