Οπως ήδη έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενα δημοσιεύματα, οι σχέσεις της τρομοκρατίας με τις μυστικές υπηρεσίες είναι κοινό μυστικό. Δεν πρόκειται όμως για μια τυχαία σχέση. Στο παρελθόν, ήρθαν στο φως, με τη δημοσιοποίηση στοιχείων που όχι μόνο προκάλεσαν πολιτικό σεισμό στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αλλά πολύ περισσότερο γιατί επιβεβαίωσαν πόσο λεπτομερής είναι ο σχεδιασμός και η σύμφυση της τρομοκρατίας με μυστικές υπηρεσίες και μηχανισμούς των ιμπεριαλιστικών κρατών. Η διείσδυση, συγκρότηση «τρομοκρατικών ομάδων» και οργανώσεων είναι επίσημη «πολιτική» των μυστικών υπηρεσιών.
Στο πλαίσιο του αφιερώματός μας, σήμερα θα θυμίσουμε πιο αναλυτικά δύο περιπτώσεις:
-- Στη μία έχουμε ήδη αναφερθεί στο αφιέρωμά μας και αφορά το περίφημο «Εγχειρίδιο Εκστρατείας» της CIA, μέσα στο οποίο υπάρχουν οι περιγραφές για το πώς αξιοποιούνταν ή πώς στήνονταν τρομοκρατικές οργανώσεις.
-- Η δεύτερη αφορά απόρρητο έγγραφο της EUROPOL με την ονομασία «Ευρωπαϊκές Βέλτιστες Πρακτικές για το Χειρισμό των Πληροφοριοδοτών», το οποίο εύστοχα χαρακτηρίστηκε σε παλιότερο δημοσίευμα της εφημερίδας μας του 2002 ως «το Εγκόλπιο του προβοκάτορα». Το πώς δηλαδή, η EUROPOL χειριζόταν συνολικά τους ...χαφιέδες της μέσα σε διάφορες οργανώσεις...
Το εγχειρίδιο της CIA
Το «Εγχειρίδιο εκστρατείας για τις μυστικές υπηρεσίες που διεξάγουν επιχειρήσεις σταθεροποίησης» κοινοποιήθηκε στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες τον Μάρτη του 1970. Τα κωδικά στοιχεία του Εγχειριδίου ήταν FM 30-31 (Field Manual / Εγχειρίδιο επιχειρήσεων) και συνοδευόταν από τρία παραρτήματα. Υπογραφόταν από τον στρατηγό Γουεστμόρλαντ (αρχηγό των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων στο Βιετνάμ) και τον στρατηγό Γουίκλαμ.
Το περιεχόμενο του «Εγχειριδίου» δημοσιεύτηκε αποσπασματικά, ή ολόκληρο, σε διάφορες ξένες εφημερίδες, μεταξύ των οποίων και στη γαλλική «Μοντ» τον Σεπτέμβρη 1978. Στην Ελλάδα, δημοσιεύτηκε από το «Βήμα» στις 22 Οκτώβρη 1978 με τίτλο «Απόρρητο αμερικανικό εγχειρίδιο για επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης».
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο αυτού του «Εγχειριδίου», το οποίο ρίχνει φως στις σχέσεις των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών με τις τρομοκρατικές οργανώσεις, το οποίο μάλιστα πρέπει να αξιολογηθεί και σχετικά με την υπόθεση «17 Νοέμβρη» στη χώρα μας, βρίσκεται στο 6ο κεφάλαιο του δεύτερου παραρτήματος.
Εκεί υπό τον τίτλο: «Μεθοδολογία σταθεροποιητικής δραστηριότητας», αναφέρεται:
«Είναι πιθανόν οι φιλικές κυβερνήσεις να δείχνουν παθητικότητα ή αναποφασιστικότητα απέναντι στον ανατρεπτικό κομμουνισμό (ίσως), εξαιτίας κάποιας χαλάρωσης των βίαιων πράξεων.
Σ' αυτήν την περίπτωση, οι στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν ειδικές επιχειρήσεις, ικανές να πείσουν την κυβέρνηση και την κοινή γνώμη ότι ο κίνδυνος είναι πραγματικός και υπάρχει επιτακτική ανάγκη να καταπολεμηθεί.
Για την επίτευξη αυτού του στόχου, οι μυστικές υπηρεσίες επιβάλλεται να διεισδύσουν στις ανατρεπτικές οργανώσεις με ειδικούς πράκτορες, που θα έχουν αποστολή να δημιουργήσουν ομάδες δράσης από τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία αυτών των οργανώσεων. Αυτές οι ομάδες δράσης, υπό τον έλεγχο των μυστικών υπηρεσιών, θα εξαπολύσουν κύμα βίαιων ή μη βίαιων εκδηλώσεων, αναλόγως των περιστάσεων. Αν δεν είναι εφικτή η διείσδυση αυτού του είδους, μπορεί να οδηγήσει στον επιδιωκόμενο σκοπό η χρησιμοποίηση οργανώσεων της άκρας αριστεράς».
Το «Εγχειρίδιο» συνοψίζοντας τους στόχους όλων αυτών των επιχειρήσεων υπογραμμίζει: «Από την πλευρά μας ενδιαφερόμαστε να είναι ανοιχτά τα αρχεία των υπηρεσιών ασφαλείας της φιλικής χώρας στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες (αν δεν είναι ανοιχτά) θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά η δυνατότητα να εξασφαλιστεί πρόσβαση στα αρχεία με ενέργειές μας».
To «Εγχειρίδιο» άρχισε να εφαρμόζεται στη Δυτική Ευρώπη αμέσως μετά την κοινοποίησή του, δηλαδή το 1970. Ωστόσο, βρίσκει την πλήρη εφαρμογή του στην περίοδο που αναλαμβάνουν το τιμόνι της CIA ο Ουίλιαμ Κόλμπι (μέχρι το 1975) και ο Τζορτζ Μπους το 1976. Είναι άξιο επισήμανσης το ότι η εφαρμογή του «Εγχειριδίου» συμπίπτει με την έξαρση της δράσης τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως η RAF στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» στην Ιταλία. Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι η δράση της «17 Νοέμβρη» στην Ελλάδα αρχίζει το 1975, σ' αυτό το κρίσιμο διάστημα, και έχει όλα τα χαρακτηριστικά που περιλαμβάνονται στο «Εγχειρίδιο».
Υπενθυμίζουμε πως την αυθεντικότητα του «Εγχειριδίου» επιβεβαίωσε ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ και πρώην αρχηγός της CIA, Τζορτζ Μπους (πατέρας), λίγες μέρες μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτέμβρη 2001 στη Νέα Υόρκη και το αμερικανικό Πεντάγωνο. Στις 16 Σεπτέμβρη δήλωσε: «Η CIA, στο παρελθόν, είχε τοποθετήσει πράκτορές της σε τρομοκρατικές οργανώσεις για να τις χρησιμοποιήσει προς όφελος των εθνικών συμφερόντων»..!
EUROPOL: Το εγκόλπιο του προβοκάτορα
Το 2002 ο «Ριζοσπάστης» φέρνει στη δημοσιότητα ένα πολύ σημαντικό ντοκουμέντο. Πρόκειται για απόρρητο έγγραφο της EUROPOL με την ονομασία «Ευρωπαϊκές Βέλτιστες Πρακτικές για το Χειρισμό των Πληροφοριοδοτών». Αυτό το έγγραφο χαρακτηρίστηκε εύστοχα ως «το Εγκόλπιο του προβοκάτορα».
Πρόκειται για έγγραφο που συντάχθηκε στις 22 Μάρτη του 2002, μετά από συνάντηση εκπροσώπων των κυβερνήσεων των 15 (τότε) κρατών - μελών της ΕΕ.
Αυτό το έγγραφο ήρθε στην επιφάνεια ξανά τον Ιούνη του 2011, όταν η τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα το κατέθεσε στη Βουλή, με αφορμή τις προβοκάτσιες που εκδηλώνονταν σε βάρος μεγάλων συγκεντρώσεων ενάντια στα μνημόνια και την αντιλαϊκή πολιτική.
Ας δούμε πιο αναλυτικά:
Οπως αποκαλύπτεται στο έγγραφο της EUROPOL, που συντάχθηκε στις 22 Μάρτη 2002, ο λόγος που εκπρόσωποι των «15» της ΕΕ συνευρέθηκαν και συσκέφθηκαν είναι ότι «θεωρήθηκε απαραίτητο σε ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη να θεσπίσουν κάποιους κανόνες, οι οποίοι αναμένεται να οδηγήσουν σε θετικά αποτελέσματα» όπως (...) τον «καλύτερο χειρισμό του ίδιου του πληροφοριοδότη, σύμφωνα με το πεδίο της δραστηριότητάς του».
Oπως ευθαρσώς σημειώνεται στην πρώτη κιόλας παράγραφο του εγγράφου, «δεν είναι απαραίτητο να εξετάσουμε με λεπτομέρεια σε βάθος το λαβύρινθο των αστυνομικών δραστηριοτήτων για να διαπιστώσουμε την κρίσιμη σημασία ενός Πληροφοριοδότη, οποιοδήποτε όνομα και αν δίνεται σε αυτόν»... Μεταξύ άλλων, δε, η EUROPOL φιλοδοξεί να απαντήσει σε ερωτήματα, που, όπως λέει, έχουν «εγερθεί ανεπίσημα από ορισμένα κράτη - μέλη», στα οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται και τα εξής: «1. Πληρώνονται οι πληροφοριοδότες για τη συνεργασία τους; 2. Υπάρχει επίσημη ή ανεπίσημη τιμή; 3. Ποιος είναι ο αρμόδιος για την πληρωμή;».
Να πώς «ορίζει» το έγγραφο τον... πληροφοριοδότη:
«Πληροφοριοδότης - λέει - είναι ένα άτομο το οποίο αποτελεί αντικείμενο εμπιστευτικού χειρισμού και το οποίο παρέχει πληροφορίες και παρέχει συνδρομή στις αρμόδιες Αρχές (...). Οι Πληροφοριοδότες - συνεχίζεται - χρειάζονται αυστηρό έλεγχο και σαφείς οδηγίες για το πώς θα πρέπει να ενεργούν για να προστατέψουν τους εαυτούς τους και για το τι επιτρέπεται και για το τι δεν επιτρέπεται να κάνουν».
Το καλύτερο όμως είναι το επόμενο και σχετίζεται ακριβώς με το τι μπορούν ή δεν μπορούν να κάνουν οι χαφιέδες. Ο χαφιές, λοιπόν, «εάν διαπράττει έγκλημα ενώ είναι πληροφοριοδότης θα υπόκειται σε σύλληψη εκτός εάν έχει δοθεί σε αυτόν καθεστώς συμμετέχοντος πληροφοριοδότη και παραμένει εντός των προσδιορισμένων ορίων»!
Αμέσως μετά, τα πράγματα γίνονται πιο συγκεκριμένα. Γράφουν λοιπόν: «Ενας συμμετέχων πληροφοριοδότης είναι ένας πληροφοριοδότης ο οποίος με την έγκριση μιας καθορισμένης εξουσιοδοτούσας Αρχής, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή τις κατευθυντήριες γραμμές, επιτρέπεται να συμμετάσχει σε ένα έγκλημα, το οποίο άλλοι ήδη προτίθενται να διαπράξουν»!
Ειδική αναφορά και μάλιστα σε εκτενές κεφάλαιο γίνεται στο θέμα της «αμοιβής» του πληροφοριοδότη.
Κατά την EUROPOL, «η ανταμοιβή ενός Πληροφοριοδότη είναι μια αμοιβή για παροχή υπηρεσίας σε μετρητά, αγαθά ή άλλα ωφελήματα». Εξειδικεύοντας, η EUROPOL αναφέρει ότι «ένα ωφέλημα μπορεί να περιλαμβάνει την παροχή πληροφοριών σε ένα Δικαστήριο, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μια μετριασμένη ποινή γι' αυτόν τον Πληροφοριοδότη, ο οποίος έχει καταδικαστεί για ένα αδίκημα»!
Η EUROPOL σημειώνει με έμφαση ότι «είναι ζωτικής σημασίας η κατάλληλη χρηματοδότηση του συστήματος Πληροφοριοδοτών», αλλά εντούτοις «δεν είναι δυνατόν να δοθεί ένας ακριβής κανόνας για το ποσόν των χρημάτων που θα πρέπει να είναι διαθέσιμα για οποιονδήποτε συγκεκριμένο αριθμό Πληροφοριοδοτών». Ως εκ τούτου, το ακριβές αντίτιμο θα καθοριστεί «με την πάροδο του χρόνου», οπότε και η Υπηρεσία θα καταλήξει «σε μια καλή άποψη των άριστων επιπέδων του προϋπολογισμού», αφού ληφθεί υπόψη της:
α) «Η περιγραφή της φύσης της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων των εμπλεκομένων Υπηρεσιών, του ιστορικού των δραστών, των λεπτομερειών και του στόχου των σκοπούμενων ερευνών και η σημασία των αποδεικτικών στοιχείων, που είναι πιθανόν να προκύψουν».
β) «Ο όγκος των εντοπισθέντων περιουσιακών στοιχείων, ή στοιχείων που είναι πιθανόν να εντοπιστούν για δήμευση».
γ) «Η φύση και η αξία των παρεχόμενων πληροφοριών».
Στο εν λόγω ντοκουμέντο τονίζεται με έμφαση ότι «ο χρονικός προσδιορισμός των πληρωμών μπορεί να έχει μια σημαντική επίπτωση στη διεξαγωγή των ερευνών και θα πρέπει να καταβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή, όσον αφορά τον πλέον κατάλληλο χρόνο για την καταβολή της ανταμοιβής». Εδώ, μάλιστα, υπάρχει και επεξήγηση:
«Η αποτελεσματική λειτουργία του Συστήματος των Πληροφοριοδοτών ενισχύεται σημαντικά - όπως αναφέρεται - και από τη γρήγορη πληρωμή, επειδή αυτή: α) δείχνει καλή πίστη από την πλευρά των Χειριστών και του Ελεγκτή, β) ενισχύει την αυτοεκτίμηση του Πληροφοριοδότη, γ) ενισχύει το δεσμό μεταξύ του Πληροφοριοδότη και της εμπλεκόμενης υπηρεσίας, δ) ενθαρρύνει τον Πληροφοριοδότη σε πολλές περιπτώσεις να συνεχίσει τη δραστηριότητά του».
(συνεχίζεται...)