Ενώ σε όλες τις χώρες ο Santa Claus αντιστοιχεί στον Αγιο Νικόλαο, σε εμάς ταυτίζεται με το Μέγα Βασίλειο, επίσκοπο τον 4ου αιώνα.
Ο «δικός» μας άγιος έρχεται πεζοπόρος από την Καισαρεία, την πρωτοχρονιά , και γίνεται φορέας και χορηγός των ευχών και της ευλογίας. Εχει ευρύτατη παιδεία και αντί του σάκου με τα δώρα «κρατάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι» και θεωρείται ο εμπνευστής της φιλανθρωπίας (ίδρυσε κοινωφελή ιδρύματα). Πέθανε την 1η Γενάρη του 379 και αυτή τη μέρα η Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη του.
Ειδωλολατρικά έθιμα ενσωματώνονται σε χριστιανικές γιορτές
Το διάστημα ανάμεσα στα Χριστούγεννα και στα Φώτα στο λαϊκό εορτολόγιο ονομάζεται Δωδεκαήμερο.
Αυτή η περίοδος ήταν πλούσια σε παραδόσεις και έθιμα ειδωλολατρικά με καταγωγή από τις ρωμαϊκές γιορτές, οι οποίες είχαν ήδη ενσωματώσει πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής λατρείας και πολλά έθιμα της Ανατολής.
Οι ρωμαϊκές γιορτές αυτής της περιόδου ήταν τα Σατουρνάλια (γιορτή προς τιμήν του θεού Saturnus, αντίστοιχο με τον Κρόνο των Ελλήνων), το «Γενέθλιον του αήττητου Ηλίου», η πρώτη των Kαλένδων (η πρώτη Γενάρη) ήταν πενθήμερη και γιορταζόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα (στις Καλένδες γινόταν και η εγκατάσταση των καινούριων αρχών) και τα Vota Publica (δηλαδή οι δημόσιες ευχές) στις 3 Γενάρη, οπότε οι ύπαρχοι ορκίζονταν στο λαό να φυλάξουν τους νόμους και να κυβερνήσουν δίκαια.
Τα έθιμα που ήταν συνδεδεμένα με αυτές τις γιορτές ήταν βαθιά ριζωμένα στη ζωή του λαού, ο οποίος δεν ήταν καθόλου διατεθειμένος να τα αποχωριστεί. Ετσι επιβίωσαν στους πρώτους αιώνες επικράτησης του χριστιανισμού.
Η χριστιανική Εκκλησία από την αρχή πήρε έντονα εχθρική στάση απέναντι στις ειδωλολατρικές αυτές γιορτές.
Οπως έγινε στις περισσότερες δημοφιλείς ειδωλολατρικές γιορτές, οι πατέρες της Εκκλησίας έκαναν το μεγάλο ιστορικό συμβιβασμό, τις ταύτισαν με δικές τους εφευρέσεις και επετείους: τα Χριστούγεννα, τη γιορτή του Αγίου Βασιλείου και των Φώτων.
Επέτρεψαν έτσι να ενσωματωθούν σε αυτές τις χριστιανικές γιορτές τα πατροπαράδοτα λαϊκά έθιμα αυτής της περιόδου. Ευνόησαν και την ταύτιση του βασιλιά των Σατουρναλίων, έφορου των τυχερών παιχνιδιών, με τον Μέγα Βασίλειο (στηριζόμενοι και στην παρετυμολογία Βασίλης – βασιλιάς).
Ετσι ο σεπτός Μέγας Βασίλειος, με το πλούσιο κοινωνικό έργο και την ευρύτατη μόρφωση, έγινε έφορος των τυχερών παιχνιδιών και μπορούσε να φανερώνει στους ανθρώπους την τύχη τους… Απόδειξη το φλουρί της βασιλόπιτας, αλλά και ένα σωρό άλλες μαντικές πράξεις που εντοπίζονται την ημέρα της γιορτής του και ποικίλλουν από τόπο σε τόπο.
Ο εορταστικός άρτος βαφτίστηκε βασιλόπιτα
Το ειδικό παρασκεύασμα που στολίζει το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι είναι η βασιλόπιτα (η πίτα του Αγίου Βασιλείου) που σε κάθε τόπο παρασκευάζεται διαφορετικά. Από το κόψιμο της πίτας αυτής μαθαίνουμε ποια τύχη προαναγγέλλεται για την οικογένεια και ποιος θα είναι ο τυχερός του σπιτιού για τον επόμενο χρόνο…
Το έθιμο αυτό ανάγεται στη γιορτή των Κρονίων των αρχαίων Ελλήνων, Σατουρνάλια τη ρωμαϊκή εποχή.
Μια συνήθεια αυτής της γιορτής ήταν η ανάδειξη με κλήρο του «βασιλιά των Σατουρναλίων» που μπορούσε να είναι και άσημος πολίτης ή δούλος. Ο τίτλος αυτός του έδινε τιμές και δόξα και του επέτρεπε μεγάλες ελευθερίες. Αυτή η γιορτή πέρασε στους Βυζαντινούς και σε άλλους λατινογενείς λαούς. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, στα Θεοφάνια έκαναν μια πίτα και μέσα της έβαζαν ένα φασόλι και ένα αμύγδαλο ή νόμισμα. Οποιος το έβρισκε στο κομμάτι του θεωρούνταν βασιλιάς και διηύθυνε τη διασκέδαση της βραδιάς… Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη μέσα στο χρόνο θα παντρευόταν. Τέλος, η βασιλόπιτα πρέπει να συσχετιστεί και με τον εορταστικό άρτο της ελληνικής αρχαιότητας, που προσφερόταν στους θεούς ως απαρχή σε μεγάλες αγροτικές γιορτές.
Η χριστιανική παράδοση που συνδέει τον Μέγα Βασίλειο με τη βασιλόπιτα ξεκινά τον 9ο αιώνα. Και αυτή είναι η κυρίαρχη εκδοχή που αναπαράγεται σήμερα, στην προσπάθεια να πειστούμε πως πρόκειται για γιορτή και έθιμο βυζαντινής προέλευσης.
Η σχετική παράδοση έχει πολλές παραλλαγές. Η πιο διαδεδομένη λέει ότι κάποτε στην Καισαρεία, όπου επίσκοπος ήταν ο Μέγας Βασίλειος, ήλθε ο έπαρχος της Καππαδοκίας με άγριες διαθέσεις για να εισπράξει φόρους. Ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε από τους κατοίκους της πόλης να μαζέψουν ό,τι χρυσαφικά μπορούσαν, προκειμένου να του τα παραδώσουν. Πράγματι συγκεντρώθηκαν πολλά τιμαλφή. Κατά την παράδοση όμως είτε επειδή μετάνιωσε ο έπαρχος, είτε (κατ’ άλλους) επειδή εκ θαύματος ο Αγιος Μερκούριος με πλήθος αγγέλων απομάκρυνε το στρατό του, ο έπαρχος απάλλαξε την πόλη. Προκειμένου λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους, μη γνωρίζοντας σε ποιον ανήκει τι, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι εντός των οποίων τοποθέτησε ανά ένα τα νομίσματα ή τιμαλφή και τα διένειμε στους κατοίκους την επομένη του εκκλησιασμού. Ετσι συνεχίσθηκε η παράδοση αυτή, κατά τη μνήμη της ημέρας του θανάτου του.
Τα κάλαντα
Τα κάλαντα είναι τα ευχετήρια και εγκωμιαστικά ή εορταστικά άσματα που τραγουδούν τα παιδιά στις γιορτές του Δωδεκαημέρου… Η λέξη προέρχεται από τη λατινική Calandae που σημαίνει πρώτη του μήνα.
Τα κάλαντα του Αϊ-Βασίλη και των Χριστουγέννων είναι η πρώτη των Καλένδων των Ρωμαίων (στο ελληνικό ημερολόγιο οι καλένδες ήταν άγνωστες, γι’ αυτό κάθε αναβαλλόμενο ζήτημα το μεταθέτουμε στις ελληνικές καλένδες), γιορτή που συνεχίζει με εξίσου θεαματικές λαϊκές εκδηλώσεις τις αντίστοιχες ειδωλολατρικές των Νουμηνιών (αρχαιοελληνική πρωτοχρονιά όπου ψάλλονταν αντίστοιχα ευχετικά άσματα). Ιδιαίτερα γιορτάζονταν οι Καλένδες του Ιανουαρίου, που από τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. είχαν καθιερωθεί ως η πρώτη ημέρα του χρόνου
Με την αρχή του χρόνου άρχιζε η θητεία των υπάτων, οι οποίοι σε σχετική πομπή στους δρόμους σκορπούσαν νομίσματα που αρχικά ήταν χρυσά, αλλά αργότερα έγιναν ασημένια. Είναι αυτονόητο ότι στο μάζεμα αυτών των νομισμάτων γινόταν ο… χαμός. Νομίσματα μικρής αξίας συνέλεγαν και τα παιδιά που περιέρχονταν τα σπίτια συγγενών και φίλων για να ευχηθούν. Ετσι γεννήθηκαν τα κάλαντα …
Λόγω του ειδωλολατρικού τους παρελθόντος η 6η Οικουμενική Σύνοδος, που εξέφραζε την ύψιστη αυθεντία, στα 692 μ.Χ., ανέλαβε να αποκαθάρει το βίο των πιστών. Καταδίκασε και απαγόρευσε «τας εορτάς και πανηγύρεις ευωχίας των Εθνικών, κατά την 1ην Ιανουαρίου, τας καλουμένας Καλένδας Ιανουαρίου».
Τα έθιμα όμως αποδείχτηκαν πιο δυνατά από τις εγκυκλίους, γι’ αυτό και οι πατέρες της Εκκλησίας, που απέτρεπαν τη συμμετοχή ή απαγόρευαν αυτό το έθιμο, τα ταύτισαν με χριστιανικές γιορτές.
Την πρώτη μαρτυρία για τα εκχριστιανισμένα κάλαντα τη δίνει ο Ιωάννης Τζέτζης το 12ο αι. αναφερόμενος στους Μηναγύρτες, που αντιστοιχούν στους σημερινούς καλαντιστές:
Οπόσοι περιτρέχουσι χώρας και προσαιτούσι
και όσοι κατ’ αρχίμηνον του Ιανουαρίου
και του Χριστού γεννήσει και Φώτων τη ημέρα
οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες
μετά ωδών ή επωδών ή λόγων εγκωμίων
Πηγή: Ατέχνως
Η φωτο από Δω