Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
νά που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα! (*)
Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!
Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αβλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι’ άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν΄ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.
Κ’ αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.
Κι ο κατόχρονος θάνατος θά φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θά φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ρθει το δείλι,
το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Νά με»!
Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
Κώστας Βάρναλης, "Η μάνα του Χριστού" (από την συλλογή Φως που καίει. Εδώ η αντιγραφή έγινε από την συγκεντρωτική έκδοση: Κώστας Βάρναλης, Άπαντα τα ποιητικά 1904-1975, Κέδρος, 2015, σελ. 542)
Μπουργκάς, γενέτειρα του Βάρναλη: Αναμνηστική πλάκα προς τιμή του. ("Εδώ γεννήθηκε ο μεγάλος έλληνας κομμουνιστής ποιητής και άνθρωπος της ειρήνης Κώστας Βάρναλης 1884-1974") |
Τούτο το ποίημα κουβαλάει και μια ιστορία.
Αν και η συλλογή "Φως που καίει" δημοσιεύθηκε το 1922 (με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας), η άκρως συντηρητική -αυτοπροσδιοριζόμενη και ως φιλολογική- εφημερίδα Εστία στο φύλλο της 10/11/1924 κατηγόρησε ευθέως τον ποιητή ως υβριστή της Παναγίας.
Στην ουσία, τον Βάρναλη τον πήρε από σπόντα το κύμα που είχε σηκώσει ο συντηρητισμός κατά των δημοτικιστών τής εποχής (Γληνός, Δελμούζος, Ιορδανίδης, Ιμβριώτου κλπ).
Το δημοσίευμα της Εστίας λειτούργησε ως καταλύτης για να ξεσπάσουν τα μεγάλα επεισόδια, που έμειναν στην ιστορία ως Μαρασλειακά.
Απόρροια όλων αυτών ήταν να απολυθεί ο Βάρναλης από την θέση τού καθηγητού στην Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία.
Το 1935, ο Βάρναλης απαντά σ' εκείνο το προ 11 ετών δημοσίευμα της Εστίας. Η απάντησή του σώζεται στην πολύτιμη έκδοση του Κέδρου "Κώστας Βάρναλης: Φιλολογικά απομνημονεύματα", την οποία επιμελήθηκε ο Κωστής Παπαγιώργης. Εκεί, ο ποιητής σημειώνει, μεταξύ άλλων:
Όποιος διάβασε το ποίημα της "Μάνας του Χριστού" δεν πιστεύω να συνάντησε πουθενά καμιά βρισιά.
Αυτό το ποίημα έχει απαγγελθεί πολλές φορές από διάφορους μπροστά σε πολύν κόσμο κι ωστόσο όλοι συγκινηθήκανε και κανένας δε βρήκε την περίφημη βρισιά της "Εστίας".
ΙΙρώτα-πρώτα θα ήτανε πολύ γελοίος άνθρωπάκος εκείνος, που θα μπορούσε να έχει προηγούμενα με τα υπερφυσικά όντα κάθε θρησκείας και κάθε μυθολογίας!
Όσο για μένα όλες οι υπερφυσικότητες και οι μεταφυσικότητες είναι έξω από την πνευματική και από τη συναισθηματική ζωή μου.
Αν ή Παναγία μού κίνησε το ποιητικό μου ενδιαφέρο, είναι γιατί μπορούσε εύκολα να γίνει η Μάνα-Σύμβολο, ο τύπος όλων των μανάδων, που κλαίνε και δέρνονται, όταν τους αδικοσκοτώνουνε τα παιδιά τους, ο τύπος και το σύμβολο της πραγματικής μητρότητας, που μπορεί να φτάσει ίσαμε την έσχατη προστυχιά και ίσαμε το έγκλημα για να σώσει το πλάσμα της.
Αυτό δεν ήτανε βρισιά ούτε ενάντια της μάνας ούτε ενάντια στα θεία!
Ένας άθρησκος άνθρωπος δε βρίζει τα θεία (πώς να τα βρίσει, αφού δεν τα πιστεύει!).
Εκείνοι τα βρίζουνε, που και τα καπηλεύονται. Οι γνωστές βλαστήμιες "Το Χριστό σου! την Παναγία σου! τα πεθαμένα σου" είναι αποκλειστικό δικαίωμα και προνόμιο εκείνων που "πιστεύουνε" στα θεία και φοβούνται το θάνατο, όσο και την Αλήθεια! (...)
Δεν έχω καμιά πρόθεση ν' αποδείξω με λογικά και... άλλα επιχειρήματα, πως το Κράτος άδικα με έπαψε από καθηγητή, ενώ εγώ ήμουνα και καλός χριστιανός και καλός πατριώτης και καλός στρατιώτης!
(Αυτές οι δύο τελευταίες ιδιότητες του υποδειγματικού πολίτη δε συμβιβάζονται συναμεταξύ τους. Ενας καλός πατριώτης δεν υπηρετεί ποτές στρατιώτης. Κόβει αυτός κι υπηρετούνε τα κορόιδα).
Ομολογώ πως δεν έχω καμιά απ' αυτές τις τρεις καλοσύνες - κι ας σημειώνει το στρατιωτικό απολυτήριό μου "διαγωγή εξαίρετος"!
Κι ομολογώ πως δίκαια με τιμώρησε το Κράτος, σύμφωνα με τη βαθύτερη, την πραγματική έννοια του όρου Δίκιο = "το του κρείττονος συμφέρον", δηλαδή το συμφέρο του δυνατότερου, αλλιώς "δίκαιον του ισχυρότερου".
Και σε όλες τις ταξικές κοινωνίες, υλικά δυνατότερη είναι η κυρίαρχη τάξη, πνευματικά δυνατότεροι οι ιδεολόγοι της κυριαρχίας της και ηθικά δυνατότεροι οι λακέδες.
Στην Ελλάδα αυτή η κυρίαρχη τάξη, με τους ιδεολόγους της και τους λακέδες της, ήτανε πάντα τρομαχτικά καθυστερημένη στον πολιτισμό, άρα τρομαχτικά αντιδραστική.
----------------------------------------------
(*) Ακούστε τον ίδιο τον Βάρναλη να απαγγέλλει το ποίημά του και προσέξτε ότι η δεύτερη στροφή είναι τελείως αλλαγμένη:
Της οργής και του μίσους, τη θρέψαν οι αέρεςΔεν ξέρω πού, πότε και πώς προέκυψε αυτή η αλλαγή. Όμως, ο Βάρναλης συνήθιζε να κοιτάζει, να ξανακοιτάζει, να διορθώνει και να ξαναδιορθώνει τα ποιήματά του.
τὴ χαρά, της Λαοθάλασσας τούτης, που βόγγει.
Πόσες νύχτες λευκές, πόσες μαύρες ημέρες
οι κρυφές, οι μουγγές την εθρέψαν φοβέρες.
Απαλλοτριωμένο από εδώ !!