Και λέω για τα μούτρα μου, π΄άλλο καλό δεν έχω,
μη τσου συγχύσω γίνομαι, γλυκός, κι όλο προσέχω.
Πουλόκαιροι και μπαίνουνε, σαν τα πτηνά οι τουρίστες,
σε φουλ ρυθμό κ΄οι δρόμοι μας, με οδηγούς σολίστες.
Γνωστό το παραλήρημα, κι όσα θα πω είναι λίγα,
τέτοια εποχή σαλευουνε, και τσου τσιμπάει μύγα.
Ήρθε η σεζόν με διάθεση, καλά μας ξυπνητούρια,
το άγχος ξαναγύρισε, το τρέξιμο κι η φούρια.
Αρχίζει η περίσταση, αρχίζει η βουρλισία,
ίσως και αναπόφευκτη, στην άσφαλτο η θυσία.
Και σκέφτομαι τα μέσαθες, και έξω από την πόλη,
το οδικό το δίκτυο, που καταπίνουμε όλοι.
Βλέπω αυτά που βλέπετε, τη μόνιμη αναρχία,
κάθε γωνιά τση Ζάκυνθος, δηλώνει δυστυχία.
Μια δυστυχία απ΄τσι πολλές, να κατεβείς στη πόλη,
πεζοί, και αυτοκίνητα, μια μπάλα είμαστε όλοι.
Παντού τόσα εμπόδια, πασχίζεις να προκάμεις,
δεν ξέρεις πιό το βήμα σου, και κατα που να κάμεις.
Τα βράδια ανεξέλεγκτα, τα ζει η νεολαία,
παράπονα στη μοίρα τσους, ψάχνουν αποστολέα.
Το πρόσωπο τση νύχτας μας, ρυθμός, και τα΄μπα του΄μπα,
ζαλάδα, πονοκέφαλος, και στο σκοτάδι η λούμπα.
Καραδοκεί τη μία στιγμή, και δεν αλλάζει θέση,
ένα μένει να μάθουμε, μέσα ποίος θα πέσει.!!!