Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μιχάλης Στρατάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μιχάλης Στρατάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

19 Δεκεμβρίου, 2018

Κυρά Χαρούλα: -''Κέρασε τονε''

Ξερά κουκιά, μισιριωτάκια καλόψητα, με τοματοπολτό που είχε φτιάξει μοναχή της και κρομύδι λασιθιώτικο που σου 'φερνε δάκρυα στα μάθια, μου 'φερε η κυρά Χαρούλα μεζέ για τη ρακή, στο ντουκιάνι της στον Άη Γιώργη του Οροπεδίου.
Μα την Παναγία, δεν ήθελα να τα καταπιώ, μόνο τα κράτουνα στη μπούκα μου όσο περσσότερο εμπόρουνα, για να μη τελειώσει η μαγεία τούτου του φαγητού που με μεγάλωσε.
Όλοι εμείς καθόμασταν γύρω από την ξυλόσομπα και κάναμε μουχαμπέτι, όταν εμπήκε στον καφενέ ένας νεαρός μετανάστης, μαυριδερός.
Έκατσε πίσω και μακρυά από εμάς, αμοναχός του, με σκυμένη την κεφαλή και τα μάθια του δεν εξεκολούσανε από το τραπέζι ομπρός του.

''Κέρασε τονε'' είπα στην κυρά Χαρούλα.
Σα να μου φάνηκε πως ένας παγωμένος αέρας επέρασε απάνω από τις κεφαλές όσων καθότανε γύρω από τη σόμπα.
Εντάκαρα να μιλώ, προσπαθώντας να διώξω αυτόν τον αέρα όξω από το ντουκιάνι.
Πιάστηκα από τα όσα εκουβεντιάζαμε προτύτερα για τους αθρώπους που ζούνε αμοναχοί και είπα τούτη την κουβέντα:

''Άμα είσαι αμοναχός σου, εσύ κι ο απατός σου, ετούτη η μοναξά παλεύεται. Η μοναξά που δεν παλεύεται και σε σακατεύει, είναι να 'σαι ολομόναχος και να θωρείς δίπλα σου αθρώπους να κάνουνε παρέα και να γελούνε ευτυχισμένοι, δίχως να σου δίνουνε σημασία. Αυτή δεν είναι μοναξά, είναι μαρτύριο''.
Αιστάνθηκα πως εκάηκε ο παγωμένος αέρας, μαζί με τα λιόκλαδα στη σόμπα.
Εφώναξα τον κακομοίρη τον ξένο να κάτσει σιμά μου.




Ίσαμε να 'ρθει, επεράσανε λίγα δευτερόλεπτα, μα ήσανε αρκετά για ν' αντιληφτώ πως με την κουβέντα μου είχα ανάψει φωθιές σε ψυχές, φωθιές που εζεσταίνανε, μα δεν εκαίγανε.
Ίσαμε την ώρα που φύγαμε, ετσούγκριζα το ποτήρι μου με τον Μουσταφά, τον Πακιστανό, τον Ξένο, τον Άνθρωπο.

Τον σαν κι εμένα, τον σαν και όλους μας.
***

Κι όσο οι στίχοι του τραγουδιού εμουλιάζανε τα εντός μου, η μορφή της κυράς Δέσποινας, της καφετζήνας στον Άη Γιώργη, εκυριαρχούσε στο νου και στην ψυχή μου.
Γιατί, για της κυράς Δέσποινας το χατήρι εσκαρφάλωνα στα Λασιθιώτικα Όρη.
Στο τοσοδά καφενεδάκι της, με τα δυό τραπεζάκια, την ξυλόσομπα και το πανάρχαιο τεζιάκι, στον ασκιανό του Δικταίου Άντρου, έβρισκε η ψυχή μου ανάπαψη κι αναγαλιασμό.
Εκειά ρεγόμουνα να κάθομαι με τις ώρες, να ξανοίγω τις φωτογραφίες των κοπελιών και των εγγονιών της κυράς Δέσποινας, κορνιζωμένες ποπάνω από το πετρογκάζ για τους καφέδες, να πίνω ρακές με το βρισκούμενο μεζέ, να 'ρχεται να καθίζει δίπλα μου και να με κερνά κουβέντες, χαμόγελα και αγάπη.
Ποτέ μου δεν εκατάλαβα γιατί η κυρά Δέσποινα είχε τόσονα μεγάλο χατήρι και τοσηνα μεγάλη δύναμη που δεν εμπόρουνα να αντισταθώ.
Σήμερα, εντακάραμε πάλι το σκαρφάλωμα στα Λασηθιώτικα βουνά.
Πάλι εξανατραγουδούσα το ίδιο τραγούδι, ονειρευόμενος το καφενεδάκι της κυράς Δέσποινας.
''Όλοι μου λεν ν' απαρνηθώτου Λασηθιού το δρόμο,μα 'γω θα πηαίνω να 'ρχομαιγια 'να χατήρι μόνο''.
Σαν εσταματήσαμε έξω από το αγαπημένο καφενεδάκι, το 'δα να 'ναι θεόκλειστο και παρατημένο.
Ένα θεόρατο χαράκι επλάκωσε την ψυχή μου, γιατί εψυχανεμίστηκα το κακό.
Η κυρά Δέσποινα δεν ζούσε για να μου ξαναφέρει ρακή με το βρισκούμενο μεζέ και να με κεράσει κουβέντες, χαμόγελα και αγάπη.
Εξάνοιγα τη γυναίκα μου με τον ίδιο τρόπο που με ξάνοιγε κι αυτή κι ήτανε και των δυό μας τα μάθια πολύ πιο υγρά απ' όσο εδικαιολογούσε η καταχνιά του Οροπεδίου.
Εμπήκαμε στο διπλανό ντουκιάνι, της κυράς Χαρούλας.
Εκεί εμάθαμε τα θλιβερά μαντάτα κι εκεί ακούμπησα την ψυχή μου να ξαλαφρώσει από τη στεναχώρια που την πλάκωνε.
Γύρω από την ξυλόσομπα, μια συντροφιά εγενήκαμε με τους χωριανούς και ίσαμε που εβράδυασε επίναμε και εκουβεντιάζαμε σαν να γνωριζόμασταν από γεννησιμιού μας.

Μα εμένα μου 'λειπε η κυρά Δέσποινα.
Φαίνεται πως εντάκαρα να γερνώ.
Μα δεν το βάνω κάτω.

Στο Οροπέδιο θα συνεχίζω να σκαρφαλώνω και κάθε φορά το ίδιο τραγούδι θα τραγουδώ:
''Όλοι μου λεν ν' απαρνηθώ
του Λασιθιού το δρόμο,
μα 'γω θα πηαίνω να 'ρχομαι
για 'να χατήρι μόνο''.
Γιατί της το βαστώ το χατήρι της κυράς Δέσποινας, κι ας είναι αποθαμένη
.


Μιχάλης Στρατάκης