Το κτίριο της Μπουμπουλίνας
Από τις αεροφωτογραφίες εκείνης της εποχής ξεχωρίζουν τα δύο παρόμοια σε επιβλητικότητα κτίρια στην Μπουμπουλίνας που συγχέονται: αμφότερα είχαν κατασκευαστεί για λογαριασμό του επιφανή γιατρού Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, πρωτοπόρου στην ελληνική γυναικολογία που μετέπειτα αποδείχθηκε δοσίλογος και είχε μάλιστα διατελέσει πρωθυπουργός της χώρας την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Το κτίριο που παραμένει στη θέση του μέχρι σήμερα είναι η πολυκατοικία Λογοθετόπουλου, έργο του αρχιτέκτονα Κυπριανού Μπίρη, πρώιμο δείγμα εκλεκτικισμού, ενώ το δεύτερο στη συμβολή με την οδό Τοσίτσα ήταν το παλαιότερης κατασκευής Μέγαρο Λογοθετόπουλου.
Οικοδομήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα και σχεδιάστηκε αρχικά για να στεγάσει την ιδιωτική γυναικολογική και μαιευτική κλινική του γιατρού.
Αργότερα, υπενοικιάστηκε και μετατράπηκε σε ξενοδοχείο με την επωνυμία White House και έπειτα χρησιμοποιήθηκε από κρατικές υπηρεσίες, ώσπου στεγάστηκε εκεί η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών και έτσι το γνώρισαν εκατοντάδες αγωνιστές, ανάμεσά τους και οι πιο γνωστοί, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Ανδρέας Λεντάκης.
Ήταν ένα «βλοσυρό, πένθιμο κτίριο, τετραώροφο ίσως», όπως έχει μεταφέρει από την εμπειρία του ο Κώστας Γιούρης (Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας, εκδ. Ποταμός), στο δίπλα στενό από το Παλιό Πολυτεχνείο.
Οι βαναυσότητες που συνέβαιναν συστηματικά πίσω από τις κλειστές πόρτες κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, και λέγεται ότι οι φοιτητές δεν περνούσαν ούτε απ’ έξω.
Τα κρατητήρια βρίσκονταν, φυσικά, κάτω στα υπόγεια.
«Στα κρατητήρια οδηγούν μερικά σκαλοπάτια μισοκρυμμένα πίσω από ένα κλιμακοστάσιο στο βάθος του ισογείου», όπως αναφέρει ο Κ. Γιούρης και «σταματούν μπροστά σε μια σιδερόπορτα», η οποία μέσω ενός διαδρόμου οδηγεί στα κελιά. Δυσωδία.
Μερικά κελιά ήταν σχετικής απομόνωσης, «έξω», σε μια μικρή αυλή (αριθμοί 1-6) και τα υπόλοιπα ήταν απόλυτης απομόνωσης (αριθμοί 7-20).
Στα πρώτα, η κατάσταση ήταν λιγότερο σκληρή. «Δεν βλέπεις, δεν σε βλέπουν, όμως τουλάχιστον ακούς αμυδρά τις ομιλίες των απ’ έξω, κάποτε και κάτι που μοιάζει με χαμηλόφωνο τραγούδι».
Μπουμπουλίνας
Όλα τα κελιά αυτά ήταν μικροσκοπικά, όσο περίπου το εμβαδόν ενός τραπεζιού (1×2 μ.) και άνοιγαν μια φορά την ημέρα για να καλύψουν οι κρατούμενοι τις σωματικές τους ανάγκες. «Για να πλυθείς, για να πας τουαλέτα».
Όπως έχουν μεταφέρει κρατούμενοι από την Μπουμπουλίνας, «μετά από λίγο συνήθιζαν τα μάτια σου στο σκοτάδι και τα όρια του κελιού μεγάλωναν».
Απ’ την πολλή υγρασία, έπεφταν σοβάδες.
Ενάμιση μήνα αργότερα, σήμανε τέλος η φάση της απομόνωσης για τους περισσότερους. Νέοι κρατούμενοι έμπαιναν στα μικρά κελιά, ενώ οι παλιοί μεταφέρονταν στο δεύτερο υπόγειο, στην «πηγάδα» όπως την αποκαλούσαν, (σε έναν χώρο που αναπτυσσόταν κάτω απ’ τα κελιά 1-6).
Εκεί, οι κρατούμενοι συμβίωναν κατά δεκάδες, χωρισμένοι σε άνδρες και γυναίκες, «σε ένα παράξενο κοινόβιο όπου μοιραζόσαστε και την μπουκιά του αέρα».
Ουσιαστικά, βρίσκονταν σε κατάσταση αναμονής για τη μεταγωγή τους σε άλλο σημείο, ίσως τις φυλακές Αβέρωφ, ίσως το ΕΑΤ-ΕΣΑ, ίσως το Νοσοκομείο 401. Κανείς δεν γνώριζε. Ο τρόμος ήταν μην οδηγηθούν στην «επάνω ταράτσα».
Η ταράτσα και τα φρικτά βασανιστήρια
«Μια πόρτα παλιά ξύλινη ήταν που οδηγούσε στην ταράτσα επάνω», είχε μεταφέρει σε τηλεοπτική συνέντευξη αγωνίστρια που είχε υποστεί βασανιστήρια στην Μπουμπουλίνας.
«Πρέπει παλιά να ήταν πλυσταριά και τα δωμάτια αυτά είχαν γίνει δωμάτια βασανιστηρίων». Δωμάτια που είχαν γίνει γνωστά σε όλα τα άτομα της Αριστεράς, πριν τα δουν με τα μάτια τους. Ήταν το μέρος που «η ασφαλίτικη επινοητικότητα, με εντελώς μηδαμινά μέσα –έναν πάγκο, ένα σκοινί και μερικά στειλιάρια- δημιούργησε μια από τις πιο ένδοξες αίθουσες βασανιστηρίων της εποχής μας», όπως είχε πει ο Κοροβέσης.
Φάλαγγα, άγριο ξύλο, εξευτελισμοί, απειλές, ταπεινώσεις, μαρτύρια με κάθε πιθανό και απίθανο εργαλείο. Τις πιο πολλές φορές, το πρόγραμμα ξεκινούσε στα ανακριτικά γραφεία των αρχιφυλάκων, που βρίσκονταν στον τέταρτο όροφο.
Έπειτα, στην ταράτσα με το χαλίκι και το δέσιμο στον πάγκο των βασανιστηρίων («το καλό δέσιμο πρέπει να είναι πολύ, πολύ σφιχτό»).
Το πρώτο δίλημμα ήταν ξύλινο ή σιδερένιο στειλιάρι. Οι βασανιστές είχαν στη διάθεσή τους σφυριά, λουριά, θερμαινόμενα σίδερα, τανάλιες, λεκάνες με νερό για πνιγμό, λεκάνες με νερό για το μαρτύριο της σταγόνας, λοστάρια.
Ταυτόχρονα, πίεζαν ασφυκτικά και σε συναισθηματικό επίπεδο με απειλές και εικονικές εκτελέσεις.
«Σύντομα τα πόδια μου πρήστηκαν, ξηλώθηκαν οι σόλες και αυτοί συνέχιζαν να χτυπάν», είχε μεταφέρει άλλος κρατούμενος σε τηλεοπτική συνέντευξη.
«Μόλις ακούμπησε [το στειλιάρι] στην πατούσα μου, σαν να έβλεπα μια αστραπή. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, η αστραπή γινόταν κεραυνός και ο κρότος του κεραυνού έπεφτε στο μυαλό σαν σουβλιά».
Η λιποθυμία ήταν το σημείο που σταματούσε η ανάκριση, έπειτα σε μετέφεραν τυλιγμένο σε κουβέρτα και σε έβαζαν στην απομόνωση, άγνωστο για πόσο καιρό.
Οι κραυγές ακούγονταν σε όλο το κτίριο. Παρότι εκείνες τις ώρες έβαζαν επίτηδες μπροστά μια μοτοσικλέτα για να τις καλύπτει ο ήχος της εξάτμισης.
Οι χτύποι από τα στειλιάρια έκαναν τους τοίχους να σείονται πολλές φορές.
Το μόνο που έλειπε από την Μπουμπουλίνας ήταν τα μηχανήματα ηλεκτροσόκ – τέτοια είχε το ΕΑΤ-ΕΣΑ και το 401.
Ουσιαστικά, αυτά ήταν τα επόμενα στάδια για τους αμετανόητους αγωνιστές. Μια διαδικασία χωρίς ημερομηνία λήξης που περιελάμβανε τα πάντα για να παραδώσει ο κρατούμενος σωματικά και ψυχικά.