Τα καραβάνια.
τση φύσης το ζωντάνεμα, ζωγράφιζε ένα χάρτη.
Το θέμα που σκιτσάριζε, δεν είχε καμιά σχέση,
γύρω από θάλασσα, βουνό, και στου ουρανού τη μέση.
Μέτραγε.. τράβαγε γραμμές, οριοθετούσε Κράτη,
και δρόμους χιλιοπέραστους, που χάραξαν οι σκάρτοι.
Τα καραβάνια τση ντροπής, και των απελπισμένων,
μια προσφορά στον κόσμο μας, κάποιων διεστραμμένων.
Κάποιων που θέλουν θύματα, να βγουν τα σχέδια τσους,
φτώχεια, χαμένα όνειρα, μέχρι και τα παιδιά τσους.
Ο νους του φέρνει χρώματα, και το μολύβι τρέχει,
η απελπισία μάχεται, δεν νοιάζεται αν βρέχει.
Δεν νοιάζεται, δεν σκέφτεται, αν θα την βρει η βολίδα,
το βλέμμα ψάχνει επίμονα, που βρίσκεται η ελπίδα.
Ψάχνει το φως, ορίζοντες, γαλάζια μονοπάτια,
ψυχές που΄χουν απόγνωση, και την καρδιά κομμάτια.
Μιλάει στο σκίτσο η πινελιά, βαθύς ο υγρός ο τάφος,
προσεκτικός κι απόλυτος, ο έμπειρος ζωγράφος.
Προβάλει τα φαντάσματα, τα σκοτεινά και μαύρα,
και καραβάνια που περνούν, από φωτιά και λάβρα.
Προβάλει αποτυπώματα, από βρώμικα παιχνίδια,
που παίζουν για συμφέροντα, αδίστακτα μορφίδια.
Ψυχές εκμεταλλεύονται, τα ύπουλα τομάρια,
που στέλνουν για ενσωμάτωση, καρφιά απ΄τα συρτάρια.
Καρφιά που ανακατεύονται, η διάθεση να αλλάξει,
που φέρνουνε την έκρηξη, στον πόνο που έχουν φτιάξει.
Που γίνονται από πρόθεση, και απειλή στο τέλος,
στα καραβάνια προς το φως, δείχνει το κάθε βέλος.
Και ζωγραφίζει ακούραστα, ανάμεσα στο Μάρτη,
μακρυά από συρματόπλεγμα, που άλλοι κάνουν πάρτι.
Ποίος Θεός αμόλυντος, θα δώσει εκεί τη λύση,
και συμβουλές κατάλληλες, στο χέρι που έχει οπλίσει;
Τέλειωσε ο ζωγράφος μας, ακρήτσες συμπληρώνει,
τα τόσα συναισθήματα, που βγαίνουν καμαρώνει.!!!