Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

19 Νοεμβρίου, 2025

Τόσο ξεδιάντροπα το είπαν: Να πεθάνουμε λέει, για να μοιράσουν τα πετρέλαια και τα φυσικά αέρια...


 

Κυκλοθυμικός 2 ώρ. ·

Γεννήθηκες στην ρωγμή του χρόνου, 1990, στο «τέλος της ιστορίας», τότε που η επανάσταση δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο ερείπια ενός μισογκρεμισμένου τοίχους, τότε που η ελευθερία –της αγοράς- είχε νικήσει, τότε που τέλειωνε οριστικά η τριλογία των παγκόσμιων πολέμων (πρώτος, δεύτερος, ψυχρός), στην εποχή των μεγάλων υποσχέσεων.
 Ποτέ στην ιστορία του ο άνθρωπος δεν ήταν τόσο σίγουρος ότι βρήκε το κλειδί της ευτυχίας, ποτέ δε μπούκωσε με περισσότερες υποσχέσεις κι ελπίδες. 
Υποσχέσεις πάνω στα ράφια των σουπερμάρκετ, στις διαφημίσεις πίτσας, στα πρώτα παγκοσμιοποιημένα σήριαλ, στις κάννες των όπλων, στους δείκτες των χρηματιστηρίων, στα σύνορα που άνοιγαν, στις υπογραφές των διευρυμένων ενώσεων. 
Έγραφε η τσούλα η ιστορία πως ξοφλήσαμε. Τα μαρξιστικά βιβλία σκονίζονται στις βιβλιοθήκες και τα τραπεζάκια γεμίζουν με τα περιοδικά του Κωστόπουλου.

Για 18 χρόνια δεν ήμασταν παιδιά κι έφηβοι, αλλά παράλληλα πρότζεκτ έτοιμα να μονομαχήσουν, ήμασταν άλογα κούρσας που τα προετοίμαζαν για τις πιο σκληρές αρένες, τα σχολεία δεν ήταν παρά γυμναστήρια ιπποδρόμου. 
Ξεκοιλιασμένα στα παιδικά μας δωμάτια τα παιχνίδια, τα απογεύματα πέθαιναν στα μπαλκόνια μας χωρίς μια κλωτσιά στη μπάλα, χωρίς ένα ραβασάκι στο κορίτσι, χωρίς ένα κυνηγητό στην αλάνα, τα πολυδιαφημισμένα καλύτερα μας χρόνια ήταν μόνο βιομηχανικά απόβλητα και τοξικοί ρύποι, ανοιχτές πληγές. Διάβασμα, φροντιστήρια, ξένες γλώσσες, δεξιότητες, ξανά διάβασμα, εξετάσεις, διαγωνίσματα, άγχος, κλάματα, φορτωμένες τσάντες. 
Εκκολαπτήρια γιάπηδων τα σπίτια μας, η ενήλικη ζωή που θα ερχόταν ήταν η εταιρική στοχοθεσία για διεύρυνση κερδών κι ανάπτυξη του ζωτικού χώρου μέσω της κοινωνικής κινητικότητας.
Εμείς δε θα δουλεύαμε όσο οι γονείς κι οι παππούδες μας, δε θα υποφέραμε τόσο, μα πριν προλάβουμε να ονειρευτούμε, μας έχωναν ξανά το κεφάλι μέσα στο νερό.

Και γίναμε ενήλικες και μπήκαμε στα πανεπιστήμια, στα μεταπτυχιακά και στα προγράμματα. Στο πρώτο έτος ένας μπάτσος μας σκότωσε τον Αλέξη. Μας καθησύχαζαν πως το περιστατικό ήταν μεμονωμένο, μα το τραύμα ήταν διαμπερές, είχε περάσει και τα δικά μας σώματα, αγγίζαμε το αίμα, το νιώθαμε στο στόμα μας.

Κι ύστερα ήρθαν τα μνημόνια. Δεν είχαμε προλάβει να τελειώσουμε τις σχολές. Όλα τα μεγάλα λόγια που μας υπόσχονταν τα έτρωγαν οι δαγκάνες από τα σκουπιδιάρικα, όλες μας οι θυσίες ξάπλωναν τεμαχισμένες στις χωματερές. Φταίγαμε, μας είπαν. 
Ήμασταν τεμπέληδες και γουρούνια, κλέβαμε και τρώγαμε μαζί, ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητες μας.
 Γεννήθηκες Έλληνας θες θέρμανση, διακοπές και σπίτι; Πού ακούστηκε; Ο Ελβετός τι να ζητήσει δηλαδή; 
Έσωσαν τουλάχιστον τις τράπεζές τους κι ύστερα μας τιμωρούσαν για 10 χρόνια για παραδειγματισμό, να μας μαστιγώνουν να ακούνε τα ουρλιαχτά μας οι άλλοι Ευρωπαίοι και να παραμένουν καλά παιδάκια, να βγάζουν τον σκασμό να μην έρθει κι η σειρά τους.

Βγήκαμε σαν τρομαγμένα παιδιά από τις σχολές μας και συναντήσαμε υποκατώτατους μισθούς, διαλυμένα νοσοκομείο, ξεπουλημένο εθνικό πλούτο, σκισμένα εργασιακά δικαιώματα, φασίστες να γυρίζουν στους δρόμους και να σκοτώνουν αδέρφια μας, ρημαγμένη αγορά εργασίας, ανεργία, φοροληστείες και χαράτσια, αστέγους, μισθούς που καταβάλλονταν αν κι εφόσον, ένα κίνημα ξεπουλημένο από την πρώτη φορά Αριστερά. 
Οι παρέες μας διαλύθηκαν, άλλος στην Αμερική, άλλος στην Αγγλία, άλλος στην Σλοβακία, άλλος στην Τσεχία, άλλος στην Γερμανία, άλλος στην Σουηδία, άλλος στα καράβια.
Και μόνο μιαν ερώτηση ακούνε όλη την ώρα
Αν θα γυρίσουν κάποτε ή τώρα
Παγώνει τότε η φωνή και η στιγμή που ζούμε
Μέχρι να βγει απ' το στόμα το θα δούμε

Κι ύστερα η πανδημία. Τα νιάτα μας κλειδώθηκαν μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα. 
Τα λεφτά για νοσοκομεία και ΜΜΜ φαγώθηκαν, οι νεκροί αυξάνονταν, αλλά ήμασταν καλύτερα από το Βέλγιο, για λίγο, μετά δεν ήμασταν καλύτερα από κανέναν. 
Ο ιός περνούσε όταν ήταν να πάμε στις δουλειές μας κι όταν έρχονταν οι τουρίστες κι εμφανιζόταν ξανά όταν γυρίζαμε σπίτι, όταν θέλαμε να δούμε τον άνθρωπό μας, όταν θέλαμε να χαιρετίσουμε τους γονείς μας. 
Στα περιφερειακά νοσοκομεία δε σώθηκε κανείς, δεν έβαλαν ούτε ένα λεωφορείο παραπάνω, οι διάδρομοι έγιναν εντατικές κι η αστυνομία γύριζε στους δρόμους να σπάσει στο ξύλο όποιον έβγαινε να πάρει μια ανάσα. Όσοι δεν χάθηκαν από τον ιό, χάθηκαν από την ψέκα. Βυθίστηκε ο κόσμος στο σκοτάδι, τυφλώθηκε.

Τέλειωσε κι η πανδημία κι ήρθε η ώρα να πληρώσουμε τα σπασμένα. 
Η μια κρίση ενωνόταν με την άλλη από το 2008 σε ένα ιδιότυπο γαϊτανάκι γύρω από το λαιμό μας. 
Τώρα πληθωρισμός, καρτέλ και φτώχεια. 
Τώρα που η πραγματική ανάπτυξη παγώνει, ο πλούτος συγκεντρώνεται πιο άπληστα, πιο γρήγορα, πιο βίαια σε δέκα τσέπες και για εμάς δε μένει ψίχουλο, τώρα οι ανταγωνισμοί κορυφώνονται, η Αμερική έχει ισχυρούς εχθρούς κι ο θρόνος της έχει πιτσικάρει.
Είδαμε νέους πολέμους, είδαμε νέα προσφυγιά, είδαμε εμφυλίους, είδαμε απειλές για πυρηνικά ολοκαυτώματα, είδαμε και βλέπουμε σε live εικόνα την γενοκτονία και το πετσόκομμα ενός ολόκληρου λαού. 

Η μια χώρα μετά την άλλη είτε βυθίζεται στο χάος του πολέμου είτε μεταφέρεται –με δημοκρατικές διαδικασίες βεβαίως βεβαίως- στο νεοφασιστικό τόξο.

Κι έρχονται αυτοί που όταν ήμασταν παιδιά μας προετοίμαζαν για άλογα κούρσας, που όταν γίναμε φοιτητές μας σκότωσαν το μέλλον, που όταν βγήκαμε στην δουλειά μας έστειλαν στο εξωτερικό και μας έκαναν σκλάβους σε σύγχρονες φάμπρικες, που όταν τριανταρίσαμε μας πέταξαν σε μια φτώχεια που δεν τελειώνει, σε μια πείνα που απλώνεται σαν χολέρα, αυτοί ντε που μας πατάνε το κεφάλι με το πόδι τους, που μας αρμέγουν όσο τριγυρνάμε ζωντανοί νεκροί σε μποντιλιαρισμένους δρόμους, αυτοί που ζούνε σε βίλες εκατομμυρίων, που κινούνται με υπερπολυτελή αμάξια και κότερα, που κάνουν πάρτι εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, που ένα γεύμα τους κοστίζει όσο ο ετήσιος προϋπολογισμός μας, που πνίγονται στις κόκες και στις βίζιτες με τα κουστουμάκια της τελευταίας λέξης της μόδας να μας πουν τι; 
Τι γαμώ τον καπιταλισμό τους; 
Να πεθάνουμε λέει, να εθιστούμε στους τάφους λέει, να φάμε σφαίρες στο κεφάλι, λέει, για να κάνουμε πολέμους, λέει. 
Και μετά να μας βάλουν μια σημαία στο φέρετρο, την ελληνική ή της ΕΕ. Δίνουν κι επιλογή. 
Να πεθάνουμε για να μοιράσουν τα πετρέλαια και τα φυσικά τους αέρια κι αν δεν πεθάνουμε μετά να γίνουμε ξανά σκλάβοι στα εργοστάσια και στη βιομηχανία τους. Τόσο ξεδιάντροπα το είπαν, τόσο ανοιχτά.

Ακούστε, όμως, τι γίνεται. Όντως η ιστορία πολλές φορές έχει γραφτεί έτσι, άλλα κάποιες φορές έχει γραφτεί κι αλλιώς.
 Κι αν όντως έχουμε φτάσει σε αυτό το τέλμα που πρέπει να πάρουμε τα όπλα και να εθιστούμε στα φέρετρα υπάρχει κι άλλος τρόπος, κι άλλος δρόμος. 
Αντί να σκοτωνόμαστε εμέις στο ριπίτ για να γίνεστε πιο πλούσιοι κι ισχυροί μέχρι να κάνετε ένα οικολογικό ολοκαύτωμα και να πεθάνει όλος ο πλανήτης, να σκοτώσουμε εσάς, ό,τι σας έχει γεννήσει, ό,τι σας διατηρεί, όποιο σκυλί γαυγίζει για πάρτη σας, όποια γλώσσα σας γλείφει, όποια αρχή κι όποιο νόμο σας προστατεύει. 
Γιατί όσους πολέμους κι αν υπόσχεστε, ο πραγματικός πόλεμος είναι ήδη εδώ, είναι ο ταξικός, κι είμαστε όλοι θύματά του, πραγματικός εχθρός μας είναι το Κεφάλαιο, κι αδέρφια και σύντροφοι μας δεν είναι όσοι έχουν την ίδια γλώσσα και την ίδια ταυτότητα, αλλά όσοι έχουν την φωτιά των κολασμένων στην καρδιά τους.
Εσείς έχετε να χάσετε τα πάντα, εμείς μόνο τις αλυσίδες μας. Θα σας σαρώσουμε και θα λευτερωθούμε.
 Το έχουμε ορκιστεί στα παιδιά μας, στους αγέννητους, στα ζώα, στα φυτά, στις θάλασσες, στους προγόνους μας, στους αντάρτες και στους ποιητές μας.