Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καρλ Μαρξ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καρλ Μαρξ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

16 Μαρτίου, 2024

ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ: ''έφυγε'' σα Σήμερα πριν από 141 χρόνια #Αλλά_Είναι_Πάντα_Εδώ

 


Ελενη Μαρκακη:

ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ, ''έφυγε'' σα σήμερα πριν από 141 χρόνια ... αλλά είναι πάντα εδώ, πιο επίκαιρος από ποτέ.
Ο Μαρξ που τάραξε τα ύδατα επειδή ακριβώς έδειξε με το έργο του ότι πριν από αυτόν ''οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε''...
''Ο μαρξισμός του Μαρξ δεν μιλάει για ολιγάρκεια, μιλάει για αφθονία για όλους ή, εν πάση περιπτώσει, για ίση κατανομή του υπάρχοντος «κοινωνικού προϊόντος» σε μια δεδομένη στιγμή της κοινωνικής ανάπτυξης. Ο μαρξισμός είναι υπέρ του πλούτου, όχι υπέρ της φτώχειας. Μόνο που θέλει τον πλούτο για όλους. Av αυτό είναι ουτοπία, τότε η συσσώρευση του πλούτου σε λίγους είναι ανηθικότητα.'' (B. Pαφαηλίδη, ''Η μεγάλη περιπέτεια του μαρξισμού'')






Ελενη Μαρκακη




Ελενη Μαρκακη

...''οι κομμουνιστές μπορούν να συνοψίσουν τη θεωρία τους σ' αυτή τη μοναδική διατύπωση: κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας.
Μας κατηγόρησαν εμάς τους κομμουνιστές, πως θέλουμε να καταργήσουμε την ιδιοκτησία που αποκτήθηκε με την προσωπική δουλειά, με την ατομική εργασία, την ιδιοκτησία που αποτελεί τη βάση κάθε προσωπικής ελευθερίας, δραστηριότητας και αυτοτέλειας.
Την ιδιοκτησία που είναι προϊόν δουλειάς, που αποκτήθηκε και κερδήθηκε με την προσωπική εργασία! Μήπως μιλάτε για τη μικροαστική, τη μικροαγροτική ιδιοκτησία που είναι προγενέστερη από την αστική ιδιοκτησία; 
Αυτή δεν χρειάζεται να την καταργήσουμε εμείς, αυτή την κατάργησε
και την καταργεί καθημερινά η ανάπτυξη της βιομηχανίας.''...

19 Απριλίου, 2018

Κάρολος Δαρβίνος!! -Ένας Πιστός κ Θρησκευόμενος κατέστησε «περιττό» το ρόλο του Θεού στη «Δημιουργία» του Ανθρώπου !!

,,Οι Μαρξ και Ενγκελς όχι μόνο αποδέχτηκαν τη δαρβινική θεωρία της καταγωγής του ανθρώπου από προγονικά ζώα, αλλά ερμήνευσαν την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου από τα άλλα είδη, αναζητώντας στους υλικούς – κοινωνικούς όρους ζωής των πιθηκόμορφων προγόνων του την εξήγηση της ανωτερότητάς του.
Απέδειξαν έτσι ότι η «ανθρωποποίηση» είναι αποτέλεσμα, από ένα σημείο και έπειτα, αλλαγών στον τρόπο ζωής των προγόνων μας, με καθοριστικό το ρόλο της εργασίας..,,

Κάρολος Δαρβίνος, κατέστησε «περιττό» το ρόλο του Θεού στη «δημιουργία» του ανθρώπου

Στις 12 Φεβρουαρίου 1809 γεννήθηκε ο Κάρολος Δαρβίνος, Aγγλος φυσιοδίφης, «πατέρας» της θεωρίας περί της εξέλιξης των ειδών και της φυσικής επιλογής.
Οι παρατηρήσεις που έκανε στη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Ν. Αμερική και στον Ειρηνικό Ωκεανό τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα είδη των ζώων δεν παραμένουν ίδια, αλλά μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου.
Στο σημαντικότερο έργο του «Περί της γέννησης των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής» (εκδόθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1859) διατύπωσε τη θεωρία της καταγωγής των ειδών, η οποία έτυχε γενικής αναγνώρισης, και επίσης θεμελίωσε τη θεωρία της φυσικής επιλογής που εξηγεί πώς δημιουργούνται τα είδη.
Ακολούθησε το 1871 το εξίσου πολύκροτο «Η καταγωγή του ανθρώπου και η φυσική επιλογή» όπου υποστήριξε ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τα πιθηκοειδή
«Ο Δαρβίνος έβαλε τέρμα στην άποψη που υποστήριζε πως τα είδη των ζώων και των ανθρώπων δε συνδέονται καθόλου μεταξύ τους και πως χρωστιούνται σε τυχαίες αιτίες, γιατί “δημιουργήθηκαν από το θεό”. Ηταν ο πρώτος που έβαλε τη βιολογία πάνω σε βάσεις απόλυτα επιστημονικές και καθόρισε πώς έγινε η εξέλιξη των ειδών και σε ποια σχέση διαδέχτηκαν το ένα το άλλο» (Λένιν)

Ετσι, ο άνθρωπος δε δημιουργήθηκε με κάποιο υπερφυσικό τρόπο, αλλά είναι το αποτέλεσμα της εξελικτικής διαδικασίας στο ζωικό βασίλειο.
Φυσικά, ο άνθρωπος δεν είναι απευθείας απόγονος του πιθήκου, όπως διαστρεβλώνεται συχνά η ιστορία της προέλευσης του ανθρώπου.
Οι άνθρωποι και οι πίθηκοι είναι διαφορετικοί κλάδοι του ίδιου δέντρου, θα μπορούσαμε να πούμε. Στα βάθη του παρελθόντος, κάποιοι ανθρωπόμορφοι πίθηκοι ήταν οι κοινοί πρόγονοι και των δύο αυτών ειδών.
Ο Δαρβίνος άθελά του – καθότι ο ίδιος ήταν βαθύτατα πιστός και θρησκευόμενος – κατέστησε «περιττό» το ρόλο του Θεού στη «δημιουργία» του ανθρώπου, ξεσηκώνοντας έτσι τη μήνη της εκκλησίας. Βέβαια, οι σχετικές ιδεαλιστικές και σκοταδιστικές θεωρήσεις καλά κρατούν έως σήμερα.

Μαρξισμός και δαρβινισμός

Η δαρβινική θεωρία αποτέλεσε την κορωνίδα της επιστημονικής σκέψης στη βιολογία έως εκείνο τον καιρό, επιβεβαιώνοντας ότι τα πάντα στη φύση βρίσκονται σε μια διαδικασία συνεχούς αλλαγής και εξέλιξης.
Οι Μαρξ και Ενγκελς εκτιμούσαν βαθύτατα τις ανακαλύψεις του Δαρβίνου , που αποδείκνυαν επιστημονικά ότι η ανθρωπότητα είχε αναδυθεί από το ζωικό βασίλειο.
Θεωρούσαν, μάλιστα, ότι η θεωρία του Δαρβίνου αποτελούσε έναν από τους προπομπούς, στο επίπεδο των φυσικών επιστημών, που συνέβαλαν στη γέννηση του διαλεκτικού υλισμού.
Ο Ενγκελς τόνιζε ότι η θεωρία του Δαρβίνου ήταν για τη βιολογία αυτό που ήταν για την ιστορία η ανακάλυψη από τον Μαρξ των αντικειμενικών νόμων που καθορίζουν την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη.
Οι Μαρξ και Ενγκελς όχι μόνο αποδέχτηκαν τη δαρβινική θεωρία της καταγωγής του ανθρώπου από προγονικά ζώα, αλλά ερμήνευσαν την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου από τα άλλα είδη, αναζητώντας στους υλικούς – κοινωνικούς όρους ζωής των πιθηκόμορφων προγόνων του την εξήγηση της ανωτερότητάς του.
Απέδειξαν έτσι ότι η «ανθρωποποίηση» είναι αποτέλεσμα, από ένα σημείο και έπειτα, αλλαγών στον τρόπο ζωής των προγόνων μας, με καθοριστικό το ρόλο της εργασίας, της συνειδητής αλλαγής από τον κοινωνικό άνθρωπο του φυσικού του περιβάλλοντος και μαζί και της ανθρώπινης φύσης.
Από herko στο ΦΕΒ 12, 2018

Δες το ντοκιμαντέρ απ την ΕΤ1 

Και κάνε παρακάτω κλικ:
http://www.wwf.gr/images/pdfs/pe/Darwin_Theory.pdf


04 Μαρτίου, 2018

-ΠΩΣ ΜΑΣ ΚΛΕΒΟΥΝ ;; -Το Αποτέλεσμα του Κλεψίματος:

ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ - ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ Συζητώντας με εργάτες. Εργο του A. Venetsian, 1961
ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ - ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ Συζητώντας με εργάτες. Εργο του A. Venetsian, 1961
Από τον καιρό που υπάρχουν στον κόσμο κεφαλαιοκράτες και εργάτες δεν εκδόθηκε ακόμα κανένα άλλο βιβλίο που να έχει τόση σπουδαιότητα για τους εργάτες, όση έχει το βιβλίο που έχουμε μπροστά μας. Η σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ο άξονας που γύρω του περιστρέφεται ολόκληρο το σημερινό μας κοινωνικό σύστημα, για πρώτη φορά αναπτύσσεται εδώ επιστημονικά κι αυτό με μια βαθύτητα και οξύνοια που μόνο ένας Γερμανός μπορούσε να το κάνει. 
Οσο πολύτιμα κι αν είναι και παραμένουν τα συγγράμματα ενός Οουεν, ενός Σεν - Σιμόν ή ενός Φουριέ - επιφυλάχτηκε σ' έναν Γερμανό να αναρριχηθεί ως την κορυφή απ' όπου μπορεί κανείς να δει καθαρά και επισκοπικά ολόκληρο το πεδίο των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων, ακριβώς όπως ένας παρατηρητής που στέκεται στην ψηλότερη κορφή βλέπει τα χαμηλότερα ορεινά τοπία.
Η ως τα τώρα πολιτική οικονομία μάς διδάσκει ότι η εργασία είναι η πηγή όλου του πλούτου και το μέτρο όλων των αξιών, έτσι που δυο αντικείμενα που η παραγωγή τους στοίχισε τον ίδιο χρόνο εργασίας έχουν επίσης την ίδια αξία και μια και κατά μέσον όρο ανταλλάσσονται μεταξύ τους ίσες αξίες, θα πρέπει τα δυο αυτά αντικείμενα να μπορούν να ανταλλαχτούν το ένα με το άλλο. 
Ταυτόχρονα όμως, η πολιτική οικονομία διδάσκει ότι υπάρχει ένα είδος συσσωρευμένης εργασίας που την ονομάζει κεφάλαιο, ότι αυτό το κεφάλαιο χάρη στις βοηθητικές πηγές που ενυπάρχουν σ' αυτό, ανεβάζει την παραγωγικότητα της ζωντανής εργασίας εκατό και χίλιες φορές, και σ' αντάλλαγμα παίρνει μια ορισμένη αποζημίωση, που ονομάζεται όφελος ή κέρδος. 
Οπως όλοι ξέρουμε, στην πραγματικότητα τα πράγματα γίνονται έτσι που τα κέρδη της συσσωρευμένης, νεκρής εργασίας αυξαίνουν ολοένα σε μάζα, τα κεφάλαια των κεφαλαιοκρατών γίνονται όλο και πιο κολοσσιαία, ενώ ο μισθός της ζωντανής εργασίας λιγοστεύει ολοένα, και η μάζα των εργατών που ζουν αποκλειστικά από το μισθό της εργασίας γίνεται όλο και πιο πολυάριθμη και πιο φτωχή.
 Πώς μπορεί να λυθεί αυτή η αντίφαση; 
Πώς μπορεί να μένει στον κεφαλαιοκράτη ένα κέρδος, αν ο εργάτης αποζημιώνεται με ολόκληρη την αξία της εργασίας που προσθέτει στο προϊόν του; 
Μα αφού ανταλλάσσονται μόνο ίσες αξίες θα πει ότι έτσι πρέπει να γίνεται. Από την άλλη μεριά, πώς μπορούν να ανταλλάσσονται ίσες αξίες, πώς μπορεί ο εργάτης να παίρνει ολόκληρη την αξία του προϊόντος του, αν όπως παραδέχονται πολλοί οικονομολόγοι, το προϊόν αυτό μοιράζεται ανάμεσα σ' αυτόν και στον κεφαλαιοκράτη; 
Η παλιά πολιτική οικονομία στέκεται αμήχανη μπρος σ' αυτή την αντίφαση και γράφει ή τραυλίζει συγχυσμένες φράσεις που δε λένε τίποτα. 
Ακόμα και οι ως τα τώρα σοσιαλιστές κριτικοί της πολιτικής οικονομίας δεν ήταν σε θέση να κάνουν τίποτα περισσότερο παρά να τονίσουν αυτή την αντίφαση.
 Κανένας δεν την έλυσε, ώσπου επιτέλους ο Μαρξ παρακολούθησε την πορεία γέννησης αυτού του κέρδους ως τον τόπο της γέννησής του κι έτσι φώτισε όλο το ζήτημα.
ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ - ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ Δουλεύοντας πάνω στο ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ. Εργο του V. Polyakov, 1961
ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ - ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ Δουλεύοντας πάνω στο ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ. Εργο του V. Polyakov, 1961
Στην ανάλυση του κεφαλαίου, ο Μαρξ ξεκινά από τα απλό, πασίγνωστο γεγονός ότι οι κεφαλαιοκράτες αξιοποιούν το κεφάλαιό τους με την ανταλλαγή: Αγοράζουν με το χρήμα τους εμπόρευμα κι υστέρα το πουλάνε για περισσότερο χρήμα απ' όσο τους στοίχισε. Λογουχάρη, ένας κεφαλαιούχος αγοράζει βαμπάκι για 1.000 τάλιρα και το ξαναπουλά για 1.100, κι έτσι «κερδίζει» 100 τάλιρα. 
Αυτό το πλεόνασμα από 100 τάλιρα, πάνω από το αρχικά κεφάλαιο, ο Μαρξ το ονομάζει υπεραξία.
 Από πού γεννιέται αυτή η υπεραξία; Σύμφωνα με όσα παραδέχονται οι οικονομολόγοι ανταλλάσσονται μόνον ίσες αξίες και στην περιοχή της αφηρημένης θεωρίας αυτό είναι σωστό. 

Ετσι η αγορά βαμπακιού και η μεταπούλησή του δεν μπορούν να προσφέρουν περισσότερη υπεραξία, από την υπεραξία που προσφέρει η ανταλλαγή ενός ασημένιου τάλιρου με τριάντα ασημένια γρόσια 
και η αντίστροφη ανταλλαγή των κερμάτων με το ασημένιο τάλιρο: από μια τέτοια ανταλλαγή κανένας δε γίνεται ούτε πιο πλούσιος, ούτε πιο φτωχός. 
Μα η υπεραξία δεν μπορεί να προέρχεται ούτε από την περίπτωση που οι πουλητές πουλούν εμπορεύματα πάνω από την αξία τους, ή που οι αγοραστές τα αγοράζουν κάτω από την αξία τους, γιατί ο καθένας τους με τη σειρά του γίνεται πότε αγοραστής και πότε πουλητής και έτσι τα πράγματα εξισώνονται πάλι. 
Το ίδιο δεν μπορεί να προέλθει από το γεγονός ότι αγοραστές και πουλητές ξεγελούν ο ένας τον άλλο, γιατί αυτό δε θα δημιουργούσε καμιά νέα αξία ή υπεραξία, αλλά απλούστατα θα μοίραζε το υπάρχον κεφάλαιο διαφορετικά ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες. Παρά το γεγονός ότι ο κεφαλαιοκράτης αγοράζει τα εμπορεύματα στην άξια τους και τα πουλά στην αξία τους, βγάζει απ' αυτά περισσότερη αξία απ' όσην έβαλε μέσα σ' αυτά. 
Πώς συμβαίνει αυτό;
Ο κεφαλαιοκράτης, μέσα στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες, βρίσκει στην αγορά των εμπορευμάτων ένα εμπόρευμα που έχει την ιδιόμορφη ιδιότητα ότι η κατανάλωσή του αποτελεί πηγή νέας αξίας, δημιουργία νέας αξίας, κι αυτό το εμπόρευμα είναι η εργατική δύναμη.
Τι είναι η αξία της εργατικής δύναμης; 
Η αξία κάθε εμπορεύματος μετριέται με την εργασία που απαιτείται για την παραγωγή του. Η εργατική δύναμη υπάρχει με τη μορφή του ζωντανού εργάτη που χρειάζεται ένα καθορισμένο ποσό μέσων συντήρησης για την ύπαρξή του καθώς και για τη συντήρηση της οικογένειάς του, που εξασφαλίζει τη διαιώνιση της εργατικής δύναμης κι ύστερα από το θάνατό του. 
Ο αναγκαίος εργάσιμος χρόνος για την παραγωγή αυτών των μέσων συντήρησης αντιπροσωπεύει λοιπόν την αξία της εργατικής δύναμης. 
Ο κεφαλαιοκράτης πληρώνει την αξία αυτή κάθε βδομάδα και αγοράζει έτσι τη χρήση εργασίας του εργάτη για μια βδομάδα. 
Ως το σημείο αυτό, οι κύριοι οικονομολόγοι θα είναι περίπου σύμφωνοι μαζί μας στο ζήτημα της αξίας της εργατικής δύναμης.
Ο κεφαλαιοκράτης βάζει τώρα τον εργάτη του να δουλέψει. Σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα ο εργάτης θα έχει παραδώσει τόση εργασία, όση αντιπροσωπευόταν στο βδομαδιάτικο μισθό του. 
Αν υποθέσουμε ότι ο βδομαδιάτικος μισθός ενός εργάτη αντιπροσωπεύει τρεις μέρες εργασίας, τότε αν ο εργάτης αρχίσει να δουλεύει τη Δευτέρα, θα έχει ως την Τετάρτη το βράδυ αναπληρώσει στον κεφαλαιοκράτη ολόκληρη την αξία του πληρωμένου μισθού. Μήπως σταματά τότε να δουλεύει; Καθόλου. 
Ο κεφαλαιοκράτης έχει αγοράσει την εργασία του για μια βδομάδα κι ο εργάτης πρέπει ακόμα να δουλέψει και τις τρεις τελευταίες μέρες της βδομάδας. Αυτή η υπερεργασία του εργάτη, πάνω από τον αναγκαίο για την αναπλήρωση του μισθού του χρόνο, είναι η πηγή της υπεραξίας, του κέρδους, της ολοένα αναπτυσσόμενης αύξησης του κεφαλαίου.
Ας μην πει κανείς πως είναι μια αυθαίρετη υπόθεση ότι ο εργάτης βγάζει με τη δουλιά του σε τρεις μέρες το μισθό που πήρε, και ότι δουλεύει τις υπόλοιπες τρεις μέρες για τον κεφαλαιοκράτη. 
Αν χρειάζεται ακριβώς τρεις μέρες για να αναπληρώσει το μισθό του, ή δυο ή τέσσερις, αυτό μας είναι εδώ ολότελα αδιάφορο και αλλάζει σύμφωνα με τις περιστάσεις. 
Το βασικό είναι ότι ο κεφαλαιοκράτης, πλάι στη δουλιά που πληρώνει, αποκομίζει εργασία που δεν την πληρώνει, κι αυτό δεν είναι αυθαίρετη υπόθεση, γιατί τη μέρα που ο κεφαλαιοκράτης θα έβγαζε μόνιμα απ' τον εργάτη μόνο τόση εργασία όση του πληρώνει σε μισθό, τη μέρα αυτή θα έκλεινε την επιχείρησή του, αφού θα χανόταν ίσα ίσα ολόκληρο το κέρδος του.
Εδώ έχουμε τη λύση όλων εκείνων των αντιφάσεων.
 Η προέλευση της υπεραξίας (που το κέρδος του κεφαλαιοκράτη αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της) είναι τώρα ολότελα ξεκάθαρη και φυσική. 
Η αξία της εργατικής δύναμης πληρώνεται, μα η αξία αυτή είναι πολύ μικρότερη από την αξία που κατορθώνει να βγάζει ο κεφαλαιοκράτης από την εργατική δύναμη, και η διαφορά, η απλήρωτη εργασία, αποτελεί ίσα ίσα το μερίδιο του κεφαλαιοκράτη ή, για να εκφραστούμε πιο σωστά, της τάξης των κεφαλαιοκρατών. 
Γιατί ακόμα και το κέρδος που στο παραπάνω παράδειγμά μας έβγαλε ο βαμβακέμπορος από το βαμπάκι του, πρέπει, αν οι τιμές του βαμπακιού δεν υψώθηκαν, να αποτελείται από απλήρωτη εργασία. 
Ο έμπορος θα πρέπει να έχει πουλήσει το βαμπάκι του σ' έναν εργοστασιάρχη βαμβακερών, που μπορεί να βγάλει από το προϊόν του, εκτός από κείνα τα 100 τάλιρα που πλήρωσε στο βαμβακέμπορο, και ένα ακόμα κέρδος για τον ίδιο τον εαυτό του και έτσι μοιράζεται μ' αυτόν την απλήρωτη εργασία που τσέπωσε. 
Αυτή η απλήρωτη εργασία είναι γενικά που συντηρεί όλα τα μη εργαζόμενα μέλη της κοινωνίας. 
Απ' αυτήν πληρώνονται οι κρατικοί και δημοτικοί φόροι, στο βαθμό που θίγουν την κεφαλαιοκρατική τάξη, καθώς και η γαιοπρόσοδος των γαιοχτημόνων κτλ. Πάνω σ' αυτή στηρίζεται ολόκληρο το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς.
Χώρια απ' αυτό, θα ήταν παράλογο να υποθέσει κανείς ότι η απλήρωτη εργασία προέκυψε μόνο μέσα στις σημερινές σχέσεις, όπου η παραγωγή γίνεται από τη μια από κεφαλαιοκράτες και από την άλλη από μισθωτούς εργάτες. 
Αντίθετα. 
Η καταπιεζόμενη τάξη σ' όλες τις εποχές ήταν αναγκασμένη να προσφέρει απλήρωτη εργασία. 
Σ' όλη τη μακρόχρονη περίοδο που η δουλεία ήταν η επικρατούσα μορφή της οργάνωσης της εργασίας, οι δούλοι ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν πολύ περισσότερο απ' ό,τι τους ανταποδιδόταν με τη μορφή μέσων συντήρησης. 
Το ίδιο συνέβαινε κάτω από την κυριαρχία της δουλοπαροικίας κι ως την κατάργηση της αγροτικής αγγαρείας. Εδώ μάλιστα εκδηλώνεται χειροπιαστά η διαφορά ανάμεσα στο χρόνο που ο αγρότης δουλεύει για την ίδια του τη συντήρηση στη ζωή και στην υπερεργασία για τον τσιφλικά, ακριβώς γιατί η τελευταία εργασία εκτελείται χωριστά από την πρώτη. 
Σήμερα άλλαξε η μορφή, μα η ουσία παρέμεινε, κι όσον καιρό ένα μέρος της κοινωνίας κατέχει το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής, ο εργάτης, είτε είναι ελεύθερος είτε όχι, πρέπει να προσθέτει στον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του εργάσιμο χρόνο, έναν παραπανίσιο χρόνο εργασίας για να παράγει τα μέσα συντήρησης των ιδιοχτητών των μέσων παραγωγής» (Μαρξ σελ. 202)1·
II
Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε ότι κάθε εργάτης που απασχολεί ένας κεφαλαιοκράτης εκτελεί διπλή εργασία: Στη διάρκεια ενός μέρους του χρόνου της εργασίας του αναπληρώνει το μισθό που του πλήρωσε ο κεφαλαιοκράτης, κι αυτό το μέρος της εργασίας ο Μαρξ το ονομάζει αναγκαία εργασία. 
Υστερα όμως απ' αυτό, ο εργάτης είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει δουλεύοντας, και στο χρονικό αυτό διάστημα παράγει για τον κεφαλαιοκράτη την υπεραξία, που ένα σημαντικό μέρος της αποτελεί το κέρδος. Το μέρος αυτό της εργασίας ονομάζεται υπερεργασία.
Ας υποθέσουμε ότι ο εργάτης δουλεύει τρεις μέρες τη βδομάδα για την αναπλήρωση του μισθού του και τρεις μέρες για την παραγωγή υπεραξίας για τον κεφαλαιοκράτη. 
Αν το εκφράσουμε με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι όταν εργάζεται δώδεκα ώρες τη μέρα, εργάζεται έξι ώρες τη μέρα για το μισθό του κι έξι ώρες για την παραγωγή υπεραξίας. 
Από τη βδομάδα δεν μπορεί κανείς να βγάλει παρά έξι ή το πολύ εφτά εργάσιμες μέρες λογαριάζοντας και την Κυριακή. Από κάθε ξεχωριστή μέρα όμως μπορεί κανείς να βγάλει έξι, οχτώ, δέκα, δώδεκα, δεκαπέντε ή και περισσότερες ώρες εργασίας. Ο εργάτης πούλησε στον κεφαλαιοκράτη μια εργάσιμη μέρα για ένα μεροκάματο. 
Τι είναι όμως μια εργάσιμη μέρα; Οχτώ ή δεκαοχτώ ώρες;
Ο κεφαλαιοκράτης έχει συμφέρον να κάνει την εργάσιμη μέρα όσο μπορεί μεγαλύτερη. Οσο πιο μεγάλη είναι η διάρκειά της, τόσο περισσότερη υπεραξία παράγει. Ο εργάτης νιώθει σωστά ότι κάθε ώρα εργασίας που δουλεύει πάνω από την αναπλήρωση του μισθού της εργασίας του, του αφαιρείται άδικα. Δοκιμάζει στην ίδια του την πλάτη τι θα πει να δουλεύεις ένα υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα. 
Ο κεφαλαιοκράτης αγωνίζεται για το κέρδος του, ο εργάτης για την υγεία του, για κάνα - δυο ώρες ανάπαυση τη μέρα, για να μπορεί έξω από τη δουλιά, τον ύπνο και το φαγητό, να δράσει και σαν άνθρωπος. 
Ετσι ας σημειωθεί εν παρόδω ότι δεν εξαρτιέται καθόλου από την καλή θέληση των ξεχωριστών κεφαλαιοκρατών αν επιθυμούν να ανακατευτούν ή όχι σε τούτο τον αγώνα, αφού ο συναγωνισμός εξαναγκάζει ακόμα και τους πιο φιλάνθρωπους απ' αυτούς να κάνουν το ίδιο που κάνουν και οι συνάδελφοί τους και να καθιερώνουν κατά κανόνα έναν εργάσιμο χρόνο, το ίδιο παρατεταμένο όσο και οι άλλοι.
Η πάλη για τον καθορισμό της εργάσιμης μέρας κρατά από την πρώτη ιστορική εμφάνιση των ελεύθερων εργατών ως τα σήμερα. 
Στους διάφορους κλάδους επικρατούν διαφορετικές πατροπαράδοτες εργάσιμες μέρες. Στην πραγματικότητα όμως σπάνια τηρούνται. 
Μονάχα εκεί που ο νόμος καθορίζει την εργάσιμη μέρα και που εποπτεύει την τήρησή της, μονάχα εκεί μπορεί κανείς να πει πραγματικά ότι υπάρχει μια κανονική εργάσιμη μέρα. Κι ως τώρα αυτό συμβαίνει σχεδόν μόνο στις εργοστασιακές περιοχές της Αγγλίας. 
Εδώ, για όλες τις γυναίκες και τα παιδιά από 13 ως 18 χρονών έχει καθοριστεί η δεκάωρη εργάσιμη μέρα (10 1/2 ώρες τις πέντε μέρες της βδομάδας και 7 1/2 ώρες το Σάββατο). 
Και επειδή οι άντρες δεν μπορούν να δουλέψουν χωρίς τους παραπάνω, υποτάσσονται και αυτοί στη δεκάωρη εργάσιμη μέρα. 
Το νόμο αυτό τον κατάχτησαν οι Αγγλοι εργοστασιακοί εργάτες ύστερα από πολύχρονη εγκαρτέρηση, με τον πιο επίμονο και πεισματικό αγώνα ενάντια στους εργοστασιάρχες, με την ελευθεροτυπία, με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι, καθώς και με την επιδέξια χρησιμοποίηση των διαιρέσεων μέσα στην ίδια την κυρίαρχη τάξη. 
Ο νόμος αυτός έγινε το παλλάδιο των Αγγλων εργατών, επεκτάθηκε σιγά σιγά σ' όλους τους μεγάλους βιομηχανικούς κλάδους και πέρσι2σε όλους σχεδόν τους κλάδους, τουλάχιστον σε όλους εκείνους που απασχολούν γυναίκες και παιδιά. 
Το έργο αυτό περιέχει εξαιρετικά λεπτομερειακό υλικό για την ιστορία αυτής της νομοθετικής ρύθμισης της εργάσιμης μέρας στην Αγγλία. Το ερχόμενο βορειογερμανικό Ράιχσταγκ θα έχει επίσης να συζητήσει ένα βιομηχανικό κανονισμό και μαζί μ' αυτό τη ρύθμιση της εργασίας στα εργοστάσια.
 Ελπίζουμε ότι κανένας από τους βουλευτές που εκλέξανε οι Γερμανοί εργάτες δε θα πάει στη συζήτηση αυτού του νόμου, χωρίς προηγούμενα να έχει ολότελα γνωρίσει το βιβλίο του Μαρξ. 
Στο ζήτημα αυτό πολλά μπορούν να επιτευχθούν. 
Οι διαιρέσεις ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις είναι πιο ευνοϊκές για τους εργάτες απ' ό,τι ήταν κάποτε στην Αγγλία, γιατί το γενικό εκλογικό δικαίωμα αναγκάζει τις κυρίαρχες τάξεις να επιδιώκουν την εύνοια των εργατών. 
Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, τέσσερις ή πέντε αντιπρόσωποι του προλεταριάτου αποτελούν μια δύναμη, αν ξέρουν πώς να χρησιμοποιήσουν τη θέση τους, αν πριν απ' όλα ξέρουν για το τι πρόκειται, πράγμα που οι αστοί δεν το ξέρουν. Και γι' αυτό το σκοπό, το βιβλίο του Μαρξ, τους δίνει έτοιμο στο χέρι όλο το υλικό.
Αφήνουμε κατά μέρος μια σειρά άλλες πολύ όμορφες έρευνες που έχουν περισσότερο θεωρητικό ενδιαφέρον και περνάμε στο τελευταίο κεφάλαιο που πραγματεύεται τη συσσώρευση ή συγκέντρωση του κεφαλαίου. 
Εδώ αποδείχνεται πρώτα ότι η κεφαλαιοκρατική μέθοδος παραγωγής, δηλαδή η παραγωγή που γίνεται, από τη μια, από τους κεφαλαιοκράτες κι από την άλλη από τους μισθωτούς εργάτες, όχι μόνο αναπαράγει συνεχώς το κεφάλαιο για τον κεφαλαιοκράτη, αλλά ταυτόχρονα αναπαράγει συνεχώς και τη φτώχεια των εργατών. 
Ετσι εξασφαλίζεται από τη μια να υπάρχουν πάντα οι κεφαλαιοκράτες, που είναι οι ιδιοχτήτες όλων των μέσων συντήρησης, όλων των πρώτων υλών και όλων των εργαλείων δουλιάς, κι απ' την άλλη, να υπάρχει πάντα η μεγάλη μάζα των εργατών που είναι υποχρεωμένοι να πουλάνε την εργατική τους δύναμη σ' αυτούς τους κεφαλαιοκράτες για ένα ποσό από μέσα συντήρησης, που, στην καλύτερη περίπτωση, φτάνουν ίσα ίσα για να τους διατηρούν σε κατάσταση που να είναι ικανοί για δουλιά και για ν' αναθρέψουν μια νέα γενιά από ικανούς για δουλιά προλετάριους. 
Το κεφάλαιο όμως δεν αναπαράγεται μονάχα: Ολοένα πληθαίνει και μεγαλώνει - και μαζί μ' αυτό πληθαίνει και μεγαλώνει η εξουσία του πάνω στην τάξη των εργατών που δεν έχουν καμιά ιδιοχτησία.
 Κι όπως το ίδιο αναπαράγεται σε ολοένα μεγαλύτερη κλίμακα, έτσι ο σύγχρονος κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής αναπαράγει επίσης σε ολοένα μεγαλύτερη κλίμακα, σε ολοένα μεγαλύτερο αριθμό την τάξη των εργατών που δεν έχουν καμιά ιδιοχτησία.
 «...Η συσσώρευση του κεφαλαίου αναπαράγει την κεφαλαιοκρατική σχέση σε πλατύτερη κλίμακα: περισσότερους κεφαλαιοκράτες ή μεγαλύτερους κεφαλαιοκράτες στον ένα πόλο, περισσότερους μισθωτούς εργάτες στον άλλο... Συσσώρευση του κεφαλαίου σημαίνει λοιπόν αύξηση του προλεταριάτου» (σελ. 600)3
Επειδή όμως, με την πρόοδο των μηχανών, με τη βελτιωμένη γεωργία κλπ. χρειάζονται όλο και λιγότεροι εργάτες για να παράγουν το ίδιο ποσό προϊόντα, επειδή αυτή ή τελειοποίηση, δηλαδή αυτή η μετατροπή των εργατών σε υπεράριθμους, αυξάνει ταχύτερα από ό,τι το ίδιο το αυξανόμενο κεφάλαιο τι θα γίνει μ' αυτόν τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό των εργατών; 
Σχηματίζουν ένα βιομηχανικό εφεδρικό στρατό που, σ' εποχές που οι δουλιές πάνε άσχημα ή μέτρια, πληρώνεται κάτω απ' την αξία της εργασίας του και απασχολείται όχι ταχτικά ή περιέρχεται στη φροντίδα της δημόσιας πρόνοιας για τους φτωχούς, που είναι όμως απαραίτητη στην κεφαλαιοκρατική τάξη σε καιρούς που σημειώνεται ιδιαίτερη ζωηρότητα στις δουλιές όπως αυτό φαίνεται σήμερα ολοκάθαρα στην Αγγλία. 
Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, χρησιμεύει για να σπάει τη δύναμη αντίστασης των εργατών που απασχολούνται ταχτικά και για να κρατά χαμηλά τους μισθούς τους. 
«Οσο μεγαλύτερος είναι ο κοινωνικός πλούτος... τόσο μεγαλύτερος είναι κι ο σχετικός υπερπληθυσμός, ή ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός. Και όσο μεγαλύτερος είναι αυτός ο εφεδρικός στρατός σε σχέση με τον ενεργό (τον κανονικά απασχολούμενο) εργατικό στρατό, τόσο μαζικότερος είναι ο σταθεροποιημένος (μόνιμος) υπερπληθυσμός, ή τα εργατικά εκείνα στρώματα που η αθλιότητά τους βρίσκεται σε αντίστροφη αναλογία με το μόχθο της δουλιάς τους. Οσο πιο πλατιά είναι, τέλος, τα στρώματα των ολότελα εξαθλιωμένων ανθρώπων της εργατικής τάξης και του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού, τόσο μεγαλύτερος είναι ο επίσημος παουπερισμός*. Αυτός είναι ο απόλυτος γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης» (σελ. 631)4.
Αυτοί είναι μερικοί από τους κυριότερους νόμους του σύγχρονου κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού συστήματος, που αποδείχτηκαν αυστηρά επιστημονικά και οι επίσημοι οικονομολόγοι αποφεύγουν βέβαια να κάνουν έστω και μια απόπειρα να τους αντικρούσουν. 
Μα μήπως μ' αυτό τα είπαμε όλα; Καθόλου. 
Με την ίδια οξύτητα που ο Μαρξ τονίζει τις κακές πλευρές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, με την ίδια σαφήνεια αποδείχνει ότι η κοινωνική αυτή μορφή ήταν αναγκαία για να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας ως το επίπεδο που θα κάνει δυνατή μια ίση για όλα τα μέλη της κοινωνίας ανάπτυξη, μια ανάπτυξη αντάξια για τον άνθρωπο. 
Ολες οι προηγούμενες κοινωνικές μορφές ήταν πολύ φτωχές για ένα τέτοιο πράγμα. 
Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή είναι η πρώτη που δημιουργεί τον πλούτο και τις παραγωγικές δυνάμεις που χρειάζονται γι' αυτό, μα ταυτόχρονα δημιουργεί, επίσης, στο πρόσωπο των πολυάριθμων καταπιεζόμενων εργατών, την κοινωνική εκείνη τάξη που ολοένα και περισσότερο υποχρεώνεται από τα πράγματα να πάρει στα χέρια της τη διαχείριση αυτού του πλούτου κι αυτών των παραγωγικών δυνάμεων, προς το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας - κι όχι όπως γίνεται ως σήμερα, προς το συμφέρον μιας μονοπωλιακής τάξης.
Σημειώσεις
1. Η παραπομπή αναφέρεται στην πρώτη έκδοση του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου». Αμβούργο 1867
2. Δηλαδή το 1867
3. Αναφέρεται στην πρώτη έκδοση του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου», Αμβούργο 1867
4. Αναφέρεται στην πρώτη έκδοση του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου, Αμβούργο 1867
Μόνιμη κατάσταση τέλειας ανέχειας στην οποία βρίσκεται ένα τμήμα του πληθυσμού στις κεφαλαιοκρατικές χώρες
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Ο Καρλ Μαρξ για τον εργάσιμο χρόνο και την ένταση της εκμετάλλευσης (9/9/2012)
ΑΤΙΤΛΟ (1/11/2008)
Για την εργάσιμη μέρα και την εργατική δύναμη (10/10/2004)

Για τη σχέση αναγκαίου χρόνου εργασίας και υπερεργασίας (6/8/2000)

09 Ιανουαρίου, 2017

περί: Φιλοσοφίας και Διαλεκτικής !!

Η ελευθερία ως μια έννοια του ιστορικού υλισμού είναι η πλήρης γνώση της αναγκαιότητας. 

Ιστορία της φιλοσοφίας


Το όνειρο πολλών επιστημόνων, από παλιά ήταν να βρουν μια θεωρία να εξηγεί τα πάντα. Είναι πασιφανές πως δεν πρόκειται για μιά επιστήμη αλλά για έναν τρόπο σκέψης. Αυτό θα ήταν το ζητούμενο.
        Κατά την γνώμη μου την καλύτερη περιγραφή αυτής της ιδέας την έχει δώσει ο Ενγκελς: 
Η μεγάλη θεμελιακή ιδέα οτι τον κόσμο δεν πρέπει να τον αντιλαμβανόμαστε σαν σύμπλεγμα απο έτοιμα πράγματα, αλλά σαν σύμπλεγμα απο προτσές, όπου τα πράγματα, τα φαινομενικά σταθερά, καθώς και οι ιδεατές απεικονίσεις στο κεφάλι μας, οι έννοιες, βρίσκονται σε αδιάκοπη αλλαγή, πότε εμφανίζονται και πότε εκμηδενίζονται – η μεγάλη αυτή θεμελιακή ιδέα έγινε, ιδιαίτερα απο την εποχή του Χέγκελ, σε τέτοιο βαθμό κοινή συνείδηση, που είναι ζήτημα εαν θα την αμφισβητήσει κανείς στην γενική της μορφή. Αλλο πράγμα είναι όμως να την παραδέχεσαι στα λόγια και άλλο να την εφαρμόζεις σε κάθε χωριστή περίπτωση και σε κάθε πεδίο έρευνας.”
Αυτή είναι η διαλεκτική μέθοδος.

Και συνεχίζει ο Ενγκελς:
“Για την διαλεκτική φιλοσοφία τίποτα δεν είναι μιά για πάντα καθορισμένο, απόλυτο, ιερό. Παντού και σε όλα η διαλεκτική φιλοσοφία βλέπει την σφραγίδα της αναπόφευκτης πτώσης και τίποτα δεν μπορεί να σταθεί μπροστά της, εκτός απο το αδιάκοπο προτσές της γέννησης και της εκμηδένισης, εκτός απο το ατελεύτητο ανέβασμα απο μιά κατώτερη βαθμίδα σε μια ανώτερη. Και η ίδια δεν είναι παρά μια απλή αντανάκλαση αυτού του προτσές στον σκεπτόμενο εγκέφαλο. Ετσι η διαλεκτική, σύμφωνα με τον Μάρξ, είναι η επιστήμη των γενικών νόμων της κίνησης τόσο του εξωτερικού κόσμου όσο και της ανθρώπινης νόησης.

Ολα άρχισαν στην αρχαία Ελλάδα απ’ τον Ηράκλειτο. Η κεντρική ιδέα σ’ αυτά που έλεγε είναι ότι όλα είναι ρευστά, τίποτα δεν είναι σταθερό (“Τα πάντα ρει”). Δηλαδή, δεν πρέπει τίποτα να θεωρείς ότι είναι σταθερό κι αμετακίνητο για πάντα. Ολα βρίσκονται σε κατάσταση συνεχούς μεταβολής. 
Ελεγε ο Ηράκλειτος ... ο κόσμος είναι ένας, δεν δημιουργήθηκε απο κανέναν θεό ούτε απο κανέναν άνθρωπο - ήτανε, είναι και θα είναι μια φλόγα αιώνια ζωντανή, που φουντώνει και σβήνει σύμφωνα με καθορισμένους νόμους ...

Ο Georg Wilhelm Friedrich Hegel (1770-1831) θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης διαλεκτικής. Ο Χέγκελ ήταν ο εισηγητής, μιας πολύ μεγάλης φιλοσοφικής σχολής, του διαλεκτικού ιδεαλισμού. Με λίγα λόγια ο ιδεαλιστής Χέγκελ πάντρεψε τον ιδεαλισμό του Immanuel Kant, (1724-1804) με την διαλεκτική. Η διαλεκτική είναι η “άρνηση της άρνησης”. Ενα φυτό αρνείται κάθε στιγμή που μεγαλώνει την προηγούμενή του κατάσταση, ώσπου φτάνει να αρνείται όλες αυτές τις διαδοχικές αρνήσεις και γίνεται κάτι άλλο, δηλ. δέντρο.
Στο φυτό που μεταβάλεται, όπως και σε όλα τα πράγματα, επιδρούν κάποιες δυνάμεις που δίνουν ώθηση σ’ αυτήν την αλλαγή.


Για να κατανοήσουμε τις σχέσεις των παραγόντων που βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση με αποτέλεσμα να προκύψει μια δεδομένη αλλαγή, πρέπει να τις αναλύσουμε. Ανάλυση λοιπόν είναι μια άλλη κομβική έννοια της διαλεκτικής. Η ανάλυση σε οδηγεί στην κατανόηση των αλληλεπιδράσεων. Οσο πιο λεπτομερής θα είναι η ανάλυση, τόσο πιο λεπτομερείς αλληλοσυσχετίσεις θα ξεδιαλύνονται.
Σε κάποιο σημείο θα αρχίσουν να διαφαίνονται οι γενικοί νόμοι της κίνησης που διέπουν την αλληλοεξάρτηση που εξετάζουμε.
 Αν αυτοί οι γενικοί νόμοι της κίνησης κατανοηθούν τότε η διαλεκτική πέτυχε τον στόχο της. Τότε η ανασύνθεση της κατάστασης που αναλύθηκε θα οδηγήσει τον εγκέφαλο να ταξινομήσει μια κατανοητή αλληλουχία συνεχούς κίνησης και μεταβολής.
Αν η ανάλυση δεν γίνει και δεν διαφανούν ξεκάθαρα οι νόμοι της κίνησης, ο εγκέφαλος θα αποθηκεύσει μια εν πολλοίς ανεξήγητη στατική κατάσταση ή ακόμα χειρότερα μια μυστηριωδώς μεταβαλόμενη κατάσταση. 
Όλα έτσι λειτουργούν. 
Καθετί αλλάζει και γίνεται κάτι άλλο, αρνείται δηλαδή τον παλιό του εαυτό. Δεν πρέπει να τον αντιλαμβανόμαστε σαν σύμπλεγμα απο έτοιμα πράγματα, αλλά σαν σύμπλεγμα απο προτσές. Τα αντίθετα μεταξύ τους πράγματα στην πραγματικότητα είναι το ίδιο πράγμα που πάει απ’ το ένα άκρο στο άλλο, σαν εκκρεμές. Αυτό μας λέει λοιπόν ότι καθετί έχει μέσα του το αντίθετό του. Κάπως έτσι θεμελίωσε την διαλεκτική ένας ιδεαλιστής.

Αυτό που τον έκανε ιδεαλιστή, ήταν ότι στηριζόταν πάνω σε όλη την κυρίαρχη σκέψη της εποχής και θεωρούσε δεδομένη την ύπαρξη του θεού ή της ανώτερης πνευματικής δύναμης ή του παγκόσμιου πνεύματος.
Η κατώτερη άψυχη ύλη κατευθυνόταν απο το παγκόσμιο πνεύμα. Αυτή η τελευταία παραδοχή, όρισε ιστορικά τον διαλεκτικό ιδεαλισμό του Χέγκελ.
Georg Wilhelm Friedrich Hegel
Και τότε η ιστορία μας "φανέρωσε" ... τον Μάρξ και τον Ενγκελς. 
Αυτοί οι δυό κύριοι αναποδογύρισαν το λογικό σχήμα των ιδεαλιστών. 
Το σχήμα πως ... η “ανώτερη” πνευματική δύναμη που καθορίζει τους γενικούς κανόνες κίνησης της “κατώτερης και άψυχης” ύλης ... θα υποστεί την λογική του αντιστροφή. Τώρα πια το αντεστραμμένο λογικό σχήμα ... πατούσε στα πόδια του: την ύλη. Εδώ ξεκινά ο διαλεκτικός υλισμός. 

Όλα τα πράγματα είναι ύλη.
 Ολα τα άυλα πράγματα, όλες οι αφηρημένες έννοιες, όλα όσα δεν υπάρχουν με υλική χειροπιαστή μορφή, προέρχονται από τη συνείδησή μας, η οποία είναι ιδιότητα του μυαλού μας, 
το οποίο είναι κι αυτό όπως όλα, υλικό πράγμα. 
Η σκέψη μας λοιπόν είναι ιδιότητα της ύλης. Η ύλη βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, μεταβάλλεται συνέχεια απ’ το ένα πράγμα στο άλλο και αυτή η διαδικασία δεν σταματάει ποτέ. 
Ακόμα κι όταν έχουμε την ψευδαίσθηση των ακίνητων πραγμάτων, πάλι υπάρχει μεταβολή αλλά σε πιο αργό χρόνο. 

Η μεταβολή αυτή, απ’ το ένα πράγμα στο άλλο, απ’ τη μια κατάσταση στην άλλη γίνεται πάντα με τον ίδιο συγκεκριμένο τρόπο, επειδή αυτός είναι ο πιο απλός τρόπος που λειτουργεί η ύλη, το σύμπαν, η φύση. Αυτός ο τρόπος μεταβολής είναι πάντα ο ίδιος και ισχύει για όλα τα πράγματα, για όλες τις καταστάσεις και για όλες τις διαδικασίες. Οταν αυτόν τον τρόπο μεταβολής τον κατανοούμε, τότε έχουμε κατακτήσει τους γενικούς νόμους της κίνησης. 

Παντού και σε όλα η διαλεκτική φιλοσοφία βλέπει την σφραγίδα της αναπόφευκτης πτώσης και τίποτα δεν μπορεί να σταθεί μπροστά της, εκτός απο το αδιάκοπο προτσές της γέννησης και της εκμηδένισης, εκτός απο το ατελεύτητο ανέβασμα απο μιά κατώτερη βαθμίδα σε μια ανώτερη.Αυτή η ένομη (με νόμους και κανόνες) κίνηση γεννά την εξέλιξη. 
Αυτός είναι ο διαλεκτικός υλισμός. Η επιστήμη των γενικών νόμων της κίνησης της ύλης.

Πλήρης ανατροπή του διαλεκτικού ιδεαλισμού ... αλλά χρησιμοποιώντας την μεθοδό του. Οι ιδεαλιστές ορίζαν πως μια πνευματική δύναμη που είναι ο θεός όπως τον ξέρουμε, έφτιαξε τον υλικό κόσμο με τη θέλησή του. Με βάση τον διαλεκτικό υλισμό και το πώς εξηγεί το τι είναι ύλη και πώς απ’ αυτή δημιουργήθηκε ο άνθρωπος και η συνείδησή του, φτάνουμε τελικά στοαντίθετο συμπέρασμα απ’ αυτό των ιδεαλιστών: ότι δηλαδή, ο θεός είναι στ ην πραγματικότητα ένα δημιούργημα του ανθρώπινου μυαλού, υπάρχει μόνο μέσα στο κεφάλι μας, που είναι υλικό αντικείμενο. Άρα ο υλικός κόσμος έφτιαξε το θεό. 
Στην ουσία ο ιδεαλισμός του Χέγκελ είχε μέσα του το στοιχείο που τον ανέτρεψε: τη διαλεκτική !!! 

Ας παρακολουθήσουμε για λίγο τον Ενγκελς: “Το μεγάλο θεμελιακό πρόβλημα κάθε φιλοσοφίας είναι το πρόβλημα της σχέσης νόησης και Είναι, πνεύματος και φύσης ... ποιό είναι το πρωταρχικό: το πνεύμα ή η φύση... Ανάλογα με το τρόπο που απαντούσαν σε αυτό οι φιλόσοφοι χωρίστηκαν σε δυό μεγάλα στρατόπεδα. Οσοι ισχυρίζονταν οτι το πνεύμα υπήρχε πριν απο την φύση και συνεπώς έτσι αναγνώριζαν την δημιουργία του κόσμου ... αποτελούσαν το στρατόπεδο του ιδεαλισμού. Οι άλλοι που θεωρούσαν σαν πρωταρχικό την φύση ανήκαν στις διάφορες σχολές του υλισμού.” 

Στην ιστορία της φιλοσοφίας τελικά η διαλεκτική ανέτρεψε τον ιδεαλισμό. Η “ύλη” και ο υλισμός πήρε τα ηνία της ιστορίας. Σε φιλοσοφικό επίπεδο επιβεβαιώθηκε το αδιάκοπο προτσές γέννησης και εκμηδένισης ... επήλθε το ατελεύτητο ανέβασμα απο μια κατώτερη βαθμίδα σε μια ανώτερη. Η ανθρώπινη νόηση είχε κάνει ένα τεράστιο βήμα ανάλυσης. Και άρχισε να αναζητά τους γενικούς κανόνες κίνησης της ύλης. Οι επιστήμες μπήκαν σε περιόδους οργιώδους ανάπτυξης και εξέλιξης. Και όσο εμβάθυνε τόσο ανακάλυπτε κρυμένους μέχρι τότε κανόνες κίνησης ... κρυμένους θησαυρούς. Χημεία, βιολογία, φυσική, μαθηματικά ... εξέλιξη ... με κατάκτηση όλο και ανώτερων βαθμίδων. Ενας δημιουργικός οργασμός που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Ο Αινστάιν και οι συνεχιστές του ανέλυσαν το άτομο ... εκεί να δείς συνεχή κίνηση και γενικούς κανόνες κίνησης !!!

 Η ύλη συνεχώς μεταπηδά απο την μιά μορφή της στην άλλη ... μάζα και ενέργεια !!! 
Και η εμβάθυνση της ανάλυσης δεν σταματά. Η ανακάλυψη της φύσης είναι η επιβεβαίωση της διαλεκτικής. Τα πράγματα στην φύση τελικά επιτελούνται διαλεκτικά και οχι μεταφυσικά. Ανάπτυξη μέσω της εξέλιξης. 

Ας παρακολουθήσουμε για λίγο τον Μάρξ να περιγράφει την διαλεκτική οπτική της ανάπτυξης και της εξέλιξης:
  “Μια ανάπτυξη που φαίνεται σαν να επαναλαμβάνει τις βαθμίδες που διέτρεξε, μα τις επαναλαμβάνει διαφορετικά, σε ανώτερη βάση (άρνηση της άρνησης), μια ανάπτυξη μπορούμε να πούμε, σπειροειδής και οχι σε ευθεία γραμμή – μια ανάπτυξη αλματοειδής, καταστροφική, επαναστατική – διακοπές του βαθμιαίου – μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα – εσωτερικά κίνητρα της ανάπτυξης, που προέρχονται απο την αντίθεση, απο την σύγκρουση των διαφόρων δυνάμεων και τάσεων που επιδρούν πάνω σε ένα δοσμένο σώμα ή στα πλαίσια ενός δοσμένου φαινομένου ή μέσα σε μια δοσμένη κοινωνία – αλληλεξάρτηση και στενότατη, αδιάρηκτη αλληλουχία όλων των πλευρών κάθε φαινομένου (η ιστορία και η επιστήμη ανακαλύπτει ολοένα και νέες πλευρές), αλληλουχία που μας δίνει το ενιαίο, το νομοτελειακό παγκόσμιο προτσές της κίνησης – αυτά είναι ορισμένα γνωρίσματα της διαλεκτικής, της πιο πλούσιας σε περιεχόμενο θεωρίας της εξέλιξης.”

Οπως λοιπόν οι φυσικοί, οι μαθηματικοί, οι χημικοί και οι βιολόγοι βουτηχτήκαν στην ανάλυση και στην ανακάλυψη των γενικών νόμων της κίνησης της εξέλιξης της ύλης, 
έτσι και ο Μάρξ με τον Ενγκελς βουτήξαν στην ιστορία. Επρεπε να εναρμονιστεί η ιστορία με την υλιστική βάση και να "ξαναφτιαχθεί" πάνω σε αυτή την βάση.
Αν ο υλισμός εξηγεί την συνείδηση ξεκινώντας απο το υλικό Είναι και οχι αντίστροφα, έτσι και η κατανόηση της κοινωνικής ιστορίας θα πρέπει να ξεκινά απο την ανάλυση του κοινωνικού Είναι για να ανακαλύψει τους νόμους ανάπτυξης και εξέλιξης της κοινωνικής συνείδησης – της ανθρώπινης κοινωνίας και της ιστορίας της.

Σε αυτό το σημείο οι Μάρξ και Ενγκελς αρχίζουν να θεμελιώνουν την κοινωνιολογία και μάλιστα πάνω σε διαλεκτική υλιστική βάση. Αρχίζει να διαμορφώνεται ο ιστορικός υλισμός. Στην “Κριτική της πολιτικής οικονομίας” ο Μάρξ διατυπώνει: 
“Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, 
ανεξάρτητες απο την θελησή τους
 σχέσεις – σχέσεις παραγωγής που αντιστοιχούν σε μια καθορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. 
Το σύνολο αυτών των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. 
Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει το κοινωνικό, πολιτικό και πνευματικό προτσές της ζωής γενικά. 
Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το Είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό τους Είναι τους καθορίζει την συνειδησή τους. 
Σε μια ορισμένη βαθμίδα της αναπτυξής τους οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίθεση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής 
–ή οτι αποτελεί μονάχα την νομική έκφραση αυτού του πράγματος– 
με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες είχαν κινηθεί ως τώρα. 
Απο μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. 
Τότε έρχεται η εποχή της κοινωνικής επανάστασης. 
Με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται, με περισσότερο ή λιγότερο γρήγορους ρυθμούς, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. 
Οταν εξετάζουμε τέτοιες ανατροπές, πρέπει να κάνουμε πάντα διάκριση ανάμεσα 
στην υλική ανατροπή των οικονομικών όρων της παραγωγής, που μπορούμε να την διαπιστώσουμε με ακρίβεια φυσικών επιστημών,
 και στις νομικές, 
πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές, με δυό λόγια τις ιδεολογικές μορφές, με τις οποίες οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση αυτής της σύγκρουσης και παλεύουν ως την λύση της. 
Οπως δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο απο την γνώμη που έχει το ίδιο για τον εαυτό του, άλλο τόσο δεν μπορούμε να κρίνουμε μια τέτοια εποχή ανατροπής απο τη συνειδησή της. 
Απεναντίας την συνείδηση αυτή πρέπει να την εξηγήσουμε απο τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, απο την σύγκρουση που συντελείται ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής.” 

Την συνείδηση της κοινωνίας για τον εαυτό της, μας λέει ο Μάρξ, ούτε χρειάζεται ούτε μπορούμε να την κρίνουμε. 
Αλήθεια η συνείδηση που έχει η κοινωνία για τον εαυτό της ...
 τι ακριβώς είναι ?? 
Είναι το εφικτό και το επίκαιρο – δηλαδή ο υποκειμενικός παράγοντας. 
Οταν μια επανάσταση αντικειμενικά μπορεί να γίνει ... αλλά η κοινωνία δεν την κάνει ... τότε η κοινωνία έχει βγάλει το συμπέρασμα για τον εαυτό της οτι δεν είναι εφικτή ή επίκαιρη η επανάσταση.
 Και δεν την κάνει. 
Και αυτό το γεγονός, μας λέει ο Μάρξ, δεν χρειάζεται να το κρίνουμε αλλά να το εξηγήσουμε με τους αντικειμενικούς νόμους της σύγκρουσης κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. 
Εκεί μέσα λοιπόν στις αντικειμενικές νομοτέλειες της κοινωνίας είναι κρυμμένες οι παραξενιές του εφικτού και του επίκαιρου. 

Με λίγα λόγια οι Μάρξ και Ενγκελς εφάρμοσαν τον διαλεκτικό υλισμό στην περιοχή των κοινωνικών φαινομένων, τον έμπασαν στην ιστορία.
 Μέχρι τότε οι διάφορες ιστορικές θεωρίες εξέταζαν μόνο τα ιδεολογικά κίνητρα της δράσης των ανθρώπων χωρίς να ασχολούνται με το τι είναι εκείνο που γεννά αυτά τα κίνητρα. 
Αυτές οι θεωρίες βρισκόταν κάτω απο τις επιρροές του ιδεαλισμού, όπου ο ενάρετος ή τίμιος ηγεμόνας μπορούσε να “γράψει” διαφορετικά την ιστορία απ΄ότι ένας διαφορετικός, όπου το τυχαίο μπορούσε να καθορίσει τις εξελίξεις άλλο τόσο όσο και τα πρόσωπα παρά οι μάζες.
 Ο διαλεκτικός υλισμός εισήγαγε στην ιστορία την αντίθεση τυχαίου και αναγκαίου, η οποία λύνεται κάτω απο τις επιδράσεις αντικειμενικών γενικών νόμων κίνησης και νομοτελειών στην ανάπτυξη του πλέγματος των κοινωνικών σχέσων. 
Το αντικειμενικό πεδίο πάνω στο οποίο θα επιλυθεί αυτή η αντίθεση προσδιορίζεται απο τον βαθμό και τον τρόπο ανάπτυξης της υλικής παραγωγής. 
Αρχίσαν να διαβάζουν πάλι την ιστορία αναλυτικά τώρα πιά και να διαπιστώνουν την ελαφρότητα της ιδεολογικής δράσης του ατόμου μπροστά στην θηριώδη αντικειμενική και νομοτελειακή κίνηση των κοινωνικών μαζών. Το αναγκαίο καθορίζει, παρασύρει ή και συνθλίβει το τυχαίο. 
Το τυχαίο δεν μπορεί παρά να ενισχύσει κάποιες φορές ή άλλες απλά να καθυστερήσει το αναγκαίο. 
Ο ιστορικός υλισμός, ο μαρξισμός έδειξε τον δρόμο για μια καθολική μελέτη της διαδικασίας γέννησης, ανάπτυξης και παρακμής των κοινωνικών σχηματισμών, εξετάζοντας όλες τις αντιφατικές τάσεις στο συνολό τους. 
Ο μαρξισμός έκανε την μεγάλη ιστορική αποκάλυψη. 
Ολες οι ιδέες και χωρίς εξαίρεση όλες οι τάσεις και αντιθέσεις της κοινωνίας σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή, έχουν την ρίζα τους στην κατάσταση των υλικών παραγωγικών δυνάμεων. 
Και μετά την ιστορική αποκάλυψη ο μαρξισμός, έκανε την τεράστιας ιστορικής σημασίας αναγωγή. 
Παραμέρισε οποιονδήποτε υποκειμενισμό και την αυθαιρεσία των επικρατέστερων ιδεών ή των τυχαίων καταστάσεων και ανήγαγε το σύνολο των τάσεων και αντιθέσεων της κοινωνικής ιστορίας σε όρους ζωής και παραγωγής των διαφόρων τάξεων της κοινωνίας. 

Οι άνθρωποι δημιουργούν οι ίδιοι την ιστορία τους. 
Ο ιστορικός υλισμός μας έδωσε το εργαλείο ανάλυσης που μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε τους γενικούς νόμους κίνησης της κοινωνίας ή διαφορετικά να αποκαλύψουμε την νομοτέλεια μέσα στον φαινομενικά λαβύρινθο και στο χάος της ιστορίας της ανθρωπότητας. 
Το εργαλείο είναι η θεωρία της πάλης των τάξεων. 



Η ιστορία δεν θα γράφεται πιά συγκολλώντας βιογραφίες προσώπων ή αλληλουχίες ιστορικών γεγονότων,
 αντίθετα η μελέτη του συνόλου των επιδιώξεων όλων των μελών της κοινωνίας θα επιτρέπει να καθορισθεί επιστημονικά το αποτέλεσμα αυτών των επιδιώξεων.
Και η πηγή των αντικρουόμενων επιδιώξεων είναι η διαφορά που υπάρχει στην θέση και στους όρους διαβίωσης των τάξεων στις οποίες είναι διασπασμένη η κάθε κοινωνία. 
Οταν την μαρξιστική θέση της ταξικής πάλης την εξετάσουμε απο την μεριά των εκμεταλλευόμενων της καπιταλιστικής κοινωνίας 
(και οχι απο την μεριά των εκμεταλλευτών),
 το εφικτό και το επίκαιρο όταν συμβαδίζει με το αναγκαίο τότε η ταξική πάλη για κοινωνική απελευθέρωση ... έχει ελπίδες. 
Τότε η κατάσταση είναι επανασταστική. 

Οταν το εφικτό και το επίκαιρο αντιτίθεται στο αναγκαίο, τότε η ταξική πάλη έχει προβλήματα. Η κατάσταση είναι αντιδραστική. Τότε η επανάσταση δεν υλοποιείται, αναβάλλεται. Το αναγκαίο το καθορίζει η νομοτέλεια. 
Το εφικτό το καθορίζουν οι συσχετισμοί της ταξικής πάλης. Οτιδήποτε πέρα απο αυτό είναι ... απλός ιδεαλισμός. Αυτό λέει ο μαρξισμός.

Αν δεν το έλεγε ... δεν θα καθόταν ο Κάρολος να σπάσει το κεφάλι του για το πώς θα οργανώσει πολιτικά το προλεταριάτο για το πως θα οξύνει την ταξική πάλη προς όφελος της κοινωνίας. 
Θα καθόταν στον καναπέ του και θα περίμενε το ώριμο φρούτο να πέσει ... θα περίμενε το αναγκαίο να συναντήσει το εφικτό. 
Αντίθετα πάλεψε σαν σκυλί μέχρι να πεθάνει για να πείσει την κοινωνία πως το εφικτό μπορεί μόνη της να το ωθήσει προς το αναγκαίο για να συναντηθούν. 

Πάλεψε σαν σκυλί ενάντια σε εκείνους που προσπαθούσαν να πείσουν την κοινωνία πως μπορεί να αποδιώξει και να ξορκίσει το αναγκαίο. 
Πάλεψε σαν σκυλί ενάντια σε κείνους που στο όνομα του εφικτού απαρνήθηκαν την επανάσταση ... ενάντια σε εκείνους τους επίκαιρους που θέλαν να ανατρέψουν το καπιταλισμό, κανοντάς τον πιο υποφερτό για την κοινωνία, αλλαζοντάς τον σιγά-σιγά. 
Πάλεψε ενάντια σε αυτούς γιατί γνώριζε πως με την κοινωνική τους θέση ωθούν το εφικτό μακριά απο το αναγκαίο. Μικροαστούς τους βάφτισε. Δεν τους ξόρκισε σαν ιδεαλιστής ... απλά τους εξήγησε σαν ιστορικός υλιστής πως και γιατί η κοινωνία τους κάνει μικροαστούς. 
Ελεγε: “Οι μεσαίες τάξεις, ο μικροβιομήχανος, ο μικρέμπορος, ο χειροτέχνης, ο αγρότης, όλοι τους πολεμούν την αστική τάξη, για να σώσουν την ύπαρξή τους απο τον αφανισμό σαν μεσαίες τάξεις. Συνεπώς, δεν είναι επαναστατικές, αλλά συντηρητικές. (Δηλαδή δεν θέλουν καθόλου να αλλάξουν εκ΄ βάθρων και συνεπώς επαναστατικά την κοινωνία, απλά παλεύουν για να διατηρήσουν και την καπιταλιστική κοινωνία και την θέση τους σε αυτή με τα πλεονεκτήματα που τους παρέχει αυτή η θέση.) 
Κάτι παραπάνω, είναι αντιδραστικές: προσπαθούν να γυρίσουν πρός τα πίσω τον τροχό της ιστορίας. (Να κατευθύνουν δηλαδή την κοινωνία αντίθετα απο το αναγκαίο) 
Και όταν είναι επαναστατικές, αυτό γίνεται εφόσον βρίσκονται μπροστά στο επικείμενο περασμά τους στις γραμμές του προλεταριάτου, εφόσον υπερασπίζονται οχι τα σημερινά, αλλά τα μελλοντικά τους συμφέροντα, εφόσον εγκαταλείπουν την δική τους άποψη για να πάνε με την άποψη του προλεταριάτου.” 
Τότε μόνο το εφικτό συναντά το αναγκαίο και γίνεται επανασταστικό. Διαφορετικά κινείται ενάντια στο αναγκαίο. Είναι αντιδραστικό. 


Τον μικροαστισμό κατά τον Μάρξ, ο Λένιν αναλύοντας τον ιμπεριαλισμό, τον όρισε ως οπορτουνισμό. 
Αν λοιπόν δεν ξεμπλέξουμε με τον οπορτουνισμό ... ποτέ το εφικτό δεν θα συνατήσει το αναγκαίο.
 Αν εξαιρέσουμε την ιστορία των πρωτόγονων κοινωνιών κοινοχτημοσύνης (όπως λέει ο Ενγκελς), απο την στιγμή που ο άνθρωπος συνδέθηκε με την γη (καλλιέργεια) και την ιδιοκτησίας της αρχίζει η ταξική ιστορία της ανθρωπότητας. 

Να και το διάσημο απόσπασμα απο το Κομμουνιστικό Μανιφέστο: 
“Η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών ήταν ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρώνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με λίγα λόγια, καταπιεστής και καταπιεζόμενος,
 βρισκόταν σε διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους, διεξήγαγαν έναν αδιάκοπο αγώνα, 
πότε σκεπασμένο, πότε ανοιχτό, έναν αγώνα που τελείωνε κάθε φορά με τον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την κοινή καταστροφή των τάξεων που αγωνιζόταν. ...
 Η σύγχρονη αστική κοινωνία, που πρόβαλε μέσα απο τα σπλάχνα της καταστραμένης φεουδαρχικής κοινωνίας, δεν εξάλειψε τις ταξικές αντιθέσεις. 
Αντικατάστησε απλώς τις παλιές τάξεις με νέες, τους παλιούς όρους καταπίεσης με νέους, τις παλιές μορφές πάλης με νέες. 
Ωστόσο η εποχή μας, η εποχή της αστικής τάξης, 
ξεχωρίζει απο το γεγονός οτι απλοποίησε τις ταξικές αντιθέσεις: η κοινωνία όλο και περισσότερο χωρίζεται σε δύο μεγάλα εχθρικά στρατόπεδα, σε δυό μεγάλες τάξεις που βρίσκονται αντιμέτωπες η μία στην άλλη: στην αστική τάξη και το προλεταριάτο.” 


Αυτό το ταξίδι στην ιστορία της φιλοσοφίας ξεκίνησε απο την ενστικτώδη ανάγκη του ανθρώπου, το ακατανόητο να το ταυτίσει με ιδεαλιστικά ανώτερες πνευματικές και θεικές δυνάμεις, την κίνηση της ιστορίας να την ταυτίσει με την ιστορία πεφωτισμένων και ηθικά ανώτερων αντιπροσώπων της θεικής δύναμης στο ανθρώπινο γένος ... και κατέληξε στην υλιστική ανάλυση της ιστορίας των κοινωνιών που διατυπώνει πως την ιστορία την γράφουν οι μάζες και οι ίδιες την αλλάζουν. “Ο ιστορικός υλισμός δεν περιορίζεται στο να εξηγεί τον κόσμο, αλλά και στο πως θα τον αλλάξει.” Απο αυτό το σημείο της ιστορίας της φιλοσοφίας και μετά ... ποτέ κανένας φιλόσοφος δεν μίλησε χωρίς, θετικά ή αρνητικά, να αναφερθεί στον μαρξισμό. 
Οταν η φιλοσοφία θα πάψει να ασχολείται με τον μαρξισμό, τότε αυτός θα είναι ξεπερασμένος.

 Αλλά ο μαρξισμός διαθέτει και ένα άλλο θηριώδες και ανυπέρβλητο χαρακτηριστικό: είναι δομημένη κοσμοθεωρία. Η μόνη. Εξηγεί τους νόμους κίνησης του ανθρώπινου γένους, εξηγεί την ίδια της την ύπαρξη ως κοσμοθεωρία, ορίζει τα ιστορικά πεπρωμένα των κοινωνιών. 

Ουσιαστικά η μαρξιστική διδασκαλία πρωτοδιατυπώθηκε πολιτικά με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο το 1848. Η επανάσταση του 1848 δείχνει στις κοινωνικές τάξεις την δράση. Οι εκτελέσεις των εργατών τον Ιούνη του 1848 στο Παρίσι απο τους δημοκράτες αστούς καταδείχνει οτι μόνο το προλεταριάτο είναι απο την φύση του σοσιαλιστικό. Οι φιλελεύθεροι αστοί δείχνουν να φοβούνται το προλεταριάτο παρά την ίδια την αντίδραση. Οι αγρότες “ησυχάζουν” ικανοποιημένοι με την κατάργηση των φεουδαρχικών υπολειμμάτων.

Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 καταδείχνει την μαρξιστική ορθότητα, θέτει στα επείγοντα την ταξική πολιτική οργάνωση του προλεταριάτου και βγάζει πρακτικά πολιτικά συμπεράσματα. Ο μαρξισμός κυριαρχεί στα εργατικά κινήματα. Το προλεταριάτο μπαίνει σε φάση συγκέντρωσης και οργάνωσης των ταξικών δυνάμεων. 

Η θεωρητική νίκη του μαρξισμού αναγκάζει τους εχθρούς του να μεταμφιεστούν σε μαρξιστές. Ο σάπιος πιά φιλελευθερισμός δοκιμάζει να ξαναζωντανέψει με την μορφή του οπορτουνισμού. 
Την ώρα της συγκέντρωσης και οργάνωσης των ταξικών πολιτικών δυνάμεων, εκείνοι αρνούνται την ταξική πάλη και κηρύσσουν την “κοινωνική ειρήνη (ο Λένιν το χαρακτηρίζει δειλία) και ότι οι επαναστατικές θύελλες δεν είναι αναπόφευκτες στην κοινοβουλευτική “δημοκρατία”. 

Βρήκαν υποστηρικτές στην εργατική αριστοκρατία, στις μεσαίες τάξεις, σε ομάδες διανοουμένων. 
Θα έχουν και κείνοι μακρά πολιτική καριέρα αρνούμενοι την ταξική πάλη και την επανασταστική της έκβαση, χρησιμοποιώντας μαρξιστικές ταμπέλες. 
Ενα μόνο πράγμα πρέπει να υπογραμισθεί σε αυτό το σημείο: δεν μπορείς να αυτοπροσδιορίζεσαι ως μαρξιστής και να μην αποδέχεσαι την βασική νομοτέλεια της μαρξιστικής διδασκαλίας, οτι το προλεταριάτο με επανασταστική βία θα καταστρέψει την αστική τάξη και το οικονομικό της σύστημα και θα εγκαθιδρύσει τον σοσιαλισμό.

Εκτός απο τις πολιτικές προσπάθειες αναίρεσης του μαρξισμού στο πολιτικό τοπίο όλης της Ευρώπης και της Ασίας, εκείνα τα χρόνια ποτέ δεν σταμάτησαν και οι προσπάθειες αναίρεσης του ιστορικού υλισμού και του μαρξισμού εκ μέρους διαφόρων φιλοσόφων και θεολόγων που επιχείρησαν να ξαναεισάγουν τον ιδεαλισμό.

Στη φιλοσοφία άνθησαν οι πιο αντιδραστικές μορφές ιδεαλισμού, που αρνούνταν τον υλιστικό, νομοτελειακό χαρακτήρα της Φύσης, της κοινωνίας και της σκέψης.
 “ Όποιος έχει κάπως γνωριστεί με τα φιλοσοφικά βιβλία θα ξέρει το δίχως άλλο ότι δύσκολα θα βρεθεί έστω και ένας σύγχρονος καθηγητής της φιλοσοφίας (ή της θεολογίας), που να μην καταπιάστηκε άμεσα ή έμμεσα να αναιρέσει τον υλισμό. Εκατοντάδες και χιλιάδες φορές διακήρυξαν ότι ο υλισμός έχει αναιρεθεί και εξακολουθούν και σήμερα, για εκατοστή πρώτη και χιλιοστή πρώτη φορά, να τον αναιρούν.” ... γράφει ο Λένιν στο κεφάλαιο «Αντί Εισαγωγής» του Υλισμού και Εμπειριοκριτικισμού.

Το 1905 ξεσπά η πρώτη (αστικοδημοκρατική) ρώσικη επανάσταση.
 Ο Λένιν στην εξορία. 
Δεν έχει μόνο επείγοντα πρακτικά και οργανωτικά επαναστατικά ζητήματα να διεκπαιρεώσει, μα αναλαμβάνει και επείγοντα φιλοσοφικά καθήκοντα. 
Σαν κύριος θεωρητικός αντίπαλος του Λένιν εκείνα τα χρόνια προβάλει ένας αυστριακός, ο Ερνστ Μαχ (1838-1916), φυσικός, φιλόσοφος και υποκειμενικός ιδεαλιστής. Ο Μαχ υποστηρίχτηκε από τον Μπογκντάνοφ (1873-1928), ένα ρώσο φιλόσοφο, οικονομολόγο και σοσιαλδημοκράτη. Ο Μπογκντάνοφ μπήκε στο Μπολσεβίκικο Κόμμα το 1903 και διαγράφτηκε το 1909. 
Κάτω απο την επίδραση του διαλεκτικού υλισμού, οι φυσικές επιστήμες επιδόθηκαν σε έναν ανευ προηγουμένου αγώνα κατανόησης των γενικών νόμων κίνησης της ύλης. 
Στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν να επιδείξουν τρομερά αναλυτικά αποτελέσματα: το 1885 ανακαλύφτηκαν οι ακτίνες Χ, το 1896 η ραδιενέργεια, το 1897 το ηλεκτρόνιο, και το 1898 η μελέτη των ιδιοτήτων του ηλεκτρονίου απεκάλυψε την ταχύτητα της ύλης σε κίνηση. Τρομερά άλματα !!! 

Κάποιοι αμετανόητοι ιδεαλιστές μέσα σε όλα αυτά βρήκαν ευκαιρία να "ανατρέψουν" τον διαλεκτικό υλισμό. 
Η ύλη μετατρέπεται σε ενέργεια. Η θεωρία του “ενεργισμού”. Η ενέργεια δεν απαιτεί πάντα έναν υλικό φορέα. Οταν η ύλη μετατρέπεται σε ενέργεια ... έχει εξαφανισθεί. Θεωρίες εξαφάνισης της ύλης. 
Καταστάσεις άνευ ύλης στην πραγματική φυσική. Αναίρεση του υλισμού. Ξανά πίσω στον ιδεαλισμό. Ο ιδεαλισμός εισχωρεί στις φυσικές επιστήμες και οι φυσικές θεωρίες εξαφάνισης της ύλης εισχωρούν στην φιλοσοφία. 
Ολα αυτά βάθυναν την κρίση στη Φυσική και έγιναν η θεωρητική πηγή του ιδεαλισμού στη Φυσική. 
Ο ιδεαλισμός στη Φυσική έδωσε μια ώθηση προς το θρησκευτικό μυστικισμό και έσπρωξε μακριά από το μαρξισμό πολλούς επιστήμονες.
Η ήττα της Ρώσικης Επανάστασης του 1905 επέδρασε στην αναπτυσσόμενη κρίση μέσα στην επιστημονική κοινότητα που αλληλεπιδρούσε με τα αντιδραστικά επακόλουθα αυτής της ήττας.
 Οι αντιδραστικοί ιδεαλιστές φιλόσοφοι νόμισαν οτι είχαν πιάσει την ευκαιρία να αναιρέσουν τον υλισμό με την συμπαράσταση των ιδεαλιστών φυσικών οπαδών του Μάχ, που τώρα πιά ένοιωθαν όλο και πιο πολύ φιλόσοφοι παρά φυσικοί.
 Απο την γνώση (που διδάσκει ο υλισμός) της ύλης ... που εξαφανίζεται ... ξανά πίσω στην πίστη ανώτερων δυνάμεων. 
Με νέα περιτύλιγμα τώρα πιά. 
Η θεωρία του Μάχ (μαχισμός) ήταν ριζωμένη σε παλιές ιδεαλιστικές απόψεις. Αφετηρία του Μαχ και των οπαδών του ήταν η αγνωστικιστική φιλοσοφία του Ντέιβιντ Χιουμ (1711-1776), για τον οποίο η πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα ρεύμα «εντυπώσεων», που οι αιτίες τους ήταν άγνωστες και αγνώσιμες. 
Κατά τον Χιούμ για όλες αυτές τις αιτίες δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αποκτήσουμε γνώση (αγνωστικισμός). 

Κατά τα λοιπά η πραγματικότητα είναι αυτά που μας προσφέρουν για τον έξω κόσμο οι αισθήσεις μας (οι εμπειρίες μας). 
Ο Κάντ (1724-1804) θεωρούσε και εκείνος πως υπάρχουν περιοχές απρόσιτες κατ΄αρχήν (“πράγματα καθεαυτά”) στην ανθρώπινη γνώση. Μια τέτοια γνώση είναι δυνατή μόνο διαμέσου φαινομένων που αποκαλύπτονται στην εμπειρία μας. 
Σ’ αυτή τη σχέση, θεωρούσε τη γνώση σαν το αναγκαίο προϊόν της «πίστης», διαφοροποιώντας τα «πράγματα καθεαυτά» από τα φαινόμενα. Για τον «δυϊσμό» του Καντ υπάρχουν «δύο κόσμοι»: ο εξωτερικός κόσμος, τον οποίο θεωρούσε αγνώσιμο, και ο κόσμος των φαινομένων της σκέψης, του οποίου οι εντυπώσεις αποτελούσαν, πρωταρχικά, τη μόνη διαθέσιμη γνώση του εξωτερικού κόσμου. 

Έτσι, ο εξωτερικός υλικός κόσμος εξισωνόταν με τον θετικιστικό κόσμο της σκέψης.
 Ο θετικισμός αυτός χρονολογείται από την εποχή του ιδεαλιστή φιλοσόφου επίσκοπου Μπέρκλεϊ (1685-1753). 
Για τον Μπέρκλεϊ, η έννοια του εξωτερικού κόσμου είχε σαν αιτία της το θεό, και το αποτέλεσμα ήταν «το σύμβολο» ή η «ιδέα». Δεν απέρριπτε τη Φύση σαν τέτοια, επειδή έβλεπε τη Φύση σαν έργο του θεού. 
Ο αγνωστικισμός του Καντ άνοιξε την πόρτα στον ιδεαλισμό που χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηρίσει τη γνώση σαν ένα προϊόν της συνείδησης, ανεξάρτητα από την πράξη. 
Ο ίδιος (ο Καντ) υποστήριζε ότι η γνώση, που αποκτάται διαμέσου της αισθητηριακής αντίληψης, είναι ανακριβής.
Για τον Καντ, ο χώρος και ο χρόνος δεν ήταν υλικές μορφές της ύλης, αλλά μορφές δημιουργημένες από τη σκέψη. 

Σε τέτοια θεωρητικά συνοθυλεύματα καταφεύγαν εκείνοι που νόμιζαν οτι αποδείξαν οτι η ύλη εξαφανίζεται και επομένως υπάρχει μόνο στο μυαλό μας - οτι η ύλη είναι μόνο ένα σύμβολο. 





Ο “Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός” του Λένιν το 1909 δηλώνει ... η διαλεκτική λογική ως θεωρία της γνώσης είναι μια επιστημονική κοσμοθεωρία. 
Αρχίζει με την πρόταση ότι η γνώση μας είναι σχετική, διαμέσου συνεχών αλλαγών που δεν συλλαμβάνονται άμεσα από τη συνείδησή μας. 
Έτσι, τα προτσές τα οποία αγνοούμε σήμερα, μπορούμε να τα συνειδητοποιήσουμε αύριο. 

Τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα και αντικειμενικά στον εξωτερικό κόσμο πέρα από το πεδίο της συνείδησης μας. 
Αυτά τα «πράγματα» ή «πράγματα-καθεαυτά» είναι «γνώσιμα» ... 
Έτσι, από την πίσσα, μπορούμε να παράγουμε την αλιζαρίνη, παρότι, όπως εξηγεί ο Λένιν: «είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η αλιζαρίνη υπήρχε και χθες μέσα στην πίσσα».
Ακόμα, επιμένει ο Λένιν, «είναι εξίσου πέρα από κάθε αμφιβολία ότι χθες δεν ξέραμε τίποτε για την ύπαρξή της αλιζαρίνης και δεν είχαμε κανένα αίσθημα απ’ αυτήν». 

«Τελικά δεν υπάρχει καμιά καταρχήν διαφορά ανάμεσα στο φαινόμενο και το πράγμα-καθεαυτό, και δεν μπορεί να υπάρχει μια τέτοια διαφορά. Η μόνη διαφορά είναι ανάμεσα σε κείνο που ήδη γνωρίζουμε και σε κείνο που δεν γνωρίζουμε ακόμα. 

Για τον υλιστή, το πραγματικό Είναι βρίσκεται πέρα από τα όρια των “αισθητηριακών αντιλήψεων”, εντυπώσεων και ιδεών του ανθρώπου, ενώ για τον αγνωστικιστή είναι αδύνατο να βγει κανείς έξω από τα όρια αυτών των αντιλήψεων. 
Οι σκέψεις του υποκειμένου γεννιούνται στην αντικειμενική πραγματικότητα. 
Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό, αλλά και αυτή έχει τα οριά της. Η σχετικότητα του αμετάβλητου αυτών των «ορίων» είναι η μετάβαση από την υποκειμενική στην αντικειμενική γνώση. 

Το απόλυτο κολυμπά στην λίμνη του σχετικού. Οι αγνωστικιστές και οι ιδεαλιστές φυλακίζονται στα όρια των αντιλήψεων, “υπερτρέφουν” το άγνωστο, το τυχαίο λαμβάνει στην αναλυσή τους υπερβατικές διαστάσεις ... θεοποιείται χωρίς κανένα κανόνα και καμμία λογική. Δεν μπορούν να διανοηθούν οτι μέσα σε αυτό το υπερβατικά τυχαίο χωρά τίποτα άλλο παρά μια ανώτερη και ανεξήγητη δύναμη με θεικούς κανόνες. Κυρίως, δεν χωρούν λογικοί νόμοι και κατανοητές νομοτέλειες. Δεν χωρούν αναγκαιότητες ... στην ακατανόητη για μας (και επομένως τυχαία) θέληση της ανώτερης δύναμης. Γονυκλισία και πίστη στο ανώτερο και τυχαίο. 
Βλασφημία η σκέψη οτι μπορούμε να αποκτήσουμε γνώση του ανώτερου άγνωστου, ακόμη μεγαλύτερη βλασφημία η σκέψη οτι θα διέπεται απο νομοτέλειες και νόμους κίνησης και συμπεριφοράς.
 Η ακραία βλασφημία: οτι κάποτε θα μπορέσουμε να αλλάξουμε την επίδραση αυτών των νόμων της κίνησης ... να επέμβουμε στην νομοτέλεια. 


Το άγνωστο, το ανώτερο, το ακατανόητο ... το τυχαίο, έμελλε να συγκρουσθεί με το αναγκαίο. 
Ο ιδεαλισμός να συγκρουσθεί με τον υλισμό. 
Η αναγκαιότητα είναι μια φιλοσοφική κατηγορία που αγκαλιάζει τον διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό.
 Είναι καθολική, γιατί εκδηλώνεται στη Φύση, την κοινωνία και τη σκέψη. 

Η αναγκαιότητα στην κοινωνία. Γνώση των νόμων της αναγκαιότητας. Τι είναι όλο αυτό ?? Είναι κοινωνική επανάσταση. Απελευθέρωση των μαζών !!!
 Και ο ιδεαλισμός στην κοινωνία ?? 
Πίστη στο ανώτερο που δεν αλλάζει αλλά κινεί την ιστορία των κοινωνιών με σοφούς κανόνες που δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε ποτέ. 
Και η ιστορία των κοινωνιών είχε πολύ ιδεαλισμό, πολύ πίστη, πολύ εκμετάλλευση, είχε και “πεφωτισμένους αντιπροσώπους” της ανώτερης δύναμης στο ανθρώπινο γένος, είχε ποταμούς αίματος, είχε δούλους και ανώτερα ανθρώπινα φύλα, είχε πάντα εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. 
Ενα δεν είχε ποτέ: κοινωνική ελευθερία
Η ελευθερία είναι μια έννοια του ιστορικού υλισμού, που εκδηλώνεται μόνο στην Κοινωνία δια μέσου των πράξεων ενός ατόμου.
 Η ελευθερία ως μια έννοια του ιστορικού υλισμού είναι η πλήρης γνώση της αναγκαιότητας. 
Ελευθερία είναι η γνώση.
 Αυτό δεν μπορεί να γίνει κατανοητό παρά μόνο από τη σκοπιά της μεθόδου της υλιστικής διαλεκτικής.
 Η ελευθερία”, γράφει ο Λένιν, παραθέτοντας τον Έγκελς, δεν υπάρχει σε μια φανταστική ανεξαρτησία από τους νόμους της Φύσης,
 αλλά στη γνώση αυτών των νόμων, και στη δυνατότητα να τους κάνει κανείς να λειτουργήσουν συστηματικά για καθορισμένους σκοπούς. 
Η υλιστική διαλεκτική συσχετίζει την ελευθερία με τη σκόπιμη δραστηριότητα του ανθρώπου. 
Σαν τέτοια είναι αξεχώριστα δεμένη με τους ανθρώπους ως κοινωνικά όντα. 
Ταυτόχρονα, η πράξη των ανθρώπινων όντων απορρίπτει την απόλυτη ελευθερία της βούλησης, της οποίας η δραστηριότητα διέπεται από τους όρους κάτω από τους οποίους εργάζονται στην καθημερινή ζωή. 
Η ελευθερία δεν μπορεί να συνδυαστεί με την αυθαίρετη δράση των ατόμων πού θέλουν να δρουν σαν άτομα χωρίς να παίρνουν υπόψη την κοινωνική αναγκαιότητα. 
Η ελευθερία συνίσταται στη γνώση των διαλεκτικών νόμων της Φύσης από τον άνθρωπο και στην ικανότητά του να τους χρησιμοποιεί για την επίτευξη των πρακτικών αντικειμενικών στόχων του. 
Η γνώση της υλιστικής θεωρίας της αντανάκλασης, που επιβεβαιώνει την αλληλεπίδραση του αντικειμενικού και του υποκειμενικού μέσα στην ενότητά τους στο προτσές της γνώσης, απαιτεί αντικειμενική δραστηριότητα στην ταξική πάλη, επειδή αυτά τα προβλήματα μπορούν να λυθούν μόνο μέσα στην επαναστατική πράξη σαν την πιο σημαντική έννοια της υλιστικής διαλεκτικής.” 

Παρακολουθήσαμε πως κάποιες θεωρίες στην φυσική πυροδότησαν εκείνα τα χρόνια τις διαμάχες ιδεαλιστών και υλιστών. Οι μετέπειτα εξελίξεις στην φυσική απέδειξαν οτι η ύλη δεν εξαφανίζεται, απέδειξαν οτι η ενέργεια είναι υλική κατάσταση. Απέδειξαν οτι τελικά η ύλη αποτελεί την αντικειμενική πραγματικότητα και ότι όσο κατανοούμε τις νομοτέλειες και τους κανόνες κίνησης της ύλης τόσο η κατάκτηση της γνώσης επιβεβαιώνει τον διαλεκτικό υλισμό. 

Ο Λένιν κατανοώντας το, να πως το διατύπωσε πολλά χρόνια πριν το επιβεβαιώσει η σύγχρονη φυσική ... “Η σύγχρονη φυσική κοιλοπονά. Γεννά τον διαλεκτικό υλισμό.” Οι επιστήμες δεν μπορεί να είναι μεταφυσικές. Μπορεί να είναι μόνο διαλεκτικές. 
Τελικά η μαρξιστική πολιτική οικονομία και κοινωνιολογία διδάσκει
 πως δεν χρειαζόμαστε μεταφυσικές προυποθέσεις και περιορισμούς του τυχαίου και υπερβατικού, 
παρά επέκταση της γνώσης στις νομοτελειακές αναγκαιότητες της αντικειμενικής υλικής πραγματικότητας. 
Το βασικό λοιπόν φιλοσοφικό ερώτημα είναι: ιδεαλισμός ή υλισμός. Ολοι καταλαβαίνουμε που παραπέμπει το ένα και τι επιδιώκει το άλλο. 

Ο Εκλεκτισμός ήταν μια φιλοσοφική τάση της κλασσικής Ελληνικής φιλοσοφίας που προσπαθεί να συμβιβάσει τα ορθότερα, υποτίθεται, στοιχεία των μεγάλων θεωριών. 
Οποιαδήποτε απόπειρα συγκερασμού των αντίθετων αυτών απόψεων αποτελεί εκλεκτικισμό ... έλεγε ο Λένιν : “Αυτοί έχουν πάρει τη φιλοσοφία τους από μια εκλεκτικιστική θεόφτωχη σούπα, και συνεχίζουν να προσφέρουν στον αναγνώστη τον ίδιο αυτό χυλό. 
Παίρνουν μια στάλα αγνωστικισμό και ένα ψίχουλο ιδεαλισμό από τον Μαχ και προσθέτουν ένα κομματάκι διαλεκτικό υλισμό, κι αυτό το συνονθύλευμα το αποκαλούν ανάπτυξη του μαρξισμού.”
Ετσι τοποθετήθηκε ο Λένιν στην κριτική του για τους εμπειριοκριτικιστές της εποχής. Τους νεοιδεαλιστές των αρχών του 20ου αιώνα. Αυτών των φιλοσόφων και πολιτικών που βάλθηκαν να αναπτύξουν, να συμπληρώσουν και να εκμοντερνίσουν το μαρξισμό. Μπερνστάιν, Κάουτσκι, Πλεχάνοφ, Αντλερ είναι μερκά ονόματα πολιτικών της εποχής που επιχείρησαν να ξαναδούν (revision) …αλλοιώς τον μαρξισμό. 
Δεν κατάφεραν τίποτα παρά να θέσουν τα θεωρητικά βάθρα του οπορτουνισμού και της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας. 
Επιμέναν βέβαια οτι είναι ... μαρξιστές.
 “Μαρξιστές” οι οποίοι αντικαθιστούν την διαλεκτική μέθοδο απο την εκλεκτική. 
“Αυτή είναι η πιο συνηθισμένη, η πιο διεδεδομένη τακτική που χρησιμοποιείται στην επίσημη σοσιαλδημοκρατική φιλολογία σήμερα, ως ένδειξη σεβασμού προς τις διδασκαλίες του Μάρξ. Για την μεταστροφή του μαρξισμού σε οπορτουνισμό η αντικατάσταση της διαλεκτικής μεθόδου απο την εκλεκτική είναι ο καλύτερος τρόπος της εξαπάτησης των μαζών. 
Δίνει μια ψεύτικη ικανοποίηση.
 Φαίνεται σαν να περιλαμβάνει όλες τις απόψεις του κινήματος, όλες τις τάσεις της εξέλιξης, όλους τους αντίθετους παράγοντες, 
ενώ στην πραγματικότητα δεν μας δίνει καθόλου μια ακέραια επαναστατική άποψη της πορείας της κοινωνικής εξέλιξης” 
Λένιν στο “Κράτος και επανάσταση”. 

“Μαρξισμός” ... χωρίς διαλεκτικό υλισμό ... δεν είναι μαρξισμός. Είναι κάτι άλλο. 
Είναι οπορτουνισμός.
από antivaro !!


Διαμόρφωση κειμένου: Viva La Revolucion

Διαδώστε Το 
στούς-στίς: Εργάτες - τριες !!