Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

30 Σεπτεμβρίου, 2016

1941: η Σφαγή στο Μπάμπι Γιαρ απ τους Ναζί

Σαν σήμερα 29/9 το 1941, περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες Εβραίοι της Σοβιετικής Ένωσης και άλλοι «ανεπιθύμητοι» εκτελούνται στο φαράγγι «Μπάμπι Γιαρ» του Κιέβου, από δυνάμεις των SS με τη βοήθεια των τοπικών συνεργατών τους και της ουκρανικής αστυνομίας, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση.


Το Μπάμπι Γιαρ είναι ένα φαράγγι βόρεια του Κιέβου. Το 1941 στις 29 Σεπτέμβρη έγινε ο τόπος εκτέλεσης για χιλιάδες εβραίους, τσιγγάνους, αντιστασιακούς και αιχμαλώτους, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση.

Οι προελαύνουσες στο Ανατολικό Μέτωπο γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν το Κίεβο στις 19 Σεπτεμβρίου 1941. 
Εννιά μέρες αργότερα τοιχοκόλλησαν μια ανακοίνωση σε κάθε γωνιά της πόλης: 
«Όλοι οι Εβραίοι του Κιέβου και των περιχώρων διατάσσονται να παρουσιαστούν στις 8 το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου στη γωνία των οδών Μελνικόφσκι και Ντοκτούροφ, κοντά στο νεκροταφείο. Θα πρέπει να φέρουν μαζί τους οποιοδήποτε έγγραφο που να πιστοποιεί την ταυτότητά τους, καθώς και τα προσωπικά τους είδη. Όποιος παρακούσει τη διαταγή και βρεθεί σε άλλο μέρος της πόλης θα εκτελείται επιτόπου, όπως και κάθε πολίτης που θα εισέλθει σε κατοικία εβραίου και συλληφθεί να κλέβει».

Οι περισσότεροι από τους 175.000 εβραίους της περιοχής πίστεψαν ότι θα κατέληγαν σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης. 
Όμως, οι Ναζί είχαν αποφασίσει ήδη από τις 26 Σεπτεμβρίου να τους εκτελέσουν σε αντίποινα για μια σειρά βομβιστικών ενεργειών κατά στρατιωτικών τους εγκαταστάσεων από την σοβιετική αντίσταση.
Ο εβραϊκός πληθυσμός του Κιέβου (άνδρες, γυναίκες και παιδιά) συγκεντρώθηκε τελικά στο κοιμητήριο, περιμένοντας τα τρένα που θα τους μετέφεραν στην εξορία, όπως πίστευαν. 
Μόλις άκουσαν το κροτάλισμα των πολυβόλων κατάλαβαν ότι ήταν ήδη πολύ αργά για να ξεφύγουν από την κόλαση που τους περίμενε.
Οι άνδρες των SS και οι ντόπιοι συνεργάτες τους οδηγούσαν τους εβραίους σε μικρές ομάδες των 10 ατόμων στο χείλος του φαραγγιού, όπου τους πολυβολούσαν, αφού πρώτα τους έγδυναν και τους χτυπούσαν ανηλεώς αν προέβαλαν αντίσταση. 
Στις 30 Σεπτεμβρίου η πρώτη πράξη της ανθρωποσφαγής είχε ολοκληρωθεί.
Τη διαταγή είχε δώσει ο ίδιος ο αρχηγός των SS, o διαβόητος Χάινριχ Χίμλερ και την εκτέλεσή της ανέλαβε ο στρατηγός Φρίντριχ Γιέκελν. 
Σύμφωνα με την αναφορά του τοπικού τμήματος των SS προς την κεντρική διοίκηση στο Βερολίνο, 33.771 εβραίοι εκτελέστηκαν. 

Σε αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και άλλους 60.000 ομοεθνείς τους, αλλά και τσιγγάνους, αντιστασιακούς και αιχμαλώτους, που εκτελέστηκαν λίγες μέρες αργότερα στο ίδιο σημείο.

Ο υπεύθυνος της σφαγής Φρίντριχ Γιέκελν συνελήφθη από τους Σοβιετικούς και αφού προσήχθη σε δίκη εκτελέστηκε στη Ρίγα της Λετονίας στις 3 Φεβρουαρίου 1946.

Η σφαγή στο Μπάμπι Γιάρ ενέπνευσε τον σπουδαίο ουκρανό ποιητή Γιεβγένι Γεφτουσένκο να γράψει ένα ποίημα με τον τίτλο «Μπάμπι Γιάρ». 
Το μελοποίησε ο μεγάλος ρώσος συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς και το ενέταξε στη Συμφωνία αρ. 13, που φέρει τον υπότιτλο «Μπάμπι Γιάρ».


Η ‘Συνείδηση’ 
Απόσπασμα από διήγημα του βιβλίου 
του  Ρωμύλος Αυδής : Ο ΛΕΚΕΣ
Ο Δνείπερος είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ποταμός της Σοβιετικής Ένωσης. Στις όχθες του είναι χτισμένο το Κίεβο, με θρύλους που το ακολουθούν από τον έβδομο περίπου αιώνα. Πολλοί λένε, ότι το Κίεβο είναι η ‘μητέρα όλων των πόλεων’ της Ρωσίας, τόσο βαθιές είναι οι ρίζες του χωμένες στο έδαφος του χρόνου. Μια ‘μάνα’, η πρωτεύουσα της Ουκρανίας, που στέναξε δυο χρόνια από τη γερμανική κατοχή.
Το Κίεβο, πριν τη γερμανική εισβολή τον Ιούνιο του 1941, ήταν μια από τις ωραιότερες πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης. Είχε όμως την ατυχία να γνωρίσει τα αποτελέσματα του γερμανικού ‘πολιτισμού’. 
Μετά την πτώση των υπερασπιστών της πόλης, οι γερμανοί συνέχισαν την πορεία τους ανατολικά. Ήταν ακόμη η εποχή των θριάμβων, της προέλασης, οι πρώτες μέρες των ‘χιλίων ετών’ γερμανικής κυριαρχίας. 
Θρίαμβος από τη μια μεριά, θρήνος και οδύνη από την άλλη. 
Ορισμένοι ‘ονειροκρίτες’ ισχυρίζονται, ότι τα όνειρα διαρκούν λίγα μόνο δευτερόλεπτα, πριν την αφύπνιση. Δεν παίρνω θέση επί του θέματος, μιας και τα ατομικά όνειρα είναι κάτι έξω από το πεδίο των ενδιαφερόντων μου. 
Εμένα μ’ ενδιαφέρουν τα ‘συλλογικά’ όνειρα. Την ίδια μ’ εμένα γνώμη φαίνεται πως είχαν και εκατομμύρια μπολσεβίκων. 
Είναι άλλο πράγμα το ‘συλλογικό’ όνειρο, που αναφέρεται στην επιθυμία ενός λαού, να ζήσει, να εργαστεί, να σπουδάσει, να ερωτευτεί σε συνθήκες ειρηνικές , συλλογικής κοινωνικής ευημερίας και άλλο πράγμα η ‘ατομική ψύχωση’, την οποία ο Χίτλερ κατάφερε να μεταδώσει στους Γερμανούς, πλην των κομμουνιστών, οι οποίοι ‘παραθέριζαν’ σε διάφορα κάτεργα.
*
Η γη ακολουθούσε μέχρι τον Ιούνη του ’41 τους δικούς της ρυθμούς. Κάρπιζε ανέμελα, αυγαταίνοντας το βιος, πρόσφερνε με ευχαρίστηση από τα σπλάχνα της το ατσάλι, για να μη διακόψει τη λειτουργία των υψικάμινων, έβγαζε μέσα από τα σπλάχνα της πανέμορφα λουλούδια για να χαίρεται το μάτι και η μύτη των ανθρώπων. 
Τα παιδιά πήγαιναν με ευχαρίστηση στο σχολειό, για να μπουν στους δαιδαλώδεις ωκεανούς της γνώσης.
Μια ωραία πρωία σαράντα πέντε παιδιά ο Γκιόργι, ο Φιοντόρ, η Όλγκα, η Λυδία, ο Γκενάντι, ο Τιμοφέεφ, για να αναφέρουμε μερικά μόνο, έκαναν την πρώτη τους γνωριμία με τον πόλεμο. Είδαν την πόλη τους να καταστρέφεται ολοκληρωτικά, και τους δυο γονείς τους να σκοτώνονται. 
Αντί να μάθουν για τον Γκόργκι, για τον Λέοντα Τολστόι, ν’ ακούσουν Τσαϊκόφσκι, έμαθαν τι σημαίνει ξαφνική ‘ορφάνια’. 
Σαράντα πέντε παιδικές ψυχούλες δέχτηκαν ένα φρικτό διπλό σοκ. 

Ένα γιατί έβλεπαν την πόλη τους να καταστρέφεται κι ένα άλλο γιατί έχασαν το στήριγμά τους, τους γονείς τους. Τα σημάδια του θανάτου δύσκολα τα αντικρίζει το ανθρώπινο μάτι, πόσο μάλλον όταν είναι παιδικό. 

Δίπλα στους Δνείπερους και τους Ντον, τους Βόλγες και τους Δνείστερους όλου του κόσμου, μέσα στα Κίεβα, τις Αθήνες, τις Μόσχες και τα Στάλινγκραντ της Ανθρωπότητας, στις πεδιάδες και στα βουνά της Γης ζούνε πολλές άγνωστες ευγενικές και ηρωικές ψυχές. 
Η μπολσεβίκα Αλεξάντρα Ντιρέλσκαγια μάζεψε αυτά τα ορφανά και τα φρόντισε λες και είχαν βγει από τη δικιά της μήτρα. 
Τους απάλυνε τον πόνο της ορφάνιας, την οδύνη της μοναξιάς , τα έντυσε με τα ρούχα της στοργής, τα τάισε με την αγάπη της και γιάτρεψε τις τραυματισμένες ψυχούλες τους με απέραντη δύναμη ψυχής, ν’ αντλούν δύναμη κι υπομονή για να αντιμετωπίζουν τα δύσκολα. Έγινε μάνα και δασκάλα τους, τα μπόλιασε με πίστη για τη ζωή, που ήταν σίγουρη πως ήταν καθ’ οδόν.
Κάτι περισσότερο από δυο χρόνια ‘έμειναν’ οι Γερμανοί στο Κίεβο. Όταν ένα πρωί ξύπνησαν κι αντιλήφθηκαν, ότι το όνειρο τους δεν θα πραγματοποιούνταν, άρχισαν να υποχωρούν προς την κατεύθυνση, απ’ όπου είχαν έρθει. 
Υποχωρούσαν και γκρέμιζαν, έκαιγαν πόλεις και χωριά, σκότωναν αθώους.

Η καταστροφική μανία των Γερμανών από την παρουσία τους στην Ουκρανία, μεταφράζεται ως εξής: 
Κατέστρεψαν 16.150 εργοστάσια, περίπου 400 ορυχεία, ερημώθηκαν 714 πόλεις και κωμοπόλεις και 28.000 χωριά. Τέσσερα εκατομμύρια είναι συνολικά οι νεκροί της Ουκρανία, ένας στους έξι.
Πεντακόσιες χιλιάδες είναι περίπου οι νεκροί του Κιέβου. Εκατό χιλιάδες απ’ αυτούς είναι θαμμένοι σε ομαδικό τάφο στο Μπάμπι Γιαρ, στα περίχωρα του Κιέβου. Εκατό χιλιάδες νεκροί όλων των εθνικοτήτων, κυρίως Εβραίοι, θάφτηκαν σ’ ένα τάφο. 

Στις έξι Νοεμβρίου του ’43, ο κόκκινος στρατός έβαλε τέλος στην παρουσία των Γερμανών στο Κίεβο. 
Ύστερα από 778 μέρες ο σοβιετικός στρατός απελευθέρωσε την πόλη και η Μόσχα υποδέχτηκε τα νέα με κανονιοβολισμούς. Είχε ελευθερωθεί μια ‘αδελφή’ πόλη. Στις έντεκα Νοεμβρίου ανακαλύφθηκε ο ομαδικός τάφος στο Μπάμπι Γιαρ.

 Οι οιμωγές των θυμάτων ακόμα δονούσαν την ατμόσφαιρα. 
Τα πουλιά μόλις είχαν αρχίσει να συνηθίζουν να ξαναπετάνε χωρίς φόβο, τα σπίτια είχαν αρχίσει να ζωντανεύουν, τα χωράφια να τα σπέρνει πάλι το ανθρώπινο χέρι, στα φουγάρα των εργοστασίων ξεπρόβαλαν πάλι οι καπνοί, η ζωή είχε αρχίσει να ξαναμπαίνει δειλά-δειλά στα καταστρεμμένα σπίτια…..
Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς αφιέρωσε την 13η Συμφωνία του στα θύματα του Μπάμπι Γιαρ, 

ενώ το 1961 ο Γεβγκιένι Γιεφτουσένκο έγραψε για τους Εβραίους νεκρούς:
‘….. Είμαι κάθε γέρος που τον σκότωσαν, 
Είμαι κάθε παιδί που το σκότωσαν,
Τίποτα,
Τίποτα μέσα μου δε θα ξεχάσει, Ποτέ.’
Όταν η Αλεξάντρα Ντιρέλσκαγια πέθανε, μετά από αρκετά χρόνια, τα ‘παιδιά’ της έκαναν ένα μνημείο και πάνω στην πλάκα, εκτός από τα σαράντα πέντε ονόματά τους, έγραψαν:

 ‘Μητέρα, είσαι η Συνείδησή μας. Σ’ ευγνωμονούμε και προσευχόμαστε, για σένα’.
Ίσως τώρα να νομίσετε, ότι η Αλεξάντρα Ντιρέλσκαγια, να ξαναγράψω το όνομά της για να ‘τυπωθεί’ στη μνήμη σας, ήταν μια εκκεντρική κυρία βιομηχάνου ή επιχειρηματία, η οποία ‘συγκινήθηκε’ από το δράμα που προκάλεσε ο πόλεμος στις αθώες παιδικές ζωές και τα μεγάλωσε συλλέγοντας χρήματα σε διάφορα ‘φιλανθρωπικά γκαλά’.
Πάλι με ξένα λεφτά γίνονται κάτι τέτοια στις μέρες μας. Εξαγοράζουν οι ‘κυρίες’ τη ‘συλλογική ευθύνη’ της τάξης τους και διαχέουν ανύπαρκτες τύψεις στους αφελείς. Μετέχοντας στη νέα μόδα ‘κοινωνικής ελεημοσύνης’, αισθάνεσαι, στο ασυνείδητό σου, εκτός από τη λύπη για το κάθε φορά γεγονός, μια συνυπευθυνότητα για τα εγκλήματα της αστικής τάξης .
Δεν ανήκε στην κατηγορία αυτής της κοινωνικής υποκρισίας η Αλεξάντρα Ντιρέλσκαγια. Ότι έκανε, το έκανε αφιλοκερδώς, από ιδεολογική πίστη στην αξία της ανθρώπινης ζωής. Μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Ήταν μια απλή κομμουνίστρια…….

18 Δεκεμβρίου 1962. Η πρώτη εκτέλεση της 13ης Συμφωνίας "Μπάμπι Γιαρ" του Ντμίτρι Σοστακόβιτς.
Μπάμπι Γιαρ
Στο Μπάμπι Γιαρ μνημεία δεν υπάρχουν.
Απότομη πλαγιά, σαν μια ταφόπλακα χοντροκομμένη.
Φοβάμαι.
Είμαι τόσων ετών,
όσο και ο εβραϊκός λαός.

Τώρα νομίζω πως–
Ιουδαίος είμαι.
Να, περιφέρομαι στην αρχαία Αίγυπτο.
Να, σταυρωμένος στο σταυρό, αργοπεθαίνω,
και μέχρι σήμερα έχω τα σημάδια των καρφιών.
Τώρα νομίζω πως -
Ο Ντρέιφους είμαι.
Ο μικροαστισμός είναι για ‘με
ο καταδότης και ο δικαστής μου.
Βρίσκομαι πίσω από τα κάγκελα.
Έπεσα στην παγίδα.
Κυνηγημένος,
χλευασμένος
συκοφαντημένος.
Και κυριούλες με φραμπαλάδες Βρυξελλών,
Τσιρίζοντας, με χτυπούν με τα ομπρελίνα τους στο πρόσωπο. 
Τώρα νομίζω πως -
ένα αγοράκι στο Μπελοστόκ είμαι. 
Το αίμα χύνεται, απλώνεται στο χώμα. 
Φωνάζουν οι ταγοί του πιόματος του καπηλειού
βρωμοκοπούν βότκα και κρεμμύδι κομμένο στα δυο.
Είμαι αδύναμος, μ’ έχουν κλωτσήσει με την μπότα. 
Άδικα τους φονιάδες παρακαλώ.
Λένε γελώντας δυνατά: 
«Βάρα τους οβριούς, σώσε τη Ρωσία!» -
Βιάζει την μάνα μου ο αλευράς. 
Ω, λαέ μου ρωσικέ! – 
Ξέρω 
πως εσύ
είσαι βασικά διεθνιστής. 
Συχνά πυκνά, εκείνοι που ‘χουν τα χέρια λερωμένα,
Το καθαρό σου όνομα βρωμίζουν.
Την καλοσύνη των χωμάτων σου γνωρίζω.
Τι προστυχιά,
δίχως καν μια φλέβα να κουνήσουν,
που οι αντισημίτες βιαστικά σε ανακήρυξαν
«Ένωση του ρωσικού λαού»! 
Τώρα νομίζω πως -
η Άννα Φρανκ είμαι, 
διάφανη, 
σαν του Απρίλη το κλαράκι.
Αγαπώ.
Τις φράσεις δεν χρειάζομαι. 
Εκείνο που θέλω 
είναι να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον. 
Πόσα λίγα μπορεί να δεις κανείς,
Μυρίζοντας!
Μας απαγορεύουν τα φύλλα,
μας απαγορεύουν τον ουρανό.
Μπορείς όμως πάρα πολλά να κάνεις – 
είναι τόσο τρυφερό
να αγκαλιάζεις τον άλλον σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Έρχονται ‘δω; 
Μη φοβάσαι – είν’ η βοή
της άνοιξης – 
αυτή μας πλησιάζει. 
Έλα κοντά μου. 
Τα χείλη δωσ’ μου γρήγορα.
Σπάνουν την πόρτα; 
Όχι – είναι το λιώσιμο των πάγων …
το θρόισμα των αγριόχορτων πάνω στο Μπάμπι Γιαρ.
Τα δέντρα κοιτάζουν σκυθρωπά,
σαν δικαστές. 
Όλα σιωπηλά εδώ κραυγάζουν,
και, βγάζοντας το γούνινο καπέλο,
νιώθω
πως αργά γκριζάρουν τα μαλλιά μου.
Και είμαι εγώ,
σαν πνιχτή, δίχως ήχο, κραυγή,
πάνω από τους χιλιάδες θαμμένους. 
Εγώ είμαι –
καθένας από τους εκτελεσμένους γέροντες.
Εγώ είμαι –
καθένα από τα εκτελεσμένα παιδιά. 
Τίποτα μέσα μου
δεν πρόκειται να το ξεχάσει αυτό! 
Και ας ηχεί η «Διεθνής»,
όταν για πάντα θα θαφτεί
Ο τελευταίος πάνω στη γη αντισημίτης.
Στο αίμα μου δεν υπάρχει ούτε μια στάλα αίμα εβραϊκό.
Με μίσος άγριο εμένα με μισούν
οι αντισημίτες όλοι,
αφού εβραίο με θεωρούν, 
γι’ αυτό και είμαι 
Ρώσος αληθινός!