Πριν 50 χρόνια. Πρώτες μέρες του χουντικού πραξικοπήματος.
Η μισή οικογένεια άφησε το χωριό, την Εγκλουβή και κατέβηκε στη Χώρα, για να σπουδάσουν τα 3 παιδιά, στα σχολεία της πόλης.
Ήταν και ένας καλός λόγος να γλιτώσει ο πατέρας από το κυνηγητό των χωροφυλάκων του χωριού και των συνεργατών τους, αφού ως μη «εθνικόφρων» συχνά πυκνά «έτρωγε» μηνύσεις, δια ασήμαντον αφορμήν, στο παντοπωλείο που διατηρούσε στο χωριό.
«Παντοπωλείον το Έαρ» είχε γράψει ο Ξ.Κ. που είχε ζωγραφίσει την όμορφη ταμπέλα.
«Α, εδώ έχει σκόνη» διαπίστωναν οι χωροφυλάκοι ή «η ταμπέλα του ταραμά είναι στραβά βαλμένη» και δώστου οι μηνύσεις...
Πίσω, στο χωριό, έμειναν ο παππούλης, η βαβά και η θειά.
Μένει λοιπόν η οικογένεια με ενοίκιο, σε ένα μικρό σπίτι στη συνοικία του «Πουλιού». Μαζί τους μένει και μια ξαδερφούλα τους από άλλο χωριό, το Νιχώρι. Οι χώροι μικροί δεν φτάνουν κι έτσι τα παιδιά κοιμούνται όλα μαζί στο πάτωμα, σε στρωματσάδα που η μάνα σηκώνει κάθε πρωί και πιθώνει σε μια ντουλάπα.
Με την κήρυξη του πραξικοπήματος ο πατέρας συλλαμβάνεται. Η μάνα αναλαμβάνει όλο το βάρος της φροντίδας των τεσσάρων παιδιών. Και ταυτόχρονα να έχει την έγνοια της τύχης του άντρα της, στις αγροτικές φυλακές Λευκάδας.
Ένα βράδυ, βαθιά μεσάνυχτα, χτυπάνε δυνατά την πόρτα. Ξυπνάνε όλοι. Η μάνα ανοίγει την πόρτα και μπουκάρουν οι ασφαλίτες. Τα παιδιά τρομαγμένα λουφάζουν σε μια γωνιά του δωματίου το ένα δίπλα στο άλλο.
Τι θέλετε? Δεν απαντούν, μόνο σουλατσάρουν στο σχεδόν άδειο από πράγματα δωμάτιο, κοιτάζοντας ερευνητικά παντού.
Πατάνε με τα παπούτσια πάνω στα μαξιλάρια και τα σκεπάσματα της στρωματσάδας και στο πρόσωπό τους διακρίνεις μια ικανοποίηση, όταν η ματιά τους πέφτει πάνω σε μια εγκυκλοπαίδεια απέναντι στο ράφι. Είναι η μεγάλη εγκυκλοπαίδεια της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Παίρνουν τους τόμους και τους δένουν σε ένα μεγάλο δέμα. Και προστάζουν το μεγαλύτερο παιδί να κουβαλήσει το ασήκωτο δέμα στην Ασφάλεια.
Μπαίνει η μάνα μπροστά, που ως τότε παρακολουθούσε οργισμένη αλλά αμίλητη. Και με αποφασιστικότητα, που δεν χωρούσε αμφισβήτηση, τους λέει «το παιδί δεν θα πάει πουθενά. Θα σας την φέρω εγώ!» Δεν περίμεναν τέτοια αντίδραση και αντίσταση. Κατέβασαν τα μάτια, πήραν το δέμα και έφυγαν!…
Μετά από πολύ καιρό αναζητήσαμε την εγκυκλοπαίδεια. Την κρατάω ως κειμήλιο. Όταν την βλέπω θυμάμαι τα παλιά και ο νους μου ταξιδεύει… Και δίνω υπόσχεση στους γονείς μου πως θα κρατάω για πάντα τις παρακαταθήκες που μου άφησαν!
Οι σχέσεις των οικογενειών Βαρδινογιάννη, Ωνάση, Λάτση, Νιάρχου, Μποδοσάκη, Γουλανδρή κ.α με τους δικτάτορες.
Πως αξιοποίησαν τις φορο-απαλλαγές της χούντας και ενίσχυσαν τους κλάδους της ναυτιλίας και των πετρελαιοειδών όταν η υποσχεθείσα μεταπολεμική ανάπτυξη άρχισε να βάζει νερά – μαζι με τα σαπιοκάραβα αρκετών εφοπλιστών.
Δείτε το απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ ΦΑΣΙΣΜΟΣ Α.Ε
Αναμνήσεις από τις πρώτες μέρες της δικτατορίας του ΄67
Στους αφανείς συντρόφους…
Η σύλληψη
Η ζωή κρεμόταν από μια κλωστή. Είπα, «τώρα θα πυροβολήσει»! Δεν το έκανε.
Ο ασφαλίτης στεκόταν πίσω και πλάι σε απόσταση ασφαλείας και με σημάδευε μέσα από την καμπαρτίνα του. Κουνώντας το χέρι του μου λέει: «Ακίνητος! Τα χέρια μακριά από τις τσέπες. Προχώρα προς τα πάνω».
Το «πάνω» ήταν ο δρόμος προς το Τμήμα Χωροφυλακής πάνω από τη Μητρόπολη, την εκκλησία των Ταξιαρχών.
«Θα με σκοτώσετε;» ρωτάω τρεμουλιαστά ενώ τα πόδια μου μόλις με κρατούσαν.
«Πολλά λες, προχώρα και μη μιλάς» λέει και γελάει ειρωνικά σαν σφήκα.
Μ’ έζωσαν τα φίδια και οι φόβοι. Προχωρήσαμε, δεν έγινε τίποτα και όταν ανοίγοντας τη κεντρική αίθουσα του Τμήματος αντίκρισα δεκάδες άλλους κρατουμένους κατάχαμα, μου έφυγε ένας στεναγμός ανακούφισης. Γλίτωσα, δεν ήμουν μόνος μου.
Ήταν η δεύτερη μέρα της δικτατορίας, Σάββατο 22.4.1967. Τριγύριζα κυνηγημένος και χαμένος στους δρόμους και τις οικοδομές των Σερρών μην ξέροντας που να πάω.
Στο σπίτι μου έκαναν επτά φορές έφοδο για να με πιάσουν. Εκεί κοντά στην πλατεία Ελευθερίας (τι όνομα, τι μέρα! ) με βρήκε ο ασφαλίτης και έκανα χρόνια να την ξαναδώ!
Τις μέρες που προηγήθηκαν της δικτατορίας, ρωτούσα επίμονα τα στελέχη της ΕΔΑ και της Νεολαίας Λαμπράκη που ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη, που θα κρυφτούμε αν γίνει δικτατορία.
Η απάντηση ήταν μονίμως ίδια: «Δεν πρόκειται να γίνει»!
Είχε έρθει και ο Λ. Κύρκος εκείνες τις μέρες για προεκλογική σύσκεψη στην ΕΔΑ και το επιβεβαίωσε! «…Δεν θα γίνει»!!!.
Παρά το ότι δεν είχα κλείσει τα 18, η τρίχρονη θητεία μου στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη και η ανάμειξή μου με τόσους έμπειρους αριστερούς με έκαναν να είμαι αμφισβητίας και να σκέφτομαι το χειρότερο. Η ηγεσία όμως είχε άλλες γλυκανάλατες απαντήσεις που μας κόστισαν πολύ.
Ο Βασίλης Εφραιμίδης, βουλευτής της ΕΔΑ και πανέξυπνη πολιτική αλεπού, μας έλεγε με τον τρόπο του ότι δε συμφωνούσε με τον εφησυχασμό της κεντρικής ηγεσίας και έφυγε έγκαιρα για το Παγγαίο να κρυφτεί.
Από κει ντυμένος πότε γριά πότε παπάς, λένε, έφυγε για το εξωτερικό με ένα κανάλι διαφυγής του ΚΚΕ που δεν είχε διαβρωθεί από την ασφάλεια. Εμείς μείναμε πίσω πιασμένοι σε κλουβί.
Οι πρώτες μέρες
Η πρώτη νύχτα στο κρατητήριο πέρασε ήσυχα ακούγοντας διαγγέλματα του «πρωθυπουργού» Κόλλια και άλλων.
Κάποιοι χωροφύλακες συζητούσαν χαμηλόφωνα για το τι σημαίνει «Παπαδόπουλος», κάτι δεν τους καθόταν καλά με αυτόν.
Όλη τη νύχτα μπαινόβγαιναν οι χαφιέδες της κάθε γειτονιάς δίνοντας πληροφορίες για τους αριστερούς που ήταν στο κυνηγητό και παίρνοντας εντολές για το τι πρέπει να κάνουν.
Γνώρισα μερικές φάτσες που ήξερα πως ήταν χαφιέδες, έμεινα έκπληκτος με άλλες που δεν το ήξερα. Ο παρακρατικός μηχανισμός που χρόνια υπονόμευε τη δημοκρατία, μέχρι και τον Καραμανλή υπονόμευσαν για να φτάσουν εδώ, είχε τεθεί σε πλήρη λειτουργία. Μπαίναμε στο σκοτεινό τούνελ της δικτατορίας χωρίς να γνωρίζουμε το τέρμα του.
Την άλλη μέρα μεταγωγή.
Χαλασμός από στρατό και χωροφυλακή στην Εμπορική Σχολή στο Υμαρέτ όπου μας μετέφεραν. Γύρω – γύρω πολυβόλα στραμμένα προς το σχολείο. Μέσα στοιβαγμένοι καμιά 150 κρατούμενοι και έφερναν ακόμη… Από ένα παράθυρο βλέπω στην αυλή το Γάκη από την Τούμπα να τον βασανίζουν στα όρθια 3-4 τροχαίοι.
Ο ένας προσπαθεί να βγάλει από τη θήκη το περίστροφο να τον πυροβολήσει νομίζω. Πάω κοντά στο παράθυρο και ανοίγω το στόμα μου να φωνάξω «τι κάνετε, όχι, όχι, βοήθεια!». Δεν βγήκε άχνα. Έχασα τη λαλιά μου!
Το περίστροφο βγήκε και έσυραν το Γάκη προς τον τοίχο. Γύρισα προς την αίθουσα, άρχισα τα τρελά νοήματα και όταν είδα ένα στέλεχος της ΕΔΑ τον τράβηξα με βία από τα ρούχα και του έδειξα από το παράθυρο. Έβαλε τις φωνές. «Μας σκοτώνουν! Κάτω τα χέρια! Θα σας καταγγείλουμε!»
Οι φωνές πλήθαιναν, οι τροχαίοι άκουσαν, μαζεύτηκαν, έριξαν μερικές κλωτσιές και γροθιές στο Γάκη, τον μάτωσαν και τον έστειλαν μέσα.
Δεν έμαθα ποτέ αν πραγματικά ήθελαν να τον εκτελέσουν ή απλά να μας φοβίσουν.
Πάντως κατάφεραν να προσθέσουν νέα ανασφάλεια στην ήδη υπάρχουσα. Μετά οι τροχαίοι τσατισμένοι περιέλαβαν τους Σάκηδες, ξαδέρφια από τα Σφαγεία με γροθιές και κλωτσιές …
Το απόγευμα ένα καθίκι με στρατιωτικά αναφέρει ότι ο Σάκης και ο Σίμος, δυο μικροί «Λαμπράκηδες», «έβρισαν τα όπλα»!!!
Αμέσως κινητοποιήθηκε η φρουρά και τους πήραν, τους περικύκλωσαν με ξιφολόγχες απειλητικά ιδίως το Σίμο.
Ένας αξιωματικός φωνάζει ότι η ύβρις στα όπλα σε κατάσταση πολιορκίας και στρατιωτικού νόμου επισύρει ποινή άμεσης εκτέλεσης. Στιγμές παγωμάρας. Οι παλιοί όμως κάτι ήξεραν.
Άρχισαν να συνωστίζονται στη πόρτα και να φωνάζουν δυνατά στους αξιωματικούς: «Δεν έχετε δικαίωμα, ντροπή, δε γίνεται να γίνετε δολοφόνοι….» και άλλα τέτοια.
Οι αξιωματικοί μπορεί να είχαν φανατισμό αλλά όχι πείρα από καταστάσεις με αποφασισμένους πολίτες που φωνάζουν. Κάλμαραν.
Κάποιος είπε ότι δεν έχουν σκοπό να εκτελέσουν κανένα αλλά θα διενεργηθεί ανάκριση και θα γίνει στρατοδικείο.
Νέες φωνές: «Με ποιο δικαίωμα καταργήσατε το Σύνταγμα και τώρα μας κρατάτε παράνομα, δεν αναγνωρίζουμε τα στρατοδικεία» κλπ.
Εγώ ούτε που φανταζόμουν ότι μπορούσαμε να τα βάλουμε με τόσο στρατό και αστυνομία. Νόμιζα ότι θα άνοιγαν πυρ με τα πολυβόλα!
Όμως τελικά λύγισαν οι δεσμοφύλακες και όχι οι δεσμώτες, και μας έστειλαν πίσω τους δυο νέους. Μια νίκη, μικρή νίκη, ζωοδότρα νίκη σε μια κατάσταση γενικής ήττας.
Η γύρα του θανάτου
Το πρωί στις 24 Απριλίου, κάποιος φωνάζει το όνομά μου. «Πάρε τα πράγματά σου και έλα μαζί μας». «Πού θα με πάτε;» ρώτησα. Μου έκαναν μια άγρια χειρονομία και με τράβηξαν.
Με έριξαν σε ένα «γαλατάδικο», ένα κάτασπρο κλειστό τζιπ - περιπολικό της χωροφυλακής. Πήραν και το Μανώλη Κιουπτσή. Δεν ξέρω που τον πήγαν. Με έδεσαν με αλυσίδες. Έτρεμα.
Ξεκινήσαμε. Μπροστά μοτοσικλετιστές και ένα περιπολικό, πίσω ένα ανοικτό στρατιωτικό τζιπ με όρθιο στρατιώτη με οπλοπολυβόλο σε τρίποδα και να κρέμονται προκλητικά οι δεσμίδες με τις σφαίρες. Πιο πίσω άλλοι μοτοσικλετιστές. Σειρήνες στη διαπασών! Σαν να κάναμε το γύρο του θανάτου.
Με βγάζουν στους κεντρικούς δρόμους. Βενιζέλου, Νομαρχία, Μεραρχίας.
Σαν να παίρνει το μάτι μου κάποια στιγμή να τραβολογάν στο δρόμο τον Τζανακάρη, «για να κατεβάσει τη ταμπέλα της ΕΔΗΝ» (Νεολαίας της Ένωσης Κέντρου) είπε κάποιος ασφαλίτης. Πιο πάνω, ήδη κατέβασαν τις ταμπέλες της ΕΔΑ, της ΕΡΕ, της ΕΚ και της Νεολαίας Λαμπράκη.
Οι σειρήνες σφύριζαν επιδεικτικά.
Οι πολίτες και οι μαγαζάτορες παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι.
Εγώ σαν το ποντίκι στη φάκα. Δε γίνεται λέω μέσα μου, με τόση πομπή για μένα μάλλον κάτι κακό μου ετοιμάζουν.
Ο φόβος τέτοιες στιγμές είναι απίστευτος. «Τι θα με κάνετε;» ρωτάω τον ασφαλίτη. «Κοίτα έξω για τελευταία φορά και σκάσε» μου λέει.
Για άλλη μια φορά έχασα τη λαλιά μου. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να μη τελειώσει ποτέ αυτή η εξευτελιστική γύρα στους δρόμους των Σερρών όπου έσερναν το λάφυρό τους επιδεικτικά για να φοβίσουν τους πάντες.
Ήθελα να ζήσω έστω και αυτή τη λίγη ώρα που ισοδυναμεί με αιώνα πραγματικής ζωής.
Αν κάποιος νομίζει ότι πρέπει να ζήσει 100 χρόνια για να νοιώσει την αξία της ζωής, κάνει λάθος. Του αρκούν μερικές άγριες στιγμές μάχης, φόβου και επιβίωσης στο φάσμα του θανάτου για να τα «δει» όλα.
Άρχισα να έχω ενοχές.
Την πρώτη μέρα της δικτατορίας, μόλις συνέλαβαν την τοπική ηγεσία της ΕΔΑ, ανεβήκαμε κρυφά στα γραφεία της με την Δήμητρα και το Σάββα και «μπουμπουνίξαμε» στις πέντε ξυλόσομπες τα αρχεία της ΕΔΑ.
Καίγαμε επί ώρες και φύγαμε χωρίς να μας πάρουν μυρωδιά!
Επιχειρήσαμε να πάμε να κάψουμε και τα δικά μας αρχεία, στη Νεολαία Λαμπράκη, αλλά γύρω φύλαγαν ασφαλίτες για να πιάσουν κανέναν νέο που θα έκανε το λάθος να πάει κατά κει. «Θα έμαθαν τι κάναμε με τα αρχεία και τώρα δε τη γλιτώνω», είπα μέσα μου.
Μανούλα που έκατσες να φας…
Με πήγαν στη χωροφυλακή. Άρχισαν τις σφαλιάρες, τις βρισιές και τις ανακρίσεις.
Ο διοικητής Ευθύμης Τσούτσιας άρχισε μια όχι και τόσο ενθουσιώδη ανάκριση. Με ήξερε.
Πήγαινα στο 3ο δημοτικό με τα παιδιά του, παίζαμε μαζί και όπως ήμουν φτωχός και μόνιμα πεινασμένος με μάζευε καμιά φορά εκείνη η απίθανα γλυκιά μάνα τους και μου έβαζε ένα πιάτο φαΐ να φάω μαζί τους. Δεν του πήγαινε η ανάκριση αλλά έπρεπε να κάνει το σκληρό γιατί στην πλάτη μου κάθονταν και επόπτευαν συνταγματαρχέοι του στρατού και της ΚΥΠ.
Δεν του είχαν εμπιστοσύνη και δεν τον έπαιρνε… Μάλλον ήταν και αυτός όμηρος…
Δεν έβγαλαν τίποτα από την ανάκριση για ονόματα και δράσεις της ΔΝΛ και της ΕΔΑ. Ήθελαν να τους πω ακόμη και… πού είχαμε κρυμμένα τα ανύπαρκτα όπλα!!!
Ο Τσούτσιας μου λέει σε μια στιγμή με λύπη: «Κρίμα παιδί μου για σένα, να είσαι τόσο σκληρός». «Τι θα με κάνετε;» ρωτάω με φόβο και ένα αφανές θράσος για μικρό κρατούμενο.
«Εκεί που θα πας μόνο μαύρα βουνά θα βλέπεις» μου λέει με νόημα και σταματά απότομα γιατί κατάλαβε ότι ξεπέρασε τα εσκαμμένα.
Το νόημα ήταν απλό, μια πληροφορία: «Θα ζήσεις»! Εγώ πάλι έμεινα με την αμφιβολία.
Μ’ έριξαν στη «μπουζού» στο υπόγειο όπου βρήκα τον αφελή Σάββα ο οποίος έκανε τη βλακεία να φέρει τσιγάρα σε κάποιον κρατούμενο και τον «τσίμπησαν». Μετά έφεραν και τον πρόεδρο ενός χωριού κοντά στη Τούμπα που όλη τη νύχτα μυξόκλαιγε στους χωροφύλακες ότι δεν είχε «καμία σχέση» με την ΕΔΑ και μάλωνε μαζί μου γιατί του έλεγα να το κόψει κι’ οτι είναι ντροπή αυτά που λέει στους δεσμοφύλακες.
Σε διπλανό κελί έφεραν τη νύχτα και την ηγεσία της ΕΔΑ, Θανάσης Παπαθανάσης, Μπάμπης Σαραντίδης, Νίκος Λατινόπουλος, Κώστας Σοφιδιώτης, Μανώλης Κιουπτσής κ.α. αλλά απαγορευόταν να ανταλλάξουμε λέξεις.
Κάπου στον τοίχο του κελιού διάβασα στο αμυδρό φως: «Μανούλα που έκατσες να φας, για μέτρα τα παιδιά σου, που λείπει ο μικρότερος και καίγετ’ η καρδιά σου»! Με τάραξε.
Εγώ ήμουν ο μικρότερος από τέσσερα αδέλφια… Ταίριαζε και με το ρυθμό ενός τραγουδιού: «Εγώ πουλάκι στεριανό, στο κύμα τι γυρεύω, η μάνα μου με καρτερεί και ‘γω χαροπαλεύω…». Σιγοτραγούδησα αμήχανα με κάποιο λυγμό. «Σκάσε», άκουσα μια φωνή απ’ έξω…
Σώπασα…
Η νύχτα βγήκε άγρυπνα με κρύο, κλάψες και χωρίς κουβέρτες.
Δεν ήξερα τι μας περίμενε το πρωί.
Έτρεμα κατά το χάραμα γιατί είχα ακούσει ότι τέτοια ώρα γινόταν οι εκτελέσεις ανταρτών στον εμφύλιο. Το σπίτι μας ήταν στον Μπέη Μπαξέ απέναντι από τον τόπο εκτέλεσης, στα νεκροταφεία και μας χώριζε μόνο το ποτάμι των Αγ. Αναργύρων.
Τα μεγαλύτερα αδέλφια μου άκουγαν τις κραυγές τους, «Ζήτω η Ελλάδα, ζήτω το κόμμα!», πριν την εκτέλεση και μου τα διηγούνταν.
Μου είπαν ότι με απομόνωσαν για να μη… καθοδηγήσω εξέγερση των νέων κρατούμενων στην Εμπορική Σχολή επειδή ήμουν Γραμματέας στη ΔΝΛ! Το ίδιο έκαναν και στην ηγεσία της ΕΔΑ.
Μεγάλη τιμή σκέφτομαι σήμερα εκ του ασφαλούς. Τότε όμως δεν ήξερα τι σήμαινε για το αύριο αυτό.
Κλεισμένος στο υπόγειο κελί άγνωστο για πόσο χωρίς να μαθαίνω τίποτα. Άρχισα να πιστεύω ότι κάτι καλό θα προκύψει. Ίσως να μας απολύσουν, σκεφτόμουν, για να κάνουμε Πάσχα σπίτι μας. Όνειρα κρατουμένου που δεν ήξερε ότι θα ξανάβλεπε το σπίτι του μετά από τρία και πλέον χρόνια.
Στου Τσανάκα.
Ξαφνικά με αρπάζουν απότομα από το κελί και με μεταφέρουν σε ένα κτήριο στα «Αλλαντοποιεία Τσανάκα» που το μετέτρεψαν σε πρόχειρες φυλακές.
Η μυρωδιά του καπνού παντού γιατί στο μεταξύ το είχαν κάνει καπναποθήκη.
Με κάποιους Τσανακαίους ήμασταν συμμαθητές και φίλοι από μικρά και ήξερα περίπου το μέρος. Έβαλαν και βρύση στην αυλή να πλυθούμε μετά από μέρες απλυσιάς. Τη βρύση την εγκαθιστούσε από αβλεψία των ασφαλιτών ένας μικρός «Λαμπράκης», «Γκρι» τον φωνάζαμε, ήταν από το Κατακουνόζι και δουλεύαμε μαζί στις οικοδομές.
Έγινε δυνατό έτσι να στείλουμε μερικά μηνύματα στους δικούς μας. «Είμαστε καλά» έλεγαν όλα σαν να λέγαμε «ζούμε» και αυτό αρκεί.
Μέχρι το βράδυ η «φυλακή» γέμισε.
Ήταν Μ. Εβδομάδα και τα Πάθη επαναλαμβάνονταν σε νέα φασιστική έκδοση της… «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών»!
Καμιά διακοσάρια κρατούμενοι από Σέρρες και πέριξ με άγνωστο το αύριο.
Δε «χαρήκαμε» τη νέα φυλακή μας. Την άλλη μέρα το απόγευμα, Μ. Τετάρτη, φωνάζουν να ετοιμάσουμε τα πράγματα, τις κουβέρτες δηλαδή.
Πανικός, μυστικές τρομακτικές κουβέντες για το τι θα μας κάνουν τη νύχτα. Οι ψύχραιμοι μας καθησύχαζαν. Η αγωνία όμως δεν καταλαγιάζει με λόγια.
Όλοι αμίλητοι και σκυφτοί συλλογιζόμαστε την επόμενη στιγμή.
Ακούμε να φωνάζουν άγρια να βγούμε έξω. Στη γραμμή για αστυνομικό προσκλητήριο.
Κάναμε και εμείς το αγωνιστικό μας προσκλητήριο «Δεν έλειπε κανείς, μας συνέλαβαν όλους»!
Ο επικεφαλής αξιωματικός φωνάζει: «αφήστε κουβέρτες και βγάλτε ζώνες, ρολόγια, κορδόνια, λεφτά, κλειδιά, ξυραφάκια και ότι αιχμηρό έχετε».
Μου ήρθαν στο νου παλιές τρομακτικές διηγήσεις. Τους 200 της Καισαριανής πριν τους εκτελέσουν τους αφαίρεσαν όλα τα πράγματα.
Το ίδιο και στον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του. Μας έζωσαν τα φίδια. Τι σκοπεύουν να μας κάνουν;
Άρχισε να βραδιάζει..
Μας έκαναν εξονυχιστικό σωματικό έλεγχο και μας έδεσαν πολύ σφιχτά μέχρι αφόρητου πόνου με σχοινιά και αλυσίδες χιαστί δυο – δυο αριστερό με δεξί χέρι. Μας στοίβαξαν σαν σαρδέλες σε κάτι παλιά στρατιωτικά φορτηγά GMC από αυτά που ξέραμε όλοι ότι συνεχώς χαλούσαν αλλά για τις ανάγκες της δικτατορίας δεν χάλασε κανένα.
Χαλασμός από στρατιωτικά και αστυνομικά οχήματα και μοτοσικλέτες.
Εκατοντάδες στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη, χωροφύλακες με πράσινες μακριές χλαίνες και πιστόλια, οπλοπολυβόλα στημένα σε κάθε γωνιά.
Ξεκινήσαμε.
Δυο χωροφύλακες φύλαγαν στις άκρες της καρότσας και χωρίζονταν από μας με παραπέτο μουσαμά. Από τα σχισίματα των καλυμμάτων βλέπαμε αμυδρά που πηγαίναμε. Προς Καβάλα… Ο δρόμος στις άκρες είχε σε τακτές αποστάσεις φρουρούς ΜΑΥδες οπλισμένους επ’ ώμου, αγροφύλακες και στρατιώτες..
Ποιος τη ζωή μου κυνηγά…
Ποιος τη ζωή μου, ποιος τη κυνηγά
να τη ξεμοναχιάσει μεσ’ τη νύχτα,
ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μεσ’ τα δίχτυα…
Για κάποιον μεσ’ τη νύχτα είναι αργά….
Από «Τα τραγούδια του αγώνα»
Του Μίκη Θεοδωράκη
Στοίχοι: Μάνου Ελευθερίου
Μετά από ώρες βασανιστικής πορείας σε αργή κίνηση σταματάνε όλα τα οχήματα σε ένα γήπεδο κάπου ψηλά, κοντά στο Παγγαίο.
Τα φορτηγά των κρατουμένων δίπλα- δίπλα. Οι προβολείς των άλλων αυτοκίνητων φώτιζαν τα πάντα. Ήταν σε κύκλο γύρω μας.
Οπλοπολυβόλα στημένα παντού με περασμένες τις δεσμίδες έτοιμες, χύμα κάτω. Σταδιακά επικράτησε απόλυτη ησυχία.
Μόνο οι φωνές των αξιωματικών ακούγονταν με αντίλαλο να δίνουν με μανία διαταγές δεξιά και αριστερά για να παραταχθούν οι στρατιώτες και οι ΜΑΥδες.
Τραγική σιωπή και από τους κρατούμενους στα GMC. Κάποιος μουρμούρισε ότι τον Μπελογιάννη τον εκτέλεσαν με το φως των προβολέων των αυτοκινήτων.
«Αααχ μανούλα μου, εδώ θα μας σκοτώσουν»
Ξαφνικά η Κατερίνα (που «έφυγε» μετά από χρόνια σιωπηλά χωρίς ποτέ να συνέλθει από το σοκ) βγάζει μια σπαρακτική κραυγή αλλοφροσύνης που ακούστηκε πέρα ως πέρα και στα άλλα φορτηγά: «Αααχ μανούλα μου, εδώ θα μας σκοτώσουν!».
Έπεσε ανατριχίλα.
Οι χωροφύλακες που μας φρουρούσαν κέρωσαν.
«Θα μας εκτελέσουν;» τους ρώτησε κάποιος.
Έχασαν τα λόγια τους. «Όχι, όχι» ψέλλισε ο ένας χωρίς καν να το πιστεύει γιατί έβλεπε καθαρά τα στημένα πολυβόλα.
Κάθε άλλο παρά περίμενε να δει κάτι τέτοιο. Ο φόβος άρχισε να τους ζώνει και αυτούς.
Κρατούμενοι και χωροφύλακες, παρά τις διαφορετικές θέσεις, στην ίδια αγωνία για την επόμενη στιγμή. Κάποιες φωνές απελπισίας ακουστήκαν από δίπλα και από άλλα φορτηγά.
Ο διπλανός μου, ένας άτυχος οπωροπώλης, άρχισε να κλαίει και να μιλάει για τα παιδιά του.
Αντέδρασα ενστικτωδώς.
Ξύπνησα από έναν φοβικό λήθαργο και ορθώθηκα. Του τράβηξα βίαια το χέρι με το οποίο ήμασταν αλυσοδεμένοι. «Σκάσε, δεν πρόκειται να μας εκτελέσουν» φώναξα δυνατά να με ακούσουν όλοι. «Τίποτα δεν θα μας κάνουν, θα δείτε. Και μη κλαις, τι είσαι ‘συ;»
Του ξανατραβάω βίαια το χέρι. Όλοι με κοίταζαν σαν χαμένοι. «Πως μιλάει έτσι αυτό το μικρό;» συλλογίζονταν.
Ούτε εγώ ήξερα που βρήκα το θάρρος, αν και δεν μου φαίνεται για θάρρος αλλά για το θράσος της άγνοιας μπροστά στο φόβο.
Ήθελαν όλοι να με πιστέψουν αλλά δεν μπορούσαν γιατί δεν ήξεραν τι θα γίνει ούτε στο επόμενο λεπτό.
Από κάπου σαν ν’ άκουσα τη φωνή της Ευθυμίας της Σπέντζαινας από το Τσομπλέκ Ντερέ να λέει να ησυχάσουμε.
Έγινε απόλυτη σιωπή για κάποιες ώρες, κοντά έναν αιώνα δηλαδή. Περίμενα με κρυφή αγωνία. Δεν καταλάβαινα και πολύ την κρισιμότητα των στιγμών και έκανα το παλικάρι.
Ούτε κατάλαβα ότι το να μας εκτελέσουν σε τέτοιες στιγμές δεν ήταν και τίποτα (στην Ινδονησία η εγκληματική, αμερικανόπνευστη δικτατορία του Σουχάρτο εκτέλεσε το ΄65-΄67 χωρίς αιτία 750.000 (!!!) αντιπάλους της, κομμουνιστές και άλλους 250.000 οπαδούς και δημοκράτες,ενώ μετά, το 1973, στη Χιλιάνικη δικτατορία του Πινοσέτ οι κρατούμενοι ήταν άτυχοι, τους εκτέλεσαν όλους, 30.000 ανθρώπους!). Μάλλον να επιβιώσω ήθελα και έπαιρνα την επιθυμία για πραγματικότητα φωνάζοντας.
Μετά κάποιοι είπαν ότι αυτό ήταν «σπουδαίο» γιατί έδινε θάρρος στους άλλους.
Εγώ ούτε στον εαυτό μου δεν μπορούσα να δώσω θάρρος, ούτε κατάλαβα πως το έκανα, ούτε το σχεδίασα.
Δεν έμοιαζε με ηρωισμό αλλά με νεανική αποκοτιά και αγωνία που αντάλλασσε τη ζωή με μια στιγμιαία ψευδαίσθηση. Η μάχη της επιβίωσης ενίοτε γίνεται ηρωισμός.
Περιμέναμε, περιμέναμε με αγωνία να ακούσουμε κάθε στιγμή, κάθε λεπτό μια φοβερή διαταγή:
«όλοι κάτω»!
Να ακούσουμε τη φωνή: «παραταχθείτε». Να ακούσουμε: «πυρ»!
Η φαντασία μάτωνε το νου κι’ ο φόβος το κορμί μας. Και πάλι όμως σιωπή από μας και τους φρουρούς μας, δε γινόταν τίποτα. Κάποια τριζόνια και νυχτοπούλια ξεθάρρεψαν και άρχισαν να ακούγονται ξανά.
Μια ανεμική ελπίδα άρχισε να παρενοχλεί με αναίδεια τις μαύρες σκέψεις μας.
Έναν αιώνα μετά και ενώ οι ζωές μας έκαναν τον κύκλο του ουρανού εκατό φορές και τα πολυβόλα ήταν έτοιμα να ξεσκίσουν την απόλυτη σιωπή μας, ακούγεται μια δυνατή φωνή: «ξεκινάμε, όλοι στις θέσεις σας».
Πανικός χαράς! Ανακούφιση. Το κλίμα αποφορτίστηκε απότομα. Ο Μιχάλης ο σουβλάκιας είπε κάτι και ακούστηκαν χαμηλόφωνα γέλια. Κάποιοι άρχισαν να γελούν νευρικά. Ο μπάρμπα - Μίκηκης ο καφεκόπτης μας έταξε το καλύτερο χαρμάνι καφέ. Άλλοι κοίταζαν εμένα με ευγνωμοσύνη για ό,τι είπα, σαν και να καθόρισα εγώ την εξέλιξη!
Έσκυψα το κεφάλι. «Γλιτώσαμε μια εκτέλεση» είπα μέσα μου χωρίς να ξέρω το πώς και γιατί.
Ακούγαμε με αγαλλίαση όλα τα οχήματα να ξαναβάζουν μπρος και να κινούνται σε θέσεις πορείας. Είχαμε επιβιώσει!
Στο μεταξύ η φάλαγγα ενώθηκε με άλλα φορτηγά που έφεραν κρατούμενους από άλλες περιοχές, Βισαλτία και Φυλλίδα. Τριακόσιοι Σερραίοι σε μια τεράστια πομπή!
Μείναμε σιωπηλοί σε όλη τη διαδρομή μέχρι τη Νέα Πέραμο Καβάλας όπου μας φόρτωσαν στο Αρματαγωγό «Σάμος».
Καθώς κατεβαίναμε ο Τσούτσιας στεκόταν παράμερα κάτωχρος, όπως παρατήρησαν πολλοί, επιτηρώντας τη μετεπιβίβαση.
Με κοίταξε φευγαλέα, μάλλον με λύπη. Ίσως του έφευγε ένα βάρος, ίσως του έμενε ένα βάρος. Για μας όμως άρχιζε μια νέα οδύσσεια φόβου.
Μέσα στο αρματαγωγό στοιβάζονταν εκατοντάδες άλλοι κρατούμενοι από Θεσσαλονίκη, Αν. Μακεδονία και άλλα μέρη.
Κάποιοι χαιρετηθήκαμε με νεύματα. Μας έδωσαν ξηρά τροφή και μας απομόνωσαν, τους Σερραίους, στα πλαϊνά του πλοίου. Πόρτες και φινιστρίνια σφραγισμένα.
Η Γιούρα
Μέσα στο αρματαγωγό ξεθαρρέψαμε. Κάποιες αρχικές μνήμες φόβου από το «Χειμάρα» που πήρε στον πάτο της θάλασσας το 1947 δεκάδες πολιτικούς κρατουμένους ατόνησαν γρήγορα.
Τα ανέκδοτα και οι ιστορίες έδιναν και έπαιρναν. Οι παλιοί έλεγαν για τις εξορίες και τις φυλακές. Έλεγαν και για ηρωισμούς και για τις «πλάκες» της εξορίας.
Το ηθικό άρχισε να ανεβαίνει.
Σαν να θεωρούσαμε όλοι ότι ήμασταν συνέχεια εκείνης της ηρωικής εποχής.
Κάποιος κρατούμενος κατάφερε και γλίτωσε το ρολόι του από τους χωροφύλακες. Ήμασταν οι τυχεροί του κόσμου όταν είδαμε οτι είχε πάνω στο λουρί μια πυξίδα!
Οι παλιοί άρχισαν τους υπολογισμούς του ταξιδιού. Με το θόρυβο των μηχανών μετρούσαν την ταχύτητα, με την ώρα τη διανυθείσα απόσταση και με την πυξίδα υπολόγιζαν την κατεύθυνση.
Αποφασίσαμε ότι η μοίρα μας είχε προδιαγραφεί. Πάμε νότια, πάμε νησί. Πρώτα είπαν για Άϊ Στράτη. Τον περάσαμε σύμφωνα με τις ώρες πλεύσης. Μετά είπαν για Ικαρία. Δεν ταίριαζε με το «αζιμούθιο» που έβγαζαν. Κανένας δεν ήθελε να σκεφτεί τη Γιούρα («Γυάρος» καθαρευουσιάνικα), οι μνήμες ήταν φρικτές.
Μετά άκουσαν τις μηχανές να μουγκρίζουν και το καράβι να κουνιέται. Όλοι είπαν με απογοήτευση ότι περνάμε το «Κάβο Ντόρο», άρα πάμε για Γιούρα με μια μικρή ελπίδα για άλλο νησί.
Συμπληρώσαμε 24 ώρες μέσα στο αρματαγωγό. Αγωνία για το που είμαστε.
Ξημέρωσε Μ. Παρασκευή. Ο Χριστός σταυρώνονταν στο Γολγοθά, εμείς στη Γιούρα! Άνυδρο, χωρίς βλάστηση και με βεβαρημένη ιστορία νησί.
Πάνω τα βουνά ήταν μαύρα οι πλαγιές ήταν αναιμικά πράσινες, άνοιξη ήταν.
Εκεί εξόριζαν οι ρωμαίοι και οι βυζαντινοί τους αντιπάλους τους για να πεθάνουν στα σίγουρα. Εκεί και οι «εθνικόφρονες» τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και τους αντιπάλους τους κατά τον εμφύλιο για να τους εξοντώσουν ηθικά και σωματικά.
Απογοήτευση και φόβος.
Νομίσαμε ότι μας περίμεναν βασανιστές όπως παλιά το ’49 και ’50 με μπαμπού και αγκαθωτά σύρματα να μας βασανίσουν. Δεν έγινε τίποτα.
Κάποιοι φοβισμένοι στρατιώτες είχαν παραταχθεί σε απόσταση με εφ’ όπλου λόγχη. Κατεβήκαμε στον 4ο όρμο. Οι καραβιές έφερναν χιλιάδες. Το παλιό στρατόπεδο ήταν καλυμμένο με αγριόχορτα, αγκαθωτές αφάνες και πικροδάφνες.
Αρχίσαμε το καθάρισμα. Παλιά υπερυψωμένα τοιχάκια με διαδρόμους άρχισαν να εμφανίζονται, υπολείμματα από τις σκηνές των παλιών κρατουμένων.
Κάποια φίδια έφυγαν φοβισμένα.
Στις χιλιάδες ξανθών και μαύρων σκορπιών που στο μεταξύ είχαν ιδιοποιηθεί το χώρο έπεσε πανικός! Έτρεχαν να κρυφτούν κάτω από τις πέτρες. Σε κάθε μεγάλη πέτρα έβλεπες 2-3 σκορπιούς. Κάποιοι τους συλλάμβαναν και τους υπέβαλλαν σε γυμνάσια! Άλλοτε μας εκδικούνταν αυτοί με τσιμπήματα και τρέχαμε στο ανύπαρκτο ιατρείο.
Στήσαμε αμέσως οργανωμένα μεγάλες σκηνές. Οι αξιωματικοί τρόμαξαν με την οργανωτικότητα αλλά δεν μπορούσαν να κουμαντάρουν 3-4.000 άτομα χωρίς την αυτοοργάνωσή τους. Η ζωή του πολιτικού κρατουμένου άρχισε.
Ο δικός μας Γολγοθάς δεν τελείωνε τη Μ. Παρασκευή. Εκείνο το Πάσχα δεν ήταν Πάσχα.
Δεν γιορτάσαμε καμία Ανάσταση. Αντίθετα, συλλογιζόμασταν και βιώναμε μια ατέλειωτη μαύρη νύχτα για μας και για το λαό που δεν ξέραμε το τέλος της.
Βρήκα στα χαλάσματα ένα σκουριασμένο χερούλι κουταλιού. Μεγάλη χαρά!
Κάποιος το πήρε και ακονίζοντάς το στη πέτρα το έκανε κοπίδι-μαχαιράκι. Σκάλισε από πικροδάφνες τα πρώτα μας κουτάλια.
Αργότερα σκάλισε και σκάκι!
Αρχές Μαΐου ήρθαν ο Πατακός με τον Τοτόμη για να μας πούνε ότι θα γίνουμε «τυμπανιαία και οδοδότα πτώματα» και να μας εξαγγείλουν τις απαγορεύσεις τους.
Απαγορεύεται, απαγορεύεται, απαγορεύεται… το βιβλίο «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ» του Α. Νενεδάκη για τη Γιούρα που είχα προλάβει να διαβάσω, ξαναεκδιδόταν ως φάρσα από τη χούντα!
Τους στείλαμε στο διάολο.
Να ζήσω ή να πεθάνω;
Λίγες μέρες μετά την άφιξή μας στη Γιούρα με φωνάζουν από τα μεγάφωνα, που στα κενά έπαιζαν παραδόξως Τζόαν Μπαέζ, να πάω στο «τμήμα ασφαλείας» του στρατοπέδου. Φώναξαν και άλλους νέους.
Με περίμεναν σ’ ένα γραφείο μερικοί αγριεμένοι ασφαλίτες!
Χωρίς περιστροφές μου είπαν ότι ήθελαν «να με σώσουν από τον… κομμουνισμό»!
Με τράνταζαν, με απειλούσαν, με έσυραν και μου είπαν ότι ως εδώ ήταν η ζωή μου, ως «κομμούνι». Κάρφωσαν ένα πιστόλι στον κρόταφο και ένας αξιωματικός φώναξε: «Τώρα όλα τελειώνουν με ένα «ναι» ή ένα «όχι». Αν πεις «ναι» σημαίνει θα κάτσεις φρόνιμα και φεύγεις ζωντανός αμέσως, πας στο σπίτι σου, στις γκόμενες στα γλέντια και τέρμα όλα! Αν πεις «όχι» φεύγεις ένα πτώμα με μια σφαίρα! Λέγε ρε… ναι ή όχι; Λέγε ρεεε!»
Έχασα το χρώμα μου.
Η φωνή δεν έβγαινε. Νόμιζα ότι μετρούσα τις τελευταίες στιγμές της ζωής μου.
Είπα, «τώρα δεν γλιτώνω»!
Όπως το αίμα έφευγε από το κεφάλι όλη η ζωή μου, που δεν είχε προλάβει να 18κταρίσει, πέρασε σαν αστραπή από μπροστά μου.
Μέσα μου ξέσπασε αστραπιαία μια μάχη.
Το σώμα έλεγε να ζήσω με οποιοδήποτε κόστος. Η ψυχή μου έλεγε τέτοια ζωή τι να τη κάνεις.
Ο διχασμός στην απόλυτη μορφή του. Πάλη σκληρή σε δέκατα δευτερολέπτου… τώρα αποφασίζω, ζω ή πεθαίνω.
Να προσκυνήσω να ζήσω… μα αν προσκυνήσω δε θα ζω... Όλα συμπιεσμένα σε κατάσταση τρόμου. Βρέθηκα σε απόγνωση τα δευτερόλεπτα περνούσαν, οι ασφαλίτες ούρλιαζαν.
Εγώ είχα πάψει πια να τους ακούω. Άκουγα μόνο τις εσωτερικές φωνές μου. Καλύτερα νεκρός είπα στο τέλος μέσα μου…
Κρύος ιδρώτας παντού, τα ρούχα βρεγμένα… Νόμισα πως «έφευγα»…
Ξαφνικά ξεστόμισα κομπιαστά ένα φρικτό, ξεψυχισμένο, άχρωμο και απελπισμένο
«όχι»!
Περίμενα να καταλάβω τα ελάχιστα χιλιοστά του χρόνου από το «μπαμ» μέχρι το απόλυτο μηδέν σαν εκρηκτική συμφωνία θανάτου.
Δεν άκουσα τίποτα.
Περίπου 100 χρόνια πέρασαν μέσα σ’ αυτές τις ελάχιστες στιγμές. Το αίμα έφυγε όλο από πάνω μου, χάθηκε.
Κατάχλωμος ακούω ξανά τη φωνή: «μα, τι μ…κας είναι αυτός ρε! Προτιμά να πεθάνει!» Απομακρύνεται κλωτσάει μια καρέκλα και μετά εμένα. Αρχίζει τις φωνές, το κήρυγμα, τις απειλές κουνώντας το πιστόλι. Μετά αποφορτίζεται.
«Τη γλιτώνεις για την ώρα, δε γουστάρω να σε σκοτώσω εδώ ρε αλλά θα σε στείλω στρατοδικείο, και εκεί αν δεν «ανανήψεις» θα σε καταδικάσουν σε θάνατο»!
Γλίτωσα και η ζωή ξαναήρθε. Άκουγα κανονικά, έβλεπα κανονικά!
Αυτό το «ανανήψεις» το ήξερα από διηγήσεις των παλιών αριστερών και από τα βιβλία της Γιούρας και της Μακρονήσου που είχα διαβάσει στους Λαμπράκηδες.
Σήμαινε ότι μπορεί να σε τυφλώσουν στα βασανιστήρια αλλά εσύ, αφού «ανανήψεις» και τους προσκυνήσεις μπορείς να δηλώσεις «περήφανος»: «Τώρα είδα το φως μου»!
Με σπρώχνουν έξω από το γραφείο και τρεκλίζω έτοιμος να πέσω.
Μετά βίας κρατιέμαι και με λυγμούς έφτασα στη σκηνή μας. Ήμουν απαρηγόρητος για ώρες. Νόμισα ότι πέθανα και ξαναζώ.
Οι μεγαλύτεροι σύντροφοι με πήραν από κοντά γι’ αυτό που λέμε σήμερα ψυχολογική στήριξη. «Τι έπαθ’ του Στιργιούδ κι κλαίει;» ρώτησε περιπαικτικά ο Παπαθανάσης με εκείνη την ιδιόμορφη νιγριτινιά προφορά.
Ο Μπάμπης ο Σαραντίδης σε άλλο μοτίβο γελώντας τρανταχτά φώναξε: «τώρα έγινες παλικάρι»! Ο μπάρμπα Λατινόπουλος κουνούσε το χέρι με ηρεμία σαν να έλεγε «ησύχασε, δεν είναι τίποτα». Ήταν μάστοροι στη ψυχολογία.
Άρχισαν να το διακωμωδούν για να το πάρω αψήφιστα. Είπαν, σιγά το πράμα, ότι αυτό θα συμβεί και άλλες φορές και να μη δίνω σημασία. Με προετοίμαζαν και για χειρότερα, κάνοντας πως δεν είναι τίποτα.
Ήξεραν πως έλεγαν και ψέματα αλλά ως μικρός χρειαζόμουν το ψέμα εκείνη τη στιγμή, ήταν βάλσαμο.
Η πιο γλυκιά «εκτέλεση»
Μας μετέφεραν στον 5ο όρμο της Γιούρας κολλητά με τις φυλακές.
Έξι Σερραίοι βρεθήκαμε σε μια μικρή σκηνή. Ήταν καταθλιπτική η πίεση του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Μια νύχτα ο Σίμος από την Αγια Σοφιά δεν άντεξε και παθαίνει επιληπτικό σοκ.
Δεν ξέραμε από αυτά και φοβηθήκαμε. Τον ακινητοποιήσαμε μην πέσει από το ράντζο.
Ο «μπάρμπας» της σκηνής, ο μπάρμπα – Μανώλης ο Μπαλτζής, γυρολόγος ζαρζαβατσής στις Σέρρες με πείρα και χρόνια σε φυλακές και εξορίες, μου λέει, σαν πιο μικρός εγώ να τον πάρω και σιγά - σιγά να τον σύρω στο γιατρό (κρατούμενος κι’ αυτός) στα κτήρια της φυλακής.
Στη φωτο-σκίτσο, το στήσιμο της σκηνής Η-20 του 5ου όρμου. Ο Σάκης, Βασίλης, ο Στέργιος. Του Γ. Φαρσακίδη.
Ξεκινήσαμε, ο Σίμος, που δεν θυμόταν τίποτα, σέρνοντας τα πόδια του, και ΄γω.
Έξω σκοτάδι πήχτρα, δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Φως κανένα, απαγορευόταν.
Μόλις που διέκρινα το μονοπάτι στη πλαγιά με την απότομη κλίση.
Όταν φτάσαμε στο σύρμα που χώριζε τη φυλακή από τις σκηνές ενώ δεν έβλεπα ούτε τρία μέτρα ακούω μέσα στο σκοτάδι μια άγρια φωνή:
«Αλτ τις ει;!».
Ήταν ο σκοπός του περάσματος.
Χάνω τα λόγια μου. Ξανά η ίδια φωνή το ίδιο ερώτημα.
Αρχίζω να εξηγώ ότι έχω έναν βαριά άρρωστο και πρέπει να πάω στο γιατρό. Ξανά το βιολί του αυτός ζητάει και το «σύνθημα» γιατί αλλιώς θα πυροβολήσει! Ξανά εγώ του εξηγώ τα ίδια. Γίνεται παύση.
«Γύρνα πίσω, μου λέει, απαγορεύεται». Του λέω ότι δε μπορώ και ότι πρέπει να πάω στο γιατρό. «Απαγορεύεται θα πυροβολήσω» μου λέει. Γίνεται ξανά παύση.
Στο σκοτάδι διακρίνω μόνο το περίγραμμα της σκοπιάς που ήταν ψηλά.
Μια παράξενη και τρομερή σιωπή δευτερολέπτων που δεν ταίριαζε στο σκηνικό έπεσε.
Ο Σίμος έγειρε πάνω μου και ρωτούσε τραυλίζοντας που βρισκόμαστε.
Ήθελα να κάνω πίσω αλλά φοβόμουν κάθε κίνηση μη με πυροβολήσει ο σκοπός. Τότε ακούω το σκοπό να λέει χαμηλόφωνα: «Ρε Πανίτσα εσύ είσαι;» Αποσβολώθηκα. Με ήξερε με το άλλο, το σλαβικό όνομα που λίγοι ήξεραν.
«Ναι εγώ είμαι, αλλά εσύ ποιος είσαι;» ψέλλισα. «Έλα ρε, ο Ζωίδης είμαι»!
Ήταν ο Γιώργης ο Ζωίδης, παιδικός φίλος από το Κατακουνόζι που δουλεύαμε μαζί στις οικοδομές, αυτός μπογιατζής και εγώ πλακάς.
Ανάβαμε και φωτιές το χειμώνα στα γιαπιά να ζεσταθούμε πριν τη δουλειά, πίναμε και κανένα κονιάκ που έφερναν τα αφεντικά όταν η θερμοκρασία έπεφτε στο μηδέν.
Παίζαμε και μπάλα με φίλους, συμμαθητές, αδέλφια, ξαδέλφια στην αλάνα του Συνοικισμού πίσω από «Τ’ Αηδόνια».
Αυτή την αναπάντεχη συνάντηση δεν τη περίμενα. Δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω.
Με έβγαλε από το αδιέξοδο σε χρόνο μηδέν ο Ζωίδης. «Έλα, εσύ πέρνα σιγά – σιγά και πήγαινε στο γιατρό και εμένα άσε με να φωνάζω. Έτσι πρέπει».
Καθώς ξεκίνησα και πάλι ακούω τη δυνατή φωνή του: «Δεν θα περάσεις κομμούνι… εδώ θα γίνει ο τάφος σου…»
Ώσπου να τα πει αυτά για να τον ακούει ο άλλος φρουρός από απέναντι, εγώ πέρασα στις φυλακές και πήγαμε στο γιατρό που αγουροξυπνημένος προσπαθούσε να δώσει συμβουλές.
Μου λέει: «Δεν υπάρχει φάρμακο πάτε πίσω, αύριο θα είναι καλά. Να προσέχετε, να μην εκτίθεται σε κινδύνους, η επιληψία είναι ύπουλη πάθηση».
Αναρωτιόμουν πως θα είναι ο γυρισμός. Όμως δε διέφερε από πριν. Ίδιες φωνές, ίδιες «βρισιές», ίδιο σκηνικό. Μόνο που εγώ ήξερα ότι τώρα όλα ήταν ένα θέατρο για να περάσω!
Όταν έφτασα κοντά στις σκοπιές ανάμεσα στις απειλές ο Ζωίδης με ρώτησε πως είμαι και αν θέλω κάτι να μου φέρει. «Όχι, ευχαριστώ, δεν θα ξεχάσω αυτό που έκανες για μας. Μα πως βρέθηκες εδώ;» τον ρώτησα. Μου λέει: «Σκάσε μη μας ακούσουν και μας καρφώσουν». Άρχισε πάλι τις φωνές και τις… «εκτελέσεις» μου!
Μετά λέει πάλι χαμηλόφωνα: «Εγώ στρατιώτης πήγα αλλά με ντύσανε χωροφύλακα και μ’ έφεραν εδώ. Δεν είμαι χωροφύλακας. Τι να πω στη μάνα σου που λιώνει;»
Του απαντώ: «Να της πεις ότι είμαι καλά, είμαι καλά, είμαι καλά! Αυτό αρκεί».
Απομακρύνθηκα χωρίς άλλα λόγια ενώ αυτός έκανε το «καθήκον» του φωνάζοντας και απειλώντας. Δεν τον ξαναείδα άλλη φορά από κοντά μέχρι που τον απόσπασαν, λίγο καιρό μετά.
Τον ξαναβρήκα δέκα χρόνια μετά στη Θεσσαλονίκη σε μια μεγάλη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς να διαδηλώνει πρωτοπόρος μαζί με τους εργάτες της ΚΗΜ.
Πολλά χρόνια αργότερα τον ξαναβρίσκω τυχαία στους δρόμους της Αθήνας στη πρώτη γραμμή, μαζί με τους απολυμένους πλέον εργάτες της ΚΗΜ να διαδηλώνει για δουλειά και ψωμί μετά από μια απίστευτη ομαδική πορεία 500 χιλιομέτρων!
Πορευτήκαμε μαζί από τη Βουλή προς την αμερικανική πρεσβεία. Μετά η πορεία συνέχισε για το σπίτι του πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου στο Καστρί!
Η δικιά του «εκτέλεση» πάντως, η εκτέλεση ενός φίλου που μέσα σε σκοτάδι πήχτρα θυμήθηκε το φίλο από τη φωνή και έθεσε σε κίνδυνο τον εαυτό του παραβαίνοντας διαταγές σε καιρό δικτατορίας,
ήταν η πιο γλυκιά «εκτέλεση»
που μου έκαναν ποτέ.
Αυτά τα σκηνικά με διαφορετικές μορφές επαναλήφθηκαν και άλλες φορές στις φυλακές, στα κρατητήρια, στην παρανομία, μέχρι το τέλος της δικτατορίας… Συνέβησαν και σε εκατοντάδες άλλους κρατούμενους της χούντας. Όλα είχαν τη γεύση του φόβου και του κινδύνου. Ποτέ δεν ήξερες τι θα γίνει η ζωή σου.
Και όταν ο γιος μου, μου είπε ότι αυτά ήταν «ηρωισμός» παραξενεύτηκα γιατί για μένα ήταν μια μάχη επιβίωσης γεμάτη φόβο και τρόμο.
Του λέω: «Κανείς δε γεννιέται ήρωας.
Κανείς δε σχεδιάζει ηρωισμούς. Να επιβιώσει σαν άνθρωπος με αξιοπρέπεια θέλει. Και για την επιβίωση είναι ικανός για όλα! Ίσως αυτό να εννοείς».
Μάλλον αυτό εννοούσε…
41 χρόνια μετά, Απρίλιος 2008
Σ.Β. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» των Σερρών από 18 ως 23 Απριλίου 2008
«Προσέταττε γαρ ο νόμος τους υπέρ εξήκοντα έτη γεγονότας κωνειάζεσθαι και του διαρκείν τοις άλλοις την τροφήν».
Κι επί το νεοελληνικότερον: «Να παίρνουν κώνειο όσοι ξεπερνούν τα εξήντα χρόνια της ζωής τους και να πεθαίνουν, ώστε να επαρκεί η τροφή για τους υπόλοιπους».
Αυτό ήταν το «Κείων νόμιμον». Στην αρχαία Κέα με αιτία την πολιορκία από τους Αθηναίους.
Σήμερα με εξαφανίζει η αστική τάξη. Είμαι των πεντακοσίων ευρώ. Ακόμη χειρότερα, είμαι άνεργος. Είτε έτσι - είτε αλλιώς είμαι ξοφλημένος. Γύρω μου ανασφάλεια, φτώχεια, δυστυχία. Ξεθεμελιώνουν τα πάντα. Εργατικά δικαιώματα, συνταξιοδοτικά, περίθαλψη, υγεία, παιδεία, πολιτισμό.
Αυτή είναι η πραγματικότητα, σε πείσμα της απύθμενης ανικανότητας να την αντιληφθούμε.
Κι όσο θα αδυνατούμε, θα βγαίνει κάθε Ξαφαδούλα, κάθε Καμμένο φασιστοειδές και σάπιο Βερυκιοειδές (να ‘ταν οι μόνοι) να τυμβωρυχεί πάνω μας.
Σε τέτοιες στιγμές, που κι η αυτοδικία ακόμη εμπλουτίζεται σε περιεχόμενο, που πρέπει να επιβληθεί το της εργατικής τάξης «νόμιμον», χαζεύουμε απαθείς τους δημίους μας και τα φερέφωνά τους, ως η αγελάδα τα τρένα που περνούν.
Αλλά τι ανάγκη έχουμε; Μπορούμε να… ταξιδεύουμε και να λέμε τη… γνώμη μας.