Με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις για το ζήτημα του ονόματος της «Μακεδονίας» και τα εθνικιστικά συλλαλητήρια σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, επανήλθαν δυναμικά στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου μια σειρά έννοιες, όπως αυτές του «πατριωτισμού», της «πατρίδας», της «εθνικής ενότητας». Τα αστικά κόμματα, από τον κυβερνητικό συνασπισμό των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μέχρι τη ΝΔ και τη ναζιστική εγκληματική Χρυσή Αυγή, επιδίδονται ξανά στο γνώριμο τους παιχνίδι των αλληλοκατηγοριών περί «εθνικής προδοσίας», μειοδοσίας κλπ. Πρόκειται για χιλιοπαιγμένο έργο.
Στην εποχή μας- εποχή κυριαρχίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού, δηλαδή του ιμπεριαλισμού- το ολοκληρωτικό πέρασμα της αστικής τάξης στην αντίδραση σφραγίζει ανεξίτηλα κάθε πεδίο εσωτερικής αλλά και εξωτερικής κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κατάστασης. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο και στις δεδομένες συνθήκες της ταξικής κοινωνίας μπορεί και πρέπει να ερμηνευτεί η έννοια του «πατριωτισμού». Με απλούστερα λόγια, σε μια ταξική κοινωνία όπως αυτή που ζούμε, ο πατριωτισμός έχει ταξικό πρόσημο και περιεχόμενο. Κάθε κοινωνική τάξη αντιμετωπίζει την έννοια της πατρίδας μέσα από το πρίσμα των ειδικών της συμφερόντων.
Είναι αδύνατο και συνάμα παράλογο- από κάθε άποψη- να μιλά κάποιος για πατριωτισμό πέρα και έξω από το ταξικό πλαίσιο της κοινωνίας. Εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι δεν έχουν την ίδια πατρίδα. Η «πατρίδα» του κεφαλαίου, της αστικής τάξης, δεν είναι άλλη από το κέρδος. «Το κεφάλαιο», σημείωνε ο Λένιν,«θέτει τη διαφύλαξη της συμμαχίας των καπιταλιστών όλων των χωρών ενάντια στους εργαζόμενους πάνω από τα συμφέροντα της πατρίδας, του λαού και από οτιδήποτε άλλο». Έτσι, για τους καπιταλιστές, η έννοια της πατρίδας υπάρχει στο βαθμό που τους προσφέρει τη διευκόλυνση να διαιωνίζουν τη δική τους ύπαρξη ως τάξη εκμεταλλευτών.
Η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα βρίθει παραδειγμάτων όπου οι έννοιες «πατριωτισμός» και «εθνικό συμφέρον» χρησιμοποιήθηκαν από την αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους προκειμένου να ικανοποιήσουν τα δικά τους- ταξικά- συμφέροντα.
Μικρασιατική εκστρατεία: Όταν οι επιδιώξεις της ελληνικής άρχουσας τάξης οδήγησαν στην τραγωδία του 1922.
Για την «πατρίδα» και τα«εθνικά συμφέροντα» έστελνε, το 1919, η κυβέρνηση Ελ.Βενιζέλου τους έλληνες στρατιώτες να συμμετάσχουν στην ιμπεριαλιστική επίθεση ενάντια στη νεαρή Σοβιετική Ρωσία.
- Για την «πατρίδα» και τα «εθνικά συμφέροντα» – στο όνομα της «Μεγάλης Ιδέας»– έλαβε χώρα η μικρασιατική εκστρατεία το 1919 που κατέληξε με την τραγωδία του 1922.
- Την «πατρίδα» και τα «εθνικά συμφέροντα» επικαλούνταν ο φασίστας-δικτάτορας Μεταξάς για τη δημιουργία ενός κράτους στα πρότυπα της χιτλερικής Γερμανίας, ενώ τις ίδιες έννοιες επικαλούνταν το αστικό πολιτικό προσωπικό, των Τσολάκογλου και των Ράλληδων, όταν συνεργάζονταν με τους κατακτητές Ναζί. Στο όνομα του «εθνικού συμφέροντος» ο «Γέρος της Δημοκρατίας» Γεώργιος Παπανδρέου αιματοκυλούσε, απο κοινού με τους βρετανούς ιμπεριαλιστές, την Αθήνα το Δεκέμβρη του ’44.
- Στο όνομα της «πατρίδας» και των «εθνικών συμφέροντων»στάλθηκαν οι έλληνες στρατιώτες στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο της Κορέας το 1950-53.
- Την «πατρίδα» και τα «εθνικά συμφέροντα» επικαλούνταν οι απριλιανοί πραξικοπηματίες όταν εγκαθιστούσαν τη Χούντα των συνταγματαρχών τον Απρίλη του 1967.
- Στο όνομα της «πατρίδας» και των «εθνικών συμφέροντων»η Ελλάδα έγινε μέλος των ιμπεριαλιστικών οργανισμών (ΝΑΤΟ, ΕΕ), παρείχε βοήθεια και ποικίλες διευκολύνσεις στον Πόλεμο του Κόλπου (1991), στο ΝΑΤΟϊκό σφαγείο της Γιουγκοσλαβίας (1999), στους αμερικανονατοϊκούς πολέμους σε Αφγανιστάν (2001), Ιράκ (2003), Λιβύη (2011), Συρία (2011-12). Στο όνομα της εξυπηρέτησης των «εθνικών συμφέροντων» οι αστικές κυβερνήσεις (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και σήμερα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) δίνουν γη και ύδωρ στους ευρωατλαντικούς φονιάδες, παραχωρούν στρατιωτικές βάσεις, αεροδρόμια, λιμάνια, εμπλέκοντας τη χώρα ολοένα και βαθύτερα στο κουβάρι των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε Βαλκάνια και Μέση Ανατολή.
Τις ίδιες έννοιες- της πατρίδας, του πατριωτισμού, του εθνικού συμφέροντος- επικαλείται η άρχουσα αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό όταν πρόκειται να επιβάλει αντιλαϊκά-αντεργατικά μέτρα, μνημόνια διαρκείας, μηχανισμούς δημοσιονομικής επιτήρησης. Στο όνομα του «εθνικού συμφέροντος», οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους ξυλοφορτώνουν εργάτες, απεργούς, συνδικαλιστές, μαθητές, συνταξιούχους, αγρότες όταν αυτοί «σηκώνουν κεφάλι» ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Έτσι οριοθετεί η αστική τάξη κάθε κράτους τον «πατριωτισμό» της- κόβοντας και ράβοντας τον στα μέτρα των συμφερόντων της. «Πατριωτικό» και «εθνικά συμφέρον» είναι ότι συμφέρει τη διαιώνιση της εξουσίας των μονοπωλίων. Στο πλαίσιο αυτό- και προκειμένου να καταφέρνει να εξαπατά όσο περισσότερο γίνεται το λαό- ο αστικός πατριωτισμός εμφανίζει δύο όψεις, οι οποίες και εναλλάσσονται αναλόγως των περιστάσεων.
Οι δύο αυτές όψεις είναι, απ’ τη μια πλευρά ο εθνικισμός και απ’ την άλλη ο κοσμοπολιτισμός. Πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το παράδειγμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και των σχέσεων της Ελλάδας με το γειτονικό κράτος είναι ενδεικτικό της χρήσης του διπόλου εθνικισμού-κοσμοπολιτισμού από την ελληνική αστική τάξη. Η φαινομενική αντιπαράθεση εθνικισμού-κοσμοπολιτισμού έχει στόχο να αποπροσανατολίσει το λαό, εγκλωβίζοντας τον στην «ονοματολογία», την ίδια ώρα που έλληνες κεφαλαιοκράτες κάνουν «μπίζνες» στην ΠΓΔΜ με αθρόα εξαγωγή κεφαλαίων ενώ, ταυτόχρονα, προωθούνται τα ιμπεριαλιστικά σχέδια για ένταξη της χώρας στον ευρωατλαντικό άξονα.
Ποιά είναι, λοιπόν, η στάση της κυρίαρχης ελληνικής αστικής τάξης στο θέμα της ΠΓΔΜ; Την απάντηση τη δίνουν οι αριθμοί: Σε 477,3 εκατομ. ευρώ ανέρχεται το ύψος του επενδεδυμένου ελληνικού κεφαλαίου στην ΠΓΔΜ κατά την περίοδο 1997-2015, ενώ η Ελλάδα κατατάσσεται στην 3η θέση μεταξύ των χωρών προέλευσης άμεσων ξένων επενδύσεων στη γειτονική χώρα από το 1997 (Ριζοσπαστης, 6-7 Γενάρη 2018).
«Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους. Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει, οπού βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαια τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;»
– Άρης Βελουχιώτης, Λόγος στη Λαμία, 22 Οκτώβρη 1944.
Ο πατριωτισμος της εργατικής τάξης
Στον αντίποδα του αστικού πατριωτισμού στέκεται ο ταξικός πατριωτισμός- αυτός της εργατικής τάξης και των σύμμαχων στρωμάτων της. Από το έργο των Μαρξ- Ένγκελς-Λένιν συνάγεται το συμπέρασμα ότι η εθνική και κοινωνική απελευθέρωση δεν αποτελεί εθνικό, αλλά κοινωνικό καθήκον της εργατικής τάξης που αφορά όλες τις χώρες και για την πραγμάτωση του απαιτείται η αλληλεγγύη και συνεργασία (θεωρητική και πρακτική) των εργαζομένων όλων των χωρών.
Και αυτό διότι η νίκη της εργατικής τάξης μιας χώρας και η αποτίναξη των δεσμών της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης δε μπορεί να έρθει χωρίς την αλληλεγγύη του διεθνούς προλεταριάτου. Να γιατί,κανένας δε μπορεί να είναι αληθινός πατριώτης αν δεν είναι ταυτόχρονα αληθινός διεθνιστής.
«Η πατρίδα, δηλαδή το δοσμένο πολιτικό, πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον, είναι ο πιο ισχυρός παράγοντας στην ταξική πάλη του προλεταριάτου», σημείωνε ο Λένιν, γι’ αυτό και το «προλεταριάτο δεν μπορεί να αντιμετωπίζει με αδιαφορία και απάθεια τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες της πάλης του, συνεπώς δεν μπορεί να του είναι αδιάφορη και η τύχη της χώρας του. Μα η τύχη της χώρας του δεν μπορεί να τον ενδιαφέρει παρά στο βαθμό που αφορά την ταξική πάλη, και όχι εξαιτίας κάποιου αστικού «πατριωτισμού, που είναι τελείως ανάρμοστος να προφέρεται από χείλια σοσιαλδημοκρατών». (Λένιν, «Απαντα», τ. 17, σελ. 194).
Σε αντίθεση λοιπόν με τον πατριωτισμό του κεφαλαίου που συνοψίζεται στη λέξη «κέρδος», ο πατριωτισμός της εργατικής τάξης, ο πατριωτισμός των κομμουνιστών στοχεύει στην κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, στη δημιουργία μιας πατρίδας πραγματικά ελεύθερης, απαλλαγμένης από την καταπίεση της εκμεταλλεύτριας αστικής τάξης.
«Εμείς αγαπάμε τη γλώσσα μας και την πατρίδα μας» έγραφε ο Λένιν και προσέθετε, «εμείς πονάμε περισσότερο από κάθε άλλον, όταν βλέπουμε και αισθανόμαστε σε τι βία, καταπίεση και εξευτελισμό υποβάλλουν την όμορφη πατρίδα μας. Είμαστε γεμάτοι από αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας, γιατί και το μεγαλορωσικό έθνος δημιούργησε επαναστατική τάξη, γιατί και αυτό απέδειξε ότι είναι ικανό να δώσει στην ανθρωπότητα μεγάλα πρότυπα αγώνα για την ελευθερία και το σοσιαλισμό». (Λένιν, «Απαντα», τ. 26, σελ. 105).
Το σύνθημα «Πατρίδα ή Θάνατος» (Patria o Muerte)* του Τσε και των κουβανών επαναστατών – ένα σύνθημα που σκόπιμα διαστρεβλώνεται σήμερα από διάφορους- είχε αμιγώς ταξικό πρόσημο, ήταν άρρηκτα δεμένο στις αρχές και τις αξίες του προλεταριακού διεθνισμού. Στη λέξη «πατρίδα» αντικατοπτρίζονταν η πατρίδα των εργατών, των φτωχών αγροτών, η σοσιαλιστική Κούβα. (Patria o Muerte! Η διαφορά ταξικού και αστικού πατριωτισμού).
Η ιστορία του 20ου αιώνα είναι πλούσια σε παραδείγματα που μας διδάσκουν πως στην κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο – την τόσο μισητή και συκοφαντημένη από τους αστούς- αντικατοπτρίζεται ο πατριωτισμός όλου του κόσμου. Από τους μπολσεβίκους της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης μέχρι τους εθελοντές μαχητές του ισπανικού εμφυλίου και από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ μέχρι τον ηρωϊκό αγώνα του ΔΣΕ, εκατομμύρια κομμουνιστών, πρωτοπόρων τέκνων της εργατικής τάξης και του λαού, απέδειξαν στην πράξη τη διαλεκτική σχέση πατριωτισμού-διεθνισμού.
Μια σχέση που είναι σφραγισμένη με τη θυσία όσων έδωσαν τη ζωή τους για να ξημερώσουν καλύτερες μέρες, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Στα συγκλονιστικά λόγια του αλύγιστου κομμουνιστή, γέννημα-θρέμμα της ηρωϊκής πορείας του ΚΚΕ, Νίκου Μπελογιάννη στη δεύτερη απολογία του, συνοψίζεται ο πιο αγνός, ο πιο κρυστάλλινος ταξικός πατριωτισμός: «Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας… Ακριβώς αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο… και, όταν χρειαστεί, θυσιάζουμε και τη ζωή μας… Ετσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα, με την καρδιά μας και με το αίμα μας».
___*** οι πάνω φωτο προστέθηκαν απ΄το blog _____________________________________________________________________________________________________
Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες από το Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.