Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

13 Απριλίου, 2019

ΠΡΟΣ -ΕΥΤΡΑΦΟΑ­ΥΤΟϊ­ΚΑ­ΝΟ­ΠΟΙΟΥ­ΜΕ­ΝΟΥΣ


Διά­βα­σα πως πρό­κει­ται να γίνει στη Ρωσία Μου­σείο επι­τευγ­μά­των της ΕΣΣΔ. «Η ΕΣΣΔ ήταν ένα με­γα­λειώ­δες έργο πα­γκό­σμιας κλί­μα­κας», δη­λώ­νουν διά­φο­ροι Ρώσοι ιθύ­νο­ντες.





Η ΕΣΣΔ, το μου­σείο, το τεί­χος, εμείς και το fb – του Στέ­λιου Κα­νά­κη
ΑΠΟ ΣΤΕ­ΛΙΟΣ ΚΑ­ΝΑ­ΚΗΣ

Διά­βα­σα πως πρό­κει­ται να γίνει στη Ρωσία Μου­σείο επι­τευγ­μά­των της ΕΣΣΔ. «Η ΕΣΣΔ ήταν ένα με­γα­λειώ­δες έργο πα­γκό­σμιας κλί­μα­κας», δη­λώ­νουν διά­φο­ροι Ρώσοι ιθύ­νο­ντες.

Ήταν! Πόσα χρό­νια από τότε! Μά­λι­στα κα­θά­ρι­ζε και για τους υπό­λοι­πους βα­σα­νι­σμέ­νους απ’ τον κα­πι­τα­λι­σμό. Αλλά εμείς ενο­χλού­μα­σταν από το… τεί­χος του Βε­ρο­λί­νου. Κι ας μη γνω­ρί­ζου­με – ακόμη και σή­με­ρα πολ­λοί, που βρι­σκό­ταν αυτό το γα­μη­μέ­νο το Βε­ρο­λί­νο σε σχέση με την επι­κρά­τεια της ΛΔΓ. Μας ερ­χό­ταν κάπως και το ότι, αν ήμα­σταν στην ΕΣΣΔ, δεν θα μπο­ρού­σα­με να… τα­ξι­δεύ­ου­με. Όχι δη­λα­δή πως στον κα­πι­τα­λι­σμό ήμα­σταν κο­σμο­γυ­ρι­σμέ­νοι, αλλά εί­χα­με να λέμε. Η πλάκα είναι πως, απ’ όσους τα­ξι­δεύ­ουν στη Γερ­μα­νία σή­με­ρα, ελά­χι­στοι αντι­λαμ­βά­νο­νται το ότι όλα τα προ­γράμ­μα­τα, όλων των τα­ξι­διω­τι­κών γρα­φεί­ων σε πάνε μόνο στην πρώην ΛΔΓ και κα­νείς δεν ανα­ρω­τιέ­ται γιατί συμ­βαί­νει αυτό. Βε­ρο­λί­νο, Πό­τσ­δαμ, Λει­ψία, Δρέσ­δη. Και στο… τεί­χος. Κι εκεί που ‘ναι πε­σμέ­νο να ‘σου και ξε­προ­βά­λει πίσω του το συ­γκρό­τη­μα της Mercedes Benz.

Κι όλο και παίρ­να­με κα­νέ­να τε­τρα­κί­νη­το SUV. Μη και μας πιά­σει χιόνι στις τα­βέρ­νες της Χα­σιάς. Συ­νή­θως κο­ρε­ά­τι­κο. Προ­σέ­φε­ρε κα­λύ­τε­ρη σχέση όγκου-τι­μής. Και τα Σαβ­βα­τό­βρα­δα ανε­βαί­να­με και σε κα­νέ­να τρα­πέ­ζι «εκ­πο­λι­τι­σμέ­νου» σκυ­λά­δι­κου ή χα­ζεύ­α­με τη γκό­με­να που λι­κνι­ζό­ταν πάνω σ’ αυτό. Όχι πως ήμα­σταν του σκυ­λά­δι­κου, αλλά πή­γαι­νε η παρέα κι απ’ την άλλη η κλα­σι­κή μου­σι­κή δεν είναι για όλες τις ώρες. Στο κά­τω-κά­τω δεν ζού­σα­με στην ΕΣΣΔ για να τη βγά­ζου­με με μπα­λέ­το, συ­ναυ­λί­ες και θέ­α­τρο. Όλο… κου­βερ­τού­ρες πια, νι­σά­φι. Καλή η τέχνη αλλά μην πά­θου­με και ζά­χα­ρο! Και περ­νού­σαν τα χρό­νια. Η ΕΣΣΔ υπο­νο­μεύ­τη­κε κι ένα βράδυ – στις 25 Δε­κέμ­βρη, που γεν­νιού­νται οι θεοί, η κόκ­κι­νη ση­μαία με το σφυ­ρο­δρέ­πα­νο και το αστέ­ρι υπε­στά­λη. Να λοι­πόν που δεν θα χρεια­ζό­ταν να κου­βα­λά­νε καλ­σόν και οι… γα­μιά­δες στα τα­ξί­δια τους στην ΕΣΣΔ για να ξε­λα­μπι­κά­ρουν. Τώρα έρ­χο­νταν εδώ οι πρώην σο­βιε­τι­κές. Στην πα­ρα­ζά­λη του κό­σμου τους που γκρε­μί­στη­κε σε μια νύχτα, τους έμενε μόνο το κορμί τους να ξε­που­λή­σουν μπας και τη βγά­λουν. Αλλά μήπως κι εδώ γα­μού­σαν;

Με τα χρό­νια οι γε­νιές των αν­θρώ­πων διερ­ρά­γη­σαν σ’ εκεί­νους που δεν μπο­ρού­σαν να φα­ντα­στούν τη ζωή τους χωρίς την ΕΣΣΔ και σ’ αυ­τούς που δεν μπο­ρού­σαν ν’ αντι­λη­φτούν ζωή με ΕΣΣΔ. Κι όλοι μά­θα­με να με­τρά­με «νε­κρούς» του… Στά­λιν. Πολλά εκα­τομ­μύ­ρια! Που αν τα πρό­σθε­τες χρεια­ζό­σουν και Κι­νέ­ζους ή Ιν­δούς για να βγουν τα νού­με­ρα.

Συν τω χρόνω, πάνε τα ωρά­ρια, πάνε τα δώρα, οι μι­σθοί έγι­ναν χαρ­τζι­λί­κι, στο τέλος χά­θη­καν κι οι δου­λειές. Κι όλο, σε πεί­σμα εμείς, να με­τρά­με «νε­κρούς» και να γκρε­μί­ζου­με αντι­φα­σι­στι­κά μνη­μεία. Κι όσο έπε­φταν τα με­ρο­κά­μα­τα τόσο αυ­γά­τι­ζαν οι «νε­κροί» του Στά­λιν. Κι όσο λι­γό­στευαν τα μνη­μεία, τόσο αυ­γά­τι­ζαν οι μαύ­ροι λύκοι. Μυ­στή­ρια πράγ­μα­τα.

Ήταν και με­ρι­κές χι­λιά­δες πνιγ­μέ­νοι στη Με­σό­γειο και κά­ποιες εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες νε­κροί του Ιράκ, άλλοι της Λι­βύ­ης, της Συ­ρί­ας, της Υε­μέ­νης. Στην πρώην Γιου­γκο­σλα­βία είχαν τρι­πλα­σια­στεί οι καρ­κί­νοι μετά τους βομ­βαρ­δι­σμούς του ΝΑΤΟ, αλλά πού να βρεις καιρό με τα εκα­τομ­μύ­ρια του… Στά­λιν.

Πάνω εκεί ήρθε και το fb! Επί τέ­λους ζού­σα­με! Δεί­χνα­με το νέο μας φλερτ, το αυ­το­κί­νη­τό μας, το σκυ­λά­κι μας, το γα­τά­κι μας, ό,τι είχε τέλος πά­ντων ο κα­θέ­νας, με­ρι­κές κυ­ρί­ες έδει­χναν και τα πόδια τους, τις δια­κο­πές μας στο χωριό – εν ανά­γκη την κα­φε­τέ­ρια που ήπια­με καφέ, το ταψί με το μπριάμ που μόλις βγά­λα­με απ’ το φούρ­νο. Μάτσο οι selfies, οι παι­δι­κές οι «πως θα ‘μαστε στα 80. Από δε επα­να­στα­τι­κά σύμ­βο­λα, να γί­νε­ται της… που­τά­νας. Στην κούπα του καφέ, σε μπρε­λόκ, πο­τή­ρια, μα­ντή­λια, τρα­πε­ζο­μά­ντι­λα, στα νύχια, σε τατού… Να ξε­χει­λί­ζει το μέσο από κόκ­κι­νες ση­μαί­ες τόσο που να λες έγινε η επα­νά­στα­ση χωρίς εμένα. Κι ο κα­να­πές στο πυρ το εξώ­τε­ρο. Να θέ­λεις ν’ απο­θέ­σεις το κορμί σου να σιά­ξει η μέση σου και να κοκ­κι­νί­ζεις από ντρο­πή.

Ανε­βά­ζα­με κα­νέ­να ποι­η­μα­τά­κι, κα­νέ­να τρα­γου­δά­κι, διά­φο­ρες μα­λα­κί­ες, περ­νού­σε ο και­ρός. Γρά­φα­με όλοι! Ποι­ή­μα­τα, πεζά και πολ­λοί στ’ αρ­χί­δια τους. Άλλος τα παι­διά του, τη ζωή του, το παρόν του, το μέλ­λον του, την αξιο­πρέ­πειά του, όλους τους άλ­λους…

Και… μνη­μό­συ­να σ’ επι­φα­νείς πε­θα­μέ­νους. Φτά­σα­με να δι­στά­ζουν να πε­θά­νουν οι επώ­νυ­μοι, τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι απ’ το τι θα ακο­λου­θού­σε στις επε­τεί­ους του θα­νά­του τους. Άλλοι πάλι από­φευ­γαν να γεν­νη­θούν ή να γί­νουν κάτι τις, γιατί και τότε τους έπια­ναν στο πλη­κτρο­λό­γιο. Μόνο οι πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νοι ήλ­πι­ζαν στον μετά θά­να­το νε­κρο­λο­γι­κό ορυ­μα­γδό τους.

Εν τω με­τα­ξύ, ίσως λόγω υπε­ρε­πάρ­κειας σε καλ­σόν – μέχρι κι ο Γιώρ­γος φο­ρού­σε, δεν γα­μού­σε κα­νείς. Κάτι ελ­πί­δες που εί­χα­με ενα­πο­θέ­σει στα παι­διά μας εξα­νε­μί­ζο­νταν μαζί με τη ζωή τους, που με σβη­σμέ­νο βλέμ­μα την πα­ρα­κο­λου­θού­σαν, στα τρα­πε­ζά­κια έξω, να ξε­θυ­μαί­νει μπρο­στά στα μάτια τους. Στρά­φι και η σε­ξουα­λι­κή δια­παι­δα­γώ­γη­ση που τα εί­χα­με υπο­βά­λει: Μην το κά­νεις με τον εαυ­τόν σου, πρό­σε­χε μην κολ­λή­σεις τί­πο­τα… μόνο με προ­φυ­λα­κτι­κό… μην έχει καμιά αρ­ρώ­στια… όταν θα’ σαι έτοι­μη… μη μεί­νεις έγκυος… μη σε τυ­λί­ξει…

Κι αν κά­ποιος θαρ­ρα­λέ­ος, απε­ρί­σκε­πτος ή χυ­δαί­ος τολ­μού­σε να φλερ­τά­ρει, αμέ­σως σι­δη­ρο­δέ­σμιος, απ’ την κο­ρε­κτί­λα με πο­λι­τι­κά, κα­τη­γο­ρού­με­νος για σε­ξουα­λι­κή πα­ρε­νό­χλη­ση. Και που να φλερ­τά­ρεις; Στη δου­λειά που έτρω­γες τη μισή σου ζωή, κιν­δύ­νευ­ες από δη­μό­σια δια­πό­μπευ­ση μέχρι κι ευ­νου­χι­σμό αν σ’ έπια­ναν. Οι πα­ρέ­ες είχαν πε­ριο­ρι­στεί λόγω κρί­σης, η γει­τό­νισ­σα στην απέ­να­ντι πο­λυ­κα­τοι­κία σπά­νια έβγαι­νε η άλλη στον τρίτο με­τα­κό­μι­σε – χώρια που η γριά στον πρώτο, κά­πνι­ζε στο μπαλ­κό­νι χει­μώ­να-κα­λο­καί­ρι κι όσο για καμιά βρα­δι­νή έξοδο, πού λεφτά. Ούτε τη «μου­νά­ρα», «μου­νά­ρα» δεν μπο­ρού­σες να πεις πια. Και γι­νή­κα­με όλοι δι­καιω­μα­τι­κοί. Αγώ­νες για το δι­καί­ω­μα του Γιώρ­γη στη φού­στα – βγήκε και βι­βλίο: «Ωραίο το φου­στά­νι σου Γιώρ­γο μου». Οδύνη, σπα­ραγ­μός κι οργή για τη δη­μο­σιο­γρά­φο που πριν 25 χρό­νια την πα­ρε­νο­χλού­σε ο χο­ντρο­μα­λά­κας (ευ­τρα­φο­αυ­τοϊ­κα­νο­ποιού­με­νος με τα νέα μέτρα) συ­νά­δελ­φός της κι αυτή θυ­μή­θη­κε να δια­μαρ­τυ­ρη­θεί σή­με­ρα, διότι τότε είχε ανά­γκη την δη­μο­σιο­γρα­φία στον «Ορ­γα­νι­σμό» και φρο­νί­μως έκανε την πάπια. Πάει και η κότα, ως σε­ξι­στι­κό. Και τα… κε­ρά­σια! Πα­ρα­πέ­μπουν στ’ αρ­χί­δια.

Αγώ­νες για τον δη­μό­σιο θη­λα­σμό στην Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Για το δι­καί­ω­μα των οι­κο­νο­μη­μέ­νων ν’ αγο­ρά­ζουν μια φου­κα­ριά­ρα, να την γκα­στρώ­νουν με κά­ποιο τρόπο και να τους βγά­ζει παιδί – πα­ρέν­θε­τη μη­τρό­τη­τα το είπαν κι ακου­γό­ταν όμορ­φο. Οι μισοί φω­νά­ζα­με στην Κλαυθ­μώ­νος για την πα­ρεν­θε­σία κι οι άλλοι μισοί την αρά­ζα­με στο Μου­σείο για το δι­καί­ω­μα στην πα­τρό­τη­τα ή μη­τρό­τη­τα ή και τα δύο – μπερ­δε­μέ­νο το έχω, του Μή­τσου με τον Τάκη που πρό­σφα­τα στε­φα­νώ­θη­καν. Στο Οφθαλ­μια­τρείο έβρι­σκες και κά­ποιους να δια­δη­λώ­νουν πότε ενά­ντια στις πορ­δές των βο­οει­δών, πότε για την απα­γό­ρευ­ση των κρε­ο­πω­λών, για τα δι­καιώ­μα­τα του τρι­φυλ­λιού ένα­ντι της μο­βό­ρι­κης λαί­λα­πας των αι­γο­προ­βά­των, για την αγω­νία του αστα­κού πριν το βρά­σι­μο, το δι­καί­ω­μα της σα­ρα­ντα­πο­δα­ρού­σας στην υπό­δη­ση…

Βρί­σκα­με, κάθε τόσο και τους γρα­φι­κούς κομ­μου­νι­στές ν’ ανη­φο­ρί­ζουν τη Στα­δί­ου που – πα­ρα­δό­ξως, με τον καιρό γί­νο­νταν και πε­ρισ­σό­τε­ροι, αλλά καμία σχέση με τον δι­καιω­μα­τι­σμό αυτοί. Όλο για δου­λειά, δι­καιώ­μα­τα τα­ξι­κά, δο­λο­φό­νοι αμε­ρι­κα­νοί, σο­σια­λι­σμός και τέ­τοια. Σώνει και καλά να χά­σου­με τα τα­ξί­δια.

Άλ­λα­ξε και η γραμ­μα­τι­κή. Αρ­σε­νι­κό, θη­λυ­κό, τρίτο φύλο και ου­δέ­τε­ρο. Το τε­λευ­ταίο πέ­ρα­σε και στους αν­θρώ­πους. Πως λέ­γα­με το τρα­πέ­ζι, το ζώο… τώρα λέμε το Δη­μή­τρη, το Μαρία, το κω­λό­παι­δο, αν και το τε­λευ­ταίο προ­ϋ­πήρ­χε.

Με­ρι­κοί, ως ασύ­στο­λοι βι­βλιο­φά­γοι, φω­το­γρα­φί­ζα­με και τα βι­βλία που παίρ­να­με στις δια­κο­πές. Κάτι «Η 18η Μπρυ­μαίρ του Λου­δο­βί­κου…», κάτι «Οι θέ­σεις του Απρί­λη» – κι αυτοί οι χρι­στια­νοί δεν έγρα­ψαν τί­πο­τα για… Αύ­γου­στο, τον «Οδυσ­σέα» του Τζόυς, το «Ανα­ζη­τώ­ντας το Χα­μέ­νο Χρόνο» του Προυστ, τί­πο­τα το σπου­δαίο – ψι­λο­πρά­μα­τα για την πα­ρα­λία. Το «Ένα βήμα μπρος, δυο βή­μα­τα πίσω» το κρα­τού­σα­με για το γυ­μνα­στή­ριο, το χει­μώ­να.

Κι ο και­ρός κύ­λα­γε. Πα­ράλ­λη­λα, τείχη υψώ­νο­νταν σχε­δόν κα­θη­με­ρι­νά. Εί­χα­με πήξει στο τεί­χος κι έτσι το πράγ­μα έχασε το εν­δια­φέ­ρον του. Ξε­χά­στη­κε και του Βε­ρο­λί­νου.

Στέ­λιος Κα­νά­κης

Δι­δά­σκει στην επαγ­γελ­μα­τι­κή εκ­παί­δευ­ση και πα­ράλ­λη­λα δρα­στη­ριο­ποιεί­ται σε διά­φο­ρες επι­χει­ρή­σεις, κυ­ρί­ως στο χώρο του βι­βλί­ου. Έχει γρά­ψει, υπό μορφή ημε­ρο­λο­γί­ων, τα «Με τη μου­σι­κή του κό­σμου», «Οι μου­σι­κοί του κό­σμου» και «Δώ­δε­κα μήνες μου­σι­κή». Επί­σης τα βι­βλία «Ιερές Βλα­κεί­ες», Εμπει­ρία Εκ­δο­τι­κή 1η και 2η έκ­δο­ση – Εκ­δό­σεις Εντύ­ποις 3η και 4η, το «Η Αγρία Γραφή», Εκ­δό­σεις ΚΨΜ και το «Τ’ Άστρα στο κε­φά­λι μας», Εκ­δό­σεις Εντύ­ποις.