R.P. Dutt
Πώς η σοσιαλδημοκρατία βοηθάει το φασισμό να πάρει την εξουσία
(Φασισμός και κοινωνική επανάσταση)
[...]
Πρώτον, η σοσιαλδημοκρατία αποδιοργανώνει το προλεταριάτο και τον προλεταριακό αγώνα. Η σοσιαλδημοκρατική και συνδικαλιστική ηγεσία δρα ως εκπρόσωπος των εργοδοτών και της άρχουσας τάξης στις γραμμές των εργατών, κηρύττοντας την ηττοπάθεια και την αντίθεση στην πάλη, ενώ εκεί όπου το ξέσπασμα του αγώνα τους γίνεται αναπόφευκτο τον διασπά ευθέως εκ των έσω.
Αυτό καθίσταται απολύτως σαφές στο ρόλο που παίζει η σοσιαλδημοκρατία στις απεργίες. Εμφανές παράδειγμα αυτής της διαδικασίας, λαμβάνοντας υπόψη τις επακόλουθες αποκαλύψεις, αποτελεί η μεγάλη απεργία στα εργοστάσια πυρομαχικών, στη Γερμανία, το Γενάρη του 1918, η οποία παραλίγο να βγάλει τη Γερμανία από τον πόλεμο και να την εναρμονίσει με τη Ρωσική Επανάσταση.
Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες Έμπερτ, Μπράουν και Σάιντεμαν, με απόφαση της ηγεσίας τους, ανέλαβαν την καθοδήγηση της απεργίας, καλώντας τους εργάτες ακόμα και να παρακούσουν τις εντολές για κινητοποίηση.
Επίσης, ο στόχος της συμμετοχής τους στην απεργιακή επιτροπή, όπως οι ίδιοι υποστήριξαν πολλά χρόνια αργότερα, ήταν να καταπνίξουν την απεργία. Το 1924, ο Έμπερτ έκανε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση απέναντι στην εναντίον του κατηγορία για προδοσία, η οποία τον εγκαλούσε ως καθοδηγητή της απεργίας το Γενάρη του 1918. [...]
Ο Έμπερτ υποστήριξε τα εξής στη δίκη (Times, 11 Δεκέμβρη 1924):
Είχε ζητηθεί να πάρουν οι Σοσιαλιτές τον έλεγχο της απεργίας, ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα. [...] Δήλωσε [ο Έμπερτ] ότι είχε μπει στην απεργιακή επιτροπή για να βάλει τέλος στην απεργία το συντομότερο δυνατό.
Ο Σάιντεμαν δήλωσε στην ίδια δίκη (Times, 13 Δεκέμβρη 1924):
Η απεργία ξέσπασε χωρίς να το γνωρίζουμε. Γίναμε μέλη της απεργιακής επιτροπής με την ακλόνητη πρόθεση να την τερματίσουμε τάχιστα μέσω διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση. Συναντήσαμε μεγάλη αντίδραση στις απεργιακές επιτροπές: ήμασταν γνωστοί ως "οι στραγγαλιστές της απεργίας."
[...]
Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε στην Ιταλία στο ζήτημα της κατάληψης των εργοστασίων, όπου η ρεφορμιστική ηγεσία πέτυχε αυτό που όλες οι κυβερνητικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να ομολογήσουν ως αποτυχία τους: την άμεση επιστροφή των εργοστασίων στον καπιταλισμό.
[...]
Μόνο με την καταφανή και επαναλαμβανόμενη διάσπαση του μετώπου της εργατικής τάξης δια της μεθόδου της σοσιαλδημοκρατίας εκ των έσω, μαζί με την απορρέουσα αποδυνάμωση και αποθάρρυνση των εργατών ανοίγει ο δρόμος για το φασισμό.
[...]
Αυτός είναι ο κυριότερος τρόπος με τον οποίο η σοσιαλδημοκρατία συνέβαλε στην άνοδο του φασισμού στην εξουσία: αποδιοργανώνοντας το μέτωπο της εργατικής τάξης, σπάζοντας τις απεργίες, αποδοκιμάζοντας την ταξική πάλη, κηρύσσοντας τη νομιμότητα και την εμπιστοσύνη στον καπιταλισμό, αποβάλλοντας όλα τα μαχητικά στοιχεία, διασπώντας τα συνδικάτα και τις οργανώσεις της εργατικής τάξης.
Η σοσιαλδημοκρατία θέτει στην πρώτη γραμμή τον πόλεμο κατά του κομμουνισμού. Το γερμανικό παράδειγμα έχει δείξει ότι η σοσιαλδημοκρατία κάνει το παν στην απροκάλυπτη συμμαχία της με τους στρατοκράτες και τη Λευκή Φρουρά ώστε να συντρίψει την επαναστατικοποίηση των εργατών. Ωστόσο, το σύνθημα για πόλεμο κατά του κομμουνισμού είναι το σύνθημα του φασισμού. Η σοσιαλδημοκρατία και ο φασισμός προσφέρουν, ουσιαστικά, ανταγωνιστικές υπηρεσίες στην αστική τάξη για τη θανάτωση του κομμουνισμού.
Με την περαιτέρω πορεία της μεταπολεμικής περιόδου, η σοσιαλδημοκρατία παρέχει όλο και πιο θετική βοήθεια στην κατεύθυνση της έλευσης του φασισμού, με τη συμβολή της στην ενδυνάμωση του καπιταλιστικού μηχανισμού και της καπιταλιστικής δικτατορίας.
Η σοσιαλδημοκρατία συμβάλλει στην υλοποίηση των οικονομικών μέτρων για την ενδυνάμωση του μονοπωλιακού καπιταλισμού (εξορθολογισμός, κλπ)· στηρίζει την εντεινόμενη καπιταλιστική δικτατορία όπως αυτές των Μπρούνινγκ και Ρούζβελτ, ενώ η ίδια βοηθάει στην εισαγωγή και εφαρμογή μέτρων εντεινόμενης δικτατορίας.
Αυτό καθίσταται εμφανές με εντυπωσιακό τρόπο την περίοδο της δεύτερης κυβέρνησης των Εργατικών, 1929-1931, με το Νόμο για τα Ανθρακωρυχεία και το Νομοσχέδιο για τη Μετακίνηση στο Λονδίνο, την επιβολή μισθολογικών μειώσεων στην υφαντουργία μέσω δικαστικών αποφάσεων της διαιτησίας, τη σύλληψη και καταδίκη εκατοντάδων εργατών βάσει του Νόμου περί Συνδικαλισμού, καθώς και την κυριαρχία του υποκόπανου και τη φυλάκιση εξήντα χιλιάδων στην Ινδία. [...]
Ομοίως, η πρωσική Σοσιαλδημοκρατική Κυβέρνηση πράγματι κόμπαζε υπερασπιζόμενη τον εαυτό της, όταν την απομάκρυνε ο φον Πάπεν, ότι "είχε προκαλέσει περισσότερους θανάτους στην Αριστερά από ό,τι στη Δεξιά":
Η πρωσική Κυβέρνηση είναι σε θέση να αποδείξει με στατιστικά στοιχεία της αστυνομίας ότι η αστυνομική παρέμβαση έχει προκαλέσει περισσότερους θανάτους στην Αριστερά από ό,τι στη Δεξιά και τα αστυνομικά μέτρα έχουν καταφέρει περισσότερα πλήγματα στην Αριστερά από ό,τι στη Δεξιά (Υπόμνημα των Μπράουν και Σέβερινγκ στον Χίντεμπουργκ, διαμαρτυρόμενοι για την απομάκρυνση της κυβέρνησης: B.Z. Am Mittag, 9 Ιούλη 1932).
Στο τελικό στάδιο, καθώς το φασιστικό κίνημα βρίσκεται όλο και πιο κοντά στην εξουσία, η σοσιαλδημοκρατία προσφέρει την τελική και αποφασιστική βοήθειά της διαφωνώντας και αναχαιτίζοντας το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης κατά του φασισμού --το μοναδικό μέσο για να αποτραπεί η έλευση του φασισμού στην εξουσία-- και επικεντρώνοντας τις ελπίδες της στην αυταπάτη της νόμιμης άμυνας, στην ψήφο, στη "δημοκρατία", στις μετριοπαθείς κυβερνήσεις και τελικά στην στήριξη των προφασιστικών και φιλοφασιστικών δικτατοριών (Μπρούνινγκ, Ντόλφους) ως το "μικρότερο κακό."
Ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Σέβερινγκ απαγορεύει και διαλύει το Κόκκινο Μέτωπο, ενώ επιτρέπει τα Τάγματα Εφόδου.
Η σοσιαλδημοκρατία αρνείται τις επανειλημμένες επείγουσες εκκλήσεις του κομμουνισμού για ενιαίο μέτωπο κατά τη διάρκεια του κρίσιμου έτους 1932 και το πρώτο τέταρτο του 1933.
Η συγκεκριμένη τακτική καθιστά αναπόφευκτη τη νίκη του φασισμού.
Το ζήτημα της διάσπασης της εργατικής τάξης
[...]
Ωστόσο, παρά το γερμανικό παράδειγμα, η σοσιαλδημοκρατία συνεχίζει να αρνείται και να αντιτίθεται στο ενιαίο μέτωπο, σε όλες τις χώρες. Την ίδια στιγμή, μαζί με την απερίφραστη άρνησή της για ενιαίο μέτωπο, η σοσιαλδημοκρατία επιχειρεί συχνά να διαστρεβλώνει την αιτία για τη διάσπαση της εργατικής τάξης, επιρρίπτοντας στον κομμουνισμό και την Κομμουνιστική Διεθνή την ευθύνη αυτής της εξέλιξης.
Είναι απαραίτητο, συνεπώς, να αναλυθεί περαιτέρω αυτό το κρίσιμης σημασίας ζήτημα της διάσπασης της εργατικής τάξης και των αιτιών που την προκαλούν.
Η ανάλυση που επιρρίπτει τη διάσπαση της εργατικής τάξης στον κομμουνισμό και στη Κομμουνιστική Διεθνή είναι τόσο ιστορικά όσο και από την άποψη της τρέχουσας πρακτικής εσφαλμένη.
Η διάσπαση της εργατικής τάξης χρονολογείται από το 1914, πριν την ύπαρξη της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Προκλήθηκε από τις κυρίαρχες επίσημες ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, οι οποίες εγκατέλειψαν τις υποσχέσεις και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στη Διεθνή, αντιβαίνοντας ευθέως τις αρχές που διέπουν τα κόμματά τους και προσχωρώντας στο καπιταλιστικό στρατόπεδο.
Η διάσπαση πήρε επισήμως σάρκα και οστά όταν οι εν λόγω ηγεσίες διέγραψαν εκείνους τους βουλευτές που ψήφισαν κατά των πολεμικών πιστώσεων, σύμφωνα με τις διεθνιστικές υποχρεώσεις τους, καθώς και τα τμήματα που τους στήριζαν.
Όλα τα προαναφερόμενα συνέβαιναν ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου, πριν προκύψει η Κομμουνιστική Διεθνής. Το να υποστηρίζει κανείς ότι την ευθύνη της διάσπασης φέρουν οι επαναστάτες είναι σαν να λέει ότι ο Λίμπκνεχτ θα έπρεπε να έχει ψηφίσει τις πολεμικές πιστώσεις.
Η διάσπαση βάθαινε όσο το ζήτημα του ιμπεριαλιστικού πολέμου εξελισσόταν στο δίλημμα: επανάσταση της εργατικής τάξης ή στήριξη της Λευκής Φρουράς για το αιματοκύλισμα της επανάστασης των εργατών. Οι Μενσεβίκοι ενώθηκαν με τους Τσαρικούς και το διεθνή ιμπεριαλισμό προκειμένου να πάρουν τα όπλα εναντίον της κυριαρχίας των εργατών· οι ηγέτες της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας όπλισαν τα σώματα των αντεπαναστατών αξιωματούχων για να αιματοκυλίσουν τους επαναστάτες εργάτες.
[...]
Είναι φανερό ότι η ευθύνη για τη διάσπαση βαραίνει αποκλειστικά τα τμήματα που εγκατέλειψαν το κομματικό πρόγραμμα και ενώθηκαν με τον καπιταλισμό και όχι εκείνα που το στήριξαν και συνέχισαν να τον αντιμάχονται. [...] Η ενότητα της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας με τον καπιταλισμό αναπόφευκτα διασπά την εργατική τάξη και αποτελεί την αιτία αυτής της διάσπασης.