Πρώτα σκιρτήματα, η γέννηση της «Φεντερασιόν» στη Θεσσαλονίκη
Μια εκτενής αναφορά στην ιστορία της οργάνωσης ξεφεύγει από τα όρια του χώρου της εφημερίδας που διαθέτουμε σήμερα.
Σήμερα θα σταθούμε, μόνο, στην πρώτη περίοδο της οργάνωσης.
Στην αρχή, το Κομιτάτο των Νεότουρκων διαχειριζόταν τις απεργίες με διαπραγματεύσεις και παραχωρήσεις, σε συμφωνία με τις αστικές τάξεις των διαφόρων εθνοτήτων.
Η ιστορία της «Φεντερασιόν» πάει πίσω, στα πρώτα χρόνια του προηγούμενου αιώνα.
Μετά τη νίκη των Νεότουρκων (1908) ξέσπασε πρωτοφανές έως τότε απεργιακό κύμα, με συμμετοχή 30.000 εργατών και με επικεφαλής τους σιδηροδρομικούς, που έθεσαν μισθολογικά (αύξηση 30 - 40% και προσαύξηση 50% στις επίσημες αργίες) και ασφαλιστικά αιτήματα (αναδιοργάνωση των ιατρικών υπηρεσιών και του συνταξιοδοτικού ταμείου), τα οποία σε μεγάλο βαθμό ικανοποιήθηκαν. Ακόμα απήργησαν οι τροχιοδρομικοί, οι αρτεργάτες, οι καπνεργάτες, οι ζυθοποιοί, οι μυλεργάτες και οι κεραμοποιοί του εργοστασίου «Αλλατίνη», οι ράφτες, οι κουρείς, οι σαπωνοποιοί και οι σερβιτόροι.
Στις μικρότερες πόλεις επιδρούσαν έντονα οι αστικοί εθνικισμοί. Στη Θεσσαλονίκη,
οι «Στενοί» (ομάδα που συνδεόταν με το βουλγάρικο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα), αν και διέθεταν ταξική οπτική, δεν απέκτησαν διευρυμένη επιρροή λόγω της εθνοτικής τους σύνθεσης, οι «Φαρδιοί» είχαν αντιφατική πολιτική και οι αναρχοφιλελεύθεροι στήριξαν τους Νεότουρκους.
Στη συνέχεια, συνέστησε τη δημιουργία εθνοτικών ταμείων αλληλοβοήθειας, ώστε να απορροφώνται οι κραδασμοί και να απομονώνονται τα επαναστατικά στοιχεία.
Ωστόσο, γρήγορα ανέκυψαν νέες διαφωνίες ανάμεσα στα διαφορετικά εθνοτικά τμήματα της Ομοσπονδίας, που πήγαζαν από διαφωνίες για τη στρατηγική.
Η πρώτη απάντηση στο Κομιτάτο δόθηκε τον Οκτώβρη του 1908, οπότε ιδρύθηκε η Ενωμένη Εργατική Σοσιαλδημοκρατική Ομάδα (ΕΕΣΔΟ), με τη συμμετοχή του συνόλου της βουλγαρικής σοσιαλδημοκρατίας και τη συνεισφορά Εβραίων εργατών (Μπεναρόγια, Νεχάμα κ.ά.).
Η ΕΕΣΔΟ διοργάνωσε συγκεντρώσεις, με συμμετοχή κυρίως Βουλγάρων και Εβραίων εργατών. Ομως, διαλύθηκε (Φλεβάρης 1909) και κάποια μέλη της βουλγαρικής καταγωγής προσχώρησαν στο βουλγαρικό Ομοσπονδιακό Λαϊκό Κόμμα και στις αστικές συνταγματικές λέσχες.
Μετά από τη διάλυση της ΕΕΣΔO, οι «Στενοί» ίδρυσαν τη «Βουλγαρική Σοσιαλδημοκρατική Ομάδα»
και οι αναρχοφιλελεύθεροι με τον Μπεναρόγια τη «Λέσχη Σοσιαλιστικών Σπουδών», από την οποία στη συνέχεια προέκυψε ο «Εργατικός Σύνδεσμος Θεσσαλονίκης».
Στο διάστημα Μάρτη - Μάη του 1909 συνενώθηκαν στη «Σοσιαλιστική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης» (Φεντερασιόν στα ισπανοεβραϊκά), η οποία χωριζόταν σε εθνοτικά τμήματα και στο καταστατικό της ανέφερε:
«Η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία σκοπόν έχει να οργανώσει το προλεταριάτο (δια την) πάλην των τάξεων και να βοηθή στο δρόμο της χειραφετήσεώς του δια να δυνηθή να πραγματοποιήση τας αρχάς του Σοσιαλισμού, αι οποίαι ψηφίστηκαν κατά τα τελευταία Διεθνή Σοσιαλιστικά Συνέδρια...».
Οξυνση της ιδεολογικής διαπάλης
Η επίδραση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, παρά την επιρροή των «Στενών», οδήγησε την «Ομοσπονδία» να χωρίζει το σοσιαλιστικό πρόγραμμα σε μίνιμουμ και μάξιμουμ, αλλά και να καλεί σε εργατικούς αγώνες.
Η οργανωτική ενοποίηση δεν γεφύρωσε τις ιδεολογικές - πολιτικές διαφωνίες. Αντίθετα, διατηρήθηκαν τα ξεχωριστά οργανωτικά σχήματα και οι εφημερίδες «Ρ. Ισκρα» και «Εφημερίς του Εργάτου», αντίστοιχα.
Η Πρωτομαγιά του 1909 γιορτάστηκε ξεχωριστά από τη Λέσχη και το Σοσιαλδημοκρατικό Κέντρο των «Στενών». Ομως, στη συνέχεια (Ιούνης/Ιούλης 1909) η «Φεντερασιόν» απάντησε με διαδήλωση στα προωθούμενα αντεργατικά μέτρα που απαγόρευαν τη συνδικαλιστική οργάνωση και την απεργία στις δημόσιες υπηρεσίες (τραμ, σιδηρόδρομος, φωταέριο κ.λπ.).
Στη διαδήλωση συμμετείχαν περίπου 6.000 άτομα, καθιστώντας τη Θεσσαλονίκη κέντρο της εργατικής αντίστασης. Νέα μεγάλη διαδήλωση πραγματοποιήθηκε από τη «Φεντερασιόν» στην πρώτη επέτειο της επανάστασης «Σοσιαλιστική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης» των Νεότουρκων (Ιούλης 1909), παρά τις εκκλήσεις των τελευταίων για κοινό εορτασμό από τους εργάτες και τους αστούς όλων των εθνοτήτων.
Οι «Στενοί» κατηγορούσαν τη «Φεντερασιόν», που επηρεαζόταν από στελέχη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, όπως ο Πάρβους και ο Ρακόφσκι, ότι αποσκοπούσε να ενσωματώσει το εργατικό κίνημα στις αστικές στοχεύσεις.
Οι «Στενοί» αποχώρησαν οριστικά το Νοέμβρη του 1909 και μέχρι την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη διατήρησαν αυτοτελή οργάνωση. Ομως, η «Φεντερασιόν» ήταν ασύγκριτα μαζικότερη.Μάλιστα, το 1910 ίδρυσε και τη Σοσιαλιστική Νεολαία.
Αν και επηρέαζε χιλιάδες Εβραίους εργάτες, η «Φεντερασιόν» αδυνατούσε αρχικά να απλώσει την επιρροή της πέρα από τους εργασιακούς χώρους της Θεσσαλονίκης, ενώ οι Ελληνες και Βούλγαροι εργάτες που την ακολουθούσαν ήταν ελάχιστοι.
Πριν από την ίδρυση της «Φεντερασιόν» υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη 19 συνδικάτα με 7.000 μέλη, από τα οποία 8 κατηύθυνε ο Εβραϊκός Σύνδεσμος, 4 το Σοσιαλδημοκρατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, 1 οι Νεότουρκοι και 6 η ελληνική «Οργάνωση». Από τα 12 συνδικάτα που επηρέαζε η «Φεντερασιόν» σε πρώτη φάση, 4 ήταν πολυεθνικά και 8 εθνικά, ανάμεσά τους και το μαζικό συνδικάτο των Ισραηλιτών καπνεργατών με 1.000 μέλη, αλλά και των εργατών σιγαροχάρτων με 500 μέλη.
Η έκδοση εφημερίδας αποτελούσε από τις πρώτες μέριμνες και το Σεπτέμβρη του 1909 εκδόθηκε η «Εφημερίς του Εργάτου» (Χορνάλ ντε Λαβοραδόρ), αρχικά σε 4 γλώσσες (ισπανοεβραϊκή, ελληνική, βουλγαρική και τουρκική) και σε 2 στη συνέχεια (ισπανοεβραϊκή και βουλγαρική). Η έκδοση διακόπηκε για οικονομικούς λόγους (Απρίλης 1910) και ένα χρόνο μετά κυκλοφόρησε η «Εργατική Αλληλεγγύη» (Σολινταριδάδ Οβραδέρα). Η αρχικά εβδομαδιαία, μετά δισεβδομαδιαία και τέλος τρισεβδομαδιαία εφημερίδα έφτασε να διακινεί 3.000 φύλλα και κατέκτησε την πρώτη θέση στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, σταμάτησε να εκδίδεται μετά το κύμα διώξεων, την άνοιξη του 1912.
Το 1911, μέσω του συνδικάτου των καπνεργατών, επέκτεινε την επιρροή της στην Καβάλα, στη Δράμα, στις Σέρρες, στην Ξάνθη κ.α. Ετσι, ξεπέρασε τους αστικούς εθνικισμούς και διαδραμάτιζε πρωτοπόρο ρόλο στη Μακεδονία.
Βέβαια, το φθινόπωρο του 1909, η στάση της άλλαξε και υιοθέτησε τις θέσεις του Αμπραάμ Χασόν, που τασσόταν ενάντια στη συνεργασία των τάξεων και στην αυτόνομη οργάνωση των εθνοτήτων στο πλαίσιο του σοσιαλιστικού κινήματος. Παράλληλα, οξύνθηκε η κόντρα με τους τεκτονικούς κύκλους της Θεσσαλονίκης, ενώ στις αρχές του 1910 απομακρύνθηκαν τα μικροαστικά στοιχεία από τη «Φεντερασιόν».
Οι αστικές επιρροές
Ομως, η «Φεντερασιόν» στερούνταν επαναστατικού προσανατολισμού.
Εργα του Μαρξ έγιναν γνωστά στους Εβραίους εργάτες μόλις το 1911, μέσω δημοσιεύσεων στην «Εργατική Αλληλεγγύη» αποσπασμάτων του «Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος» και του «Κεφαλαίου».
Τα πρώτα μέλη της, που συσπειρώνονταν γύρω από τον Ι. Νεχάμα, επηρεάζονταν από τον ουμανισμό και τον Ζορές, ενώ ο Μπεναρόγια, αν και βρισκόταν πιο κοντά στο μαρξισμό, δε διέθετε σημαντική θεωρητική κατάρτιση και επηρεαζόταν από τη ρωσική «Μπουντ».
Ως αποτέλεσμα, η «Φεντερασιόν» δέχθηκε επιρροή από τις θέσεις του Ζορές που θεωρούσε τον ιμπεριαλισμό αναγκαίο κακό και πίστευε πως η εργατική τάξη έπρεπε να πιέζει μόνο για εξανθρωπισμό της αποικιακής πολιτικής. Διόλου τυχαία, λοιπόν, τον Αύγουστο του 1910, έπειτα από τη διάλυση του Ομοσπονδιακού Λαϊκού Κόμματος στη «Φεντερασιόν» προσχώρησε ο Ντίμιταρ Βλαχόφ, βουλευτής του νεοτουρκικού Κοινοβουλίου, ο οποίος αυτοπροσδιοριζόταν ως μαρξιστής και οπαδός του Ζορές, προκαλώντας την έντονη κριτική των «Στενών» προς τον ίδιο και τη «Φεντερασιόν».
Η επίδραση του ζορεσισμού αποτυπώθηκε και στη φιλελεύθερη οργανωτική δομή της «Φεντερασιόν», αλλά κυρίως στο γεγονός ότι δεν διαμόρφωσε στρατηγική για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.
Επίσης, η «Φεντερασιόν» επηρεάστηκε αρχικά και για ένα μικρό χρονικό διάστημα από εβραϊκούς αστικούς κύκλους, αλλά και τέκτονες που υιοθετούσαν αιτήματα αστικοδημοκρατικού εκσυγχρονισμού.
Σταδιακά, τη ριζοσπαστικοποίησή της διευκόλυναν και οι συνθήκες δράσης.
Το Νοέμβρη του 1910, παρά τις διαμαρτυρίες της Β΄ Διεθνούς, οι Νεότουρκοι έκλεισαν τη Λέσχη της «Φεντερασιόν», συνέλαβαν πολλά στελέχη της και φυλάκισαν τον Μπεναρόγια, επειδή οργάνωσε την καπνεργατική απεργία. Παράλληλα, οι Νεότουρκοι διέλυσαν το Σοσιαλδημοκρατικό Κέντρο Κωνσταντινούπολης, απέλασαν τον Γιαννιό και φυλάκισαν τον Βεζεστένη. Γενικά από το Γενάρη έως και τον Ιούλη του 1910 πραγματοποιήθηκαν πολλές συλλήψεις και εξορισμοί στελεχών της «Φεντερασιόν». Παρόμοια ήταν η πολιτική των Νεότουρκων έως το 1912.
Οι πιέσεις
Ωστόσο, παρά τη συντηρητικοποίηση των Νεότουρκων,
το Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο πίεζε για σύμπλευση μαζί τους και έκανε προσπάθειες διαμεσολάβησης, παρεμποδίζοντας την ιδεολογική - πολιτική ριζοσπαστικοποίηση της «Φεντερασιόν». Ετσι, στη διάρκεια της Α΄ Οθωμανικής Σοσιαλιστικής Συνδιάσκεψης (Δεκέμβρης 1910) ο Μπεναρόγια συνέχισε να μιλά για ομοσπονδιακό κόμμα και ουδέτερα συνδικάτα, τη στιγμή που ο Γκλαβίνοφ (εκπρόσωπος των «Στενών») μιλούσε για επαναστατικό εργατικό κόμμα και ταξικά συνδικάτα.
Φυσικά, οι ιδεολογικές - πολιτικές αδυναμίες της «Φεντερασιόν» αντανακλούσαν και το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης.
Η δομή της «Φεντερασιόν» και η έλλειψη Εργατικού Κέντρου οδηγούσαν σε σύγχυση του συνδικαλιστικού και πολιτικού ρόλου της. Την ίδια περίοδο, οι αστικοί εθνικισμοί παρεμπόδιζαν την ενιαία οργάνωση των εργατών της Θεσσαλονίκης. Για παράδειγμα, τα ελληνικά συνδικάτα ήταν ενταγμένα στον αστικό Πολιτικό Σύνδεσμο Θεσσαλονίκης και γι' αυτό η πρώτη απεργία τους εναντίον Ελληνα εργοδότη πραγματοποιήθηκε μόλις το 1911.
Επίσης, την περίοδο 1909 - 1911 συνέχισαν να δρουν στο εσωτερικό της «Φεντερασιόν» και σιωνιστές, οι οποίοι ανταγωνίζονταν με τους μετέπειτα σοσιαλιστές ηγέτες αναφορικά με τον έλεγχο της οργάνωσης.
Είναι ενδεικτικό ότι στο «Σπίτι των Εργατών» (το κτίριο της «Φεντερασιόν») έδωσαν διαλέξεις ο Γιτζάκ Μπεν Τσβι (1909), αλλά και ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν (1911), τότε σιωνιστής ηγέτης και μετέπειτα πρωθυπουργός του Ισραήλ. Από την άλλη πλευρά, ο Μπεναρόγια υποστήριζε: «Ούτε ένας Εβραίος στις δυνάμεις της αντίδρασης. Να το σύνθημα που πρέπει να ριχτεί ενάντια στη σοβινιστική ατμόσφαιρα που επιβάλλουν οι σιωνιστές».
Οι ρεφορμιστικές τάσεις της «Φεντερασιόν» υποχώρησαν το Μάη του 1911, όταν η μαζική πρωτομαγιάτικη απεργία προξένησε νέες διώξεις των εργατικών στελεχών. Τον Ιούνη, ο Μπεναρόγια συνελήφθη και πάλι, ενώ στην αντισοσιαλιστική εκστρατεία συμμετείχαν οι τέκτονες, οι σιωνιστές, ακόμα και η στοά των «Αντίμ».
Την αντισοσιαλιστική προπαγάνδα της εποχής εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο ο λόγος του υπουργού Δημοσίων Εργων στη Θεσσαλονίκη. Ο Ντζαβίτ Μπέη υποστήριξε μεταξύ άλλων:
«Ο σοσιαλισμός και ο συνδικαλισμός πρέπει να συντριβούνε, οι σοσιαλιστές και οι διεθνιστές συνδικαλιστές να διωχθούν έξω από τη χώρα. Ειδικοί νόμοι θα κατατεθούν στην Εθνοσυνέλευση εναντίον τους, γιατί το σοσιαλιστικό και το συνδικαλιστικό κίνημα παίρνουν διαταγές από το εξωτερικό, βλάφτουν την ανάπτυξη της εθνικής βιομηχανίας και του εμπορίου. Οι σοσιαλιστές είναι οι πιο επικίνδυνοι εχθροί κάτω από τις σημερινές συνθήκες».
Το χτύπημα ήταν μεγάλο, αλλά ταυτόχρονα διευκόλυνε το διαχωρισμό της «Φεντερασιόν» από αστικές θέσεις.
Η «Φεντερασιόν» αντιτάχθηκε στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και, εκπροσωπούμενη από τον Ρακόφκσι, συνυπέγραψε μαζί με τα αρμένικα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ρουμανίας και δημοσίευσε στην «Εργατική Αλληλεγγύη» προκήρυξη, που καταδίκαζε τους Νεότουρκους και τις βαλκανικές αστικές τάξεις. Το αποτέλεσμα ήταν να κλείσουν οριστικά οι Νεότουρκοι την «Εργατική Αλληλεγγύη». Σε λίγο η «Φεντερασιόν» εξέδωσε το «Αβάντι!».
Η νέα κατάσταση
Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό (26 Οκτώβρη / 8 Νοέμβρη 1912) μετέτρεψε σταδιακά την πόλη από μωσαϊκό εθνοτήτων σε ελληνική περιοχή με πολυπληθή εβραϊκή παρουσία. Το βουλγαρικό στοιχείο την εγκατέλειψε κυρίως λόγω του οξυμένου ελληνικού εθνικισμού και μαζί του ακολούθησαν οι «Στενοί» και οι αναρχοφιλελεύθεροι.
Η «Φεντερασιόν»
δεν αντιλήφθηκε τη νέα κατάσταση, όπως και ότι το εθνικό ζήτημα επιλύθηκε βίαια από τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και γι' αυτό συνέχιζε να οραματίζεται μια πολυεθνοτική Μακεδονία.
Σε επιστολή της Β΄ Διεθνούς (Οκτώβρης 1913) αναφερόταν ότι η «Φεντερασιόν» έπρεπε να επιλύσει το πρόβλημα της εθνικότητας που εκπροσωπούσε και να αναπτύξει σχέσεις με τους Ελληνες σοσιαλιστές.
Βέβαια, η αδυναμία της «Φεντερασιόν» «πατούσε» και στις αντικειμενικές συνθήκες που δημιουργούσε ο ελληνικός αστικός εθνικισμός, αφού η επιβολή του στρατιωτικού νόμου καθιστούσε δύσκολη τη συνδικαλιστική και πολιτική δράση, ενώ η συμπεριφορά των Ελλήνων στρατιωτικών προς τους αλλοεθνείς κατοίκους ήταν ιδιαίτερα άσχημη.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ στη «Φεντερασιόν» εξακολουθούσαν να συσπειρώνονται κατά πλειοψηφία Εβραίοι σοσιαλιστές, άρχισε να επεκτείνεται η επιρροή της στις άλλες εθνότητες της Μακεδονίας.
Στην Καβάλα ιδρύθηκε η «Σοσιαλιστική Νεολαία», οι σοσιαλιστικές ιδέες διαδίδονταν στους καπνεργάτες και ο δημοσιογράφος Ζορμπάς έβγαλε μια εφημερίδα με φιλεργατική αρθρογραφία. Οι απεργίες της εποχής (Ρεζή, καπνεργατών και ραφτεργατών) γεφύρωναν σταδιακά το χάσμα των εθνοτήτων και το «Αβάντι!», παρά την ελληνική λογοκρισία, διαδιδόταν ευρέως στην Ανατολική Μακεδονία και ειδικά όπου ζούσαν καπνεργάτες. Αυτή η πολιτική δραστηριότητα οδήγησε στην πραγματοποίηση του Α΄ Καπνεργατικού Συνεδρίου (1913), στη Θεσσαλονίκη.
Στην εξορία
Από το 1913, το ελληνικό αστικό κράτος κατέστρωσε σχέδια περιθωριοποίησης της «Φεντερασιόν», μέσω του ελληνικού «Συνδέσμου Συντεχνιών».
Την Πρωτομαγιά του 1913 οι αρχές απαγόρευσαν στη «Φεντερασιόν» να διοργανώσει συγκέντρωση, ενώ ενέκριναν τις συγκεντρώσεις των εθνικιστικών σωματείων. Το 1914 η αστυνομία επενέβη σε συνέλευση της «Φεντερασιόν», επιχειρώντας δήθεν να συλλάβει Βούλγαρους πράκτορες. Γρήγορα η «Φεντερασιόν» κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους Βούλγαρους, ενώ ζητήθηκε η προσαρμογή της στο ελληνικό αστικό νομικό πλαίσιο.
Το Μάρτη του 1914 τα καπνεργατικά σωματεία της Θεσσαλονίκης (3.000 μέλη), της Καβάλας (20.000 μέλη) και της Δράμας κατέθεσαν τα αιτήματά τους στους καπνεμπόρους (αυξήσεις στο μεροκάματο, προστασία των γυναικών, αναγνώριση των εκπροσώπων των συνδικάτων και αποκλειστική πρόσληψη των μελών τους). Οταν αυτοί τα απέρριψαν, ξεκίνησαν απεργία στις 24 Μάρτη / 6 Απρίλη.
Η απεργία έληξε στις 11 / 24 Απρίλη στη Θεσσαλονίκη και στις 15 / 28 του ίδιου μήνα στην Καβάλα, ενώ στη διάρκειά της σημειώθηκαν εκτεταμένες συγκρούσεις με την αστυνομία και συλλήψεις απεργών. Αν και εντάθηκε η αστική προπαγάνδα περί εθνοπροδοσίας της «Φεντερασιόν», η ενότητα Ελλήνων και Εβραίων εργατών διατηρήθηκε ακλόνητη και, μάλιστα, σε δεύτερο χρόνο, ήρθαν σε επαφή με τη Νότια Ελλάδα και επέκτειναν τις κινητοποιήσεις στην Ξάνθη. Οι εργοδότες επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν το τουρκόφωνο στοιχείο απεργοσπαστικά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι η ελληνική αστική εξουσία, όπως νωρίτερα και η τουρκική, κατηγορούσε τους σοσιαλιστές και τους συνδικαλιστές ως όργανα ξένων συμφερόντων. Σε δημοσίευμα της εποχής για τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου αναφερόταν:
«Η απεργία αυτή απέσπασε την προσοχήν της Κυβερνήσεως, διότι κατά τας εκ Θεσσαλονίκης πληροφορίας, οι απεργοί δια των διαδηλώσεων ας διοργανούσι, αποδοκιμάζουσι τα αστυνομικά όργανα και τους Ελληνας, προσπαθούντες να διαταράξωσι την δημόσιαν τάξιν.
Χαρακτηριστικό των προθέσεων τούτων των απεργών είνε και η εγκατάστασις του Κέντρου των εις τα γραφεία του Σοσιαλιστικού κέντρου, τους τοίχους του οποίου στολίζουσι εικόνες Βούλγαρων κομιτατζήδων».
Οι απεργοί νίκησαν, αλλά ταυτόχρονα εντάθηκαν οι διώξεις των σοσιαλιστών. Ο Μπεναρόγια και ο Γιονάς έγιναν οι πρώτοι πολιτικοί εξόριστοι στην Ελλάδα επί κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου (εξορίστηκαν στη Νάξο τον Ιούνη του 1914).