Τι είναι αυτό, λοιπόν, που πρέπει να καταλάβει ο κόσμος;
Ότι είναι δυνατό, ότι είναι κατορθωτό, να γίνει η ζωή του καλύτερη. Αυτό δεν προκύπτει από ένα ιδεατό σχήμα, αλλά από την ίδια την ανθρώπινη εμπειρία.
Νίκος Μπογιόπουλος: «Αν έχω μία φιλοδοξία στη ζωή μου είναι να αποδειχθώ άξιος γιος του πατέρα μου»Συνέντευξη Ν. Μπογιόπουλου Β΄ Μέρος – «Δεν προτίθεμαι να πετάξω τίποτα από την εκατοντάχρονη κομμουνιστική μας υπόθεση»
Κατιούσα
Τα τσιγάρα είχαν αυξηθεί στο τασάκι και η ώρα περνούσε, αλλά η διάθεση για κουβέντα και συζήτηση συνέχιζε να παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Την ίδια στιγμή, η παρέα έμοιαζε να έχει αυξηθεί. Σαν να έκαναν την εμφάνισή τους, έστω και μυστικά για την ώρα, όλοι εκείνοι που «ψήλωσαν» με το παράδειγμα και τη στάση ζωής τους την ανθρωπότητα. «Νομίζω πως απώτερος σκοπός του ανθρώπου είναι να γίνει επαναστάτης», είπε ο Τσε. «Το ν’ αλλάξεις τον κόσμο, φίλε Σάντσο, δεν είναι τρέλα ούτε ουτοπία, είναι δικαιοσύνη», συμπλήρωσε ο Δον Κιχώτης. Οι φωνές τους παρεμβάλλονταν στην κουβέντα μας και δυνάμωναν την ανάγκη για δράση και κινητοποίηση. Κουνήσαμε τα κεφάλια μας όλοι μας συγκαταβατικά, χαμογελάσαμε και προχωρήσαμε παρακάτω…
Πόσο εύκολο είναι για ένα δημοσιογράφο να νικήσει τις πέντε δυσκολίες, όπως τις έχει καταγράψει ο Μπρεχτ, και να πει την αλήθεια;
Πρώτα απ’ όλα, για έναν δημοσιογράφο αυτές οι δυσκολίες είναι δύσκολο να νικηθούν, μόνο αν τις αναγνωρίζει ως τέτοιες. Αν δεν τις αναγνωρίζει ως τέτοιες ή δεν μπει ποτέ στη διαδικασία να σκεφτεί με τον τρόπο που περιγράφει ο Μπρεχτ τα πράγματα, δεν έχει καμία δυσκολία. Μεταφέρει απλώς αυτό που του λένε να πει.
Για εκείνους που έχουν συναίσθηση του τι περιέγραφε ο Μπρεχτ, πάντα ήταν δύσκολο και πάντα θα είναι δύσκολο, ειδικά όταν το τοπίο γύρω μας γίνεται όλο και πιο καταθλιπτικό. Ειδικά όταν η πραγματικότητα που προσπαθείς εσύ να μεταφέρεις, μπαίνει στις συμπληγάδες των οικονομικών και των εκδοτικών συμφερόντων.
Όσο μεγαλύτερη γίνεται αυτή η δυσκολία, τόσο μεγαλώνεις και το δικός σου χρέος να μη λογοκρίνεις τα γεγονότα.
Μέσα σε όλες αυτές τις δυσκολίες που περιγράφεις, ένας κομμουνιστής δημοσιογράφος είναι αναγκασμένος να κάνει συχνά κάποιους συμβιβασμούς, ανάλογα με το τι του επιτρέπεται να γράψει ή να μεταδώσει. Πού μπαίνει το όριο γι’ αυτούς τους συμβιβασμούς;
Προσωπικά, αισθάνομαι τυχερός, υπό την έννοια ότι την δημοσιογραφία την ξεκίνησα και την έμαθα στον Ριζοσπάστη, όπου έλεγα και έγραφα αυτό που ήθελα. Συνεχίζω να κάνω αυτή τη δουλειά έχοντας ξεκαθαρίσει πως λέω αυτό που θέλω και πιστεύω όπως το θέλω και όπως το πιστεύω. Από αυτή την άποψη δεν είχα ποτέ το πρόβλημα των πιέσεων και των συμβιβασμών. Συνεπώς, δεν είμαι ο καταλληλότερος για να δώσω συμβουλές για το πώς αντιμετωπίζονται αυτά τα θέματα από συναδέλφους που αισθάνονται όλη αυτή την πίεση.
Φυσικά, συμβιβασμοί υπάρχουν. Εδώ ο Λένιν έκανε τον συμβιβασμό του Μπρεστ – Λιτόφσκ. Το ερώτημα είναι: τι συμβιβασμοί; Παραδεκτοί ή απαράδεκτοι; Τέτοιους απαράδεκτους συμβιβασμούς που στην περίπτωση της δημοσιογραφίας ισοδυναμούν με την ατιμία της παραπληροφόρησης, ένας δημοσιογράφος, πόσο μάλλον ένας κομμουνιστής δημοσιογράφος, δεν πρέπει να κάνει, όπου κι αν βρίσκεται όπου κι αν δουλεύει.
Σου λείπει η εφημερίδα; Το κλίμα των γραφείων, η καθημερινή σου στήλη;
Είναι γνωστό πως το υψηλότερο σκαλοπάτι δημοσιογραφίας είναι η εφημερίδα. Δεν αισθάνομαι, όμως, πως έχω πάψει να λειτουργώ σαν δημοσιογράφος εφημερίδας. Άλλωστε, αρθρογραφώ στην Real News, και φυσικά αυτό που κάνουμε στον Ημεροδρόμο όπως κι εσείς στην Katiousa είναι δουλειά εφημερίδας.
Το ΚΚΕ έκλεισε 100 χρόνια ζωής και δράσης. Τι κρατάς και τι δεν κρατάς;
Τι να πετάξεις; Δεν έχεις κάτι. Αυτά τα εκατό χρόνια είναι τα εκατό χρόνια της ύπαρξής μας, είναι η ζωή μας όλη. Δεν νομίζω πως υπάρχει άνθρωπος που θα πέταγε κάτι από τη ζωή του, ούτε καν τις θλιβερές του στιγμές, επειδή η ίδια η ζωή είναι οικοδομημένη και πάνω σε αυτές τις στιγμές.
Άρα, δεν πετάς τίποτα, στην περίπτωση πάντα που αυτή η ζωή σε γεμίζει με περηφάνια. Μόνο στην περίπτωση που δεν σε γεμίζει με το μεγαλείο της αυτή η ζωή, θα ήταν σκόπιμο να την αλλάξεις. Σε ότι με αφορά, δεν προτίθεμαι να πετάξω τίποτα από την εκατοντάχρονη κομμουνιστική μας υπόθεση.
Τι ελπίζεις για τον δεύτερο αιώνα ζωής του ΚΚΕ;
Θα ελπίζαμε, καταρχάς, να έχουμε χίλια χρόνια ζωής για να ζήσουμε και τον δεύτερο αιώνα, αλλά μάλλον δεν είναι κατορθωτό αυτό… Ελπίζουμε, λοιπόν, αυτό το οποίο παραμένει κινητήρια δύναμη από τότε που μπήκαμε σε αυτή την ωραία περιπέτεια: την εκπλήρωση των στόχων.
Για τις εκλογές, τι ελπίζεις;
Οι εκλογές αποτελούσαν ανέκαθεν ένα εργαλείο για μία μαζική παρουσίαση των θέσεών σου. Αυτό θα επιδιωχθεί και σε αυτές τις εκλογές, που σημαίνει διεύρυνση τόσο της εκλογικής όσο και της πολιτικής επιρροής των θέσεων των κομμουνιστών.
Πιστεύεις πως θα μπορούσαν να έχουν άλλη τύχη κινήματα όπως τα κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία αν είχαν από πίσω τους ένα οργανωμένο κομμουνιστικό κόμμα;
Προφανώς, αν και ακόμα δεν ξέρουμε πως θα εξελιχθεί αυτή η ιστορία στη Γαλλία. Σίγουρα, μπορούμε να αντιληφθούμε τις ελλείψεις που υπάρχουν στα Κίτρινα Γιλέκα, που έχουν να κάνουν με την οργάνωση, την πειθαρχία και τον προσανατολισμό τους. Το ζήσαμε, άλλωστε, κι εμείς εδώ με τις πλατείες, όπως και οι άνθρωποι στην Ισπανία. Τι αποδείχτηκε σε όλες αυτές τις περιπτώσεις; Το ότι δεν αρκεί η αγανάκτηση του κόσμου για ν’ αλλάξουν τα πράγματα, χρειάζεται η οργή να μη θαμπώνει τα αίτια που προκαλούν αυτή την οργή, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα σχέδιο δράσης που να στοχεύει στην ανατροπή αυτών ακριβώς των αιτίων.
Σε ότι αφορά τώρα τη Γαλλία, που πάντα αποτελεί ένα ενδιαφέρον εργαστήρι πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα συμπεράσματα που βγήκαν από τον Μάη του 1968. Δεν λέω πως θα γίνει τώρα ό,τι έγινε τότε, λέω απλώς να έχουμε στον νου μας ότι ο Μάης του 1968 κατέληξε με τον Σαρλ ντε Γκωλ να έχει τα ¾ της εθνοσυνέλευσης μετά από ενάμιση μήνα.
Όπως και να ’χει πάντως, αυτό που δείχνει η ιστορία είναι πως σε κάθε φάση του κινήματος αυτό που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα είναι η ύπαρξη ή μη εκείνου του φορέα που μπορεί να προσδίδει, με οργανωμένο και πειθαρχημένο τρόπο, τα χαρακτηριστικά και τον προσανατολισμό που έχει ανάγκη το εργατικό κίνημα.
Γιατί θεωρείς ότι το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε πτώση και τι πρέπει να γίνει για ν’ αλλάξει αυτό;
Αυτό που έγινε στην ανθρωπότητα το 1989-1990 ήταν πάρα πολύ μεγάλο και σοβαρό τραύμα. Σήμερα ζούμε το μετατραυματικό σοκ εκείνης της περιόδου. Άλλωστε, τα τριάντα χρόνια που έχουν περάσει από τότε δεν είναι τίποτα μπροστά στον ιστορικό χρόνο.
Όταν ήμουν εγώ στο πανεπιστήμιο, ξέρετε, το πιο εύκολο ήταν να πείσουμε αυτούς στους οποίους μιλάγαμε ότι ο σοσιαλισμός ήταν ωραίο πράγμα, ενώ το πιο δύσκολο ήταν να τους πείσουμε πως ο καπιταλισμός ήταν κακός. Σήμερα, το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο είναι να μιλήσεις σε κάποιον για το πόσο κακός είναι ο καπιταλισμός. Το πιο δύσκολο είναι να πείσεις κάποιον για το πόσο καλός είναι ο σοσιαλισμός. Γιατί; Επειδή έχει βαρύνει στη συνείδηση αυτού του ανθρώπου ό,τι ακούει εδώ και 30 χρόνια, 365 μέρες τον χρόνο, 24 ώρες την ημέρα. Τι ακούει; Πως αυτό το σύστημα για το οποίο εσύ του μιλάς «κατέρρευσε». Έτσι του λένε. Ακόμα κι αν, λοιπόν, πείσεις κάποιον πως είναι κακό πράγμα ο καπιταλισμός – που δεν θέλει και πολύ μεγάλη προσπάθεια αφού τον ζει καθημερινά – ο λόγος σου για το μέλλον του ακούγεται σαν κάτι το νεφελώδες. Καλό μεν, αλλά αδύνατο να υπάρξει. Γιατί; Επειδή τον έχουν πείσει πως αυτό για το οποίο εσύ του μιλάς ναι μεν προϋπήρξε, αλλά έχασε, ηττήθηκε.
Άρα, λοιπόν, νομίζω πως έχει μεγάλη σημασία να δούμε αρχικά τον εξαιρετικά αρνητικό συσχετισμό δύναμης που υπάρχει αυτή τη στιγμή και να συμβάλουμε όλοι στην προσπάθεια που έχει ξεκινήσει το ίδιο το ΚΚΕ από τη δεκαετία του ‘90 να κουβεντιάσουμε τι έγινε σε εκείνες τις κοινωνίες και ύστερα με οδηγό τα εργαλεία της γνώσης, της εμπειρίας των 70 χρόνων από τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και την καθημερινή μας δράση, να ξαναφέρουμε στο προσκήνιο όλο αυτό που πρεσβεύει η θεωρία μας και το πολιτικό μας πρόγραμμα. Φυσικά, η ανασυγκρότηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος δεν είναι ένα έργο που περνά μέσα από τη δράση μόνο των ελλήνων κομμουνιστών. Η συμβολή των ελλήνων κομμουνιστών είναι δεδομένη, τώρα αν θα υπάρξει κοινή περπατησιά σε ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο, δεν έχει να κάνει, όπως καταλαβαίνουμε, μόνο με τη δική μας τη δουλειά.
Τι είναι αυτό, λοιπόν, που πρέπει να καταλάβει ο κόσμος;
Ότι είναι δυνατό, ότι είναι κατορθωτό, να γίνει η ζωή του καλύτερη. Αυτό δεν προκύπτει από ένα ιδεατό σχήμα, αλλά από την ίδια την ανθρώπινη εμπειρία. Η ιστορία κατέγραψε ότι είναι μπορετή η συγκρότηση μίας κοινωνίας που θα λειτουργεί με άλλους οικονομικούς όρους, χωρίς δηλαδή καταπιεστές και καταπιεζόμενους, χωρίς εκμεταλλευτές που θα προσπορίζονται τον παραγόμενο πλούτο που άλλοι δημιουργούν. Όταν, λοιπόν, αυτός ο παραγόμενος πλούτος μένει στα χέρια εκείνων που τον παράγουν είναι κατορθωτό για να το πω με απλό έως απλοϊκό τρόπο, το εξής: να δουλεύει μία χώρα 200 εκατομμυρίων ανθρώπων σαν τη Σοβιετική Ένωση και να ταΐζει τη μισή ανθρωπότητα, και παράλληλα να συντηρεί επαναστατικά κινήματα, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και κοινωνικά κινήματα. Κι όταν λέμε συντηρούσε, αρκεί να δούμε ότι ο μισός πληθυσμός της γης είχε σπίτι και όχι funds να του το παίρνουν, είχε τροφή υψηλού επιπέδου και όχι αυτές τις ανοησίες που λένε σήμερα για τις ουρές στα supermarket, είχε δωρεάν μόρφωση, αθλητισμό και υγεία, είχε ελεύθερο χρόνο. Το κατόρθωμα, δηλαδή, των 70 χρόνων της ύπαρξης του σοσιαλισμού ήταν ότι αποδείχτηκε πως μία κοινωνία οικοδομημένη με άλλους οικονομικούς όρους στο πλαίσιο της αποτίναξης του εκμεταλλευτικού ζυγού έχει τη δυνατότητα να παράγει αυτό που οι αστοί οικονομολόγοι, για να μιλήσουμε τη γλώσσα τους, ονομάζουν οικονομίες κλίμακας.
«Ναι, αλλά ξέρεις οι ελευθερίες, τα δημοκρατικά δικαιώματα…» θα σου πει κάποιος.
Ποιοι μιλάνε γι’ αυτά; Οι απόγονοι και οι χειροκροτητές του Μακάρθυ στην καλύτερη των περιπτώσεων ή οι πραξικοπηματίες τώρα στη Βενεζουέλα.
Ακόμα κι έτσι, τι τους απαντάς;
Τους καλώ αρχικά να αμφισβητήσουν αν μπορούν πως το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα για το οποίο εμείς μιλάμε είναι ανώτερο από το δικό τους. Και είπαμε προηγουμένως από πού προκύπτει αυτό, από το γεγονός ότι η μισή ανθρωπότητα διέθετε τότε όλα αυτά που σήμερα, 30 χρόνια μετά, δεν τα έχουν τα 4/5 της ανθρωπότητας. Και, μάλιστα, όλα αυτά που σήμερα είναι ζητούμενα στην Ελλάδα και τον κόσμο, τα είχε ο σοσιαλιστικός κόσμος τότε που οι παραγωγικές δυνάμεις δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο που είναι τώρα. Φανταστείτε, λοιπόν, τι θα μπορούσε να υπάρχει σήμερα…
Εφόσον είναι ειλικρινείς και συνομολογήσουν την παραπάνω αλήθεια, πως υπάρχει δηλαδή ανώτερο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα από το δικό τους, τότε κι εμείς με τη σειρά μας δεν πρόκειται να αποκρύψουμε πως αυτό για το οποίο μιλάμε επιδιώκουμε να είναι ακόμα καλύτερο από το προηγούμενο. Και επειδή δεν έχουν να προτείνουν τίποτα άλλο για να γίνει καλύτερο, κι επειδή αυτό που τους λείπει είναι να πηγαίνει κάποιος στην Κόκκινη Πλατεία και να λέει ότι «ο Μπρέζνιεφ είναι μαλάκας», τους λέμε ότι κι αυτή τους την έλλειψη θα τους την ικανοποιήσουμε. Εντάξει;
Ο Ημεροδρόμος δέχθηκε πρόσφατα μία φασιστική επίθεση. Υπάρχει κάποια εξέλιξη με αυτό;
Εμείς ότι έπρεπε να κάνουμε από τη μεριά μας, το κάναμε. Καταγγείλαμε, δηλαδή, το περιστατικό στην υπηρεσία δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος και αναμένουμε τα πορίσματά της. Όσον αφορά τώρα το περιστατικό, ναζί χάκαραν τη σελίδα μας την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και αντί να βγαίνει ο Ημεροδρόμος έβγαινε το σύμβολο της Χρυσής Αυγής, ενώ παράλληλα μας εύχονταν καλή χρονιά λέγοντάς μας πως θα μας κάνουν σαπούνια, βρίζοντας εμένα προσωπικά με αυτό το λεξιλόγιο που συνάδει με τα καταγώγια τους.
Είπαμε πως θεωρούμε τιμή μας που αυτοί οι τύποι λίγο πριν το Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι είχαν εμάς στο μυαλό τους. Προφανώς ενοχλούνται. Σε ό,τι με αφορά, είπα και το επαναλαμβάνω κι από εδώ, πως ως δημοσιογράφος και ως μέλος του ΚΚΕ, δεσμεύομαι – έτσι κι αλλιώς θα το έκανα, δηλαδή – να φανώ αντάξιος της τιμής που μου έκαναν, με την έννοια πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή από το να σε στοχοποιεί ο ναζί.
Είσαι γενικότερα αρκετά ενοχλητικός για τους Χρυσαυγίτες. Δέχεσαι απειλές και στην εκπομπή;
Θα ήταν απειλές, αν δεν προέρχονταν από θρασύδειλα υποκείμενα, που το τελευταίο πράγμα που μου προκαλούν ως συναίσθημα είναι ο φόβος.
Το θεωρείς βάρος ή τιμή το ότι όταν ο κόσμος φωνάζει το γνωστό σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι», εσύ είσαι πάντα απ’ έξω στις καρδιές τους και στη συνείδησή τους;
Καταρχάς, αυτό το σύνθημα δεν είναι ένα σύνθημα που εκτοξεύεται εν κενώ. Όλη την ευθύνη γι’ αυτό το σύνθημα την έχουν οι «αλήτες, ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» που παριστάνουν τους δημοσιογράφους. Και υπάρχουν πολλοί τέτοιοι. Αν κάποιοι, ανάμεσα στα άλλα, έχουμε κερδίσει κάτι κάνοντας αυτή τη δουλειά, είναι πως δεν μας συμπεριλαμβάνει αυτό το σύνθημα. Μπορεί κάποιος να διαφωνεί μαζί μας, μπορεί να θεωρεί πως είμαστε πολιτικοί αντίπαλοι – με την έννοια πως εγώ δεν μπορώ να φανταστώ τη δημοσιογραφία ως κάτι λιγότερο από προέκταση πολιτικής δράσης – αλλά δεν μας συμπεριλαμβάνουν μέσα σε αυτό το σύνθημα. Κι αυτό είναι όντως τιμητικό.
Αν θέλεις κάποιος να καταγγείλει κάτι, πάντως, πολύ συχνά θα απευθυνθεί σε εσένα, επειδή ξέρει ότι δεν θα παραποιήσεις ή θα διαστρεβλώσεις την είδηση, ούτε θα προσπαθήσεις να την καρπωθείς προσωπικά.
Το θέμα εδώ, βέβαια, είναι να μη νομίζει ο κόσμος πως ο δημοσιογράφος αποτελεί γραφείο επίλυσης προβλημάτων. Ο ρόλος του δημοσιογράφου δεν είναι αυτός. Η αποστολή του είναι να πάρει το πρόβλημα, εφόσον εντοπίσει φυσικά ότι είναι τέτοιο, και να το αναδείξει, να το κάνει όσο πιο ατιμωτικό γίνεται, όπως έλεγε ο Μαρξ για το έγκλημα. Πώς; Μέσω της δημοσιοποιήσεώς του. Όχι φυσικά με όρους προσωπικής απολαβής ή με γνώμονα το αν αγγίζει τα δικά του συμφέροντα.
Για τη δημοσιογραφία, ξέρετε, υπάρχει άλλη μία θεωρία που ισχυρίζεται πως δεν πρέπει να έχει άποψη, αλλά να λέει απλώς τα γεγονότα. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα της αβασιμότητας αυτού του ισχυρισμού. Βομβαρδίζει το ΝΑΤΟ τη Γιουγκοσλαβία πριν από 20 χρόνια. Τι είναι καταγραφή του γεγονότος; Αυτό που έλεγαν τα αστικά ΜΜΕ στην Ελλάδα τότε, πως το ΝΑΤΟ έκανε «επιχειρήσεις» στη Γιουγκοσλαβία; Ή αυτό που λέγαμε εμείς στον Ριζοσπάστη, πως το ΝΑΤΟ «βομβάρδιζε» τη Γιουγκοσλαβία; Ποια είναι η καταγραφή του γεγονότος; Επιχειρήσεις έκανε το ΝΑΤΟ ή βομβάρδιζε;
Άρα, δεν υπάρχει πλευρά της δημοσιογραφίας και κομμάτι του δημόσιου λόγου που να μην είναι φορτισμένο από την αισθητική, από την ιδεολογία, από την πολιτική ματιά, από την ανθρώπινη συγκρότηση εκείνου που μεταφέρει το γεγονός. Το πώς θα το κάνεις αυτό, κουβαλάει μέσα του και τοποθέτηση απέναντι στο γεγονός. Ας τα αφήσουν, λοιπόν, αυτά περί αντικειμενικής δημοσιογραφίας. Υπάρχει η τίμια και η άτιμη δημοσιογραφία. Υπάρχει η ειλικρινής και η ανειλικρινής. Όλα τα υπόλοιπα είναι φούσκες.
Έχεις γράψει ένα βιβλίο για το ποδόσφαιρο, μαζί με τον δημοσιογράφο, Δημήτρη Μηλάκα. Θεωρείς πως έχουν μεσολαβήσει γεγονότα που θα απαιτούσαν επικαιροποιήσεις;
Νομίζω ότι το ποδόσφαιρο κινείται ακριβώς σε εκείνες τις ράγες που περιγράψαμε με τον Μήτσο τότε στο βιβλίο, στην προσπάθεια που κάναμε να διερευνήσουμε την κοινωνική του διάσταση. Γιατί, ακόμα κι αν σε κάποιον δεν αρέσει το ποδόσφαιρο, δεν μπορεί να παραβλέψει πως προκαλεί το ενδιαφέρον δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Όταν στον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου βλέπεις τόσους ανθρώπους μπροστά από ένα κουτί, αυτό έχει κάποια αξία. Κι αν δεν την καταλαβαίνεις εσύ, την καταλαβαίνουν για λογαριασμό σου οι κυβερνήσεις και οι πολυεθνικές, οι οποίες επεμβαίνουν στο συγκεκριμένο παιχνίδι πολλαπλώς, και για οικονομικούς λόγους και για να περάσουν την δική τους ιδεολογία στον κόσμο. Το ποδόσφαιρο προφανώς έχει κουρσευτεί από τους εκπροσώπους του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Γι’ αυτό και πρέπει κάθε φορά να διαχωρίζουμε κάποια πράγματα. Δεν ασχολείται κανείς που αγαπάει το ποδόσφαιρο ούτε με τον Μαρινάκη, ούτε με τον Μελισσανίδη, ούτε με τον Σαββίδη, ούτε αποτελούν κίνητρο όλοι αυτοί για να αγαπήσει κανείς το ποδόσφαιρο. Αν η απόρριψη του παιχνιδιού γινόταν με κριτήριο το ποιοι το ελέγχουν, τότε δεν θα βλέπαμε ούτε κινηματογραφικές ταινίες, επειδή 9 στις 10 παράγονται στο Hollywood, ούτε θα διαβάζαμε βιβλία, επειδή 9 στα 10 εκδίδονται από εκδοτικούς οίκους που ανήκουν στα χέρια των μεγιστάνων.
Είναι άλλο πράγμα να πεις «δεν μου αρέσει το ποδόσφαιρο» κι άλλο να ισχυρίζεσαι πως όποιος το αγαπάει, σημαίνει πως αγαπάει και τους επιχειρηματίες που το διαφεντεύουν. Στην Ελλάδα, σήμερα, τι γίνεται, για παράδειγμα; Ποιοι ελέγχουν το ποδόσφαιρο; Δεν είναι οι ίδιοι που ελέγχουν τα ΜΜΕ, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και συνδέονται και με το πολιτικό σύστημα με χίλια νήματα; Δεν υπάρχει περίπτωση βεβαίως να φτιάξεις μία χώρα φτιάχνοντας το ποδόσφαιρό της. Αν φτιαχτεί μία κοινωνία με άλλα χαρακτηριστικά, άλλα χαρακτηριστικά θα έχει και το ποδόσφαιρο.
Πάντως, το ποδόσφαιρο έχει έναν αδιάψευστο μάρτυρα για το πόσο αγνό είναι ως παιχνίδι. Κάντε το πείραμα που γράφουμε μέσα στο βιβλίο: πάρτε μία μπάλα, πετάξτε την σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου θέλετε σε έναν πιτσιρικά και μετά κοιτάξτε το πρόσωπο του παιδιού.
Το βιβλίο σου, το «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε», το αφιερώνεις στους δύο Γιάννηδες, τον πατέρα σου και τον γιο σου. Θα θέλαμε να μας πεις ποια λόγια του πατέρα σου σε συντροφεύουν μέχρι σήμερα και τι συμβουλή δίνεις εσύ στον γιο σου.
Ο πατέρας μου υπήρξε καθοριστικός για τη ζωή μου. Κι αυτό, επειδή δεν μου υπαγόρευσε ποτέ τίποτα. Η συμβουλή του ήταν η ίδια η περπατησιά του, η στάση ζωής του. Θα ήθελα, λοιπόν, να πω σε εσάς και σε όσους μας διαβάσουν, να μην κάνετε το λάθος που κάνουν πολλοί να θεωρούν δεδομένη την ύπαρξή των ανθρώπων που αγαπούν περισσότερο απ’ όλους στη ζωή τους.
Ο πατέρας μου ήξερε ότι τον αγαπάω, όπως ήξερε ότι τον θαυμάζω. Εγώ, όμως, έκανα ένα λάθος. Δεν του είπα ποτέ ότι τον αγαπάω. Αυτό το κατάλαβα μετά. Έπρεπε να του το έχω πει… Όποιον θαυμάζετε, λοιπόν, και τον αγαπάτε να του το λέτε.
Ο πατέρας μου ήταν ο άνθρωπος που οφείλω και τα καλά και τα στραβά που έχω. Κι αν έχω μία φιλοδοξία στη ζωή μου είναι να αποδειχθώ άξιος γιος του πατέρα μου. Νομίζω, αν το καταφέρω αυτό, ίσως μπουν οι βάσεις για να είμαι και άξιος πατέρας του γιου μου.