Την άνοιξη του 2014 η Τάνια Μουσούρη και ο Αλέξης Χατζής δώρισαν στο Αρχείο της ΚΕ του ΚΚΕ έναν ανεκτίμητης αξίας φωτογραφικό θησαυρό. Πρόκειται για το αρχείο (σε πρωτότυπα φωτογραφικά φιλμ) του Απόστολου Μουσούρη, οπερατέρ του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ).
Ο Απόστολος Μουσούρης, έχοντας πάρει μέρος ως κινηματογραφιστής στις μάχες του Γράμμου
(1948, 1949) και Βίτσι (1949), αποτύπωσε εικόνες ανεκτίμητης αξίας. Εικόνες που αποτελούν ντοκουμέντα ιστορικά, αδιαμφισβήτητα και αδιάβλητα.
Το σύνολό του φωτογραφικού αρχείου του Μουσούρη εκπλήσσει για τον πλούτο που περιέχει.
Ο Απόστολος Μουσούρης μάς παραδίδει εικόνες από την καθημερινότητα των ανθρώπων στις περιοχές της «Ελεύθερης Ελλάδας», λεπτομέρειες από τη ζωή των μαχητών του ΔΣΕ, καταγραφές μαχών, στιγμιότυπα από την εκπαίδευση καθώς και τοπία.
Το πλούσιο αυτό φωτογραφικό αρχείο δίνει τη δυνατότητα μιας όσο το δυνατό ρεαλιστικότερης
γνωριμίας με την ιστορία της ένοπλης εκείνης ταξικής σύγκρουσης της περιόδου 1946-49, καθώς και να γνωρίσουμε την καθημερινότητα της ζωής και της δράσης των μαχητών και μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ταυτόχρονα, οι εναπομείναντες μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ θα μπορέσουν να αντικρίσουν ξανά τα μέρη στα οποία βάδισαν και πολέμησαν.
Αναπόσπαστο μέρος της δράσης του ΔΣΕ υπήρξε η οργανωμένη υποχώρηση του ΔΣΕ στο έδαφος της Αλβανίας στο τέλος Αυγούστου του 1949 και η πολιτική προσφυγιά που ακολούθησε με την εγκατάσταση χιλιάδων ως πολιτικών προσφύγων πλέον στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ, όπου εγκαταστάθηκε και το μεγαλύτερο μέρος τους στην περιοχή της Τασκένδης. Εκεί έζησε και ο ίδιος ο Απόστολος Μουσούρης, ο οποίος παραδίδει στην ιστορική γνώση και έρευνα μοναδικά φωτογραφικά ντοκουμέντα της πρώτης περιόδου εγκατάστασης των πολιτικών προσφύγων.
Ο Ernesto Guevara de la Serna, γνωστότερος ως Che, αποτελεί μέχρι σήμερα ένα πρόσωπο που ταυτίζεται με την αντίσταση και την επανάσταση, καθώς και μία από τις διασημότερες και σπουδαιότερες μορφές του 20ου αιώνα. Πρότυπο για ανθρώπους ανεξαρτήτως ηλικίας, εθνικότητας, φύλου και χρώματος. Ζει σήμερα μέσα από τις ιδέες και τα ιδανικά που υπερασπίστηκε με τίμημα τη ζωή του με το ίδιο αγέρωχο και ελπιδοφόρο βλέμμα του. Πόσα όμως ξέρουμε για αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο; Αισθάνομαι ιδιαίτερη ευχαρίστηση που γράφω για τον Che, καθώς αποτελεί προσωπική μου έμπνευση σε πολλές καταστάσεις όσον αφορά τον τρόπο που τις αντιμετωπίζω. Ευελπιστώ να καταφέρω να περιγράψω όσο το δυνατόν καλύτερα και παραστατικά τη περιπετειώδη και επαναστατική ζωή του, χωρίς να φανώ ελλιπής στις πληροφορίες.
«Η ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ ΑΞΙΖΕΙ ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΦΟΡΕΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠ’ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΤΕΡΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΗ ΓΗ» [1960].
Τα πρώτα χρόνια
Ο Ερνέστο γεννήθηκε στην πόλη Rosario της Αργεντινής στις 14 Ιουνίου 1928. Ήταν το πρώτο απ’ τα πέντε παιδιά του Ernesto Guevara Lynch και της Celia de la Serna. Ήταν μια μεσοαστική αργεντίνικη οικογένεια με ισπανικές, βασκικές ρίζες από την πλευρά της μητέρας του και ιρλανδικές από εκείνη του πατέρα. Κυλούσε επαναστατικό αίμα κυλούσε στις φλέβες του. Από την παιδική του ηλικία, ο Ερνέστο έπασχε από άσθμα, κάτι που έμελλε να τον ταλαιπωρήσει στο υπόλοιπο της ζωής του. Τον ταλαιπώρησε ιδιαίτερα στο αντάρτικο, την περίοδο της Κουβανικής Επανάστασης και στην επιχείρηση στη Βολιβία, καθώς τα μεγάλα υψόμετρα επιδείνωναν τις κρίσεις άσθματος. Παρ’ όλα αυτά, ο Ερνέστο ήταν αρκετά δραστήριος και αθλητικός. Είχε καλές επιδόσεις σε διάφορα αθλήματα από το ποδόσφαιρο μέχρι την κολύμβηση και το ποδήλατο.
Από μικρή ηλικία ανέπτυξε ιδιαίτερη έφεση για την ποίηση και τη φιλοσοφία, διαβάζοντας κατά διαστήματα από Πάμπλο Νερούδα (αποτελούσε ίσως τον αγαπημένο του ποιητή) μέχρι Λόρκα και από Αριστοτέλη μέχρι Νίτσε και Μαρξ. Ξεκίνησε τις σπουδές του το 1948 στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες και ειδικεύτηκε στην λεπρολογία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Λατινικής Αμερικής. Καταλυτικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία του έπαιξε το πολύμηνο ταξίδι του με το φίλο του Alberto Granado(1922-2011), το 1952. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του σε πόλεις και χωριά της νότιας Αμερικής, είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει από κοντά τη ζωή και τους ανθρώπους, τις δυσκολίες της καθημερινότητας και την επίπτωση που είχε στους λαούς των λατινοαμερικανικών χωρών η αδικία της αποικιοκρατίας και της εκμετάλλευσης. Η αδικία που συνάντησε τον στιγμάτισε. Ταυτόχρονα όμως ανακάλυψε τις κοινές αξίες και τα ιδανικά που συνέδεαν, ως συνεκτικός κρίκος, τους λατινοαμερικανικούς λαούς. Αργότερα θα πει: «Είμαι Κουβανός και Αργεντινός συγχρόνως, και, αν δεν προσβάλλονται οι λαμπρές εξοχότητες των Λατινοαμερικανών εκπροσώπων, νιώθω τόσο πατριώτης Λατινοαμερικάνος, από οποιαδήποτε χώρα της Λατινικής Αμερικής, όσο κανένας άλλος, και την ώρα που θα είναι αναγκαίο είμαι διατεθειμένος να δώσω τη ζωή μου για την απελευθέρωση οποιασδήποτε από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, χωρίς να ζητήσω τίποτα από κανέναν, χωρίς να απαιτήσω τίποτα, χωρίς να εκμεταλλευτώ κανέναν».
Ο δρόμος της ριζοσπαστικοποίησης του Γκεβάρα
«ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΘΥΣΙΑΣ, ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ, ΤΗΣ ΗΡΩΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ, ΕΝΩ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΡΙΟΣ Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΜΕΤΡΙΟΣ…»
Η πολιτική του ωρίμανση ήρθε την περίοδο που βρισκόταν στην Γουατεμάλα, ως απόφοιτος πλέον της Ιατρικής Σχολής. Το 1954 η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Jacobo Arbens ανατράπηκε έπειτα από στρατιωτικό πραξικόπημα υποστηριζόμενο από τις μυστικές υπηρεσίες των Η.Π.Α. και ο Γκεβάρα έφυγε για το Μεξικό, το οποίο αποτελούσε τη Μέκκα των αντιφρονούντων την εποχή εκείνη. Έχοντας ήδη αναπτύξει ριζοσπαστικές ιδέες και ερχόμενος όλο και πιο κοντά στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού , κατέφυγε στο Μεξικό.
Εκεί, στην Πόλη του Μεξικό, ήρθε σε επαφή με εξόριστους κουβανούς επαναστάτες οι οποίοι σχεδίαζαν την ανατροπή του δικτάτορα Fulgencio Batista. Τον Ιούλιο του 1955, έπειτα από πρωτοβουλία του Raul Castro, ο Ερνέστο Γκεβάρα γνωρίζεται με τον Fidel σε φιλικό σπίτι στην μεξικανική πρωτεύουσα. Η συνάντηση αυτή θα του αλλάξει τη ζωή. Θα σηματοδοτήσει τη νέα αρχή των πραγμάτων στη ζωή του. Θα αφιερώσει τη ζωή του στην ιδέα της επανάστασης. Εκείνο το βράδυ, αποφασίζει να προσχωρήσει στην ομάδα των κουβανών επαναστατών και αποκτά, λόγω μιάς ιδιομορφίας των αργεντίνικων ισπανικών του, το προσωνύμιο «Che» που θα τον σημαδέψει σε όλη του τη ζωή.
Στις 26 Νοεμβρίου 1956 επιβιβάστηκε στη Granma ως γιατρός της ομάδας 81 ανταρτών με προορισμό τις ακτές της Κούβας. Λίγες ημέρες αργότερα θα ξεκινούσε η επαναστατική δράση στα βουνά της Sierra Maestra ενάντια στα στρατεύματα της δικτατορίας του Μπατίστα. Δείχνοντας από νωρίς τις στρατηγικές του αρετές, ο Γκεβάρα «αναβαθμίστηκε» ιεραρχικά σε Κομαντάντε, γινόμενος ο πρώτος διοικητής του Επαναστατικού Στρατού. Παράλληλα, συνέχιζε να προσφέρει ο ίδιος τις ιατρικές του γνώσεις τόσο σε τραυματίες αντάρτες όσο και σε αιχμαλώτους στρατιώτες του καθεστώτος. Κατά τη διάρκεια του αντάρτικου στη Σιέρρα Μαέστρα κάλεσε ανθρώπους που ήξεραν ανάγνωση και γραφή, έτσι να κάνουν μαθήματα τους αντάρτες και τους ντόπιους που δεν πήγαιναν σχολείο, να μάθουν και να διαβάζουν. Θεωρούσε πολύ σημαντική την παιδεία και την εκπαίδευση στη ζωή των αμνθρώπων: «Ένας λαός που δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει μπορεί πολύ εύκολα να ξεγελαστεί στο μέλλον«.Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, γνωρίζεται με τη μέλλουσα σύζυγο του, Aleida March, εθελόντρια στον Επαναστατικό Στρατό. Θα αποκτήσει μαζί της τέσσερα παιδιά.
Τον Σεπτέμβριο του 1958, ο Γκεβάρα και ο στενός του φίλος Camilo Cienfuegos, οδήγησαν δύο διαφορετικά τάγματα ανταρτών σε καθοριστικής σημασίας νίκες ενάντια στις δυνάμεις του Μπατίστα με αποκορύφωμα την κατάληψη της Santa Clara, πόλη με σημαντική γεωστρατηγική σημασία. Αυτές οι στρατηγικές επιτυχίες είχαν ως αποτέλεσμα την σταδιακή μετατόπιση του μετώπου πιο κοντά στην έδρα του καθεστώτος, στην πρωτεύουσα Αβάνα. Ένα χρόνο σχεδόν πριν το θρίαμβο της Επανάστασης ο Ερνέστο Γκεβάρα είχε αναδειχθεί ήδη σε κορυφαίο στέλεχος του αντάρτικου Στρατού, έχοντας αποκτήσει τη φήμη του δεινού και γενναίου στρατηγού υπό ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες.
«ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΕΤΟΙΟΙ. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ» [1958].
Η εδραίωση και η ανάπτυξη μια επαναστατικής κοινωνίας
«Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΥΠΗΡΞΕ ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΘΕΜΑ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΜΑΣ. […] ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΑΝΤΙΔΡΟΥΣΑΝ ΟΙ ΒΟΡΕΙΟΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ, ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΤΟΥΣ ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ, ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ ΚΑΠΟΙΑ ΜΕΤΡΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΥΒΑ, ΕΜΕΙΣ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΡΑ ΚΙ ΕΤΣΙ ΒΑΘΥΝΕ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ».
Η θριαμβευτική νίκη των Επαναστατών οδήγησε στην άτακτη φυγή του Μπατίστα από το νησί, την 1η Ιανουαρίου 1959. Ο Ερνέστο Γκεβάρα έγινε κορυφαίο στέλεχος της νέας κυβέρνησης. Αρχικά ανέλαβε τα ηνία του Τμήματος Βιομηχανίας του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Μεταρρύθμισης και αργότερα διορίστηκε από τον Φιντέλ Κάστρο, πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας. Και οι δύο θέσεις που ανέλαβε είχαν ως κεντρικό στόχο την οικονομική ανοικοδόμηση της χώρας, έπειτα από δεκαετίες αυταρχικής και διεφθαρμένης διακυβέρνησης. Στο πρόγραμμα της Αγροτικής Μεταρρύθμισης ο ρόλος του Τσε ήταν καθοριστικός, τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην εφαρμογή μιας ριζικής ανατροπής των κατεστημένων ιδιοκτησιακών καθεστώτων γης στη χώρα. Αποτέλεσε βασικό στέλεχος της επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης που αργότερα, το 1965, μετεξελίχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας. Το Φεβρουάριο του 1961 ανέλαβε υπουργός Βιομηχανίας.
Τα επόμενα χρόνια οι αρμοδιότητες του Τσε δεν περιορίστηκαν σε πόστα της επαναστατικής κυβέρνησης Κάστρο. Ο ίδιος ανέλαβε την εκπροσώπηση της κουβανικής κυβέρνησης σε διεθνή φόρα, επισκεπτόμενος διάφορες πρωτεύουσες και συνομιλώντας με ξένες ηγεσίες. Επισκέφτηκε τη Μόσχα και το Πεκίνο, ενώ ταξίδεψε επίσης σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Συναντήθηκε με τους κυριότερους πολιτικούς ηγέτες του σοσιαλιστικού μπλοκ της εποχής, από τον Mao Zedong και τον Gamal Abdel Nasser μέχρι τον αντιπρόεδρο Mikoyan της ΕΣΣΔ και τον Tito της Γιουγκοσλαβίας. Ταυτόχρονα συνάντησε σημαίνουσες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Ρώσος κοσμοναύτης Yuri Gagarin και το θρυλικό ζεύγος της γαλλικής διανόησης Jean-Paul Sartre και Simone de Beauvoir. Ο Σαρτρ εντυπωσιάστηκε από την εμβληματική φιγούρα του Τσε δηλώνοντας αργότερα: «Ο Τσε δεν ήταν απλώς ένας διανοούμενος, αλλά επίσης ο πιο ολοκληρωμένος άνθρωπος της εποχής μας«.
«Δεν ενδιαφέρομαι για έναν «ξερό» οικονομικό σοσιαλισμό. Παλεύουμε ενάντια στη μιζέρια αλλά επίσης παλεύουμε ενάντια στην απομόνωση».
Κατά τη διάρκεια των αποστολών του στο εξωτερικό, ο Τσε διέπρεψε ως ομιλητής και υποστηρικτής των χωρών του Τρίτου Κόσμου. Κατά την συνδιάσκεψη του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών στην Ουρουγουάη το 1961 κατήγγειλε τα ιμπεριαλιστικά σχέδια της τότε κυβέρνησης John Kennedy, ενώ το 1964 εκφώνησε λόγο στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. στη Νέα Υόρκη εκπροσωπώντας την κουβανική κυβέρνηση.
«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΥΝΟΡΑ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ. ΔΕ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΔΙΑΦΟΡΟΙ ΓΙΑ ΟΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΟΠΟΥΔΗΠΟΤΕ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ – Η ΝΙΚΗ ΚΑΘΕ ΧΩΡΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΙΚΙΑ ΜΑΣ ΝΙΚΗ, ΟΠΩΣ Η ΗΤΤΑ ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΧΩΡΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΙΚΙΑ ΜΑΣ ΗΤΤΑ».
Η ιδέα μιας παγκόσμιας επανάστασης: Κονγκό, Βολιβία και τέλος του
Έπειτα από τη νικηφόρα επανάσταση στην Κούβα, ο Τσε πίστευε σε μια γενικότερη επαναστατική ιδέα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η θεώρηση του περί εξάπλωσης της Επανάστασης σε όλον τον μαστιζόμενο απ’ τον ιμπεριαλισμό Τρίτο Κόσμο, καθώς και η σταθερή του προσήλωση στα ιδανικά της διεθνιστικής αλληλεγγύης, τον οδήγησε να εγκαταλείψει την Κούβα τον Απρίλιο του 1965. Νέος προορισμός το Κονγκό της Κεντρικής Αφρικής, όπου ο Τσε ανέλαβε να ηγηθεί ομάδας ανταρτών προς υποστήριξη της τοπικής αντι-ιμπεριαλιστικής επαναστατικής πάλης. Παρά την σημαντική συνεισφορά του Γκεβάρα, το επαναστατικό κίνημα στο Κονγκό δεν απέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αναγκάζοντας τον Τσε να επιστρέψει στην Κούβα το Δεκέμβριο του 1965.
Εκεί προετοίμαζε την νέα του αποστολή. Αυτή τη φορά στη Βολιβία, με στόχο τη δημιουργία αντάρτικου στρατού και την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος της χώρας. Απώτερος σκοπός όμως ήταν η διάδοση, της επαναστατικής φλόγας σε όλην τη Λατινική Αμερική. Ο Τσε έφτασε στη Βολιβία το Νοέμβριο του 1966 με ψευδή στοιχεία και αλλαγμένος φυσιογνωμικά, ώστε να μην προκαλέσει τις υποψίες των αρχών. Τα πράγματα στη Βολιβία όμως απεδείχθησαν ιδιαίτερα περίπλοκα. Οι χωρικοί, φοβισμένοι και τρομοκρατημένοι από το καθεστώς, δεν ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν τους αντάρτες ενώ το επίσημο κομμουνιστικό κόμμα της χώρας αρνήθηκε να συνδράμει τον Τσε και τους επαναστάτες, όπως είχαν υποσχεθεί. Ο ίδιος ο Γκεβάρα κατάλαβε στην συνέχεια πως ο κλοιός άρχισε να στενεύει.
Η βολιβιανή κυβέρνηση έδωσε εντολή στις ειδικές στρατιωτικές δυνάμεις τη σύλληψη των ανταρτών σε συνδυασμό με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες που συνεργάστηκαν με τις τοπικές αρχές της εποχής. Κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, μια ομάδα ανταρτών υπό τον Τσε περικυκλώθηκε από βολιβιανές στρατιωτικές δυνάμεις και σε ανταλλαγή πυρών ο Γκεβάρα τραυματίστηκε στο πόδι. Οι εκπαιδευμένοι από τις ΗΠΑ βολιβιανοί στρατιώτες, τον συνέλαβαν μαζί με άλλους οκτώ συντρόφους στις 8 Οκτωβρίου 1967 κοντά στο χωριό La Higuera. Σημαντικό ρόλο στην σύλληψη του έπαιξε ο πράκτορας των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών Felix Rodriguez. Σύμφωνα με τα αρχεία της CIA, ο Γκεβάρα έμεινε αιχμάλωτος του καθεστωτικού στρατού για λιγότερο από ένα εικοσιτετράωρο. Με εντολή του στρατιωτικού δικτάτορα της χώρας René Berientos και με την συγκατάθεση της CIA, δολοφονήθηκε από τον στρατιώτη Mario Terán στο σχολείο του χωριού, το μεσημέρι. Το ημερολόγιο έγραφε 9 Οκτωβρίου 1967.
Την επομένη της εκτέλεσης, έπειτα από τη νεκροψία στο νοσοκομείο San Jose de Malta, το σώμα του Τσε μεταφέρθηκε στο πλυσταριό του χωριού όπου και εκτέθηκε, ως απόδειξη του βολιβιανού στρατού προς τον δύσπιστο διεθνή τύπο. Πέραν του πλήθους των ντόπιων που συγκεντρώθηκαν, στο σημείο βρίσκονταν τέσσερις ανταποκριτές από εφημερίδες του εξωτερικού. Η εικόνα του νεκρού επαναστάτη που κείτονταν σαν ένας σύγχρονος Χριστός, σύμφωνα με Βρετανό κριτικό τέχνης John Berger, έκανε το γύρο του κόσμου. Προς μακάβρια απόδειξη του ότι ο Τσε Γκεβάρα δεν ήταν πλέον εν ζωή, οι βολιβιανές αρχές ζήτησαν τον ακρωτηριασμό των άνω άκρων του επαναστάτη, τα οποία στάλθηκαν στο Μπουένος Άιρες για επιστημονική επιβεβαίωση της ταυτότητας του νεκρού.
Ο Τσε και οι υπόλοιποι έξι σύντροφοι του ετάφησαν σε ένα χωράφι στο χωριό Vallegrande, σε μια επιχείρηση των βολιβιανών αρχών που κρατήθηκε υπό απόλυτη μυστικότητα. Το σώμα του ένδοξου αντάρτη παρέμεινε θαμμένο στο Βαλεγκράντε της Βολιβίας για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Έρευνες Κουβανών και άλλων λατινοαμερικάνων επιστημόνων το 1997, οδήγησαν στην ανακάλυψη του ομαδικού τάφου των επτά ανταρτών. Αφού πιστοποιήθηκε η ταυτότητα των οστών, το λείψανο του Τσε μεταφέρθηκε στην Κούβα όπου και ενταφιάστηκε σε ειδικό μαυσωλείο που χτίστηκε στην πόλη Σάντα Κλάρα.
«ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΟΝΤΑΣ ΝΑ ΦΑΝΩ ΓΕΛΟΙΟΣ, ΕΠΙΤΡΕΨΤΕ ΜΟΥ ΝΑ ΠΩ ΟΤΙ Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΟΔΗΓΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΕΣ ΑΙΣΘΗΜΑ ΑΓΑΠΗΣ. ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΣΚΕΦΤΩ ΕΝΑΝ ΓΝΗΣΙΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ».
H υστεροφημία του νίκησε το θάνατο του
Από το μακρινό φθινόπωρο του 1967 έως σήμερα ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα συνεχίζει να ζει στον κόσμος μας. Σχεδόν μισό αιώνα μετά η επαναστατική του φιγούρα αποτελεί σήμα κατατεθέν της επανάστασης, της αντίστασης και της ελευθερίας για και κάθε άνθρωπο που αισθάνεται την αδικία και την επαναστατική φλόγα να καίει μέσα του. Ένας φιλόδοξος γιατρός που ταξίδεψε τον κόσμο, γνώρισε την σκλαβιά και την εκμετάλλευση και γρήγορα έμελλε να γίνει αντάρτης με στόχο να αλλάξει τον κόσμο. Να δημιουργήσει έναν νέο άνθρωπο που θα σέβεται τον άλλον και τη φύση, που θα εργάζεται στο πλαίσιο μια ομαδικής και ισόνομης σε δικαιώματα κοινωνίας, χωρίς αδικίες εχθρότητες και καταπιέσεις. Μέσα από τις αξίες και τα ιδανικά που πρέσβευε σημάδεψε την πορεία του στην ανθρώπινη ιστορία. Ο Τσε Γκεβάρα δεν γέρασε, δεν έφυγε ποτέ. Είναι ο νέος φλογερός επαναστάτης που νίκησε το θάνατο.
Σε πολλές χώρες, πόλεις και γειτονιές αντικρίζει κανείς την εικόνα σε τοίχους και κτίρια. Να στέκεται εκεί αγέραστος και πάντοτε νέος στους νέους αγώνες που θα ξεκινήσουν. Το βλέμμα της νεότητας και της ελπίδας που αντιπροσωπεύει η διάσημη φωτογραφία Guerrillero Heroico, εμψυχώνει τις ψυχές των ανθρώπων που αγαπούν και θέλουν έναν πιο δίκαιο και ειρηνικό κόσμο.
Το προσωπικό μου μήνυμα είναι να προσπαθούμε κάθε μέρα να αλλάξουμε τον δικό μας κόσμο. Ίσως έτσι μπορέσουμε μια μέρα να αντικρίσουμε με υπερηφάνεια τα παιδιά για όσα πράξαμε και όσα τους αφήσαμε ως κληρονομιά. Άλλωστε όπως έχει αναφέρει ο ίδιος ο Τσε: «Δεν είμαι απελευθερωτής. Δεν υπάρχουν τέτοιοι. Οι άνθρωποι μόνοι τους απελευθερώνουν τους εαυτούς τους». Ας σπάσουμε λοιπόν τις αλυσίδες που μας φόρεσαν, ώστε να εξεγερθούμε σε εκείνους που μας χειραγωγούν. Ας είμαστε λοιπόν ρεαλιστές, ας επιδιώξουμε το αδύνατο.
Υ.Γ. Hasta la victoria siempre comandante!
Το πλυσταριό όπου μεταφέρθηκε η νεκρή σωρός του κομαντάντε.
Το κτίριο του Υπουργείου Εσωτερικών της Κούβας με την εικόνα του Γκεβάρα σφυριλατιμένη με σίδερο και τη φράση Hasta la victoria siempre, στην Πλατεία της Επανάστασης, στην Αβάνα.
Όταν κοιτάζει κανείς τη γνωστή φωτογραφία, που οι διώκτες του Γκεβάρα έστειλαν παντού για να αποδείξουν το θάνατο του και να πανηγυρίσουν, μπορεί εύκολα να «αναρωτηθεί» αν ο Τσε είναι ο «ζωντανός» και οι γύρω του οι «νεκροί»… Είναι το βάρος της Ιστορίας και οι συμβολισμοί που κουβαλάει αυτή η φωτογραφία:
Τον Γκεβάρα δεν τον κοιτάμε «από μακριά». Εάν ασχοληθεί κανείς, έστω και λίγο, με τη ζωή του και τα κείμενα του, θα καταλάβει πως κάτι τέτοιο το απεχθανόταν. Ο Τσε δεν ήταν «υπεράνθρωπος», ήταν άνθρωπος, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους.
Συμπληρώνονται 49 χρόνια από την αιχμαλωσία και τη δολοφονία του (8 προς 9 Οκτώβρη 1967 στη Βολιβία), που ανατέθηκε στον υπαξιωματικός Μάριο Τεράν, και ο Γκεβάρα είναι ακόμα εδώ.
Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρναγεννήθηκε 14 Ιουνίου 1928 , στο Ροσάριο της Αργεντινής (είναι γνωστό ότι υπάρχει μια ιστορία γύρω από την ημερομηνία γέννησης του Τσε, η οποία τοποθετείται, με βάση ορισμένες μαρτυρίες, ένα μήνα νωρίτερα). Από μικρή ηλικία, οργίστηκε με αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο, δεν άντεχε τη βαρβαρότητα. Στην πορεία της ζωής του έκανε μια αδιαμφισβήτητη επιλογή: Να πολεμήσει τη βαρβαρότητα ως κομμουνιστής.
Αυτό «ξεχνιέται» σε πολλά ελαφρούτσικα αφιερώματα, τα οποία τον περιγράφουν σαν τον «αιώνιο επαναστάτη» ή με άλλους αντίστοιχους νερόβραστους χαρακτηρισμούς. Έχουμε, ειλικρινά, βαρεθεί τα αφιερώματα για τον «άλλον» Τσε, δηλαδή τον Γκεβάρα χωρίς τα επαναστατικά και κομμουνιστικά του χαρακτηριστικά, χωρίς, σε τελική ανάλυση, όλα εκείνα που ήταν.
Γνωστή η τακτική: Αφαιρούν από ένα πρόσωπο, που πέρασε στην Ιστορία, ό,τι δεν τους αρέσει και διαμορφώνουν μια άλλη εικόνα, χιλιόμετρα μακριά από την πραγματικότητα. Ειδικά τα τελευταία χρόνια αυτό είναι ένα «χόμπι» πολλών «ειδικών», που αρέσκονται στη «δραστηριότητα» της παραχάραξης της Ιστορίας. Οι συγκεκριμένοι «ειδικοί», βέβαια, σπεύδουν να μιλήσουν ή να γράψουν σε πιο «βαριά» αφιερώματα, από εκείνα που μετά εκλαϊκεύονται για «κατανάλωση».
Υπάρχουν και οι ιλουστρασιόν θαυμαστές του Τσε (πολιτικά και άλλα δημόσια πρόσωπα), που καμία σχέση δεν έχουν με την ιδεολογική πορεία του, αλλά επιδιώκουν απεγνωσμένα να τον οικειοποιηθούν, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για έναν επαναστάτη διαφορετικό, ο οποίος δεν ήταν και τόσο κομμουνιστής αλλά κάτι άλλο, απροσδιόριστο και …μεταφυσικό.
Είναι κι εκείνες οι προσπάθειες ο Γκεβάρα να βγει στα ράφια της εμπορευματοποίησης, δίπλα σε προϊόντα. Απέτυχαν, διότι δεν κατάφεραν, ούτε ελάχιστα, να ξεθωριάσει, αυτό που εκπροσωπεί: Τις ώρες των λαϊκών εξεγέρσεων, την επανάσταση, που ο Γκεβάρα και οι σύντροφοι του έκαναν πράξη.
Η «αθλιότητα» και η «φαυλότητα» των «βασιλιάδων χωρίς στέμμα»
Ο Τσε Γκεβάρα πολέμησε, με τ’ όπλο και χωρίς αυτό. Πολέμησε τους «βασιλιάδες χωρίς στέμματα», το σύστημα τους σε όλες τις εκφράσεις του. Όπως έλεγε, χαρακτηριστικά, σε μια ομιλία του που μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο, στις 20 Μαρτίου 1960 :
«Τώρα υπάρχουν βασιλιάδες χωρίς στέμματα: είναι τα μονοπώλια, αληθινοί αφέντες ολόκληρων χωρών…»1.
Σε επιστολή (Μάρτιος 1965) στον διευθυντή της «Μάρσα», εβδομαδιαίου εντύπου του Μοντεβίντεο, περιέγραψε, μεταξύ άλλων, την «αθλιότητα» και τη «φαυλότητα» τους:
«Οι τυφλοί νόμου του καπιταλισμού, αόρατοι για τους περισσότερους ανθρώπους, επιδρούν πάνω στο άτομο χωρίς αυτό να το αντιλαμβάνεται. Δεν βλέπει παρά ένα απέραντο ορίζοντα που φαίνεται ατελείωτος. Έτσι προσπαθεί να παρουσιάσει η καπιταλιστική προπαγάνδα την περίπτωση Ροκφέλλερ – αληθινή ή όχι –σαν ένα δίδαγμα στις δυνατότητες επιτυχίας.
Την αθλιότητα που πρέπει να συσσωρεύσεις για να προκύψει ένα τέτοιο αποτέλεσμα και το μέγεθος της φαυλότητας που προϋποθέτει μια περιουσία τόσο τεράστια, αυτά δεν εμφανίζονται στον πίνακα και δεν είναι πάντα εύκολο για τις λαϊκές δυνάμεις να διακρίνουν καθαρά τα φαινόμενα»2.
Ο τίτλος του κειμένου «Είμαι από εκείνους που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να για να υπερασπιστούν τις αλήθειες τους») είναι από γράμμα του Τσε Γκεβάρα στους γονείς του, με ημερομηνία 5 Φεβρουαρίου 1959»3.Μια φράση που ο Τσε την έκανε πράξεις.