Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

21 Απριλίου, 2017

Tι έπαθ’ του Στιργιούδ κι kλαίει;; Αναμνήσεις από τις πρώτες μέρες της δικτατορίας του ΄67



Αναμνήσεις από τις πρώτες μέρες της δικτατορίας του ΄67
Στους αφανείς συντρόφους…

Η σύλληψη

Η ζωή κρεμόταν από μια κλωστή. Είπα, «τώρα θα πυροβολήσει»! Δεν το έκανε. 
Ο ασφαλίτης στεκόταν πίσω και πλάι σε απόσταση ασφαλείας και με σημάδευε μέσα από την καμπαρτίνα του. Κουνώντας το χέρι του μου λέει: «Ακίνητος! Τα χέρια μακριά από τις τσέπες. Προχώρα προς τα πάνω». 
Το «πάνω» ήταν ο δρόμος προς το Τμήμα Χωροφυλακής πάνω από τη Μητρόπολη, την εκκλησία των Ταξιαρχών. 
«Θα με σκοτώσετε;» ρωτάω τρεμουλιαστά ενώ τα πόδια μου μόλις με κρατούσαν. 
«Πολλά λες, προχώρα και μη μιλάς» λέει και γελάει ειρωνικά σαν σφήκα. 
Μ’ έζωσαν τα φίδια και οι φόβοι. Προχωρήσαμε, δεν έγινε τίποτα και όταν ανοίγοντας τη κεντρική αίθουσα του Τμήματος αντίκρισα δεκάδες άλλους κρατουμένους κατάχαμα, μου έφυγε ένας στεναγμός ανακούφισης. Γλίτωσα, δεν ήμουν μόνος μου. 
Ήταν η δεύτερη μέρα της δικτατορίας, Σάββατο 22.4.1967. Τριγύριζα κυνηγημένος και χαμένος στους δρόμους και τις οικοδομές των Σερρών μην ξέροντας που να πάω. 
Στο σπίτι μου έκαναν επτά φορές έφοδο για να με πιάσουν. Εκεί κοντά στην πλατεία Ελευθερίας (τι όνομα, τι μέρα! ) με βρήκε ο ασφαλίτης και έκανα χρόνια να την ξαναδώ!

Τις μέρες που προηγήθηκαν της δικτατορίας, ρωτούσα επίμονα τα στελέχη της ΕΔΑ και της Νεολαίας Λαμπράκη που ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη, που θα κρυφτούμε αν γίνει δικτατορία. 
Η απάντηση ήταν μονίμως ίδια: «Δεν πρόκειται να γίνει»! 
Είχε έρθει και ο Λ. Κύρκος εκείνες τις μέρες για προεκλογική σύσκεψη στην ΕΔΑ και το επιβεβαίωσε! «…Δεν θα γίνει»!!!. 
Παρά το ότι δεν είχα κλείσει τα 18, η τρίχρονη θητεία μου στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη και η ανάμειξή μου με τόσους έμπειρους αριστερούς με έκαναν να είμαι αμφισβητίας και να σκέφτομαι το χειρότερο. Η ηγεσία όμως είχε άλλες γλυκανάλατες απαντήσεις που μας κόστισαν πολύ. 

Ο Βασίλης Εφραιμίδης, βουλευτής της ΕΔΑ και πανέξυπνη πολιτική αλεπού, μας έλεγε με τον τρόπο του ότι δε συμφωνούσε με τον εφησυχασμό της κεντρικής ηγεσίας και έφυγε έγκαιρα για το Παγγαίο να κρυφτεί. 
Από κει ντυμένος πότε γριά πότε παπάς, λένε, έφυγε για το εξωτερικό με ένα κανάλι διαφυγής του ΚΚΕ που δεν είχε διαβρωθεί από την ασφάλεια. Εμείς μείναμε πίσω πιασμένοι σε κλουβί.

Οι πρώτες μέρες

Η πρώτη νύχτα στο κρατητήριο πέρασε ήσυχα ακούγοντας διαγγέλματα του «πρωθυπουργού» Κόλλια και άλλων. 
Κάποιοι χωροφύλακες συζητούσαν χαμηλόφωνα για το τι σημαίνει «Παπαδόπουλος», κάτι δεν τους καθόταν καλά με αυτόν. 
Όλη τη νύχτα μπαινόβγαιναν οι χαφιέδες της κάθε γειτονιάς δίνοντας πληροφορίες για τους αριστερούς που ήταν στο κυνηγητό και παίρνοντας εντολές για το τι πρέπει να κάνουν. 
Γνώρισα μερικές φάτσες που ήξερα πως ήταν χαφιέδες, έμεινα έκπληκτος με άλλες που δεν το ήξερα. Ο παρακρατικός μηχανισμός που χρόνια υπονόμευε τη δημοκρατία, μέχρι και τον Καραμανλή υπονόμευσαν για να φτάσουν εδώ, είχε τεθεί σε πλήρη λειτουργία. Μπαίναμε στο σκοτεινό τούνελ της δικτατορίας χωρίς να γνωρίζουμε το τέρμα του. 

Την άλλη μέρα μεταγωγή. 
Χαλασμός από στρατό και χωροφυλακή στην Εμπορική Σχολή στο Υμαρέτ όπου μας μετέφεραν. Γύρω – γύρω πολυβόλα στραμμένα προς το σχολείο. Μέσα στοιβαγμένοι καμιά 150 κρατούμενοι και έφερναν ακόμη… Από ένα παράθυρο βλέπω στην αυλή το Γάκη από την Τούμπα να τον βασανίζουν στα όρθια 3-4 τροχαίοι. 
Ο ένας προσπαθεί να βγάλει από τη θήκη το περίστροφο να τον πυροβολήσει νομίζω. Πάω κοντά στο παράθυρο και ανοίγω το στόμα μου να φωνάξω «τι κάνετε, όχι, όχι, βοήθεια!». Δεν βγήκε άχνα. Έχασα τη λαλιά μου! 
Το περίστροφο βγήκε και έσυραν το Γάκη προς τον τοίχο. Γύρισα προς την αίθουσα, άρχισα τα τρελά νοήματα και όταν είδα ένα στέλεχος της ΕΔΑ τον τράβηξα με βία από τα ρούχα και του έδειξα από το παράθυρο. Έβαλε τις φωνές. «Μας σκοτώνουν! Κάτω τα χέρια! Θα σας καταγγείλουμε!» 
Οι φωνές πλήθαιναν, οι τροχαίοι άκουσαν, μαζεύτηκαν, έριξαν μερικές κλωτσιές και γροθιές στο Γάκη, τον μάτωσαν και τον έστειλαν μέσα. 
Δεν έμαθα ποτέ αν πραγματικά ήθελαν να τον εκτελέσουν ή απλά να μας φοβίσουν. 
Πάντως κατάφεραν να προσθέσουν νέα ανασφάλεια στην ήδη υπάρχουσα. Μετά οι τροχαίοι τσατισμένοι περιέλαβαν τους Σάκηδες, ξαδέρφια από τα Σφαγεία με γροθιές και κλωτσιές …

Το απόγευμα ένα καθίκι με στρατιωτικά αναφέρει ότι ο Σάκης και ο Σίμος, δυο μικροί «Λαμπράκηδες», «έβρισαν τα όπλα»!!! 
Αμέσως κινητοποιήθηκε η φρουρά και τους πήραν, τους περικύκλωσαν με ξιφολόγχες απειλητικά ιδίως το Σίμο. 
Ένας αξιωματικός φωνάζει ότι η ύβρις στα όπλα σε κατάσταση πολιορκίας και στρατιωτικού νόμου επισύρει ποινή άμεσης εκτέλεσης. Στιγμές παγωμάρας. Οι παλιοί όμως κάτι ήξεραν. 
Άρχισαν να συνωστίζονται στη πόρτα και να φωνάζουν δυνατά στους αξιωματικούς: «Δεν έχετε δικαίωμα, ντροπή, δε γίνεται να γίνετε δολοφόνοι….» και άλλα τέτοια. 
Οι αξιωματικοί μπορεί να είχαν φανατισμό αλλά όχι πείρα από καταστάσεις με αποφασισμένους πολίτες που φωνάζουν. Κάλμαραν. 
Κάποιος είπε ότι δεν έχουν σκοπό να εκτελέσουν κανένα αλλά θα διενεργηθεί ανάκριση και θα γίνει στρατοδικείο. 
Νέες φωνές: «Με ποιο δικαίωμα καταργήσατε το Σύνταγμα και τώρα μας κρατάτε παράνομα, δεν αναγνωρίζουμε τα στρατοδικεία» κλπ. 
Εγώ ούτε που φανταζόμουν ότι μπορούσαμε να τα βάλουμε με τόσο στρατό και αστυνομία. Νόμιζα ότι θα άνοιγαν πυρ με τα πολυβόλα!
 Όμως τελικά λύγισαν οι δεσμοφύλακες και όχι οι δεσμώτες, και μας έστειλαν πίσω τους δυο νέους. Μια νίκη, μικρή νίκη, ζωοδότρα νίκη σε μια κατάσταση γενικής ήττας.

Η γύρα του θανάτου

Το πρωί στις 24 Απριλίου, κάποιος φωνάζει το όνομά μου. «Πάρε τα πράγματά σου και έλα μαζί μας». «Πού θα με πάτε;» ρώτησα. Μου έκαναν μια άγρια χειρονομία και με τράβηξαν. 
Με έριξαν σε ένα «γαλατάδικο», ένα κάτασπρο κλειστό τζιπ - περιπολικό της χωροφυλακής. Πήραν και το Μανώλη Κιουπτσή. Δεν ξέρω που τον πήγαν. Με έδεσαν με αλυσίδες. Έτρεμα. 
Ξεκινήσαμε. Μπροστά μοτοσικλετιστές και ένα περιπολικό, πίσω ένα ανοικτό στρατιωτικό τζιπ με όρθιο στρατιώτη με οπλοπολυβόλο σε τρίποδα και να κρέμονται προκλητικά οι δεσμίδες με τις σφαίρες. Πιο πίσω άλλοι μοτοσικλετιστές. Σειρήνες στη διαπασών! Σαν να κάναμε το γύρο του θανάτου.

Με βγάζουν στους κεντρικούς δρόμους. Βενιζέλου, Νομαρχία, Μεραρχίας. 
Σαν να παίρνει το μάτι μου κάποια στιγμή να τραβολογάν στο δρόμο τον Τζανακάρη, «για να κατεβάσει τη ταμπέλα της ΕΔΗΝ» (Νεολαίας της Ένωσης Κέντρου) είπε κάποιος ασφαλίτης. Πιο πάνω, ήδη κατέβασαν τις ταμπέλες της ΕΔΑ, της ΕΡΕ, της ΕΚ και της Νεολαίας Λαμπράκη. 

Οι σειρήνες σφύριζαν επιδεικτικά. 
Οι πολίτες και οι μαγαζάτορες παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι. 
Εγώ σαν το ποντίκι στη φάκα. Δε γίνεται λέω μέσα μου, με τόση πομπή για μένα μάλλον κάτι κακό μου ετοιμάζουν. 
Ο φόβος τέτοιες στιγμές είναι απίστευτος. «Τι θα με κάνετε;» ρωτάω τον ασφαλίτη. «Κοίτα έξω για τελευταία φορά και σκάσε» μου λέει. 
Για άλλη μια φορά έχασα τη λαλιά μου. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να μη τελειώσει ποτέ αυτή η εξευτελιστική γύρα στους δρόμους των Σερρών όπου έσερναν το λάφυρό τους επιδεικτικά για να φοβίσουν τους πάντες. 
Ήθελα να ζήσω έστω και αυτή τη λίγη ώρα που ισοδυναμεί με αιώνα πραγματικής ζωής. 
Αν κάποιος νομίζει ότι πρέπει να ζήσει 100 χρόνια για να νοιώσει την αξία της ζωής, κάνει λάθος. Του αρκούν μερικές άγριες στιγμές μάχης, φόβου και επιβίωσης στο φάσμα του θανάτου για να τα «δει» όλα.

Άρχισα να έχω ενοχές. 
Την πρώτη μέρα της δικτατορίας, μόλις συνέλαβαν την τοπική ηγεσία της ΕΔΑ, ανεβήκαμε κρυφά στα γραφεία της με την Δήμητρα και το Σάββα και «μπουμπουνίξαμε» στις πέντε ξυλόσομπες τα αρχεία της ΕΔΑ. 
Καίγαμε επί ώρες και φύγαμε χωρίς να μας πάρουν μυρωδιά! 
Επιχειρήσαμε να πάμε να κάψουμε και τα δικά μας αρχεία, στη Νεολαία Λαμπράκη, αλλά γύρω φύλαγαν ασφαλίτες για να πιάσουν κανέναν νέο που θα έκανε το λάθος να πάει κατά κει. «Θα έμαθαν τι κάναμε με τα αρχεία και τώρα δε τη γλιτώνω», είπα μέσα μου. 

Μανούλα που έκατσες να φας…

Με πήγαν στη χωροφυλακή. Άρχισαν τις σφαλιάρες, τις βρισιές και τις ανακρίσεις. 
Ο διοικητής Ευθύμης Τσούτσιας άρχισε μια όχι και τόσο ενθουσιώδη ανάκριση. Με ήξερε. 
Πήγαινα στο 3ο δημοτικό με τα παιδιά του, παίζαμε μαζί και όπως ήμουν φτωχός και μόνιμα πεινασμένος με μάζευε καμιά φορά εκείνη η απίθανα γλυκιά μάνα τους και μου έβαζε ένα πιάτο φαΐ να φάω μαζί τους. Δεν του πήγαινε η ανάκριση αλλά έπρεπε να κάνει το σκληρό γιατί στην πλάτη μου κάθονταν και επόπτευαν συνταγματαρχέοι του στρατού και της ΚΥΠ. 
Δεν του είχαν εμπιστοσύνη και δεν τον έπαιρνε… Μάλλον ήταν και αυτός όμηρος… 

Δεν έβγαλαν τίποτα από την ανάκριση για ονόματα και δράσεις της ΔΝΛ και της ΕΔΑ. Ήθελαν να τους πω ακόμη και… πού είχαμε κρυμμένα τα ανύπαρκτα όπλα!!! 
Ο Τσούτσιας μου λέει σε μια στιγμή με λύπη: «Κρίμα παιδί μου για σένα, να είσαι τόσο σκληρός». «Τι θα με κάνετε;» ρωτάω με φόβο και ένα αφανές θράσος για μικρό κρατούμενο.
 «Εκεί που θα πας μόνο μαύρα βουνά θα βλέπεις» μου λέει με νόημα και σταματά απότομα γιατί κατάλαβε ότι ξεπέρασε τα εσκαμμένα.
 Το νόημα ήταν απλό, μια πληροφορία: «Θα ζήσεις»! Εγώ πάλι έμεινα με την αμφιβολία.

Μ’ έριξαν στη «μπουζού» στο υπόγειο όπου βρήκα τον αφελή Σάββα ο οποίος έκανε τη βλακεία να φέρει τσιγάρα σε κάποιον κρατούμενο και τον «τσίμπησαν». Μετά έφεραν και τον πρόεδρο ενός χωριού κοντά στη Τούμπα που όλη τη νύχτα μυξόκλαιγε στους χωροφύλακες ότι δεν είχε «καμία σχέση» με την ΕΔΑ και μάλωνε μαζί μου γιατί του έλεγα να το κόψει κι’ οτι είναι ντροπή αυτά που λέει στους δεσμοφύλακες. 

Σε διπλανό κελί έφεραν τη νύχτα και την ηγεσία της ΕΔΑ, Θανάσης Παπαθανάσης, Μπάμπης Σαραντίδης, Νίκος Λατινόπουλος, Κώστας Σοφιδιώτης, Μανώλης Κιουπτσής κ.α. αλλά απαγορευόταν να ανταλλάξουμε λέξεις.

Κάπου στον τοίχο του κελιού διάβασα στο αμυδρό φως: «Μανούλα που έκατσες να φας, για μέτρα τα παιδιά σου, που λείπει ο μικρότερος και καίγετ’ η καρδιά σου»! Με τάραξε. 
Εγώ ήμουν ο μικρότερος από τέσσερα αδέλφια… Ταίριαζε και με το ρυθμό ενός τραγουδιού: «Εγώ πουλάκι στεριανό, στο κύμα τι γυρεύω, η μάνα μου με καρτερεί και ‘γω χαροπαλεύω…». Σιγοτραγούδησα αμήχανα με κάποιο λυγμό. «Σκάσε», άκουσα μια φωνή απ’ έξω… 
Σώπασα…

Η νύχτα βγήκε άγρυπνα με κρύο, κλάψες και χωρίς κουβέρτες. 
Δεν ήξερα τι μας περίμενε το πρωί. 
Έτρεμα κατά το χάραμα γιατί είχα ακούσει ότι τέτοια ώρα γινόταν οι εκτελέσεις ανταρτών στον εμφύλιο. Το σπίτι μας ήταν στον Μπέη Μπαξέ απέναντι από τον τόπο εκτέλεσης, στα νεκροταφεία και μας χώριζε μόνο το ποτάμι των Αγ. Αναργύρων. 
Τα μεγαλύτερα αδέλφια μου άκουγαν τις κραυγές τους, «Ζήτω η Ελλάδα, ζήτω το κόμμα!», πριν την εκτέλεση και μου τα διηγούνταν. 

Μου είπαν ότι με απομόνωσαν για να μη… καθοδηγήσω εξέγερση των νέων κρατούμενων στην Εμπορική Σχολή επειδή ήμουν Γραμματέας στη ΔΝΛ! Το ίδιο έκαναν και στην ηγεσία της ΕΔΑ. 
Μεγάλη τιμή σκέφτομαι σήμερα εκ του ασφαλούς. Τότε όμως δεν ήξερα τι σήμαινε για το αύριο αυτό.

Κλεισμένος στο υπόγειο κελί άγνωστο για πόσο χωρίς να μαθαίνω τίποτα. Άρχισα να πιστεύω ότι κάτι καλό θα προκύψει. Ίσως να μας απολύσουν, σκεφτόμουν, για να κάνουμε Πάσχα σπίτι μας. Όνειρα κρατουμένου που δεν ήξερε ότι θα ξανάβλεπε το σπίτι του μετά από τρία και πλέον χρόνια.

Στου Τσανάκα.

Ξαφνικά με αρπάζουν απότομα από το κελί και με μεταφέρουν σε ένα κτήριο στα «Αλλαντοποιεία Τσανάκα» που το μετέτρεψαν σε πρόχειρες φυλακές. 
Η μυρωδιά του καπνού παντού γιατί στο μεταξύ το είχαν κάνει καπναποθήκη. 
Με κάποιους Τσανακαίους ήμασταν συμμαθητές και φίλοι από μικρά και ήξερα περίπου το μέρος. Έβαλαν και βρύση στην αυλή να πλυθούμε μετά από μέρες απλυσιάς. Τη βρύση την εγκαθιστούσε από αβλεψία των ασφαλιτών ένας μικρός «Λαμπράκης», «Γκρι» τον φωνάζαμε, ήταν από το Κατακουνόζι και δουλεύαμε μαζί στις οικοδομές. 
Έγινε δυνατό έτσι να στείλουμε μερικά μηνύματα στους δικούς μας. «Είμαστε καλά» έλεγαν όλα σαν να λέγαμε «ζούμε» και αυτό αρκεί. 

Μέχρι το βράδυ η «φυλακή» γέμισε. 
Ήταν Μ. Εβδομάδα και τα Πάθη επαναλαμβάνονταν σε νέα φασιστική έκδοση της… «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών»! 
Καμιά διακοσάρια κρατούμενοι από Σέρρες και πέριξ με άγνωστο το αύριο. 
Δε «χαρήκαμε» τη νέα φυλακή μας. Την άλλη μέρα το απόγευμα, Μ. Τετάρτη, φωνάζουν να ετοιμάσουμε τα πράγματα, τις κουβέρτες δηλαδή. 
Πανικός, μυστικές τρομακτικές κουβέντες για το τι θα μας κάνουν τη νύχτα. Οι ψύχραιμοι μας καθησύχαζαν. Η αγωνία όμως δεν καταλαγιάζει με λόγια. 
Όλοι αμίλητοι και σκυφτοί συλλογιζόμαστε την επόμενη στιγμή. 

Ακούμε να φωνάζουν άγρια να βγούμε έξω. Στη γραμμή για αστυνομικό προσκλητήριο. 
Κάναμε και εμείς το αγωνιστικό μας προσκλητήριο «Δεν έλειπε κανείς, μας συνέλαβαν όλους»!
 Ο επικεφαλής αξιωματικός φωνάζει: «αφήστε κουβέρτες και βγάλτε ζώνες, ρολόγια, κορδόνια, λεφτά, κλειδιά, ξυραφάκια και ότι αιχμηρό έχετε». 
Μου ήρθαν στο νου παλιές τρομακτικές διηγήσεις. Τους 200 της Καισαριανής πριν τους εκτελέσουν τους αφαίρεσαν όλα τα πράγματα. 
Το ίδιο και στον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του. Μας έζωσαν τα φίδια. Τι σκοπεύουν να μας κάνουν; 

Άρχισε να βραδιάζει.. 
Μας έκαναν εξονυχιστικό σωματικό έλεγχο και μας έδεσαν πολύ σφιχτά μέχρι αφόρητου πόνου με σχοινιά και αλυσίδες χιαστί δυο – δυο αριστερό με δεξί χέρι. Μας στοίβαξαν σαν σαρδέλες σε κάτι παλιά στρατιωτικά φορτηγά GMC από αυτά που ξέραμε όλοι ότι συνεχώς χαλούσαν αλλά για τις ανάγκες της δικτατορίας δεν χάλασε κανένα. 
Χαλασμός από στρατιωτικά και αστυνομικά οχήματα και μοτοσικλέτες. 
Εκατοντάδες στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη, χωροφύλακες με πράσινες μακριές χλαίνες και πιστόλια, οπλοπολυβόλα στημένα σε κάθε γωνιά. 

Ξεκινήσαμε. 
Δυο χωροφύλακες φύλαγαν στις άκρες της καρότσας και χωρίζονταν από μας με παραπέτο μουσαμά. Από τα σχισίματα των καλυμμάτων βλέπαμε αμυδρά που πηγαίναμε. Προς Καβάλα… Ο δρόμος στις άκρες είχε σε τακτές αποστάσεις φρουρούς ΜΑΥδες οπλισμένους επ’ ώμου, αγροφύλακες και στρατιώτες..

Ποιος τη ζωή μου κυνηγά…

Ποιος τη ζωή μου, ποιος τη κυνηγά
να τη ξεμοναχιάσει μεσ’ τη νύχτα,
ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μεσ’ τα δίχτυα…

Για κάποιον μεσ’ τη νύχτα είναι αργά….
Από «Τα τραγούδια του αγώνα»
Του Μίκη Θεοδωράκη
Στοίχοι: Μάνου Ελευθερίου

Μετά από ώρες βασανιστικής πορείας σε αργή κίνηση σταματάνε όλα τα οχήματα σε ένα γήπεδο κάπου ψηλά, κοντά στο Παγγαίο. 
Τα φορτηγά των κρατουμένων δίπλα- δίπλα. Οι προβολείς των άλλων αυτοκίνητων φώτιζαν τα πάντα. Ήταν σε κύκλο γύρω μας. 
Οπλοπολυβόλα στημένα παντού με περασμένες τις δεσμίδες έτοιμες, χύμα κάτω. Σταδιακά επικράτησε απόλυτη ησυχία.
 Μόνο οι φωνές των αξιωματικών ακούγονταν με αντίλαλο να δίνουν με μανία διαταγές δεξιά και αριστερά για να παραταχθούν οι στρατιώτες και οι ΜΑΥδες. 
Τραγική σιωπή και από τους κρατούμενους στα GMC. Κάποιος μουρμούρισε ότι τον Μπελογιάννη τον εκτέλεσαν με το φως των προβολέων των αυτοκινήτων.

«Αααχ μανούλα μου, εδώ θα μας σκοτώσουν»

Ξαφνικά η Κατερίνα (που «έφυγε» μετά από χρόνια σιωπηλά χωρίς ποτέ να συνέλθει από το σοκ) βγάζει μια σπαρακτική κραυγή αλλοφροσύνης που ακούστηκε πέρα ως πέρα και στα άλλα φορτηγά: «Αααχ μανούλα μου, εδώ θα μας σκοτώσουν!». 
Έπεσε ανατριχίλα. 
Οι χωροφύλακες που μας φρουρούσαν κέρωσαν. 
«Θα μας εκτελέσουν;» τους ρώτησε κάποιος. 
Έχασαν τα λόγια τους. «Όχι, όχι» ψέλλισε ο ένας χωρίς καν να το πιστεύει γιατί έβλεπε καθαρά τα στημένα πολυβόλα.
 Κάθε άλλο παρά περίμενε να δει κάτι τέτοιο. Ο φόβος άρχισε να τους ζώνει και αυτούς. 
Κρατούμενοι και χωροφύλακες, παρά τις διαφορετικές θέσεις, στην ίδια αγωνία για την επόμενη στιγμή. Κάποιες φωνές απελπισίας ακουστήκαν από δίπλα και από άλλα φορτηγά. 

Ο διπλανός μου, ένας άτυχος οπωροπώλης, άρχισε να κλαίει και να μιλάει για τα παιδιά του. 
Αντέδρασα ενστικτωδώς. 
Ξύπνησα από έναν φοβικό λήθαργο και ορθώθηκα. Του τράβηξα βίαια το χέρι με το οποίο ήμασταν αλυσοδεμένοι. «Σκάσε, δεν πρόκειται να μας εκτελέσουν» φώναξα δυνατά να με ακούσουν όλοι. «Τίποτα δεν θα μας κάνουν, θα δείτε. Και μη κλαις, τι είσαι ‘συ;» 
Του ξανατραβάω βίαια το χέρι. Όλοι με κοίταζαν σαν χαμένοι. «Πως μιλάει έτσι αυτό το μικρό;» συλλογίζονταν. 
Ούτε εγώ ήξερα που βρήκα το θάρρος, αν και δεν μου φαίνεται για θάρρος αλλά για το θράσος της άγνοιας μπροστά στο φόβο. 
Ήθελαν όλοι να με πιστέψουν αλλά δεν μπορούσαν γιατί δεν ήξεραν τι θα γίνει ούτε στο επόμενο λεπτό. 

Από κάπου σαν ν’ άκουσα τη φωνή της Ευθυμίας της Σπέντζαινας από το Τσομπλέκ Ντερέ να λέει να ησυχάσουμε. 
Έγινε απόλυτη σιωπή για κάποιες ώρες, κοντά έναν αιώνα δηλαδή. Περίμενα με κρυφή αγωνία. Δεν καταλάβαινα και πολύ την κρισιμότητα των στιγμών και έκανα το παλικάρι. 
Ούτε κατάλαβα ότι το να μας εκτελέσουν σε τέτοιες στιγμές δεν ήταν και τίποτα (στην Ινδονησία η εγκληματική, αμερικανόπνευστη δικτατορία του Σουχάρτο εκτέλεσε το ΄65-΄67 χωρίς αιτία 750.000 (!!!) αντιπάλους της, κομμουνιστές και άλλους 250.000 οπαδούς και δημοκράτες,ενώ μετά, το 1973, στη Χιλιάνικη δικτατορία του Πινοσέτ οι κρατούμενοι ήταν άτυχοι, τους εκτέλεσαν όλους, 30.000 ανθρώπους!). Μάλλον να επιβιώσω ήθελα και έπαιρνα την επιθυμία για πραγματικότητα φωνάζοντας. 
Μετά κάποιοι είπαν ότι αυτό ήταν «σπουδαίο» γιατί έδινε θάρρος στους άλλους. 
Εγώ ούτε στον εαυτό μου δεν μπορούσα να δώσω θάρρος, ούτε κατάλαβα πως το έκανα, ούτε το σχεδίασα. 
Δεν έμοιαζε με ηρωισμό αλλά με νεανική αποκοτιά και αγωνία που αντάλλασσε τη ζωή με μια στιγμιαία ψευδαίσθηση. Η μάχη της επιβίωσης ενίοτε γίνεται ηρωισμός. 

Περιμέναμε, περιμέναμε με αγωνία να ακούσουμε κάθε στιγμή, κάθε λεπτό μια φοβερή διαταγή: 
«όλοι κάτω»! 
Να ακούσουμε τη φωνή: «παραταχθείτε». Να ακούσουμε: «πυρ»! 
Η φαντασία μάτωνε το νου κι’ ο φόβος το κορμί μας. Και πάλι όμως σιωπή από μας και τους φρουρούς μας, δε γινόταν τίποτα. Κάποια τριζόνια και νυχτοπούλια ξεθάρρεψαν και άρχισαν να ακούγονται ξανά. 
Μια ανεμική ελπίδα άρχισε να παρενοχλεί με αναίδεια τις μαύρες σκέψεις μας.

Έναν αιώνα μετά και ενώ οι ζωές μας έκαναν τον κύκλο του ουρανού εκατό φορές και τα πολυβόλα ήταν έτοιμα να ξεσκίσουν την απόλυτη σιωπή μας, ακούγεται μια δυνατή φωνή: «ξεκινάμε, όλοι στις θέσεις σας». 
Πανικός χαράς! Ανακούφιση. Το κλίμα αποφορτίστηκε απότομα. Ο Μιχάλης ο σουβλάκιας είπε κάτι και ακούστηκαν χαμηλόφωνα γέλια. Κάποιοι άρχισαν να γελούν νευρικά. Ο μπάρμπα - Μίκηκης ο καφεκόπτης μας έταξε το καλύτερο χαρμάνι καφέ. Άλλοι κοίταζαν εμένα με ευγνωμοσύνη για ό,τι είπα, σαν και να καθόρισα εγώ την εξέλιξη! 
Έσκυψα το κεφάλι. «Γλιτώσαμε μια εκτέλεση» είπα μέσα μου χωρίς να ξέρω το πώς και γιατί. 
Ακούγαμε με αγαλλίαση όλα τα οχήματα να ξαναβάζουν μπρος και να κινούνται σε θέσεις πορείας. Είχαμε επιβιώσει! 

Στο μεταξύ η φάλαγγα ενώθηκε με άλλα φορτηγά που έφεραν κρατούμενους από άλλες περιοχές, Βισαλτία και Φυλλίδα. Τριακόσιοι Σερραίοι σε μια τεράστια πομπή!

Μείναμε σιωπηλοί σε όλη τη διαδρομή μέχρι τη Νέα Πέραμο Καβάλας όπου μας φόρτωσαν στο Αρματαγωγό «Σάμος». 
Καθώς κατεβαίναμε ο Τσούτσιας στεκόταν παράμερα κάτωχρος, όπως παρατήρησαν πολλοί, επιτηρώντας τη μετεπιβίβαση. 
Με κοίταξε φευγαλέα, μάλλον με λύπη. Ίσως του έφευγε ένα βάρος, ίσως του έμενε ένα βάρος. Για μας όμως άρχιζε μια νέα οδύσσεια φόβου. 
Μέσα στο αρματαγωγό στοιβάζονταν εκατοντάδες άλλοι κρατούμενοι από Θεσσαλονίκη, Αν. Μακεδονία και άλλα μέρη. 
Κάποιοι χαιρετηθήκαμε με νεύματα. Μας έδωσαν ξηρά τροφή και μας απομόνωσαν, τους Σερραίους, στα πλαϊνά του πλοίου. Πόρτες και φινιστρίνια σφραγισμένα.

Η Γιούρα

Μέσα στο αρματαγωγό ξεθαρρέψαμε. Κάποιες αρχικές μνήμες φόβου από το «Χειμάρα» που πήρε στον πάτο της θάλασσας το 1947 δεκάδες πολιτικούς κρατουμένους ατόνησαν γρήγορα. 
Τα ανέκδοτα και οι ιστορίες έδιναν και έπαιρναν. Οι παλιοί έλεγαν για τις εξορίες και τις φυλακές. Έλεγαν και για ηρωισμούς και για τις «πλάκες» της εξορίας. 
Το ηθικό άρχισε να ανεβαίνει. 
Σαν να θεωρούσαμε όλοι ότι ήμασταν συνέχεια εκείνης της ηρωικής εποχής. 

Κάποιος κρατούμενος κατάφερε και γλίτωσε το ρολόι του από τους χωροφύλακες. Ήμασταν οι τυχεροί του κόσμου όταν είδαμε οτι είχε πάνω στο λουρί μια πυξίδα! 
Οι παλιοί άρχισαν τους υπολογισμούς του ταξιδιού. Με το θόρυβο των μηχανών μετρούσαν την ταχύτητα, με την ώρα τη διανυθείσα απόσταση και με την πυξίδα υπολόγιζαν την κατεύθυνση. 
Αποφασίσαμε ότι η μοίρα μας είχε προδιαγραφεί. Πάμε νότια, πάμε νησί. Πρώτα είπαν για Άϊ Στράτη. Τον περάσαμε σύμφωνα με τις ώρες πλεύσης. Μετά είπαν για Ικαρία. Δεν ταίριαζε με το «αζιμούθιο» που έβγαζαν. Κανένας δεν ήθελε να σκεφτεί τη Γιούρα («Γυάρος» καθαρευουσιάνικα), οι μνήμες ήταν φρικτές. 
Μετά άκουσαν τις μηχανές να μουγκρίζουν και το καράβι να κουνιέται. Όλοι είπαν με απογοήτευση ότι περνάμε το «Κάβο Ντόρο», άρα πάμε για Γιούρα με μια μικρή ελπίδα για άλλο νησί. 

Συμπληρώσαμε 24 ώρες μέσα στο αρματαγωγό. Αγωνία για το που είμαστε. 
Ξημέρωσε Μ. Παρασκευή. Ο Χριστός σταυρώνονταν στο Γολγοθά, εμείς στη Γιούρα! Άνυδρο, χωρίς βλάστηση και με βεβαρημένη ιστορία νησί. 
Πάνω τα βουνά ήταν μαύρα οι πλαγιές ήταν αναιμικά πράσινες, άνοιξη ήταν. 
Εκεί εξόριζαν οι ρωμαίοι και οι βυζαντινοί τους αντιπάλους τους για να πεθάνουν στα σίγουρα. Εκεί και οι «εθνικόφρονες» τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και τους αντιπάλους τους κατά τον εμφύλιο για να τους εξοντώσουν ηθικά και σωματικά.

Απογοήτευση και φόβος. 
Νομίσαμε ότι μας περίμεναν βασανιστές όπως παλιά το ’49 και ’50 με μπαμπού και αγκαθωτά σύρματα να μας βασανίσουν. Δεν έγινε τίποτα. 
Κάποιοι φοβισμένοι στρατιώτες είχαν παραταχθεί σε απόσταση με εφ’ όπλου λόγχη. Κατεβήκαμε στον 4ο όρμο. Οι καραβιές έφερναν χιλιάδες. Το παλιό στρατόπεδο ήταν καλυμμένο με αγριόχορτα, αγκαθωτές αφάνες και πικροδάφνες. 
Αρχίσαμε το καθάρισμα. Παλιά υπερυψωμένα τοιχάκια με διαδρόμους άρχισαν να εμφανίζονται, υπολείμματα από τις σκηνές των παλιών κρατουμένων.
 Κάποια φίδια έφυγαν φοβισμένα. 
Στις χιλιάδες ξανθών και μαύρων σκορπιών που στο μεταξύ είχαν ιδιοποιηθεί το χώρο έπεσε πανικός! Έτρεχαν να κρυφτούν κάτω από τις πέτρες. Σε κάθε μεγάλη πέτρα έβλεπες 2-3 σκορπιούς. Κάποιοι τους συλλάμβαναν και τους υπέβαλλαν σε γυμνάσια! Άλλοτε μας εκδικούνταν αυτοί με τσιμπήματα και τρέχαμε στο ανύπαρκτο ιατρείο. 

Στήσαμε αμέσως οργανωμένα μεγάλες σκηνές. Οι αξιωματικοί τρόμαξαν με την οργανωτικότητα αλλά δεν μπορούσαν να κουμαντάρουν 3-4.000 άτομα χωρίς την αυτοοργάνωσή τους. Η ζωή του πολιτικού κρατουμένου άρχισε. 
Ο δικός μας Γολγοθάς δεν τελείωνε τη Μ. Παρασκευή. Εκείνο το Πάσχα δεν ήταν Πάσχα.
 Δεν γιορτάσαμε καμία Ανάσταση. Αντίθετα, συλλογιζόμασταν και βιώναμε μια ατέλειωτη μαύρη νύχτα για μας και για το λαό που δεν ξέραμε το τέλος της.

Βρήκα στα χαλάσματα ένα σκουριασμένο χερούλι κουταλιού. Μεγάλη χαρά! 
Κάποιος το πήρε και ακονίζοντάς το στη πέτρα το έκανε κοπίδι-μαχαιράκι. Σκάλισε από πικροδάφνες τα πρώτα μας κουτάλια. 
Αργότερα σκάλισε και σκάκι!

Αρχές Μαΐου ήρθαν ο Πατακός με τον Τοτόμη για να μας πούνε ότι θα γίνουμε «τυμπανιαία και οδοδότα πτώματα» και να μας εξαγγείλουν τις απαγορεύσεις τους. 
Απαγορεύεται, απαγορεύεται, απαγορεύεται… το βιβλίο «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ» του Α. Νενεδάκη για τη Γιούρα που είχα προλάβει να διαβάσω, ξαναεκδιδόταν ως φάρσα από τη χούντα! 
Τους στείλαμε στο διάολο.

Να ζήσω ή να πεθάνω;

Λίγες μέρες μετά την άφιξή μας στη Γιούρα με φωνάζουν από τα μεγάφωνα, που στα κενά έπαιζαν παραδόξως Τζόαν Μπαέζ, να πάω στο «τμήμα ασφαλείας» του στρατοπέδου. Φώναξαν και άλλους νέους. 
Με περίμεναν σ’ ένα γραφείο μερικοί αγριεμένοι ασφαλίτες! 
Χωρίς περιστροφές μου είπαν ότι ήθελαν «να με σώσουν από τον… κομμουνισμό»! 
Με τράνταζαν, με απειλούσαν, με έσυραν και μου είπαν ότι ως εδώ ήταν η ζωή μου, ως «κομμούνι». Κάρφωσαν ένα πιστόλι στον κρόταφο και ένας αξιωματικός φώναξε: «Τώρα όλα τελειώνουν με ένα «ναι» ή ένα «όχι». Αν πεις «ναι» σημαίνει θα κάτσεις φρόνιμα και φεύγεις ζωντανός αμέσως, πας στο σπίτι σου, στις γκόμενες στα γλέντια και τέρμα όλα! Αν πεις «όχι» φεύγεις ένα πτώμα με μια σφαίρα! Λέγε ρε… ναι ή όχι; Λέγε ρεεε!» 

Έχασα το χρώμα μου. 
Η φωνή δεν έβγαινε. Νόμιζα ότι μετρούσα τις τελευταίες στιγμές της ζωής μου. 
Είπα, «τώρα δεν γλιτώνω»! 
Όπως το αίμα έφευγε από το κεφάλι όλη η ζωή μου, που δεν είχε προλάβει να 18κταρίσει, πέρασε σαν αστραπή από μπροστά μου. 

Μέσα μου ξέσπασε αστραπιαία μια μάχη.
Το σώμα έλεγε να ζήσω με οποιοδήποτε κόστος. Η ψυχή μου έλεγε τέτοια ζωή τι να τη κάνεις. 
Ο διχασμός στην απόλυτη μορφή του. Πάλη σκληρή σε δέκατα δευτερολέπτου… τώρα αποφασίζω, ζω ή πεθαίνω. 
Να προσκυνήσω να ζήσω… μα αν προσκυνήσω δε θα ζω... Όλα συμπιεσμένα σε κατάσταση τρόμου. Βρέθηκα σε απόγνωση τα δευτερόλεπτα περνούσαν, οι ασφαλίτες ούρλιαζαν. 
Εγώ είχα πάψει πια να τους ακούω. Άκουγα μόνο τις εσωτερικές φωνές μου. Καλύτερα νεκρός είπα στο τέλος μέσα μου… 

Κρύος ιδρώτας παντού, τα ρούχα βρεγμένα… Νόμισα πως «έφευγα»…

Ξαφνικά ξεστόμισα κομπιαστά ένα φρικτό, ξεψυχισμένο, άχρωμο και απελπισμένο 
«όχι»! 
Περίμενα να καταλάβω τα ελάχιστα χιλιοστά του χρόνου από το «μπαμ» μέχρι το απόλυτο μηδέν σαν εκρηκτική συμφωνία θανάτου. 
Δεν άκουσα τίποτα.
 Περίπου 100 χρόνια πέρασαν μέσα σ’ αυτές τις ελάχιστες στιγμές. Το αίμα έφυγε όλο από πάνω μου, χάθηκε. 
Κατάχλωμος ακούω ξανά τη φωνή: «μα, τι μ…κας είναι αυτός ρε! Προτιμά να πεθάνει!» Απομακρύνεται κλωτσάει μια καρέκλα και μετά εμένα. Αρχίζει τις φωνές, το κήρυγμα, τις απειλές κουνώντας το πιστόλι. Μετά αποφορτίζεται. 
«Τη γλιτώνεις για την ώρα, δε γουστάρω να σε σκοτώσω εδώ ρε αλλά θα σε στείλω στρατοδικείο, και εκεί αν δεν «ανανήψεις» θα σε καταδικάσουν σε θάνατο»! 
Γλίτωσα και η ζωή ξαναήρθε. Άκουγα κανονικά, έβλεπα κανονικά!

Αυτό το «ανανήψεις» το ήξερα από διηγήσεις των παλιών αριστερών και από τα βιβλία της Γιούρας και της Μακρονήσου που είχα διαβάσει στους Λαμπράκηδες. 
Σήμαινε ότι μπορεί να σε τυφλώσουν στα βασανιστήρια αλλά εσύ, αφού «ανανήψεις» και τους προσκυνήσεις μπορείς να δηλώσεις «περήφανος»: «Τώρα είδα το φως μου»!

Με σπρώχνουν έξω από το γραφείο και τρεκλίζω έτοιμος να πέσω. 
Μετά βίας κρατιέμαι και με λυγμούς έφτασα στη σκηνή μας. Ήμουν απαρηγόρητος για ώρες. Νόμισα ότι πέθανα και ξαναζώ. 
Οι μεγαλύτεροι σύντροφοι με πήραν από κοντά γι’ αυτό που λέμε σήμερα ψυχολογική στήριξη. «Τι έπαθ’ του Στιργιούδ κι κλαίει;» ρώτησε περιπαικτικά ο Παπαθανάσης με εκείνη την ιδιόμορφη νιγριτινιά προφορά. 
Ο Μπάμπης ο Σαραντίδης σε άλλο μοτίβο γελώντας τρανταχτά φώναξε: «τώρα έγινες παλικάρι»! Ο μπάρμπα Λατινόπουλος κουνούσε το χέρι με ηρεμία σαν να έλεγε «ησύχασε, δεν είναι τίποτα». Ήταν μάστοροι στη ψυχολογία. 
Άρχισαν να το διακωμωδούν για να το πάρω αψήφιστα. Είπαν, σιγά το πράμα, ότι αυτό θα συμβεί και άλλες φορές και να μη δίνω σημασία. Με προετοίμαζαν και για χειρότερα, κάνοντας πως δεν είναι τίποτα. 
Ήξεραν πως έλεγαν και ψέματα αλλά ως μικρός χρειαζόμουν το ψέμα εκείνη τη στιγμή, ήταν βάλσαμο. 

Η πιο γλυκιά «εκτέλεση»

Μας μετέφεραν στον 5ο όρμο της Γιούρας κολλητά με τις φυλακές. 
Έξι Σερραίοι βρεθήκαμε σε μια μικρή σκηνή. Ήταν καταθλιπτική η πίεση του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Μια νύχτα ο Σίμος από την Αγια Σοφιά δεν άντεξε και παθαίνει επιληπτικό σοκ. 
Δεν ξέραμε από αυτά και φοβηθήκαμε. Τον ακινητοποιήσαμε μην πέσει από το ράντζο.
 Ο «μπάρμπας» της σκηνής, ο μπάρμπα – Μανώλης ο Μπαλτζής, γυρολόγος ζαρζαβατσής στις Σέρρες με πείρα και χρόνια σε φυλακές και εξορίες, μου λέει, σαν πιο μικρός εγώ να τον πάρω και σιγά - σιγά να τον σύρω στο γιατρό (κρατούμενος κι’ αυτός) στα κτήρια της φυλακής. 

Στη φωτο-σκίτσο, το στήσιμο της σκηνής Η-20 του 5ου όρμου. Ο Σάκης, Βασίλης, ο Στέργιος. Του Γ. Φαρσακίδη.

Ξεκινήσαμε, ο Σίμος, που δεν θυμόταν τίποτα, σέρνοντας τα πόδια του, και ΄γω. 
Έξω σκοτάδι πήχτρα, δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Φως κανένα, απαγορευόταν. 
Μόλις που διέκρινα το μονοπάτι στη πλαγιά με την απότομη κλίση. 

Όταν φτάσαμε στο σύρμα που χώριζε τη φυλακή από τις σκηνές ενώ δεν έβλεπα ούτε τρία μέτρα ακούω μέσα στο σκοτάδι μια άγρια φωνή:
 «Αλτ τις ει;!». 
Ήταν ο σκοπός του περάσματος. 
Χάνω τα λόγια μου. Ξανά η ίδια φωνή το ίδιο ερώτημα. 
Αρχίζω να εξηγώ ότι έχω έναν βαριά άρρωστο και πρέπει να πάω στο γιατρό. Ξανά το βιολί του αυτός ζητάει και το «σύνθημα» γιατί αλλιώς θα πυροβολήσει! Ξανά εγώ του εξηγώ τα ίδια. Γίνεται παύση.
 «Γύρνα πίσω, μου λέει, απαγορεύεται». Του λέω ότι δε μπορώ και ότι πρέπει να πάω στο γιατρό. «Απαγορεύεται θα πυροβολήσω» μου λέει. Γίνεται ξανά παύση.
Στο σκοτάδι διακρίνω μόνο το περίγραμμα της σκοπιάς που ήταν ψηλά. 
Μια παράξενη και τρομερή σιωπή δευτερολέπτων που δεν ταίριαζε στο σκηνικό έπεσε. 
Ο Σίμος έγειρε πάνω μου και ρωτούσε τραυλίζοντας που βρισκόμαστε. 
Ήθελα να κάνω πίσω αλλά φοβόμουν κάθε κίνηση μη με πυροβολήσει ο σκοπός. Τότε ακούω το σκοπό να λέει χαμηλόφωνα: «Ρε Πανίτσα εσύ είσαι;» Αποσβολώθηκα. Με ήξερε με το άλλο, το σλαβικό όνομα που λίγοι ήξεραν. 
«Ναι εγώ είμαι, αλλά εσύ ποιος είσαι;» ψέλλισα. «Έλα ρε, ο Ζωίδης είμαι»! 
Ήταν ο Γιώργης ο Ζωίδης, παιδικός φίλος από το Κατακουνόζι που δουλεύαμε μαζί στις οικοδομές, αυτός μπογιατζής και εγώ πλακάς. 
Ανάβαμε και φωτιές το χειμώνα στα γιαπιά να ζεσταθούμε πριν τη δουλειά, πίναμε και κανένα κονιάκ που έφερναν τα αφεντικά όταν η θερμοκρασία έπεφτε στο μηδέν. 
Παίζαμε και μπάλα με φίλους, συμμαθητές, αδέλφια, ξαδέλφια στην αλάνα του Συνοικισμού πίσω από «Τ’ Αηδόνια».

Αυτή την αναπάντεχη συνάντηση δεν τη περίμενα. Δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω. 
Με έβγαλε από το αδιέξοδο σε χρόνο μηδέν ο Ζωίδης. «Έλα, εσύ πέρνα σιγά – σιγά και πήγαινε στο γιατρό και εμένα άσε με να φωνάζω. Έτσι πρέπει». 
Καθώς ξεκίνησα και πάλι ακούω τη δυνατή φωνή του: «Δεν θα περάσεις κομμούνι… εδώ θα γίνει ο τάφος σου…» 
Ώσπου να τα πει αυτά για να τον ακούει ο άλλος φρουρός από απέναντι, εγώ πέρασα στις φυλακές και πήγαμε στο γιατρό που αγουροξυπνημένος προσπαθούσε να δώσει συμβουλές. 
Μου λέει: «Δεν υπάρχει φάρμακο πάτε πίσω, αύριο θα είναι καλά. Να προσέχετε, να μην εκτίθεται σε κινδύνους, η επιληψία είναι ύπουλη πάθηση». 

Αναρωτιόμουν πως θα είναι ο γυρισμός. Όμως δε διέφερε από πριν. Ίδιες φωνές, ίδιες «βρισιές», ίδιο σκηνικό. Μόνο που εγώ ήξερα ότι τώρα όλα ήταν ένα θέατρο για να περάσω! 
Όταν έφτασα κοντά στις σκοπιές ανάμεσα στις απειλές ο Ζωίδης με ρώτησε πως είμαι και αν θέλω κάτι να μου φέρει. «Όχι, ευχαριστώ, δεν θα ξεχάσω αυτό που έκανες για μας. Μα πως βρέθηκες εδώ;» τον ρώτησα. Μου λέει: «Σκάσε μη μας ακούσουν και μας καρφώσουν». Άρχισε πάλι τις φωνές και τις… «εκτελέσεις» μου! 
Μετά λέει πάλι χαμηλόφωνα: «Εγώ στρατιώτης πήγα αλλά με ντύσανε χωροφύλακα και μ’ έφεραν εδώ. Δεν είμαι χωροφύλακας. Τι να πω στη μάνα σου που λιώνει;» 
Του απαντώ: «Να της πεις ότι είμαι καλά, είμαι καλά, είμαι καλά! Αυτό αρκεί».

Απομακρύνθηκα χωρίς άλλα λόγια ενώ αυτός έκανε το «καθήκον» του φωνάζοντας και απειλώντας. Δεν τον ξαναείδα άλλη φορά από κοντά μέχρι που τον απόσπασαν, λίγο καιρό μετά. 
Τον ξαναβρήκα δέκα χρόνια μετά στη Θεσσαλονίκη σε μια μεγάλη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς να διαδηλώνει πρωτοπόρος μαζί με τους εργάτες της ΚΗΜ. 
Πολλά χρόνια αργότερα τον ξαναβρίσκω τυχαία στους δρόμους της Αθήνας στη πρώτη γραμμή, μαζί με τους απολυμένους πλέον εργάτες της ΚΗΜ να διαδηλώνει για δουλειά και ψωμί μετά από μια απίστευτη ομαδική πορεία 500 χιλιομέτρων! 
Πορευτήκαμε μαζί από τη Βουλή προς την αμερικανική πρεσβεία. Μετά η πορεία συνέχισε για το σπίτι του πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου στο Καστρί! 
Η δικιά του «εκτέλεση» πάντως, η εκτέλεση ενός φίλου που μέσα σε σκοτάδι πήχτρα θυμήθηκε το φίλο από τη φωνή και έθεσε σε κίνδυνο τον εαυτό του παραβαίνοντας διαταγές σε καιρό δικτατορίας, 
ήταν η πιο γλυκιά «εκτέλεση» 
που μου έκαναν ποτέ. 

Αυτά τα σκηνικά με διαφορετικές μορφές επαναλήφθηκαν και άλλες φορές στις φυλακές, στα κρατητήρια, στην παρανομία, μέχρι το τέλος της δικτατορίας… Συνέβησαν και σε εκατοντάδες άλλους κρατούμενους της χούντας. Όλα είχαν τη γεύση του φόβου και του κινδύνου. Ποτέ δεν ήξερες τι θα γίνει η ζωή σου. 

Και όταν ο γιος μου, μου είπε ότι αυτά ήταν «ηρωισμός» παραξενεύτηκα γιατί για μένα ήταν μια μάχη επιβίωσης γεμάτη φόβο και τρόμο. 
Του λέω: «Κανείς δε γεννιέται ήρωας. 
Κανείς δε σχεδιάζει ηρωισμούς. Να επιβιώσει σαν άνθρωπος με αξιοπρέπεια θέλει. Και για την επιβίωση είναι ικανός για όλα! Ίσως αυτό να εννοείς». 
Μάλλον αυτό εννοούσε…

41 χρόνια μετά, Απρίλιος 2008

Σ.Β.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» των Σερρών από 18 ως 23 Απριλίου 2008

Το ,,Μέλλον...Αντιστέκεται!!! Διαδώστε το:

Δείτε την εξαιρετική Ταινία των μαθητών
της κινηματογραφικής ομάδας του 2ου Γυμνάσιου Χανίων:


20 Απριλίου, 2017

Το της εργατικής τάξης «νόμιμον»

από:

«Προσέταττε γαρ ο νόμος τους υπέρ εξήκοντα έτη γεγονότας κωνειάζεσθαι και του διαρκείν τοις άλλοις την τροφήν».
Κι επί το νεοελληνικότερον: «Να παίρνουν κώνειο όσοι ξεπερνούν τα εξήντα χρόνια της ζωής τους και να πεθαίνουν, ώστε να επαρκεί η τροφή για τους υπόλοιπους».
Αυτό ήταν το «Κείων νόμιμον». Στην αρχαία Κέα με αιτία την πολιορκία από τους Αθηναίους.
Σήμερα με εξαφανίζει η αστική τάξη. Είμαι των πεντακοσίων ευρώ. Ακόμη χειρότερα, είμαι άνεργος. Είτε έτσι - είτε αλλιώς είμαι ξοφλημένος. Γύρω μου ανασφάλεια, φτώχεια, δυστυχία. Ξεθεμελιώνουν τα πάντα. Εργατικά δικαιώματα, συνταξιοδοτικά, περίθαλψη, υγεία, παιδεία, πολιτισμό.
Αυτή είναι η πραγματικότητα, σε πείσμα της απύθμενης ανικανότητας να την αντιληφθούμε. 
Κι όσο θα αδυνατούμε, θα βγαίνει κάθε Ξαφαδούλα, κάθε Καμμένο φασιστοειδές και σάπιο Βερυκιοειδές (να ‘ταν οι μόνοι) να τυμβωρυχεί πάνω μας.
Σε τέτοιες στιγμές, που κι η αυτοδικία ακόμη εμπλουτίζεται σε περιεχόμενο, που πρέπει να επιβληθεί το της εργατικής τάξης «νόμιμον», χαζεύουμε απαθείς τους δημίους μας και τα φερέφωνά τους, ως η αγελάδα τα τρένα που περνούν.
Αλλά τι ανάγκη έχουμε; Μπορούμε να… ταξιδεύουμε και να λέμε τη… γνώμη μας.

ο Καστρινός ΑΝΤΙ-ΚΑΣΤΡΙΝΑ





Καστρινος καστρινος:
πριν 10 ώρες

ΑΝΤΙ- ΚΑΣΤΡΙΝΑ.
Μπορεί να βλέπω πράματα, πολλά και όσα θέλω,
μπορεί να γίνω ζήτημα, και που φορώ καπέλο.

Μπορεί στην παρουσία μου, το σάλιο να κολάει, 
μηδενικό, ένα τίποτα, και να κρυφογελάει.

Όμως, κατά τη διάθεση, μπορεί να γίνει ποιήμα,
με μιά ροή αφάνταστη, και ποταμό τη ρίμα.

Να παρασύρει βούλουκα, κ΄ένα αδειανό κεφάλι,
που στη μιλιά αργό ρυθμό, αδύνατον να βάλει.

Να τραγουδιέται, να γελάς, μόνο με μιά κιθάρα,
να μείνει σ΄αλησμόνητους, στίχους η σαχλαμάρα.

Να καθαρίσει την κρυφή, τη ζήλια του χειμώνα,
να δείξει μία ξάστερη, πραγματική εικόνα.

Αυτή που είναι εν ζωή, και που καλά την κρύβει,
που η αμαρτία η μόνιμη, ανάλογα ανταμοίβη.

Χρειάζεται ο καθένας μας, τη θέση του να ξέρει,
όσο και το επίπεδο, που έχει και προσφέρει.

Θέλει αγώνα ατέλειωτο, ν΄ανέβεις σκαλοπάτια,
μυαλό και καθοδήγηση, να βρείς τα μονοπάτια.

Θέλει προφίλ του έντιμου, και μετριοφροσύνη,
τη γνώμη απ΄τον καθένανε, να πέρνεις που σε κρίνει.

Να σέβεσαι τσου γύρο σου, ν΄απαρνηθείς το ψέμα,
να ψάξεις για συνείδηση, στα μούτρα σου το αίμα.

Μπορεί να βλέπω πράματα, μα μή με βγάλτε μάντη,
βγάλτε με αδιόρθωτο, κι΄αν θέρτε συκοφάντη.

Όμως διαθέτω λογική, κι΄έχω σκληρή την πένα,
όπως και το ελεύθερο, να πει κάποιος για μένα.

Ένα ρητό μάθε να λες, κι΄εσύ που αιωρείσαι,
το δείξε μου το φίλο σου, για να σου πώ ποιός είσαι.!!!

18 Απριλίου, 2017

Πιστεύεις;; Μάθε για την Θρησκεία Σου:


Τώρα που φάγαμε το αρνί και τα «πάθη» έχουν καταλαγιάσει, ας μάθουμε πως δημιουργήθηκαν οι θρησκείες.

Οι άνθρωποι δημιουργούν τις θρησκείες

Από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποίησε την ύπαρξή του
 (παλαιολιθική εποχή), 
αισθάνθηκε απροστάτευτος από τα στοιχεία της φύσης. Σεισμοί να κάνουν τη γη να τρέμει, ηφαίστεια να ξερνάνε φωτιά και θάνατο, αστραπές να σχίζουν τον ουρανό, κεραυνοί να τον τρομοκρατούν, άγρια ζώα να τον κυνηγάνε, θύελλες, ξηρασίες, καύσωνες, πλημύρες να του κάνουν τη ζωή δύσκολη. 
Και η αρρώστια; 
Τι στο καλό είναι αυτό που τον κάνει να πονάει και να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια του; 
Έχεις βρεθεί νύχτα και μόνος σε ένα δάσος; 
Τότε θα έχεις νοιώσει τον φόβο που προκαλεί ακόμα και ένα απλό θρόισμα των φύλλων. 
Φαντάσου λοιπόν πόσο φοβισμένοι και τρομοκρατημένοι ήσαν εκείνοι οι πρώτοι άνθρωποι, που έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα στοιχεία της φύσης χωρίς τις γνώσεις και τα μέσα που έχουμε εμείς σήμερα.
 Άσε που βλέποντας τους γονείς τους, τους φίλους τους και άλλα αγαπημένα τους πρόσωπα να πεθαίνουν, συνειδητοποίησαν ότι και η δική τους ζωή κάποτε θα τελειώσει. 
Κι αυτό τους τρόμαζε ακόμα περισσότερο. 
Έβλεπαν κάποιον να χάνει τις αισθήσεις του και να λιποθυμάει και νόμιζαν ότι πέθανε. 
Στη συνέχεια, όταν αυτός συνερχόταν, θεωρούσαν ότι ξαναζωντάνεψε. Άραγε πώς συνέβαινε αυτό; Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να πεθαίνει και να ξαναζωντανεύει;
Εκείνο όμως που τους συγκλόνιζε περισσότερο, ήταν όταν στα όνειρά τους έβλεπαν αγαπημένα τους πρόσωπα, τα οποία είχαν πεθάνει, να έρχονται και να συζητάνε μαζί τους. 
Πώς μπορούσε ο νεκρός να τους μιλάει;
Αλλά και στον ξύπνιο τους, όταν η σκέψη τους ταξίδευε και έβλεπαν εικόνες με αντικείμενα, ζώα, ανθρώπους πεθαμένους και ζωντανούς, συνεχώς τους γεννιόταν το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά; 
Πώς μπορούν και βλέπουν πράγματα που δεν είναι μπροστά τους;

Η αμάθεια και η πλήρης άγνοια για την φύση, τους νόμους της και τον τρόπο λειτουργίας του σώματος και του εγκεφάλου, οδήγησε τους πρωτόγονους ανθρώπους να δώσουν τελείως παράλογες απαντήσεις στα ερωτήματα που τους ταλάνιζαν, οι οποίες όμως απαντήσεις εκείνη την εποχή φάνταζαν πολύ λογικές.

Όταν πονούσε το δόντι ή το κεφάλι θεωρούσαν ότι κάποιο κακό πνεύμα είχε μπει μέσα τους.
Όταν το ποτάμι κυλούσε ήρεμα και τους πρόσφερε νερό και ψάρια, υπέθεταν ότι το ποτάμι διέθετε ένα πνεύμα το οποίο είχε καλές διαθέσεις απέναντί τους. Όταν όμως,
 λόγω των βροχών, ο ποταμός αγρίευε και παράσερνε τα πάντα στο πέρασμά του, τότε, επειδή δεν ήσαν σε θέση να γνωρίζουν την αιτία αυτού του φαινομένου, σκεφτόντουσαν ότι το πνεύμα του ποταμού θύμωσε μαζί τους.
Όταν τα δέντρα κάρπιζαν, πίστευαν ότι το πνεύμα του δέντρου ήταν ευχαριστημένο μαζί τους και τους δώριζε τους καρπούς του, ενώ όταν δεν καρποφορούσε ή όταν έχανε τα φύλλα του, θεωρούσαν ότι το πνεύμα του δέντρου είχε θυμώσει μαζί τους. 
Το ίδιο συνέβαινε και με τα ζώα που σκότωναν στο κυνήγι. 
Δεν καταλάβαιναν ότι επειδή εργάστηκαν, επειδή κυνήγησαν, βρήκαν το φαί τους, αλλά πίστευαν ότι το πνεύμα του ζώου τους πρόσφερε το κρέας του.
Έτσι οι άνθρωποι, 
για να δώσουν απαντήσεις στα ερωτήματά τους, γέμισαν όλο τον κόσμο που τους περιέβαλλε με άυλες ψυχές και αόρατα πνεύματα. 
Το πνεύμα του ζαρκαδιού, του λαγού, της αρκούδας, του ποταμού, της πηγής, της βροχής, του ανέμου, του δάσους. 
Στη συνέχεια, με το πέρασμα του χρόνου, άρχισαν να παρακαλάνε αυτά τα πνεύματα να είναι φιλικά μαζί τους και στο τέλος δημιούργησαν ολόκληρες τελετές για να τα εξευμενίζουν.
 Σε τοιχογραφίες, που έχουν ηλικία 20, 30 και 40 χιλιάδων ετών, εμφανίζονται άνθρωποι σε ιεροτελεστίες πριν την έναρξη του κυνηγιού.

Όλα αυτά σήμερα μας φαίνονται ανοησίες, αλλά η άγνοια και η πνευματική σύγχυση των πρωτόγονων ανθρώπων τα δικαιολογεί απόλυτα.
Όσο περνούσαν τα χρόνια  και ερχόντουσαν οι νέες γενιές, τα ερωτήματα που τους προβλημάτιζαν όλο και πλήθαιναν. 
Πώς έγιναν τα βουνά, τα δάση, τα νερά; 
Από πού γεννήθηκε η γη, ο ουρανός, ο ήλιος, η σελήνη;
Πώς να απαντήσουν στα ερωτήματα αυτά αφού όχι μόνο δεν είχαν ιδέα για την κίνηση των τεκτονικών πλακών, τις πυρηνικές εκρήξεις και την κίνηση των ουράνιων σωμάτων, αλλά ούτε καν γνώριζαν ότι η γη ήταν μια κινούμενη σφαίρα; 
Προσπαθούσαν να δώσουν απαντήσεις στηριγμένοι στις απλές παρατηρήσεις των αισθήσεών τους, χωρίς να μπορούν να τις επεξεργαστούν σε βάθος. 
Για παράδειγμα αφού έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια ότι ο ήλιος ανατέλλει το πρωί και δύει το βράδυ, ήταν φυσικό και επόμενο να πιστεύουν ότι ο ήλιος κινείται στον ουρανό, χωρίς να μπορούν να φανταστούν ότι η γη ήταν αυτή που περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό της.
 Για τον ίδιο λόγο θεωρούσαν ότι η γη ήταν ένα επίπεδο πράγμα, με αρχή και τέλος, το οποίο σκεπαζόταν από έναν θόλο, τον ουρανό. Δηλαδή σαν μια πιατέλα όπου βάζουμε ένα κέικ και την σκεπάζουμε με ένα στρογγυλό γυάλινο σκέπασμα.
Έτσι έβαλαν άλλη μια φορά την φαντασία τους να δώσει τις λύσεις, λύσεις που σαν λογικά όντα, τις στήριξαν στις εμπειρίες που είχαν. 
Και οι εμπειρίες αυτές ήταν ότι οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φυτά δεν εμφανίζονται ξαφνικά από το τίποτα, αλλά γεννιούνται και φυτρώνουν από κάτι που προϋπάρχει. 
Φυσικό λοιπόν όλοι οι λαοί,
 σε όλα τα μήκη της γης, να φτιάξουν από έναν ανάλογο μύθο και μια δοξασία για την αρχή του κόσμου, ο οποίος μύθος προέκυπτε από την άγνοια που είχαν και περνούσε από γενιά σε γενιά και γινόταν αποδεκτός πέραν κάθε αμφιβολίας. 

Ειδικά οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι στην αρχή υπήρχε ένα σκοτεινό χάος από το οποίο  ξεπήδησε η Γαία (η γη) η οποία στη συνέχεια γέννησε τα βουνά, τη θάλασσα και τον ουρανό (Ουρανό), χωρίς μάλιστα να υπάρχει πατέρας.
Παρατηρείστε ότι στο μύθο αυτό υπάρχει το σημείο της γέννησης και όχι της δημιουργίας του κόσμου από κάποιο άυλο πνεύμα. 
Επίσης σημειώστε ότι ο μύθος αυτός κατασκευάζεται την εποχή της μητριαρχίας, με αποτέλεσμα η αρχή να αποδίδεται στην μάνα-γη. 
Η μη αναφορά σε κάποιο πατέρα δείχνει και την υποδεέστερη θέση που είχε ο άντρας σε εκείνες τις κοινωνίες. 
Η παρατήρηση για την «γέννηση» είναι πολύ σημαντική γιατί αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι για χιλιάδες χρόνια έζησαν χωρίς θρησκείες και θεούς. Αυτούς τους δημιούργησαν πολύ αργότερα, όταν εμφανίσθηκε η δουλοκτησία.
Όπως διδάσκει ο διαλεκτικός υλισμός, σε κάθε πλάνη συνυπάρχει και μια αλήθεια. 
Η επιστήμη έχει αποδείξει ότι η γη προήλθε από αστρική ύλη και αέριες μάζες που συγκεντρώθηκαν σε ένα χώρο, 
στη συνέχεια αυτά στερεοποιήθηκαν και κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες ξεπήδησε η ζωή. 
Έτσι και σε αυτό τον αρχαίο ελληνικό μύθο ενυπάρχει ένας πρωτόγονος υλισμός και μια αλήθεια, αφού σύμφωνα με αυτόν η γη (δηλαδή η ύλη) ξεπηδάει από το χάος και γεννάει τα πάντα.

Στην εποχή της άγριας κατάστασης και του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος οι άνθρωποι, αδύναμοι όπως είναι μπροστά στη φύση, αισθάνονται συνεχώς την ανάγκη να έχουν κάποιου είδους βοήθεια. Γι αυτό όλο και περισσότερο καταφεύγουν στην παράκληση των πνευμάτων και των προγόνων. Δημιουργούν ιεροτελεστίες  για να έχουν βροχή, για να βγάλουν τα δέντρα καρπούς, για να βρουν ζώα για κυνήγι, για να μην αρρωσταίνουν. 
Δεν έχουν όμως ακόμα δημιουργήσει τους θεούς. Φτιάχνουν τοτέμ με μορφές ζώων και τα λατρεύουν επειδή θεωρούν ότι είναι οι πρόγονοι της φυλής τους. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν λαοί που θεωρούν κάποια ζώα σαν ιερά (ελέφαντες, μοσχάρια, μαϊμούδες), επειδή ακριβώς στο μακρινό παρελθόν είχαν λατρευτεί σαν οι γεννήτορές τους!
Όλοι στην κοινότητα προσπαθούν να εξευμενίσουν τα πνεύματα για να είναι φιλικά και ευμενή μαζί τους. Κάποιοι μέσα στο γένος και την φυλή αρχίζουν να ξεχωρίζουν, επειδή τάχα έχουν καλύτερη «επικοινωνία» με τα πνεύματα και έτσι αποκτούν ένα ιδιαίτερο κύρος. 
Σταδιακά η κάθε φυλή αποκτά και τον δικό της «μάγο».
Με το πέρασμα των αιώνων η λατρεία επεκτείνεται στα ουράνια σώματα (στη σελήνη, τον ζωοδότη ήλιο κλπ) και σε μεγάλα ποτάμια τα οποία είναι απαραίτητα για τη ζωή (Νείλος, Γάγγης κλπ). 

Η είσοδος στην δουλοκτητική κοινωνία με την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και της γεωργίας φέρνει μεγάλες αλλαγές στην ποιότητα των δοξασιών.
 Τα τοτέμ παραμερίζονται. 
Η λατρεία των ουράνιων σωμάτων οδηγεί σταδιακά στην θεοποίηση του Ήλιου και της Σελήνης.
 Γενικά η λατρεία των πνευμάτων των ζώων και των προγόνων αντικαθίσταται από τη λατρεία κάποιων θεϊκών φυσικών δυνάμεων από τις οποίες πίστευαν ότι εξαρτιόταν οι δουλειές του νοικοκυριού τους (τα κοπάδια, οι καλλιέργειες κλπ).
 Οι άνθρωποι αρχίζουν να κάνουν προσφορές υλικών αγαθών και θυσίες στα πνεύματα και τους θεούς τους για να τα έχουν καλά μαζί τους.
 Είναι η εποχή όπου στις κοινωνίες των ανθρώπων έχει ξεκινήσει η ανταλλαγή των λίγων περισσευμάτων που αρχίζουν να έχουν και αυτό αντανακλάται και στο θέμα των δοξασιών. 
Πιστεύουν ότι τα άυλα και ανύπαρκτα πνεύματα θέλουν να ανταλλάσουν την ευμένειά τους με υλικά δώρα.
Σε κάποιο σημείο της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών, ο εμπλουτισμός των γνώσεων φτάνει σε τέτοιο επίπεδο που δεν δικαιολογεί πλέον την ύπαρξη πνευμάτων στις πέτρες, στα λουλούδια και στα απλά αντικείμενα. 
Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι λογικό να υπάρχουν πνεύματα σε όλα αυτά τα πράγματα και αρχίζουν να τα «σπρώχνουν» πιο μακριά. 
Δημιουργούν λοιπόν ένα σωρό θεότητες, θεούς και ημίθεους.
 Υπάρχουν ξεχωριστοί θεοί για την γεωργία, το κυνήγι, τους ανέμους, την θάλασσα, την άνοιξη, τον πόλεμο, την δικαιοσύνη. 
Οι άνθρωποι δημιουργούν καθ’ εικόνα και ομοίωση τους θεούς τους και τους δίνουν όλα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων. 
Οι θεοί παντρεύονται, ζηλεύουν, χαίρονται, οργίζονται, τιμωρούν, πίνουν, πολεμάνε. Ότι δηλαδή κάνουν και οι άνθρωποι.
 Επειδή όμως είναι και αόρατοι, τους βάζουν να μένουν πολύ μακριά, σε μέρη όπου δεν μπορούν να φτάσουν οι ίδιοι  π.χ. στην κορυφή του Ολύμπου ή στα έγκατα της γης. 
Πολύ αργότερα, όταν κατέκτησαν τις βουνοκορφές και οι στοές των ορυχείων τους έφθασαν βαθιά στη γη, 
οι ιερείς αναγκάστηκαν να «εξορίσουν» τους θεούς κάπου ψηλά στον ουρανό. 
Όταν δε οι πρώτοι πύραυλοι βγήκαν στο διάστημα, οι θεοί απωθήθηκαν ακόμα πιο μακριά, κάπου που να μην μπορούν να τους βρουν οι άνθρωποι, κάπου στα βάθη του σύμπαντος. 
Με την εξέλιξη της οικονομίας και της κοινωνίας από το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα στο δουλοκτητικό, εξελίσσονται οι μύθοι και δημιουργούνται νέες δοξασίες για την γέννηση του κόσμου. 
Οι Έλληνες παντρεύουν την Γαία με τον Ουρανό (άλλωστε και οι άνθρωποι έχουν πλέον προχωρήσει στον ζευγαρωτό και στον μονογαμικό γάμο). 
Από αυτόν τον γάμο γεννιούνται οι Γίγαντες, οι Τιτάνες και στη συνέχεια ο Δίας.
Ο καταμερισμός της εργασίας, που όπως είδαμε συμβαίνει εκείνη την εποχή, επιτρέπει μεταξύ άλλων να διαχωριστεί η χειρονακτική εργασία από την πνευματική. 
Με την απαρχή του δουλοκτητικού συστήματος και την αύξηση της παραγωγικότητας δίνεται η δυνατότητα σε μερικά άτομα να ασχοληθούν αποκλειστικά με πνευματικές «εργασίες». 
Οι πρώτοι που επωφελούνται από αυτό είναι οι «μάγοι» των φυλών, που αναλαμβάνουν αποκλειστικά τη «διαμεσολάβηση» με τον «άυλο κόσμο». 
Αυτοί εκμεταλλευόμενοι την ευπιστία και την «ανάγκη» των ανθρώπων για «επικοινωνία» με τα πνεύματα και τους θεούς, καλλιεργούν συνεχώς την υποχρέωση για θυσίες και προσφορές, οι οποίες βέβαια μένουν στα χέρια τους, στα χέρια των μάγων.
Ουσιαστικά οι μάγοι (δηλαδή οι πρόγονοι των μετέπειτα ιερέων) ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που άρχισαν να ζούνε σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας χωρίς να προσφέρουν όσο έπρεπε στην παραγωγή.
Τώρα όμως οι άνθρωποι
 δεν αρκούνται στη δοξασία ότι ο κόσμος γεννήθηκε από το χάος. 
Επηρεασμένοι από την ικανότητά τους να δημιουργούν, να παράγουν και να κατασκευάζουν την τροφή τους, τα όπλα τους, τα οικιακά τους σκεύη, τα ρούχα τους, θεωρούν λογικό να συμπεράνουν ότι και ο κόσμος θα πρέπει να έχει έναν κατασκευαστή, έναν δημιουργό. 
Έτσι οι άνθρωποι δημιουργούν τον δημιουργό του κόσμου, δημιουργούν τον θεό. 
Ο κάθε λαός φτιάχνει τους δικούς του θεούς-δημιουργούς  και μαζί με αυτούς εμφανίζονται και οι θρησκείες. 
Εκατοντάδες είναι οι γνωστοί σε εμάς θεοί. Είμαστε στην εποχή όπου οι κοινωνίες αφήνουν την μητριαρχία και περνάνε στην πατριαρχία.
 Έτσι όλοι οι θεοί προικίζονται με αρσενικά χαρακτηριστικά. Δίας, Ήλιος Ρα, Όσιρις, Βράχμα, Μίθρας, Ταμούζ, Άδωνις, Ούγκο, Ζαρατούστρα … 
Οι γυναίκες όμως, που δεν παραδίδουν έτσι εύκολα τα πρωτεία που είχαν μέσα στην οικογένεια, δίνουν σκληρή μάχη και δίπλα στους αρσενικούς θεούς βάζουν και τις δικές τους θεές. Ήρα, Νουτ, Ίσις, Σαρασβάτη,  Γεστινάννα, Ιλματάρ… 
Παράλληλα όμως οι «μάγοι» μετατρέπονται σε ιερείς και είναι οι επίσημοι διαμεσολαβητές των θεών. 
Στην ταξική δουλοκτητική κοινωνία, εκτός από τις τάξεις των δούλων και των δουλοκτητών, δημιουργείται και μια ιδιαίτερη κλειστή τάξη, η τάξη των ιερέων.
Όσο αναπτύσσεται το δουλοκτητικό σύστημα, τόσο η άρχουσα τάξη χρειάζεται να έχει σαν όργανο και σύμμαχο την θρησκεία για να κρατάει πειθαρχημένα τα εύπιστα πλήθη. 
Όλες οι θρησκείες, σε όλο τον κόσμο, διδάσκουν την υποταγή στην εξουσία, την ταπεινοφροσύνη και την δουλικότητα (δούλος του θεού).
 Όλες υπόσχονται ότι οι «κακοί» πλούσιοι θα τιμωρηθούν σε έναν άλλον φανταστικό κόσμο και έτσι επιτρέπουν στις εκμεταλλεύτριες τάξεις να διαπράττουν τα χειρότερα εγκλήματα στον πραγματικό κόσμο. 
Η πίστη σε θεούς και άρχοντες, οι οποίοι πολλές φορές εμφανίζονται σαν παιδιά των θεών ή ακόμα και σαν επίγειοι θεοί, αποτέλεσε 
(και συνεχίζει να αποτελεί) το ισχυρότερο όπλο για την καθυπόταξη των μαζών. 
Για το λόγο αυτό όλες οι άρχουσες τάξεις επέτρεψαν στους ιερείς να αποκτούν πλούτη και δύναμη (πολλές φορές τους δώριζαν ολόκληρες εκτάσεις). 
Η τάξη των ιερέων (παπάδων και καλογέρων) έγινε τόσο ισχυρή που πολλές φορές απαιτούσε μερίδιο στην εξουσία (όπως τα πατριαρχεία στο Βυζάντιο και το Βατικανό στη δύση). 
Από την άλλη μεριά οι ιερείς όλων των θρησκειών έκαναν τα πάντα για να διαιωνίζονται τα εκμεταλλευτικά συστήματα.
 Ευλογούσαν τα όπλα των στρατευμάτων, κήρυτταν στα πλήθη ότι οι θεοί και οι άγιοι είναι οι προστάτες τους στον πόλεμο. 
Οι εικόνες και οι προσευχές, από την αρχαιότητα μέχρι στις μέρες μας, οδηγούν τους πιστούς στις μάχες και στις σφαγές των απίστων. 
Μέχρι και ο Μπους επικαλέστηκε τον θεό, ο οποίος τάχα τον επισκέφτηκε στο όνειρό του και του είπε να βομβαρδίσει το Ιράκ.
Είναι χιλιάδες οι θεοί (και οι άγιοι) που λατρεύτηκαν στην ιστορία της ανθρωπότητας. Πολλοί από αυτούς «γεννήθηκαν» και «πέθαναν» χωρίς να προλάβουμε να τους γνωρίσουμε. 

Σε εμάς τους έλληνες οι πιο γνωστοί θεοί είναι αυτοί του Δωδεκάθεου με τον Δία, την Ήρα, την Αθηνά, τον Άρη, τον Ποσειδώνα  και πολλούς άλλους, μικρούς και μεγάλους, που γέννησε η μυθολογία μας. 
Αρκετοί όμως θεοί επιβιώσανε μέχρι τις μέρες μας, όπως ο θεός της Εβραϊκής μυθολογίας που εμφανίζεται στην παλαιά διαθήκη (Γιαχβέ ή Ιεχωβάς). Η θρησκεία όμως αυτή απαγόρευε να την ασπασθούν άλλοι λαοί εκτός των Εβραίων (ο παράδεισος που υποσχόταν ήταν αποκλειστικά για τον δικό τους λαό).  Έτσι μια από τις πολλές αιρέσεις της, 
ο Χριστιανισμός, που υποσχέθηκε τον παράδεισο σε όλους ανεξαρτήτως εθνικότητας, έμελλε να επικρατήσει και να χρησιμοποιηθεί από την Ρωμαϊκή και Βυζαντινή άρχουσα τάξη για να ελέγχουν τις λαϊκές μάζες. 
Στη συνέχεια μια άλλη αίρεση αυτών των θρησκειών, ο Μωαμεθανισμός-Ισλαμισμός (ισλάμ = υποταγή), που προσπάθησε να ανανεώσει την παλαιά και την καινή διαθήκη, χρησιμοποιήθηκε από τους Άραβες ηγέτες για να επεκτείνουν την κυριαρχία τους. 

Να σημειώσουμε ότι ο παράδεισος που υπόσχονται οι ισλαμιστές είναι πολύ πιο «πλούσιος» από των Εβραίων και των Χριστιανών, 
σε τέτοιο σημείο που τα θρησκόληπτα, φανατισμένα και αμόρφωτα πλήθη να μπορούν εύκολα να ζώνονται με εκρηκτικά και να τινάζονται στον αέρα για την ιερή πίστη τους. 
Ο Χριστιανισμός και ο Ιουδαϊσμός στηρίχθηκαν στην τρομοκράτηση των πιστών τους με την τρομερή κόλαση, ενώ ο ισλαμισμός αξιοποίησε την προσμονή του πλουσιότατου παραδείσου.
Άλλες μεγάλες θρησκείες με εκατομμύρια πιστούς, που ακόμα και σήμερα συνεχίζουν να πιστεύουν σε θεούς που γέννησαν οι άνθρωποι στην αρχαιότητα, είναι ο Βουδισμός, ο Βραχμανισμός-Ινδουισμός, ο Ταοϊσμός, ο Κομφουκιανισμός.
Όλες όμως ανεξαιρέτως οι θρησκείες έχουν πλήθος κοινών στοιχείων, αφού η κάθε νέα θρησκεία που εμφανιζόταν, χρησιμοποιούσε δοξασίες και τελετουργικά της προηγούμενης. 
Ειδικά στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, όπου οι λαοί ήταν εύκολο να έρθουν σε επαφή, οι θρησκευτικές δοξασίες μοιάζουν καταπληκτικά. 
Για παράδειγμα ο Χριστιανισμός, σαν συνέχεια του Ιουδαϊσμού, χρησιμοποίησε όλη την παλαιά διαθήκη των Εβραίων και τις γιορτές τους (π.χ. το Πάσχα των Χριστιανών είναι αντιγραφή του Εβραϊκού Πάσχα, το οποίο με τη σειρά του σχετίζεται με Ανοιξιάτικες γιορτές προηγούμενων δοξασιών της περιοχής, ενώ οι Μουσουλμάνοι σαν ανάλογη εορτή έχουν το Ραμαζάνι). 
Για να μπορέσει όμως ο Χριστιανισμός να επιβληθεί στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία χρησιμοποίησε σαν βάση το δωδεκάθεο των Ελλήνων. 
Ο Θεός πήρε την θέση του Δία, η Ήρα μετατράπηκε σε Παναγία, οι δώδεκα θεοί σε δώδεκα αποστόλους, το υπόλοιπο πλήθος των δευτερευόντων θεών και ημίθεων σε αγίους και οσίους. 
Ο κάτω κόσμος του θεού Άδη έγινε παράδεισος και κόλαση, οι θυσίες στους θεούς εξελίχθηκαν σε λιβανιστήρια και κεριά, ενώ οι χρηματικές δωρεές στους θεούς μετατράπηκαν σε τάματα για τους αγίους. 

Την θέση των διάφορων αρχαίων θεών που ήταν προστάτες των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, την πήραν οι άγιοι. 
Ο άγιος Γεώργιος, η αγία Βαρβάρα και οι Αρχάγγελοι ανέλαβαν την προστασία του στρατού και των όπλων αντί του θεού Άρη, ο άγιος Νικόλαος στη θέση του Ποσειδώνα προστατεύει τους θαλασσινούς, ενώ οι τρεις Ιεράρχες προστατεύουν τα γράμματα όπως η Αθηνά ήταν η θεά της σοφίας κλπ. 

Φυσικά οι ναοί και οι ιερείς συνέχισαν να υπάρχουν και να εκμεταλλεύονται στο έπακρο τον φόβο και την θρησκοληψία των μαζών. 
Οι πιστοί της νέας θρησκείας συνεχίζουν να κάνουν δεήσεις, προσευχές και να προσκυνούν εικόνες, όπως ακριβώς έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες ειδωλολάτρες.
Είναι ατελείωτος ο κατάλογος των κοινών σημείων όλων των θρησκειών. 
Οι άνθρωποι της αρχαιότητας, λόγω έλλειψης γνώσης, όλα όσα δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα απέδιδαν σε θεϊκές πράξεις και θαύματα. Όλες οι θρησκείες αναφέρονται σε πλήθος θαυμάτων. Το ίδιο έπρεπε να κάνει και ο Χριστιανισμός για να γίνει αποδεκτός από τις αγράμματες μάζες. 
Όλα τα θαύματα που αποδίδονται στον Χριστό είναι αναπαραγωγή θαυμάτων προηγούμενων θεών και προφητών. 
Πολλοί θεοί των αρχαίων γεννήθηκαν από γυναίκες παρθένες, έζησαν, πέθαναν και αναστήθηκαν. 
Ένας από αυτούς ήταν ο Αιγύπτιος θεός Ώρος 
που γεννήθηκε από την Ίσιδα με άμωμο σύλληψη και αφού πέθανε, στη συνέχεια μετά από τρεις ημέρες αναστήθηκε, αποτελώντας το πρότυπο για τον Χριστιανισμό.
 Εξάλλου, 500 χρόνια πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού, τα ίδια (γέννηση, ζωή, θαύματα, θάνατος, ανάσταση) ισχυρίσθηκε και ο Βουδισμός για τον Βούδα. 
Κι αυτά όμως ήταν αναπαραγωγή των θρύλων που δημιούργησαν οι Ασσύριοι για τον θεό τους τον Άδωνη. 
Τώρα γιατί ο Χριστός είναι ο «πραγματικός θεός» ενώ ο Βούδας που προϋπήρξε με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά δεν είναι, μόνο αυτοί το ξέρουν. 

Αλλά και οι μουσουλμάνοι πάνω στον Χριστιανισμό στηρίχθηκαν για να κάνουν την δική τους θρησκεία. Για αυτούς ο Ιησούς είναι ένας από τους μεγαλύτερους απεσταλμένους του θεού (του Αλλάχ), ο οποίος γεννήθηκε από την παρθένο Μαριάμ κατόπιν εντολής που έστειλε με τον αρχάγγελο Γαβριήλ. 
Η διαφορά όμως είναι ότι ο μεγάλος προφήτης του Αλλάχ είναι ο Μωάμεθ. (Στα αρχαία  Αραβικά Αλλάχ σημαίνει Θεός).

Σε όλη την ιστορία των θρησκειών πάντα υπήρχε και η αντίθετη άποψη, αυτή που στηριγμένη στις επιστήμες και στο επίπεδο γνώσεων που συνεχώς ανέβαινε, αρνιόταν να δεχθεί αυτές τις φαντασιώσεις για δήθεν καλά και κακά πνεύματα ή για άυλους κόσμους με αγγέλους και διαβόλους. 
Οι αρχαίοι Έλληνες υλιστές φιλόσοφοι (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης, Ηράκλειτος) είχαν ανοίξει ολόκληρο μέτωπο ενάντια στις θρησκευτικές δοξασίες. Οι φιλόσοφοι Λεύκιππος και Δημόκριτος, που ανέπτυξαν ένα ολοκληρωμένο σύστημα ατομικού υλισμού, κυνηγήθηκαν από τον ιδεαλιστή Πλάτωνα.
 Ο φιλόσοφος Επίκουρος 
και ο Ρωμαίος ποιητής Λουκρήτιος που συνέχισαν το έργο του Δημόκριτου, συνέβαλαν πολύ στη διάδοση του αθεϊσμού στην αρχαιότητα.
Η πάλη της γνώσης και της επιστήμης με τις δοξασίες, τα πνεύματα και τις θρησκείες, ξεκίνησε από τα πρώτη στιγμή που αυτά έκαναν την εμφάνισή τους.
 Αυτή η αντιπαράθεση παρουσιάζεται ανάγλυφα στον αρχαίο μύθο του Προμηθέα. 
Ο προμηθέας έκλεψε από τους θεούς τη φωτιά και την γνώση και την έφερε στους ανθρώπους. Η φωτιά (συγκεκριμένα ο τρόπος με τον οποίο θα την ανάβουν), ήταν η σημαντικότερη γνώση που κατέκτησε ο άνθρωπος στα πρώτα βήματά του. 
Οι θεοί όμως δεν θέλουν οι άνθρωποι να αποκτούν τις γνώσεις και έτσι τιμωρούν τον Προμηθέα.
 Σύμφωνα λοιπόν με τον μύθο τον αλυσοδένουν σε ένα βράχο και βάζουν έναν αετό να του ξεσκίζει τις σάρκες. 
Ο μύθος μας διδάσκει ότι για να μπορούν να υπάρχουν οι θεοί, οι άνθρωποι δεν πρέπει να αποκτούν αυτές τις γνώσεις, επειδή οι γνώσεις των φυσικών νόμων είναι ασυμβίβαστες με την ύπαρξη των θεών. 
Αν οι άνθρωποι μάθουν, οι θεοί θα εξαφανιστούν.

Κι αν οι θεοί κατόρθωσαν να επιζήσουν μέχρι τις μέρες μας, αυτό οφείλεται στο ότι, όλες οι άρχουσες εκμεταλλεύτριες τάξεις, τους είχαν απόλυτη ανάγκη για να μπορούν να διατηρούνται στην εξουσία. 
Έπρεπε να καλλιεργούν συνεχώς τις δεισιδαιμονίες, τις προλήψεις, τον φόβο για τον θάνατο και την προσμονή μιας δήθεν «μετά θάνατο ζωή». 

Σκεφτείτε ότι εκείνες τις εποχές δεν υπήρχε η τηλεόραση ούτε είχε αναπτυχθεί η ψυχολογία για να μπορούν να ελέγχουν την σκέψη των λαϊκών μαζών και να τις χειραγωγούν. 
Έτσι η θρησκεία χρησιμοποιήθηκε σαν το βασικότερο εργαλείο για να ελέγχονται οι λαοί και να μην εξεγείρονται ενάντια στους καταπιεστές τους.  
Σε όλες τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες, από την ημέρα που γεννιόμαστε μέχρι να πεθάνουμε, γονείς, δάσκαλοι, παπάδες, προσπαθούν να μας φυτέψουν στο μυαλό την ιδέα της πίστης σε κάποιον θεό. 

Αν εσείς που διαβάζετε αυτές τις γραμμές πιστεύετε ακόμα σε πνεύματα, θαύματα, θεούς και διαβόλους, παρακαλώ αναλογιστείτε το εξής: 
Πώς είναι δυνατόν εμείς σήμερα, να διατηρούμε ακόμα τις ίδιες εκείνες δοξασίες για πνεύματα και θεούς που δημιούργησαν πριν από τόσες χιλιάδες χρόνια εκείνοι οι πρωτόγονοι άνθρωποι λόγω της άγνοιάς τους; 
Κι αν υπάρχουν ερωτήματα που μοιάζουν μυστήρια και φαίνονται ανεξήγητα, μη βιάζεστε να καταφύγετε στην μεταφυσική.
 Να είστε σίγουροι ότι στο μέλλον η επιστήμη θα δώσει τις απαντήσεις, 
όπως εξήγησε τόσα άλλα μέχρι τώρα…

Του Γιάννη Βεντούρα

Τίτλος και
Παρουσίαση κειμένου: Viva La Revolucion