Αποκαλυπτική:
ΕΡΕΥΝΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΟΥΔΑΣ
Η εγκατάσταση των Μικρασιατών στα Χανιά
κοινοποιείστε Το
Η πορεία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, ο ξεριζωμός, η εγκατάστασή του στα Χανιά, οι σχέσεις τους με τους ντόπιους. Αυτές οι παράμετροι της Μικρασιατικής καταστροφής ερευνήθηκαν και καταγράφηκαν μεταξύ άλλων από τα παιδιά του Λυκείου Σούδας στην εργασία τους, ένα μέρος της οποίας παρουσιάζεται σήμερα από τα ´Χ.Ν.´.
Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας έχει ιστορία περίπου 3000 ετών.
Κατά μεγάλες περιόδους αν όχι διαρκώς, η παρουσία του ήταν κυρίαρχη από κάθε άποψη. Δημογραφική, οικονομική και πολιτιστική.
Η εξασθένιση αυτής της παρουσίας σημειώθηκε στη μακρά περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας στον ίδιο χώρο και έληξε το 1922 με την μικρασιατική καταστροφή.
Οι Έλληνες κάτοικοι της Σμύρνης αγαπούσαν ιδιαίτερα τη μουσική και το τραγούδι.Οι μουσικοί έπαιζαν σε κέντρα των μαχαλάδων και των προαστίων της Σμύρνης δηλαδή σε καφενέδες, μπακαλοταβέρνες, όπως και στα σπίτια πλουσίων Ελλήνων σε γάμους, αρραβώνες βαφτίσια αλλά ακόμα και για κάποιους που ήθελαν να κάνουν καντάδες στις αγαπημένες τους.
Έτσι κυλούσε η ζωή τους, όταν ήρθε η ολοκληρωτική καταστροφή του 1922.
Με τη μεγάλη αυτή συμφορά ξεριζώθηκε όλος ο ελληνικός πληθυσμός των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας.
Συνολικά το 1922 έφθασαν στην Ελλάδα 900.000 χιλιάδες πρόσφυγες (ανάμεσά τους και 50.000 Αρμένιοι) και στο επόμενο διάστημα και άλλοι, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός να φτάσει περίπου στο 1.500.000.
Το πρώτο διάστημα οι πρόσφυγες παρά τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης ανέχονταν υπομονετικά την όλη κατάσταση, γιατί θεωρούσαν προσωρινή τη διαμονή τους εδώ, αφού πίστευαν ότι δε θα αργήσει η μέρα της επιστροφής.
Όμως οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη νέα σκληρή πραγματικότητα. Έπρεπε να ξαναρχίσουν και να ξαναοργανώσουν τη ζωή τους από το μηδέν. Πολλοί εγκαταστάθηκαν και στην περιοχή της Σούδας ψάχνοντας για μια νέα καλύτερη ζωή.
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Παρακάτω παρουσιάζεται η συγκλονιστική μαρτυρία της κυρίας Δέσποινας Αρτζουχαλτζή, εγγονής μικρασιατών.
Μας μιλάει για την ιστορία των παππούδων της, Μιχάλη και Δέσποινας και μας δίνεται η ευκαιρία, μέσα από τη ζωή και τις μαρτυρίες τους να καταλάβουμε τι πραγματικά έγινε εκείνη την αιματηρή μέρα του
Σεπτέμβρη του ’22. «Δύο χρόνια πριν τη Μικρασιατική καταστροφή ένας Τούρκος φίλος του παππού στο εργοστάσιο που δούλευε του φανερώνει το μυστικό, “Πήγαινε στο χωριό, πάρε την οικογένειά σου και φύγε. Θα γίνει μεγάλη σφαγή!”
Φεύγει λοιπόν έτσι ο παππούς και πάει στο χωριό του το Ορτάκιο. Ο πεθερός του, η γυναίκα του αλλά και η πεθερά του δηλώνουν ότι δεν θα φύγουν ό,τι και να γίνει. “Πού να πάμε; Εδώ είναι τα σπίτια μας, τα γεννήματά μας, οι άνθρωποι μας”. “Φύγε εσύ”, του λέει η γυναίκα του, “πάρε και τον γιό μας τον Αντώνη και όταν ησυχάσουν τα πράγματα βλέπουμε”.
Ηδη η οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού και η καταστροφή είχαν ξεκινήσει. Διέσχισαν βουνά. Οι δρόμοι γεμάτοι ανθρώπους, ξεριζωμένους, φήμες για τη συμφορά και τις σφαγές που τους ακολουθούσαν.
Σ’ αυτή την πορεία του πόνου και του πανικού χάνει ο παππούς τον Αντωνάκη. Τρελάθηκε, έψαχνε αλλά κανείς δεν ήξερε. Πίσω τους ο τουρκικός στρατός και όσοι τους ακολουθούσαν. Δεν υπήρχε σωτηρία για κανέναν.
Ο παππούς σώζεται μαζί με εκατοντάδες άλλους και φτάνει στη Μυτιλήνη.
Εκεί μαθαίνει για την τύχη της οικογένειάς του στο χωριό, δεν έμεινε κανείς, σφάχτηκαν όλοι.
Εκεί αργότερα παντρεύεται και την γιαγιά Δέσποινα.
Η γιαγιά ήταν από ένα χωριό λίγο πιο μακρινό από του παππού, το Χουδί. Η γιαγιά με τις αδερφές της βρέθηκαν στη Σμύρνη τις μέρες της μεγάλης καταστροφής.
Είδε με τα μάτια της να ξεκοιλιάζουν έγκυο γυναίκα, να σφάζουν μωρά. Άνθρωποι που έμοιαζαν σαν θηρία με μάτια κατακόκκινα από το μίσος και τον φανατισμό, διψασμένα για αίμα.
Η προδοσία των συμμάχων συνέβη μπροστά στα ίδια τους τα μάτια. Αν και η γιαγιά κατάφερε και μπήκε σε ένα καΐκι, άλλοι δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί.
Στο λιμάνι της Σμύρνης ήταν αραγμένα Αμερικάνικα, Αγγλικά, Γαλλικά και άλλα πλοία ξένων που υποτίθεται ότι θα βοηθούσαν και θα έπαιρναν τον κόσμο να σωθεί.
Γι’ αυτό γέμισε η παραλία της Σμύρνης από χιλιάδες κατατρεγμένους. Οι Τσέτες πίσω τους, η πόλη να καίγεται και η ελπίδα να φαίνεται σωτήρια μπροστά τους.
Κι όμως τα πλοία δεν πλησίασαν ποτέ τη στεριά και άφησαν τον κόσμο να βιώνει τη φρίκη της σφαγής, παρακολουθώντας αμέτοχοι σαν να μην συνέβαινε τίποτα.
Η θάλασσα γέμισε αίμα και απελπισμένους που έπεφταν στο νερό για να σωθούν.
Κάθε φορά που η γιαγιά μου έλεγε αυτή την ιστορία ακολουθούσε ένα ατελείωτο μοιρολόι.
Οι κραυγές των ανθρώπων, η απελπισία τους ζωντάνευαν μπροστά μου έπνιγαν και μένα. Αρτεμις, Σοφία, Ιορδάνης, Γεσθημανή. Ονόματα δικών της ανθρώπων. Ο καθένας και μια ιστορία.»
ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ
Γενικά, οι σχέσεις εθνικοτήτων που ζουν σ’ ένα γεωγραφικό χώρο ή των λαών σε μεγάλο βαθμό ορίζονται από τις πολιτικές, τα συμφέροντα, τα σχέδια κυβερνήσεων και δυνάμεων σε διεθνές και τοπικό επίπεδο.
Έτσι, λοιπόν, οι σχέσεις Μικρασιατών Ελλήνων με τις άλλες εθνότητες που ζούσαν στα εδάφη της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επηρεάζονταν και διαμορφώνονταν από τα πολιτικά σχέδια των Οθωμανικών και Ελληνικών αρχών.
Διακρίνουμε στην προκειμένη περίπτωση δύο χρονικές περιόδους: Μία που διαμορφώθηκε από τα 500 χρόνια συμβίωσης του ελληνικού και τουρκικού στοιχείου κάτω από το καθεστώς του Σουλτάνου και η δεύτερη που αφορά στα γεγονότα από την εκστρατεία του ελληνικού κράτους, 1918 – 1919, για την κατάκτηση εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που κορυφώθηκε με τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922.
Πριν τη Μικρασιατική καταστροφή κυρίαρχη στις σχέσεις τους σε γενικές γραμμές ήταν η ειρηνική συνύπαρξη και συμβίωση, αφού ζούσαν για πάνω από 500 χρόνια μαζί.
Οι Έλληνες ασχολήθηκαν με το εμπόριο, τη γεωργία, μορφώνονταν σε σχολές και σχολεία που έφτιαξαν, διαμορφώθηκε ένα μείγμα πολιτισμού που στηρίχτηκε στο ´πάρε – δώσε´ με το τούρκικο στοιχείο.
Από τις μαρτυρίες των απόγονων Ελλήνων προσφύγων του 1922 στην Ελλάδα διαπιστώσαμε ότι οι δύο εθνότητες μεταξύ τους είχαν αναπτύξει κοινωνικούς δεσμούς που οφείλονταν στο ότι ζούσαν στον γεωγραφικό χώρο, (κοινότητα ή χωριό), στο ότι τους ένωναν σχέσεις μισθωτής εργασίας, γειτονίας, αλληλεγγύης σε συμφορές ή δύσκολες περιστάσεις, η συμμετοχή σε γιορτές, θανάτους, ακόμα και θρησκευτικές εκδηλώσεις πανηγύρια κ.λπ., χαρές.
Για παράδειγμα, σε μια μαρτυρία της κυρίας Δέσποινας Αρτζουχαλτζή, εγγονής Μικρασιατών, ειπώθηκε ότι όταν γινόταν γάμος τούρκικος ή ελληνικός και οι μεν και οι δε πρόσφεραν δώρα και συμμετείχαν στα ήθη και έθιμα της επιμέρους κοινότητας.
Ή σε άλλο σημείο αναφέρεται η έλλειψη οποιουδήποτε ρατσισμού από μεριάς της προγιαγιάς της μάρτυρος, όπου ο Τούρκος αναφέρεται σ’ αυτήν με σεβασμό, αγάπη και εκτίμηση, γιατί ποτέ δεν άφησε τους Τούρκους εργάτες που είχε στη δούλεψή της να φεύγουν από τα κτήματά της νύχτα με κακοκαιρία, αλλά τους φιλοξενούσε στο σπίτι της λες και ήταν συγγενείς της.
Οι πιο χαρακτηριστικές όμως και συγκλονιστικές στιγμές που έδειχναν το μέγεθος των ανθρώπινων δεσμών μεταξύ των δύο εθνοτήτων είναι τα παραδείγματα που αναφέρονται στις μαρτυρίες από τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, γιατί οι Τούρκοι που πρόσφεραν βοήθεια εκείνη τη στιγμή σε Έλληνες έπαιζαν κορώνα γράμματα την ίδια τους τη ζωή, εξαιτίας του μίσους και της τρομοκρατίας που καλλιεργούνταν από τις τούρκικες αρχές.
• Δυο χρόνια πριν την καταστροφή ένας Τούρκος εκμυστηρεύεται τις κρυφές κινήσεις του Ατατούρκ και προειδοποιεί τον φίλο του, Έλληνα και παππού της κυρίας Αρτζουχαλτζή, που δουλεύουν σε εργοστάσιο μπύρας στην Κωνσταντινούπολη, για τον επερχόμενο διωγμό, συμβουλεύοντάς τον να πάρει την οικογένειά του και να φύγει.
• Φεύγοντας οι Έλληνες και εγκαταλείποντας τα πάντα πίσω τους με μόνο στόχο να σώσουν τη ζωή τους, έκρυβαν όσα χρήματα (λίρες) μπορούσαν κυρίως ράβοντας οι γυναίκες ή άντρες στα στριφώματα των ρούχων ή σε κρυφές τσέπες.
Οι Τούρκοι, όταν τους έπιαναν, τους γύμνωναν και τους έκαναν εξονυχιστικό έλεγχο για να μην τους αφήσουν να πάρουν τίποτα μαζί τους.
Μια τέτοια σκηνή μας περιγράφεται σε μια μαρτυρία της ίδιας μάρτυρος, όπου η γιαγιά της (κοριτσάκι τότε) πέφτει στα χέρια της αστυνομίας γι’ αυτό τον έλεγχο.
Ο υπεύθυνος Τούρκος κάνει ´τα στραβά μάτια´, γιατί έτυχε να είναι από το χωριό της.
Απ’ αυτό βγάζουμε και το συμπέρασμα ότι για κάποιους Τούρκους τα γεγονότα αυτά, οι σκληρότητες και οι βαρβαρότητες δεν ήταν αρεστά και τους ήταν δύσκολο να τα εφαρμόσουν σε ανθρώπους που μέχρι πριν λίγο ήταν φίλοι, γείτονες.
• Μια άλλη μαρτυρία αναφέρεται σε Τούρκο ο οποίος έκρυψε με κίνδυνο της ζωής του, ένα μικρό ασθενικό ελληνόπουλο, αδερφό του παππού της προαναφερόμενης μάρτυρος, παιδί των γειτόνων του,
το μεγάλωσε, το πάντρεψε για να το σώσει από τα στρατόπεδα και το σίγουρο θάνατο.
Μετά από χρόνια, με τη βοήθεια του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού βρέθηκε από τον παππού της μάρτυρος, παντρεμένος και με παιδιά, αλλά με άσβεστη την αγάπη για τους πραγματικούς του συγγενείς.
Δε δέχτηκε να γυρίσει στην Ελλάδα, γιατί πλέον η ζωή του είχε πάρει άλλο δρόμο.
• Σε άλλη μαρτυρία αναφέρεται η συγκίνηση, η αγάπη και η νοσταλγία από μεριάς των Τούρκων όταν τους επισκέφθηκαν, μετά από πολλά χρόνια, συγγενείς Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
«Όλοι μαζί κλάψαμε στην ανάμνηση των στιγμών που έζησαν μαζί στο χωριό Χουδί και ένας αμανές, ίδιος μ’ αυτόν που τραγουδούσε ο παππούς μου, γλύκανε τον πόνο και των δυο μερών. Μας φιλοξένησαν, μας γέμισαν δώρα, μαζεύτηκε όλη η γειτονιά, μας αγκάλιασαν και οι κοινές αναμνήσεις ξύπνησαν πόνους, χαρές, νοσταλγία, ανακούφιση. Δεν αισθανθήκαμε καμιά εχθρότητα. Κι αυτοί πόνεσαν, κι αυτοί δεν κέρδισαν τίποτα. Το σπίτι του παππού μου ακόμα ερείπιο, κανείς δεν το κατοίκησε, κανείς δεν το εκμεταλλεύτηκε. Φτωχοί άνθρωποι ήταν τότε οι Τούρκοι, φτωχούς ανθρώπους συναντήσαμε και τώρα, όλο ψυχοπονιά και αγάπη για μας.»
ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
Ερχόμενοι στο σήμερα αναρωτιόμαστε πώς βλέπουν τους Τούρκους οι απόγονοι Ελλήνων Μικρασιατών.
Σε γενικές γραμμές αυτό που συμπεραίνουμε από τα λεγόμενα των ανθρώπων που ήρθαμε σε επαφή είναι η διαπίστωσή τους ότι για τις συμφορές φταίνε οι ´Μεγάλοι´.
Όμως υπάρχουν και άνθρωποι που ακόμα τους βαραίνει ο πόνος από τα όσα υπέφεραν οι δικοί τους τότε.
Όλοι μας όμως διαπιστώνουμε ότι ακόμα και σήμερα σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού φωλιάζει ένα ´μίσος´ ή μια απέχθεια για το λαό της γείτονος χώρας, ένας φόβος για τις επιθετικές της διαθέσεις και πολιτικές.
Ας μιλήσουν όμως οι λίγες μαρτυρίες γι’ αυτό, με αφορμή την ερώτηση, αν βλέπουν τα τούρκικα σίριαλ.
• Λέει, λοιπόν ένας παππούς από τη Σούδα: «Δε μ’ αρέσουν, γιατί ξέρω πως ούτε στο δικό μου παππού θα άρεσαν. Οι Τούρκοι σκότωσαν και τα 3 του παιδιά».
Αντίθετα η γυναίκα του λειτουργεί πιο ανθρώπινα, πιο ελεύθερα, πιο νοσταλγικά. «Θέλω να βλέπω τα τούρκικα σίριαλ γιατί μου θυμίζουν τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη».
Και μια άλλη: «θέλω να τα βλέπω γιατί σ’ αυτά τα μέρη γεννηθήκανε, μεγαλώσανε οι γονείς μου. Κι εκτός αυτού δε μπορώ να έχω μίσος για όσα συνέβησαν πριν 90 χρόνια. Για τότε μου φταίξανε οι πολιτικοί, οι άνθρωποι. Τώρα δε μπορώ να ρίχνω ευθύνες στον τωρινό λαό, γι’ αυτό τα βλέπω!».
• Η κυρία Αρτζουχαλτζή, θυμάται:
Το 1978 γίνονταν γυμνάσια του ΝΑΤΟ και είχανε έρθει στη Σούδα και τούρκικα πλοία.
Οι ναύτες έβγαιναν και έκαναν βόλτες στα Χανιά.
Πολλοί μικρασιάτες κατέβηκαν στα Χανιά να τους βρουν, να μιλήσουν μαζί τους, να τους ρωτήσουν για τα μέρη τους.
Ουσιαστικά για να τους πουν ότι τους συνδέουν κοινά πράγματα, κοινές πατρίδες και ας είναι χαμένες γι’ αυτούς. «Θυμάμαι που με είχε πάρει η γιαγιά από το χέρι και περιμέναμε στην Πλατεία Κοτζάμπαση. Μια παρέα ναύτες Τούρκοι πέρασαν από μπροστά μας. Η γιαγιά μου στα Τούρκικα τους απευθύνθηκε. Μου έκανε εντύπωση η αρχική τους αμηχανία και μετά το κέρασμα στο ζαχαροπλαστείο και η μια ώρα κουβέντα. Ένα από τα παιδιά αυτά ήταν από ένα διπλανό χωριό. Θυμήθηκε ότι ο παππούς του τού μιλούσε για τους ‘Έλληνες και οι ιστορίες ξεδιπλώθηκαν και η συγκίνηση και τα δάκρυα έκλεισαν τη συζήτηση. Η γιαγιά μου μετά από αυτή τη συνάντηση αισθάνθηκε ευτυχισμένη, τη συζητούσε για πολύ καιρό». Απ’ όλα αυτά λοιπόν συμπεραίνουμε ότι λαοί ή εθνότητες που συμβιώνουν για πολλά χρόνια ή αιώνες αλληλοεπηρεάζονται, δημιουργούν δεσμούς και πολιτισμό. Τελικώς, αυτό που καταλάβαμε από τις μαρτυρίες είναι ότι στις σχέσεις Ελλήνων Μικρασιατών και Τούρκων κυριαρχούσε το ανθρώπινο στοιχείο και όχι οι εθνικές ή φυλετικές διαφορές. Ακόμα και σήμερα στους απογόνους των Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων επικρατεί περισσότερο ότι «οι πολιτικοί φταίξανε» και λιγότερο ότι οι Τούρκοι σαν λαός διαχρονικά είναι εχθροί και βάρβαροι.
Επομένως αναδεικνύεται το εξής ερώτημα: Ποιοι είναι τελικά υπεύθυνοι για τη διχόνοια ή το μίσος ανάμεσα σε διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες ή λαούς;
Οι ίδιοι οι απλοί άνθρωποι, οι λαοί ή αυτοί που έχουν την τύχη των λαών στα χέρια τους (κυβερνήσεις, κόμματα, διεθνείς δυνάμεις και συμφέροντα);
Η αντιμετώπιση των Μικρασιατών
από τους ντόπιους
Οσον αφορά την αντιμετώπιση των Μικρασιατών από τους ντόπιους, οφείλουμε να πούμε ότι τις περισσότερες φορές ήταν αισχρή και απάνθρωπη αφού σκεπτόμενοι ρατσιστικά και κερδοσκοπικά τους αντιμετώπιζαν δίχως να υπολογίζουν τον πόνο και τη δυστυχία που είχαν λόγω του ξεριζωμού, μάλιστα λέγεται ότι τους είχαν βγάλει και ορισμένα προσωνυμία, λόγου χάρη ´πρόσφυγγας´ από τη σφίγγα που τσιμπάει και προκαλεί πόνο και δυστυχία, και ´Τουρκόσπορους´.
Γεγονός είναι ότι οι Μικρασιάτες στην πλειονότητά τους ένιωθαν αποξενωμένοι ενώ βίωναν με πολύ βάρβαρο τρόπο την προκατάληψη, ψυχικά τραυματισμένοι και έχοντας το άγχος της επιβίωσης εξέφραζαν συχνά τα παράπονά τους για την αντιμετώπιση που δέχονταν από τους γηγενείς κατοίκους.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα μιας κυρίας «στην Τουρκία μας ονομάζανε Έλληνες και στην Ελλάδα Τούρκους» δηλαδή συνοψίζοντας δεν υπήρχε πουθενά πατρίδα για εκείνους, μόνο κοινωνικός αποκλεισμός και κακομεταχείριση.
Δυστυχώς αυτού του είδους η συμπεριφορά είχε περάσει και στις νεαρές ηλικίες με αποτέλεσμα μικρά παιδιά και έφηβοι που φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο με τα ντόπια να βιώνουν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο το ρατσισμό.
Όντας θύματα λεκτικής βίας ακόμη μελαγχολούν όταν αναπολούν τα παιδικά τους χρόνια τότε που τα υπόλοιπα παιδιά τα παραμέριζαν και τα απομάκρυναν.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή μας η κυρία Αγγελική θυμάται με λύπη τότε που τους αποκαλούσαν ´σκυλοπρόσφυγγες´.
Εννοείται βέβαια ότι και οι ενήλικες έζησαν μέσα στη φτώχεια και στην ένδεια χωρίς όμως να τα παρατούν ή να μένουν άπραγοι.
«Ενάμιση εκατομμύριο πεινασμένα στόματα. Ενάμιση εκατομμύριο φτηνά χέρια ενάμιση εκατομμύριο διψασμένοι άνθρωποι για δουλειά, για γαληνή για ελπίδα τριγυρνούσαν στους δρόμους της Ελλάδας με τα χέρια στις τσέπες της ανέχειας…» (Διδώ Σωτηρίου).
Η ελληνική κυβέρνηση θέλοντας να υπάρξει μια σχετική τάξη στη χώρα αποφάσισαν να πάρουν δάνεια ώστε να μπορέσουν να αποκαταστήσουν το προσφυγικό.
Έτσι με αυτά τα χρήματα και τις απαλλοτριώσεις των γεωργικών εκτάσεων η κυβέρνηση κατάφερε να δώσει έστω και την εντύπωση ότι έχουν θέσει τις πρώτες βάσεις για την στοιχειώδη μέριμνα υπέρ των προσφυγών.
Όλη αυτή η δράση είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας επιτροπής αποκαταστάσεως των προσφυγών γνωστή και ως Ε.Α.Π..
Κύριοι τόποι εγκατάστασης είναι οι κορυφές των μεγάλων πόλεων όπως για παράδειγμα Αθήνα, Θεσσαλονίκη στους οποίους ιδρύονται ολοκληρωτικά προσφυγικοί συνοικισμοί.
Σαφώς οι συνθήκες ήταν άθλιες αφού διέμεναν σε παράγκες ενώ ενίοτε και σε στάβλους.
Δυστυχώς άλλη μια αλήθεια είναι ότι εκτός από την λεκτική βία δεχόντουσαν και σωματική αφού ντόπιοι ορισμένων περιοχών προσπαθούσαν να πάρουν πίσω τα ανταλλάξιμα έχοντας αισχροκερδή κίνητρα…
Μάλιστα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα βιοπραγιών προς τους πρόσφυγες ήταν στη Δράμα που μόνιμοι κάτοικοι χρησιμοποιώντας πιστόλια, μαχαιριά και άλλα μέσα σφάγιασαν εν ψυχρώ δεκάδες άτομα, πιο συγκεκριμένα αναφέρεται:
«θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων»
από φανατισμένους ιθαγενείς της Δράμας.
Συνεχίζοντας ενίοτε και σε ορισμένες περιοχές ανάγκαζαν τους πρόσφυγες να φοράνε συγκεκριμένο χρώμα ρούχων για να ξεχωρίζουν από τους Ελλαδίτες Έλληνες, ενώ παράλληλα διακατέχονταν από προκαταλήψεις όπως για παράδειγμα ότι φέρνουν κακή τύχη.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο όρος ´σμυρνιά´ είχε γίνει συνώνυμο της άσεμνης και ελαφρών ηθών γυναίκας λόγω του ότι ήταν δυναμικές και εργατικές αφού επιθυμούσαν να βοηθήσουν στα οικονομικά του σπιτιού μέσω μιας εργασίας.
Τέλος από μερικούς αναγνωρίστηκε η καθαριότητά τους ενώ δυστυχώς από μια άλλη μερίδα ανθρώπων θεωρούνταν κατώτεροι και βρώμικοι. Χαρακτηριστικά η κυρία Ουρανία, μας τονίζει ότι οι μπουγάδες μύριζαν καθαριότητα και πράσινο σαπούνι ενώ ντρέπονταν να απλώσουν κάτι το όποιο ήταν γαριασμένο.
Επειτα υπογραμμίζει ότι εκείνοι ήταν οι πρώτοι που έφεραν τον ασβέστη και φρόντιζαν η παράγκα τους να δείχνει όσο πιο καθαρή και περιποιημένη γίνεται, ενώ με μελαγχολία αναπολεί τη γειτονιά της η οποία ήταν γεμάτη από τενεκεδάκια με λουλούδια και μυρωδικά.
Βέβαια, όσο αφορά την υποδοχή των μεταναστών στην Κρήτη θα πρέπει να αναφερθεί και το γεγονός ότι υπήρχαν ειρηνικές σχέσεις, φιλικές αλλά και σχέσεις γάμου μεταξύ Μικρασιατών και Κρητικών.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις μικτού γάμου, μάλιστα σύμφωνα με μία μαρτυρία είχε αναφερθεί χαρακτηριστικά: «Ο πατέρας μου εμένα είναι Κρητικός και η μητέρα μου από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Γνωριστήκαν εδώ και όπως είναι λογικό αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες, θυμάμαι που μου είχε πει -δε θυμάμαι ποιος- ότι το σόι του πατέρα μου κοιτούσαν την μαμά μου στα πόδια για να δουν αν είναι καθαροί».
Επιπροσθέτως υπήρχαν και συνεργασίες μεταξύ τους στον εργασιακό τομέα στις αγροτικές δουλειές όπου οι πρόσφυγες είχαν υποδεέστερη θέση σε αντίθεση με τους ντόπιους.
Γεγονός είναι ότι συγκριτικά με άλλες περιοχές στα Μετόχια, στη Σούδα και στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων οι προσφυγές είχαν καλύτερη αντιμετώπιση, αντίθετα οι Μικρασιάτες που διέμεναν σε άλλες περιοχές δεν έχαιραν τέτοιας συμπεριφοράς.
Η κυρία Ελένη μας διηγείται με χαρά ότι οι ντόπιοι Κρητικοί, από τα χωριά ερχόντουσαν και θαύμαζαν τα σπίτια τους και την καθαριότητά τους ενώ εξέφραζαν και την εκτίμησή τους προς το πρόσωπό τους σκεπτόμενοι ότι είναι ξεριζωμένοι και έφυγαν από την πατρίδα τους, κάτω από βίαιες καταστάσεις.
Τέλος τα γεγονότα, οι καταστάσεις, οι συμπεριφορές, οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει ευτυχώς προς το καλύτερο, αφού η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ελλαδιτών Ελλήνων και προσφύγων έχει αποκατασταθεί πλήρως από το 1940.
Πλέον δεν υπάρχει τέτοιου είδους έχθρα και αντιπάθεια ανάμεσα στα νέα παιδιά. Βέβαια δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ηλικιωμένοι έχοντας ακόμη τέτοιου είδους ρατσιστικά κατάλοιπα λογομαχούν με Μικρασιάτες ενώ τους κατηγορούν αδίκως βέβαια για την τότε κατάσταση!
Σημασία έχει όμως ότι κατάφεραν παρόλο τον πόνο και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν να αντεπεξέλθουν και να επιτύχουν.
Ιστορικά αποδείχτηκε ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες υπήρξαν ένα ολόκληρο κεφάλαιο για την πατρίδα μας, πρόσφεραν και συνέβαλαν στην οικονομική ανάκαμψη και στον εμπλουτισμό της παράδοσης.