Η ταξική φύση του ναζιστικού κόμματος στη Γερμανία
Συνέβη τη νύχτα της 9ης Νοεμβρίου 1938. Η αποκληθείσα «νύχτα των κρυστάλλων» αποτελεί το πρώτο μαζικό πογκρόμ των Ναζί εναντίον των Εβραίων στη Γερμανία.
Αναδημοσιεύουμε άρθρο του Θανάση Παπαρήγα, γραμμένο το 1985, κλασικό για τη μεθοδολογία με την οποία αναλύεται το φασιστικό φαινόμενο και το ναζιστικό κόμμα.
Με επίκεντρο τη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» (30 Ιούνη 1934), οπότε δολοφονήθηκαν μια σειρά από ηγέτες των SΑ (της μαζικής παραστρατιωτικής οργάνωσης του ΝSDΑΡ), αναλύονται ορισμένες πλευρές της ταξικής φύσης του ναζισμού.
Καταδείχνεται το ψεύδος του μύθου που ισχυρίζεται (στηριζόμενος κύρια σ' αυτό το γεγονός) ότι ο ναζισμός ήταν μέχρι τότε απλά ένα μικροαστικό κίνημα άσχετο ή και απέναντι στο κεφάλαιο και μόνον ύστερα από τη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» τέθηκε στην υπηρεσία των γερμανικών μονοπωλίων.
Επίσης αποκαλύπτεται η αντιεπιστημονικότητα και το ψεύδος των διάφορων αστικών θεωριών περί «ολοκληρωτισμού» - που προβάλλονται με ιδιαίτερη έμφαση σήμερα από τους νεοσυντηρητικούς -«νεοφιλελεύθερους» - οι οποίες ισχυρίζονται ότι δήθεν ο ναζισμός κατάργησε την «ελεύθερη οικονομία της αγοράς», τον καπιταλισμό και υπέταξε τα συμφέροντα των επιχειρήσεων στο «ολοκληρωτικό κράτος».
Αποδεικνύεται, αντίθετα, ότι το ΝSDΑΡ εξυπηρέτησε με τον «καλύτερο τρόπο» τα συμφέροντα της πιο αντιδραστικής μερίδας του γερμανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου και μάλιστα δεν δίστασε να «θυσιάσει» ηγέτες του εκτελώντας τις επιταγές των «πατρώνων» του.
Σύντομο ιστορικό της «Νύχτας των μεγάλων μαχαιριών»
Στις 30 Ιούνη 1934. ένα σοβαρό γεγονός συγκλόνισε τη νεοπαγή ακόμη χιτλερική Γερμανία: ο Ernst Rohm, επιστήθιος φίλος του Αδόλφου Χίτλερ, συναγωνιστής του από την πρώτη στιγμή, ιδρυτής και αρχηγός των SΑ καθαιρέθηκε από τη θέση του και αντικαταστάθηκε μαζί με πολλούς συνεργάτες του. Στην πραγματικότητα, και αυτό δεν άργησε να γίνει γνωστό, ο Rohm και πολλοί άλλοι συνεργάτες του εκτελέστηκαν. Πού οφειλόταν αυτό το αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών; Τι έκρυβε μέσα του και πίσω του;
Ας δούμε πρώτα το ιστορικό των γεγονότων: Όπως ξέρουμε, η κυβέρνηση με καγκελάριο τον Α. Χίτλερ, ορκίζεται στις 30 Γενάρη 1933. Το ΝSDΑΡ είναι πια κυβέρνηση. Αρχίζει μια δωδεκαετία χιτλερικής δικτατορίας που σήμερα ξέρουμε ότι τέλειωσε μέσα στα ερείπια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι αντίπαλοί της τσακίζονται γρήγορα, το κοινοβουλευτικό καθεστώς διαλύεται ουσιαστικά χωρίς αντίσταση, τίθενται εκτός νόμου όλες οι οργανώσεις της εργατικής τάξης και όμως η κυβέρνηση αυτή αντιμετωπίζει ένα σοβαρό και πιθανότατα απροσδόκητο πρόβλημα, τα SΑ.
Ας δούμε πρώτα τι είναι τα SΑ. Όπως δείχνει και το όνομα τους (Sturmabteilungen - Ομάδες Εφόδου) είναι μια οργάνωση παραστρατιωτικού χαρακτήρα. Ιδρύθηκαν στις 3 Αυγούστου 1921 στο Μόναχο, την πόλη - λίκνο του Εθνικοσοσιαλισμού. [1] Στην αρχή παρουσιάστηκαν σαν αθλητικοί όμιλοι, γρήγορα, όμως, εγκατέλειψαν τα προσχήματα και άρχισαν να εμφανίζονται ανοιχτά σαν οργανωμένες ένοπλες ομάδες, με φαιόχρωμη στολή, με βαθμούς κλπ.
Με την άνοδο του ΝSDΑΡ στην εξουσία, αλλάζει, προς το ευρύτερο, φυσικά, και ο ρόλος των SΑ. Από απλός βοηθητικός σχηματισμός ενός κόμματος γίνονται βοηθητικός σχηματισμός του βασικού, στην αρχή, μοναδικού, σε συνέχεια, κόμματος της κυβέρνησης. Παίρνουν και κρατικές αρμοδιότητες. Στις 22 Φλεβάρη 1933, με διάταγμα του υπουργού Εσωτερικών της Πρωσίας Hermann Goring τα SΑ μαζί με άλλες οργανώσεις παίρνουν αστυνομικά καθήκοντα. Οπλίσθηκαν, μάλιστα, και με ελαφρά όπλα πεζικού. Περιττό, φυσικά, να πούμε ότι όλα αυτά συνοδεύτηκαν από ένα εκτεταμένο λουτρό αίματος.
Τότε, πού βρισκόταν το πρόβλημα με τα SA; Απλούστατα, στο ότι άρχισαν να ζητούν - και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εφαρμόζουν - όσα είχε υποσχεθεί το ΝSDΑΡ. Συγκεκριμένα το «Πρόγραμμα των 25 σημείων» του ΝSDΑΡ πρόβλεπε, μεταξύ των άλλων: Καταστολή της τοκογλυφίας, μοίρασμα των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων, δημοτικοποίηση των εμπορικών καταστημάτων και υπενοικίαση τους στους μικροεπιχειρηματίες σε χαμηλές τιμές και, τέλος, δημιουργία λαϊκού στρατού. Η τάση αυτή των SΑ αντανακλούσε πραγματικές, αν και αλλοιωμένες, ταξικές αντιθέσεις, με κύριο εκφραστή της τον αρχηγό των SA Ernst Rohm.
Να και μερικές αποστροφές του τελευταίου την άνοιξη του 1934:
«Μερικοί δεν μας αγαπούν [τα SΑ, δηλ. - Θ.Π.] γιατί, σαν τοποθετημένοι από τον Αδόλφο Χίτλερ εγγυητές της αληθινής γερμανικής επανάστασης, δεν ανεχόμαστε να κυριαρχήσει και πάλι ένα πνεύμα γραφειοκρατισμού και ηγετοκρατίας, δειλίας και υποταγής, αλλά εννοούμε να παραμείνουμε επαναστάτες» (17/3/1934).
«Με ακατανόητη επιείκεια, το νέο καθεστώς στη Γερμανία κατά την κατάληψη της εξουσίας δεν απαλλάχτηκε χωρίς δισταγμούς από τους φορείς του παλιού και του ακόμη παλιότερου συστήματος. Ακόμη σήμερα βρίσκονται σε σημαίνουσες θέσεις άνθρωποι που η εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση δεν τους προκαλεί καμιά αίσθηση. Αλλά θα τους τσακίσουμε οπωσδήποτε και αμείλικτα αν τολμήσουν να μετατρέψουν σε πράξη αυτές τις αντιδραστικές αντιλήψεις» (18/4/1934).
Η στάση αυτή σχετίζεται με την απογοήτευση πολλών οπαδών του ΝSDΑΡ που βλέπουν, κάπως θολά και αξεκαθάριστα. ότι η «δική τους» κυβέρνηση ακολουθεί και αυτή την πολιτική των προηγουμένων, δηλ. την πολιτική του μεγάλου κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, όμως, στην αναταραχή υπάρχει και μια άλλη διάσταση: διάφοροι παλαιοσυντηρητικοί. με φασιστική κατεύθυνση κύκλοι κινούνται για την αντικατάσταση της κυβέρνησης του ΝSDΑΡ από μια κυβέρνηση παρόμοια αλλά παραδοσιακής συντηρητικής ή ίσως μοναρχικής Κατεύθυνσης. Οι κύκλοι αυτοί έχουν σαν επίκεντρο τον Αντικαγκελάριο Franz von Papen. ο οποίος κινείται επίσης δραστήρια αυτή την περίοδο. Στις 17 Ιούνη 1934, εκφωνεί στους φοιτητές του Πανεπιστημίου του Marburg ένα λόγο όπου, με ελάχιστα σκεπασμένα λόγια, καυτηριάζει την αδιαλλαξία των χιτλερικών που δεν εννοούσαν να μοιρασθούν την εξουσία με τις άλλες δυνάμεις της δεξιάς. Αυτά οι ηγέτες του ΝSDΑΡ τα ξέρουν και έχουν ανησυχήσει. Προς αυτή την κατεύθυνση στρέφονται εν μέρει οι επιθέσεις του Goebbels ενάντια στην «αντίδραση». Αργότερα, ο ίδιος θα αποκαλέσει αυτούς τους κύκλους «αντιδραστική πτέρυγα της συνωμοσίας».
Στην πραγματικότητα, πίσω από όλα αυτά κρύβεται ένας άλλος πολύ πιο σοβαρός παράγων: η μεγάλη αστική τάξη. Αυτή η τελευταία είναι πανικόβλητη. Με τρόμο βλέπει τα SΑ να στρέφονται εναντίον της. Φοβάται αυτό το φαιοντυμένο τέρας, που σήκωσε τώρα το κεφάλι του ενάντια στον αφέντη του. Πρέπει να χαλιναγωγηθεί πριν είναι πολύ αργά.
Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες: Οι ξένες δυνάμεις. Η Γαλλία και η Αγγλία παρακολουθούν άγρυπνα την εξέλιξη. Δεν έχουν ακόμη καταλήξει στη θέση τους για αυτό το νέο καθεστώς. Η Γερμανία είναι ακόμη «φασκιωμένη» με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Δεν έχει στρατό και έτσι είναι υποχρεωμένη να αποφεύγει τις προκλητικές ενέργειες. Από αυτό προέρχονται και οι συμφιλιωτικοί τόνοι των λόγων του Α. Χίτλερ στην περίοδο αυτή. Όμως τα SΑ, παρασυρμένα από τον ίδιο τους τον εθνικιστικό πυρετό, οδηγούνται σε προβοκατόρικες ενέργειες. Αρχίζουν να επιτίθενται ενάντια σε ξένους διπλωμάτες στο δρόμο, να τους συλλαμβάνουν κλπ.
Στις 7 Ιούνη 1934 τα SΑ παίρνουν «άδεια» για όλο τον Ιούλη και ο Ernst Rohm αποσύρεται για την ίδια περίοδο στη λουτρόπολη της Άνω Βαυαρίας Bad Wiessee. [2]
Εκεί θα εξοντωθούν όλοι στις 28 Ιούνη αρχίζοντας από τον Rohm. Η εκκαθάριση των SΑ θα είναι το σύνθημα για μια εκτεταμένη και αιματηρή εκκαθάριση λογαριασμών σε όλο το Ράιχ. Καταρχήν, στο Βερολίνο, όπου εκτελούνται οι συνεργάτες του Αντικαγκελαρίου von Papen, που μένει ανενόχλητος.
Ανάμεσα στους νεκρούς είναι ο Edgar Jung συγγραφέας του λόγου του von Papen της 17ης Ιούνη 1934, ο Gustav von Kahr που ο Χίτλερ εκδικείται νια την αποτυχία του πραξικοπήματος του 1423, ο προκάτοχος του Χίτλερ στο αξίωμα του Καγκελαρίου στρατηγός Kurt von Schleicher και η γυναίκα του καθώς και ο συνεργάτης του στρατηγός Kurt von Bredow. Η Gestapo συλλαμβάνει και δολοφονεί στο Βερολίνο και τον Gregor Strasser, ηγέτη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, που είχε παραιτηθεί το Δεκέμβρη του Ι932. [3]
Ο συνολικός αριθμός των νεκρών υπολογίζεται σε 1.076. Εδώ πρέπει να δούμε ότι οι νεκροί είναι «μόνο» τόσοι, γιατί η επιθυμία της Reichswehr είναι σαφής: τα SΑ πρέπει να αποκεφαλισθούν, αλλά κάθε υπερβολική φθορά πρέπει να αποφευχθεί. Η συνολική δύναμη των SΑ είναι 2.900.000 άτομα και η στρατιωτική τους εκπαίδευση τα έκανε απαραίτητα για το μελλοντικό στρατό που ετοιμάζεται.
Η μονοπωλιακή αστική τάξη έβγαλε ένα αναστεναγμό ανακούφισης. Στις 5 Ιούλη 1934. η Deutsche Bergwerkszeitung, όργανο των ιδιοκτητών ορυχείων, έκανε λόγο για μια κλίκα φιλοδοξών που ήθελαν να αρχίσουν νέα πάλη για την εξουσία και εξέφραζε τη χαρά της για τη «γρήγορη επέμβαση της 30ης Ιούνη που μας έσωσε από αυτό τον κίνδυνο».
Η Χιτλερική δικτατορία ολοκληρώνεται
Μετά την εξόντωση των SA ανέβηκε πολύ ο ρόλος των SS (Schutzstaffeln). Αυτή η σχετικά ολιγάριθμη ομάδα, κυρίως αρμοδιότητας σωματοφυλακής δεν θα πάψει να ανεβαίνει και να καταλαμβάνει όλο και καινούργιες εξουσίες. Αυτό οδήγησε αναπόφευκτα στην ενίσχυση της θέσης του Heinrich Himmler. Ο διοικητής της ομάδας των SS που πήρε μέρος στη σφαγή του Μονάχου, ο SS- Gruppennfuhrer Sepp Dietrich [4] ως τότε αρχηγός της προσωπικής σωματοφυλακής του Χίτλερ, πήρε βαθμό στρατηγού. Όλες αυτές οι αλλαγές επισημοποιήθηκαν με το διάταγμα της 20ης Ιούλη 1934. όπου αναφέρονται «οι μεγάλες προσφορές των SS. ιδιαίτερα σε σχέση με τα γεγονότα της 30ης Ιούνη».Ένα μήνα μετά τη δολοφονία των ηγετών των SΑ, η χιτλερική δικτατορία ολοκληρώνεται: Στις 2 Αυγούστου 1934 πεθαίνει ο Πρόεδρος Paul von Hindenburg. Ένας νέος νόμος - που, παραδόξως, έχει ημερομηνία 1η Αυγούστου 1934 - ορίζει ότι “τα καθήκοντα του προέδρου του Ράιχ στο εξής ενώνονται με τα καθήκοντα του καγκελάριου”. Συνεπώς, οι εξουσίες του προέδρου του Ράιχ περνούν στον Führer και καγκελάριο Αδόλφο Χίτλερ. Ο von Blomberg δεν χάνει καιρό. Την ίδια ημέρα αναγγέλλει ότι ο στρατός ορκίζεται πίστη στον Αδόλφο Χίτλερ προσωπικά [5] και, μάλιστα, όχι μόνο πίστη αλλά και άνευ όρων υπακοή.H χιτλερική μονοκρατορία είναι πια γεγονός τετελεσμένο.
Η ταξική φύση του ΝSDAΡ
Η δραματική σύγκρουση της 30 Ιούνη 1934 ήταν, κατά τη γνώμη μας μία γραφική παράσταση της σχετικής αυτονομίας της πολιτικής απέναντι στα οικονομικά συμφέροντα που υπηρετεί. Από την άλλη μεριά, σαν να ήθελε να υπογραμμίσει τη βαθιά αντιφατικότητα του φαινομένου, το ιστορικό αυτό γεγονός έδειξε ότι τα συμφέροντα αυτά χρειάζονται αυτή τη σχετική αυτονομία σαν στοιχείο της άσκησης της εξουσίας τους ειδικά και της πολιτικής τους γενικότερα, σαν «συμπυκνωμένης», αλλά όχι απλής και άμεσης έκφρασης της οικονομίας.
Το «Εθνικό Σοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» (Nazional-Sozialistische Deutsche Arbeiter Partei - NSDAP) ήταν πάντα και έμεινε ως το τέλος το κόμμα που εξυπηρέτησε κατά τον πιο τέλειο, ως τώρα, τρόπο τα συμφέροντα της μεγάλης αστικής τάξης, των κορυφών του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Τέτοιο ήταν και πριν το 1933, και μετά, τέτοιο έμεινε και ως τις 9 Μάη 1945. Αυτό φαίνεται καθαρά από το δείκτη εκείνο που ενδιέφερε πιο πολύ το μονοπωλιακό κεφάλαιο: την πορεία των κερδών. Και δεν μπορεί κανείς να μην παραδεχτεί ότι η κυβέρνηση του ΝSDΑΡ εξασφάλισε συνθήκες εξαιρετικής σε έκταση και βάθος συσσώρευσης κερδών. Η πορεία των τελευταίων υπήρξε πράγματι θεαματική, όπως δείχνει ο παρακάτω πίνακας:
Επίσημα κέρδη επιχειρήσεων (εκατομμύρια μάρκα)
1933 - 1936 - 1938
6,6 - 12,2 - 15
Η ναζιστική 12ετία υπήρξε περίοδος ταχύτατης ανόδου των κερδών και των περιουσιών των μεγιστάνων, όπως μαρτυρούν όλα, χωρίς εξαίρεση, τα στοιχεία. Οι κρατικομονοπωλιακές μέθοδοι που τελειοποίησε ή εγκαινίασε το «1000χρονο Ράιχ» δεν ήταν τίποτε άλλο από μια παραχώρηση - συχνά, με φανερό σκανδαλώδη τρόπο - όλης της γερμανικής οικονομίας σε μια χούφτα μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτές οι επιχειρήσεις «τσέπωσαν» τα κολοσσιαία κέρδη της στρατιωτικοποίησης και της δουλικής εκμετάλλευσης των ξένων, ιδιαίτερα «Ανατολικών» εργατών, αλλά και της λεηλασίας όλης της Ευρώπης. Αυτή η μυθικών διαστάσεων συσσώρευση - που εμφάνισε και χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της περιόδου της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου - εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την εντυπωσιακή ανάκαμψη της ΟΔ Γερμανίας μετά το 1945.
Η συντριβή κάθε οργάνωσης των εργαζομένων έκανε τη δράση του ΝSDΑΡ «θαυματουργή» και στον πολιτικό τομέα. Στη διάρκεια της εξουσίας του, οι εργαζόμενοι δεν διαμαρτυρήθηκαν καθόλου ή σχεδόν καθόλου. Η ένταση της εκμετάλλευσης, μόνος τρόπος δημιουργίας και ενίσχυσης του τεράστιου πολεμικοβιομηχανικού συγκροτήματος μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης χωρίς αποικίες, «πέρασε» ανεμπόδιστα. Αρκετά πριν από τον πόλεμο, η ελεύθερη εκλογή θέσης εργασίας είχε καταργηθεί. Σε ορισμένες κρατικές επιχειρήσεις όπως η «Οργάνωση Todt» (Organisation Todt - ΟΤ) είχαν επιβληθεί όχι μόνο στρατιωτικοί κανονισμοί, αλλά και στρατιωτικές στολές. [6]
Τα πολιτικά κέρδη του κεφαλαίου ήταν και μακροπρόθεσμα. Καταρχήν, ο πόλεμος δεν φαίνεται να προκάλεσε σχεδόν καμιά κίνηση διαμαρτυρίας ή και απλής δυσαρέσκειας. Ένα δείγμα μας δίνει έκθεση ίου «Γερμανικού Μετώπου Εργασίας» (Deytsche Arbeitsfront- DAF). οργάνωσης που ήταν αρμόδια για την οργάνωση του εργατικού δυναμικού και την κίνηση του, του τέλους του 1942: «Το 1917, χάθηκαν σε πολιτικές απεργίες περίπου 2.000.000 εργατοημέρες. Το 1918, ήταν 5.000.000 εργατοημέρες. Στο πολεμικό έτος 1942 κερδήθηκαν αμέτρητα εκατομμύρια προσθέτων εργατοημερών, χωρίς να υπολογίσουμε την εργασιακή απόδοση εκατομμύριων επιστρατευμένων ξένων εργατών» (η έμφαση δική μας).
Και όλα αυτά, χωρίς να υπολογίσουμε ένα άλλο πολιτικό κέρδος πολύ μεγάλης, όπως αποδείχτηκε, σημασίας: τη σχεδόν ολοκληρωτική εξόντωση όλων των επαναστατικών στοιχείων και την απώλεια σχεδόν κάθε επιρροής τους.
Ποτέ πριν από την εγκαθίδρυση του Γ’ Ράιχ οι μεγάλοι καπιταλιστές της Γερμανίας ή οι άμεσοι άνθρωποι τους δεν συμμετείχαν τόσο άμεσα στη διεύθυνση της οικονομίας. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στη Γερμανία οι σχέσεις κράτους-μεγάλου κεφαλαίου ήταν πάντα πολύ στενές. Κάτι περισσότερο: ο Χίτλερ δεν το είχε σε τίποτε να αλλάξει τους στρατηγούς του με τη μεγαλύτερη ευκολία για παραπτώματα πολλές φορές φανταστικά ή συνήθως χωρίς να φταίνε. Αντίθετα, στις κορυφές των οικονομικών-διαχειριστικών υπηρεσιών της χιτλερικής Γερμανίας βλέπει κανείς πάντα αναδιανομή των ίδιων προσώπων: γενικών μετόχων, γενικών διευθυντών ή έμπιστων στελεχών των γιγάντων του χρηματιστηρίου. [7]
Και κάτι ακόμη πιο ενδιαφέρον: Οι στρατηγοί του Χίτλερ ήταν - ή έγιναν - διάσημοι. Ποιος, όμως ξέρει τον Albert Pieg της SΙΕΜΕΝS ή Wilhelm Zangen της ΜΑΝΝΕSΜΑΝ; Αυτοί δεν άφησαν απομνημονεύματα. Η διακριτικότητα ήταν, άλλωστε, αυτό που τους ενδιέφερε περισσότερο.
Εδώ πρέπει να προστεθεί ότι η πολιτική εξουσία του ΝSDΑΡ βοήθησε πολύ όχι μόνο τους καπιταλιστές ενάντια στους εργαζόμενους, αλλά και τους πολύ μεγάλους καπιταλιστές ενάντια σε όλους τους υπολοίπους. Η συγκεντροποίηση, που το κράτος ενθαρρύνει ή και επιβάλλει, παίρνει πρωτοφανείς διαστάσεις: Το μέσο κεφάλαιο των μετοχικών εταιριών περνά από 2.300.000 (1932) σε 5.500.000 μάρκα (1943). Ο νόμος της 7ης Μάρτη 1939 φτάνει ως την κατάργηση των επιχειρήσεων που δεν έφταναν ένα ορισμένο minimum τζίρου, υποχρεώνοντας τους πρώην ιδιοκτήτες τους να γίνουν εργαζόμενοι στη μεγάλη βιομηχανία.
Στην περίοδο 1933-1939 ο αριθμός των επιχειρηματιών και των οικογενειών τους πέφτει από 11.247.000 σε 9.612.00 (-14.54%) και το ποσοστό τους στον πληθυσμό από 19,8% σε 16,2%.
Αλλά, τότε προβάλλει εξίσου αβίαστα και το ερώτημα: Αν το ΝSDΑΡ έδειξε τέτοια συγκινητική φροντίδα για τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, πώς εξηγείται τότε η ύπαρξη μέσα στα SΑ, την πρώτη και σπουδαιότερη οργάνωση του, ενός ισχυρού ρεύματος που προβάλλει αιτήματα ασυμβίβαστα με τα συμφέροντα και τις βλέψεις των «Μαικήνων» του; Άλλωστε, αυτά τα αιτήματα δεν ήταν τυχαία: Είχαν αναπτυχθεί και διακηρυχθεί επανειλημμένα από την ίδια την ηγεσία του ΝSDAPκαι τον Α. Χίτλερ προσωπικά.
Κατά τη γνώμη μας η απάντηση βρίσκεται μέσα στην ίδια την αντιφατική φύση των κομμάτων, πολιτικών οργανισμών που εξυπηρετούν οικονομικά συμφέροντα αλλά ταυτίζονται μαζί τους και που τα εξυπηρετούν με το δικό τους πολιτικό τρόπο.
Σαν πολιτικό κόμμα, το ΝSDΑΡ ήταν από την αρχή φορέας μιας τέτοιας αντίφασης. Η πολιτική και η ιδεολογία του εξυπηρετούσαν από την αρχή τα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου, όπως άλλωστε έδειξε, από το 1920 κιόλας, το ιταλικό παράδειγμα. Έτσι εξηγείται και η ανοχή των αρχών απέναντι στις βιαιοπραγίες του, που αντιμετωπίζονται σαν νεανικές τρέλες και καμιά φορά, τιμωρούνται «πατρικά». Για την απόπειρα πραξικοπήματος του 1923 ο Χίτλερ θα τιμωρηθεί ουσιαστικά με 6 μήνες φυλακή και αυτό ύστερα από μια δίκη σκανδαλώδους επιείκειας!
Στη Γερμανία, αμέσως μετά τον πόλεμο, δημιουργήθηκαν μια σειρά αντεργατικών ενώσεων που αποτελούνταν από απόστρατους αξιωματικούς, τυχοδιώκτες και μπράβους. Τέτοιες οργανώσεις ήταν και τα «εθελοντικά σώματα» (Freikorps) που βοήθησαν στη συντριβή της Γερμανικής Επανάστασης. Η «αποστολή» τους ήταν να ασκούν τρομοκρατική δράση ενάντια σε εργάτες και αγρότες. Οι ενώσεις αυτές ήταν οι ένοχοι για όλες τις δολοφονίες αριστερών πολιτικών από το 1919 ως το 1923. Το ΝSDΑΡ, που στην αρχή ήταν μια απ' αυτές τις πολυάριθμες ενώσεις, κατέληξε να απορροφήσει όλες τις άλλες αντεργατικές συμμορίες.
Από το 1924 ως το 1929 τα μονοπώλια ενίσχυαν οικονομικά τις ναζιστικές συμμορίες τόσο όσο χρειάζονταν για να μην εξαφανιστούν μετά όμως από το 1930 το ΝSDΑΡ πλευρίζεται από το μεγάλο κεφάλαιο ευρύτερα, και όχι πια απλώς σαν μια πληρωμένη συμμορία για «χοντροδουλειές».
Ο Χίτλερ γίνεται δεκτός στα πιο αποκλειστικά άντρα των βιομηχάνων (παράδειγμα, η κλασική «συνεστίαση» στη λέσχη του Dusseldorf της 26ης Γενάρη 1932), τα μονοπώλια του εξασφαλίζουν τη δυνατότητα να πηγαίνει από πύλη σε πόλη με αεροπλάνο στη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών - πράγμα πολύ δύσκολο ακόμη τότε - του δίνουν εκατομμύρια κλπ.
Όμως, το ΝSDΑΡ είναι ακριβώς αυτό που λέει η ονομασία του, δηλ. ένα πολιτικό κόμμα, και όχι ένας απλός εκτελεστικός μηχανισμός του μεγάλου κεφαλαίου, όπως θα ήταν π.χ. μία νομική ή λογιστική εταιρία. Έρχεται σε επαφή και σύνδεση με μάζες, από τη φύση τους διαφορετικές από τα συμφέροντα που το ΝSDΑΡ εκφράζει, και έτσι, διαφοροποιείται και αυτό. Το ίδιο το όνομα του κόμματος είναι χαρακτηριστικό. Εθνικό Σοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα. Η μαζική βάση του ΝSDΑΡ είναι κυρίως μικροαστική και, κατά πιο δεύτερο λόγο, μεσοαστική.
Μια στατιστική της 7ης Γενάρη του 1935 μας δίνει μία εικόνα:
Το 7.3% όλου του «επαγγελματικά απασχολούμενου πληθυσμού» του Ράιχ ανήκει στο ΝSDΑΡ. Απ' αυτό βλέπουμε ότι το ΝSDAP ήταν ένα τεράστιο κόμμα.
Στο NSDAP ανήκε το 20% των δημοσίων υπαλλήλων. (Beainten), ενώ στους δασκάλους και καθηγητές το ποσοστό έφτανε το 3ϋ%.
Στο ΝSDΑΡ ανήκει το 15% των «αυτοαπασχολουμένων».
Στο ΝSDΑΡ ανήκει το 12% ίων «μη δημοσίων» υπαλλήλων (Angestellten).
Το ποσοστό των βιομηχανικών εργατών που είναι μέλη του ΝSDΑΡ είναι γύρω στο 5% του συνόλου των βιομηχανικών εργατών. Γενικά, λίγοι εργάτες έγιναν μέλη του ΝSDΑΡ, παρά το όνομα του. Πριν το 1933, το ΝSDΑΡ ούτε κατόρθωσε, αλλά ούτε έδειξε μεγάλη συνέπεια στην προσπάθεια να δημιουργήσει χωριστή οργάνωση εργατών. [8] Πολλοί επιφανείς ηγέτες του ΝSDΑΡ δυσπιστούσαν απέναντι τους. Η «Εθνικο-σοσιαλιστική Οργάνωση των Εργοστασίων» (Nazional-Sozialistische Bertiebszellenorganisation - NSBO) είχε πάντα, ακόμη και μετά το 1933, ελάχιστα μέλη. Το 1935, διαγράφτηκε από τον κατάλογο των εθνικοσοσιαλιστικών οργανώσεων. Ο ίδιος ο Χίτλερ «υπέδειξε» στο Συνέδριο του ΝSDΑΡ του 1937 να μην παρελάσουν χωριστές ομάδες εργατών. Αυτό δείχνει καθαρά ότι δεν ήθελε τη χωριστή παρουσία των εργατών γιατί αυτό θύμιζε την ταξική πάλη ή, έστω, την ταξική «απόσταση». Σαν γνήσιο κόμμα της αστικής τάξης, το ΝSDΑΡ δεν μπορούσε να υποφέρει τη θέα των χωριστά οργανωμένων εργατών ούτε μέσα στα ίδια του τα πλαίσια.
Το ποσοστό των αγροτών που ανήκε στο ΝSDΑΡ ήταν ασήμαντο, πράγμα που εξηγείται από το ότι η συμμετοχή των αγροτών στα κόμματα ήταν πάντα στη Γερμανία πολύ μικρή. [9]
Η έκθεση δεν αναφέρει στοιχεία για το βάρος των εκπροσώπων της μεγαλοαστικής τάξης μέσα στο ΝSDΑΡ και αντίστροφα. Ξέρουμε όμως ότι πάρα πολλοί απ' αυτούς ήταν μέλη του. Αναμφίβολα, λόγω του πολύ μικρού τους αριθμού γενικά, ο σχετικός αριθμός τους στο ΝSDΑΡ θα ήταν πολύ μικρός, το «ειδικό βάρος» του όμως, ήταν τεράστιο.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το βασικό μαζικό στήριγμα του ΝSDΑΡ ήταν - από άποψη οργανωμένης μαζικής βάσης, αλλά και εκλογικής βάσης - τα μεσαία στρώματα, ιδιαίτερα αυτά της πόλης. Αυτό χρησιμοποιήθηκε για να «ξαναγραφτεί», δηλαδή να παραποιηθεί η ιστορία. Στη σειρά των άρθρων, μελετών κλπ, που γράφτηκαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την άνοδο στην εξουσία του ΝSDΑΡ. προβλήθηκε συχνά το επιχείρημα: Αφού μέσα στο ΝSDΑΡ βρίσκονταν κυρίως μεσαία στρώματα, το ΝSDΑΡ ήταν το κόμμα των μεσαίων στρωμάτων έτσι «βγαίνουν λάδι» τα μονοπώλια. Οι τοποθετήσεις αυτές «ξεχνούν» τη βασική ιστορική αποστολή του ΝSDΑΡ: να συνδέσει τις μάζες με την πολιτική και την άσκηση της πολιτικής του μεγάλου κεφαλαίου. Πράγμα που το ΝSDΑΡ πέτυχε λαμπρά. [10]
Για να το πετύχει, όμως, αυτό έπρεπε να γίνει αυτό ακριβώς που έγινε: ένας πολιτικός οργανισμός της αστικής τάξης, κατά συνέπεια ένας οργανισμός βαθιά αντιφατικός, που θα ήταν σε θέση να εκφράζει με ένα μαζικό τρόπο την πολιτική των μεγιστάνων. Ο ίδιος ο χαρακτήρας του επέβαλε την αντιφατικότητά του.
Εδώ, όμως. πρέπει να δούμε και την άλλη πλευρά: H αντιφατικότητα του ΝSDΑΡ δεν σημαίνει συνύπαρξη στο εσωτερικό του αντιπάλων ισοτίμων παραγόντων. Σημαίνει αντανάκλαση στο εσωτερικό των πραγματικών ταξικών αντιθέσεων, αλλά κάτω από την κυριαρχία ενός από τους πόλους, στη συγκεκριμένη περίπτωση του μεγάλου κεφαλαίου, ο οποίος προσδιορίζει τον πραγματικό ταξικό χαρακτήρα του Κόμματος. Η κυριαρχία αυτή εκφράζεται πολιτικοιδεολογικά και «ψυχολογικά». Πράγμα που σημαίνει ότ ι η δικτατορία της κυρίαρχης τάξης υπάρχει και μέσα στο κόμμα ή στα κόμματα της.
Η πορεία των πραγμάτων δείχνει ακριβώς αυτό: Ότι τα διάφορα στοιχεία του NSDΑΡ, διαφορετικά και - ως ένα βαθμό - αντίθετα μεταξύ τους, βαδίζουν μαζί και μαθαίνουν βαθμιαία να προσαρμόζονται μεταξύ τους. Το ένα δεν μπορεί να κάνει χωρίς το άλλο.
Η προσαρμογή, όμως, δεν γίνεται ισότιμα. Σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι, ίσως, ούτε καν αμοιβαία. Στην πραγματικότητα, η μικροαστική μάζα προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της πολιτικής της μεγαλοαστικής τάξης. Το ότι η τελευταία βαραίνει ασύγκριτα περισσότερο, το έδειξε στο μοιραίο εκείνο χειμώνα του 1932-33. Το ΝSDΑΡ, ύστερα από την πρώτη του εκλογική ήττα στις 6 Νοέμβρη 1932 και τις δημοτικές εκλογές της Θουριγγίας το Δεκέμβρη, βρίσκεται σε κατάσταση βαθιάς κρίσης και απειλείται - όπως λέει ο ίδιος Α. Χίτλερ - με «διάλυση». Κι όμως, λίγες μόνο μέρες μετά. στις 30 Γενάρη 1933, το ηττημένο κόμμα έγινε κυβέρνηση. Εκείνο που δεν μπορούσαν να κάνουν τα εκατομμύρια των οπαδών του το έκανε μία συνεννόηση μερικών ανθρώπων - αλλά τι ανθρώπων! - σε μία βίλλα της Κολωνίας. Αυτό πρέπει να έδειξε πολλά στα πιο διορατικά στοιχεία της ηγεσίας του ΝSDΑΡ, που ανάμεσα τους περιλαμβανόταν και ο Α. Χίτλερ.
Άλλωστε, η πληρέστερη απόδειξη είναι η ίδια η τελική απόφαση του Α. Χίτλερ να συνταχθεί με την Reichswehr και την μεγαλοαστική τάξη ενάντια στα SΑ και στον Rohm, ο οποίος ήταν φίλος του από το 1920 και ήταν ο μόνος συνεργάτης του στον οποίο μιλούσε στον ενικό. [11] Στο βαθμό που ταλαντεύεται, προσπαθεί να επιτύχει ένα συμβιβασμό μεταξύ τους. Ποτέ, όμως, δεν θα προσπαθήσει, και από πουθενά δεν βγαίνει ότι το σκέφτηκε καν, να θυσιάσει την Reichswehr στον Rohm.
Η ουσιαστική πρωτοκαθεδρία της μεγαλοαστικής τάξης φαίνεται και πριν από το 1933. Μετά το 1930, το ΝSDΑΡ είναι ένα μαζικό κόμμα. Στα ταμεία του αρχίζουν και συρρέουν εκατομμύρια. Η κομματική κορυφή προσεγγίζει το μεγάλο κεφάλαιο. Δεν έλειψαν και εκείνοι που κατήγγειλαν από μέσα αυτά τα γεγονότα καθώς και περιπτώσεις σκανδαλώδους χρηματισμού, διαφθοράς κλπ. Κι όμως, οι μάζες των μικροαστών δεν είδαν καμιά ασυμβίβαστη αντίθεση ανάμεσα σ' αυτά και τη βίαιη αντικαπιταλιστική φρασεολογία του Κόμματος. [12]
Χαρακτηριστική είναι η εξέλιξη των ηγετών του ΝSDAΡ. Αυτοί που πέρασαν στην «αθανασία» είναι αυτοί που πέρασαν και στην αστική τάξη.
Ο Hermann Goring π.χ., έγινε ο κλασικός εκπρόσωπος του ναζιστικού γραφειοκρατικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, και έφτασε να έχει «στο όνομα του» ένα ολόκληρο κρατικό μονοπώλιο. Η ειδική του θέση στο σύστημα του γερμανικού ιμπεριαλισμού εξηγεί την παθολογική του τάση προς την άμεση ληστεία. Σ' αυτόν ανήκει η «αθάνατη» φράση προς τους υπαλλήλους του Ράιχ στα κατεχόμενα εδάφη, στις 6/8/1942: «Εννοώ απλά και καθαρά ληστεία και όχι μισές δουλειές!»
Την ίδια έντονη τάση έλλειψης σαφούς διαχωρισμού ανάμεσα στο δικό του χρήμα και το ξένο είχε και ο άλλοτε τόσο βίαιος στις αντικαπιταλιστικές του διακηρύξεις Josef Goebbels. [13]
Στην πραγματικότητα, το κομμάτι αυτό της ηγεσίας του ΝSDΑΡ εξελίσσεται - στο βαθμό, βέβαια, που δεν είχε ήδη εξελιχθεί - σε ομάδα αστών επαγγελματιών πολιτικών ειδικού είδους ή, έστω, ειδικής «τεχνικής». Υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου και θεωρεί πολύ φυσικό να επωφελείται απ' αυτό.
Εδώ αξίζει να σταθούμε και σε ένα άλλο σημείο: Όπως είδαμε, μετά τις 30 Ιούνη 1934, τα SS είχαν μια λαμπρή καριέρα. Και με τέτοια λαμπρή καριέρα, τι άλλο να έκαναν; Έγιναν επιχειρηματίες.
Τα SS εμπορεύονταν κάτι που τα μονοπώλια χρειάζονταν επιτακτικά στη διάρκεια, ιδιαίτερα, του πολέμου: εργατική δύναμη. Κοντά σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ανεγέρθηκαν εργοστάσια παραγωγής πολεμικών ειδών και τα SS «νοίκιαζαν» το εργατικό δυναμικό, στέλνοντας εκεί κρατουμένους επί πληρωμή.
Ας αντέξουμε για λίγο το απωθητικό θέαμα αυτής της επιχειρηματικής δραστηριότητας, πραγματικά ακραίου δείγματος στρατιωτικογραφειοκρατικού κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε την άψογη οργάνωση της στατιστικής και, προπάντων, της λογιστικής παρακολούθησης: Κατά κανόνα, η «ταρίφα» ήταν 6 μάρκα την ημέρα για έναν ειδικευμένο εργάτη και 4 για ένα βοηθητικό. Στο στρατόπεδο του Dachau τα κέρδη ήταν 2.000.000 μάρκα το μήνα. Τα συνολικά κέρδη μιας περιόδου 21 μηνών από την ενοικίαση όλων των αρρένων κρατουμένων του Buchenwald ήταν 84.877.929,31 μάρκα, δηλ. 4.041.806.1 μάρκα το μήνα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών υπηρεσιών των SS το μέσο κέρδος από ένα κρατούμενο - με μέσο όρο ζωής 9 μηνών - ήταν 1631 μάρκα.
Πίσω απ' αυτούς τους υπολογισμούς, πρέπει να δούμε το γεγονός ότι από τα 14.000.000 άτομα που μεταφέρθηκαν στην Γερμανία από όλη την κατεχόμενη Ευρώπη από τότε που ο Gauleiter της Θουριγγίας Fritz Sauckel ανέλαβε τη θέση του «Γενικού Πληρεξουσίου Κινητοποίησης Εργατικού Δυναμικού» (21 Μάρτη του 1942), τα 7.000.000 πέθαναν.
Η «σύμφυση» SS - μεγαλοαστικής τάξης γίνεται όλο και πιο στενή. Να τι γράφει, στις 12 Απρίλη 1941, ο Ο. Αmbros, διευθυντής του υποκαταστήματος του τραστ Ι.G.Farben στο Ludwigshafen, σε επιστολή του προς τους διευθυντές του τραστ στη Φρανκφούρτη Ter Meer και Straus:
«Στις 7 Απρίλη, έγινε στο Kattowitz η καταστατική ιδρυτική συνέλευση. Διάφορες αντιδράσεις των μικρο-χαρτογιακάδων ξεπεράστηκαν γρήγορα. Ο Dr. Eckel συμπεριφέρθηκε πολύ καλά και η καινούργια μας φιλία με τα SS δίνει εξαιρετικά αποτελέσματα».
Με βάση όλα τα παραπάνω πρέπει κανείς να δει και ένα άλλο παράλληλο «φαινόμενο»: την ύπαρξη δύο ομάδων χαρακτηριστικών των κομμάτων τις οποίες μη έχοντας άλλη πιο δόκιμη ονομασία, θα ονομάσουμε ομάδα ουσιαστικών χαρακτηριστικών και ομάδα μη ουσιαστικών χαρακτηριστικών.
Ουσιώδη είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθορίζουν την πραγματική ουσία του κόμματος, την πραγματική του, ας πούμε, «ψυχή». Καθορίζουν δηλ. τον πραγματικό του ρόλο και την πραγματική του στάση, πέρα από τις αναπόφευκτες αντιφάσεις της ζωής, τις απότομες αλλαγές, τις διαφορές των προσώπων ή ακόμη και τις τακτικές προσαρμογές. Είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα, που πηγάζουν από την ίδια την τάξη, της οποίας το κόμμα εκφράζει τα συμφέροντα.
Στην περίπτωση του ΝSDAΡ και των οργανώσεων που δημιούργησε τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ήταν:
α. Ο φασιστικός εθνικισμός ρατσιστικού τύπου. Η εθνικιστική μυθολογία χρησίμευε για τη νοητική δημιουργία της «λαϊκής κοινότητας», δηλ. μιας εθνικά και πολιτιστικά ομοιογενούς κοινωνίας όπου δεν υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις. Η μη ύπαρξη ταξικών αντιθέσεων, δεν σημαίνει καθόλου κατάργηση των τάξεων. Σημαίνει, αντίθετα, αποδοχή της διαφορετικής ταξικής τοποθέτησης. Στη ναζιστική «λαϊκή κοινότητα» όλοι έχουν «ίση» θέση, απλώς η θέση τους «διαφέρει». Στην ουσία πρόκειται για μια κοινωνία αυστηρά ιεραρχημένη και πειθαρχημένη στην υπηρεσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. [14]
Πολύ ενδιαφέρουσα., κατά τη γνώμη μας. είναι μια άποψη που εξέφρασε γι’ αυτό το θέμα ο ίδιος ο Χίτλερ: «Πρέπει, λοιπόν, να προβλέψουμε τα πλαίσια μέσα στα οποία θα μπει ολόκληρη η ζωή του κάθε ατόμου. Αυτό σημαίνει σοσιαλισμός και όχι η οργάνωση δευτερευόντων πραγμάτων, όπως ίο πρόβλημα ατομικής ιδιοκτησίας ή των μέσων παραγωγής». [15]
β. Ο αντικομουνισμός και ο αντιμπολσεβικισμός. Στις γραμμές του ΝSDΑΡ κυριαρχεί από την αρχή ως το τέλος ένας φανατικός, μέχρι αρρωστημένου βαθμού, αντικομουνισμός. Ο αντικομουνισμός αυτός φτάνει ως το σημείο της ήρεμης αντιμετώπισης του κομμουνισμού - με την εξής έννοια: γιατί να λογοφέρει κανείς με έναν εχθρό apriori καταδικασμένο; Στη διάρκεια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης η αντικομουνιστική μανία παίρνει μια ιδιόμορφη αλλά χαρακτηριστική έκφραση: συχνά οι κομμουνιστές κατηγορούνται ότι δεν είναι αρκετά αδιάλλακτοι, ότι έχουν «ξεπουληθεί στο μεγάλο κεφάλαιο» (!) κλπ.
Ο μανιακός αντικομουνισμός του ΝSDΑΡ εκφράζει, φυσικά, τον πανικό της αστικής τάξης. Το ότι, όμως, γίνεται λόγος κυρίως για «μπολσεβικισμό» και όχι για «κομουνισμό» δεν είναι τυχαίο. Αποτελεί προσπάθεια «ιδεολογικοποίησης» δύο, ζωτικής σημασίας, σχεδίων της αστικής τάξης:
Κατάληψη της ΕΣΣΔ και αξιοποίησή της.
Εξόντωση του σοσιαλισμού σαν κρατικής οντότητας και σταθεροποίηση του ιμπεριαλισμού κάτω από γερμανική ηγεσία.
γ. Η έμμονη ιδέα του κινδύνου της επανάστασης και της ανάγκης να προληφθεί ή να καταπνιγεί. Οι ηγέτες του ΝSDΑΡ δεν δίσταζαν να κάνουν επαναστατικά κηρύγματα και να αποκαλούν την κατάληψη της εξουσίας από τους ίδιους «Εθνικοσοσιαλιστική Επανάσταση». Στην πραγματικότητα, όμως, ο αντι-επαναστατισμός κυριαρχούσε στις γραμμές τους μέχρι του σημείου της έμμονης ιδέας.
Καταρχήν, από την πρώτη στιγμή της ύπαρξης του το ΝSDΑΡ στρέφεται ακράτητο ενάντια στους «εγκληματίες του Νοέμβρη», εννοώντας του Νοέμβρη του 1918. Το σχήμα ήταν το εξής: «Οι εγκληματίες» αυτοί ξεσηκώθηκαν, το Νοέμβρη του 1918, καταστρέφοντας το εσωτερικό μέτωπο και καταδικάζοντας το στρατό στην ήττα. Έτσι, απαλλάσσεται και από κάθε ευθύνη και ο στρατός και δημιουργείται και ο περίφημος «θρύλος του πισώπλατου χτυπήματος με το εγχειρίδιο» (Dolchstosslegende). Φυσικά, η άποψη αυτή δείχνει ότι οι οπαδοί της, από άγνοια ή συμφέρον, χειρίζονται πολύ «ελεύθερα» την ιστορική αλήθεια, αφού δεν βλέπουν ότι, το Νοέμβρη του 1918, η Γερμανία ήταν, ούτως ή άλλως, χαμένη και ότι η επανάσταση του 1918 ήταν το αποτέλεσμα και όχι η αιτία της κατάρρευσης.
Πάντως, οι ηγέτες του ΝSDΑΡ ούτε μπορούσαν ούτε ήθελαν να τα καταλάβουν όλα αυτά. Εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν να διακηρύττουν συνεχώς και σε όλους τους τόνους ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να ξαναγίνει στη Γερμανία. Στα τέλη Ιούνη 1944 ενώ η στρατιωτική ήττα είναι πια φανερή σε κάθε αμερόληπτο παρατηρητή, ο ίδιος ο Α. Χίτλερ, μιλώντας σε ομάδα βιομηχάνων και στρατηγών, αισθάνεται την ανάγκη να τους διαβεβαιώσει ότι «στη σημερινή Γερμανία δεν μπορεί να γίνει καμία επανάσταση». Ενδιαφέρον έχει να παρατηρηθεί ότι ο αντιεπαναστατισμός φαίνεται να αποτελεί το υπόβαθρο και άλλων ιδεών των ηγετών του ΝSDΑΡ. όπως. π.χ. του αντισημιτισμού. Η αντίληψη της έννοιας του «εβραιο-μπολσεβικισμού» δεν μας φαίνεται τυχαία. Και, άλλωστε, ο Heinrich Himmler τονίζει: «Η περιοχή του κόσμου που δεν έχει κανένα εβραίο είναι άτρωτη απέναντι σε κάθε επανάσταση».
Ο αντιεπαναστατισμός του ΝSDAΡ ακολουθεί κατά πόδας τις διαθέσεις της μεγάλης αστικής τάξης, η οποία, όπως δείχνει καθαρά ο λόγος του Χίτλερ του Ιούνη 1944, φοβάται όχι τόσο την ήττα όσο την επανάσταση.
Φυσικά, εδώ παραλείπουμε την εκτενή αναφορά σε μια σειρά ουσιώδη χαρακτηριστικά του ΝSDΑΡ που βρίσκονται κάπως έξω από το άμεσο ενδιαφέρον του θέματός μας.
► Ο πλήρης ανορθολογισμός, αντανάκλαση της προσπάθειας της αστικής τάξης να ξεφύγει από μια πραγματικότητα που της ξεφεύγει, του φόβου της απέναντι στο μαζικό κίνημα, καθώς και προσπάθεια «δικαιολόγησης» της ωμής βίας ενάντια στις μάζες.
► Η λατρεία του αρχηγού, αντανάκλαση των βλέψεων της μεγαλοαστικής κορυφής για μια «ισχυρή εξουσία».
► Το μίσος ενάντια στην εργατική τάξη σαν «προλεταριάτο», έκφραση του φόβου της μεγάλης αστικής τάξης απέναντι στο προλεταριάτο.
Στα κόμματα υπάρχουν και τα μη ουσιώδη χαρακτηριστικά. Είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που ανάγονται στη σφαίρα της «τεχνικής» της εξυπηρέτησης των «ουσιωδών».
Στο ΝSDΑΡ τέτοια χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα η «σοσιαλιστική» και «εργατική» του εμφάνιση, που έφθασε ως και την ονομασία του. Αυτή η πλευρά του ΝSDΑΡ δεν αντανακλούσε τον πραγματικό του χαρακτήρα και απλώς υπηρετούσε τα «ουσιώδη» χαρακτηριστικά του.
Εδώ παρακαλούμε τον αναγνώστη να αποφύγει μία σοβαρή παρανόηση: η διάκριση ανάμεσα στα ουσιώδη και τα μη ουσιώδη χαρακτηριστικά που κάναμε παραπάνω, δεν σημαίνει καθόλου διαίρεση ανάμεσα σε αναγκαία και μη αναγκαία χαρακτηριστικά. Και αυτό γιατί και οι δύο ομάδες είναι αναγκαίες σε ένα αστικό κόμμα. Χωρίς τα μη ουσιώδη χαρακτηριστικά, τα ουσιώδη δεν μπορούν να βρουν την πολιτική τους ολοκλήρωση και εφαρμογή, άρα είναι άχρηστα.
Αυτό το βλέπουμε και στο ΝSDΑΡ, που διατηρεί και τις δύο ομάδες χαρακτηριστικών και μετά τις 30 Ιούνη 1934. Ανάμεσα στα αναρίθμητα παραδείγματα, παίρνουμε μία δήλωση του ίδιου του A. Χίτλερ στο Reichstag τον Ιούλη του 1940, (δηλ. μετά την έναρξη του πολέμου):
«Πρόθεση μου δεν ήταν ο πόλεμος, αλλά η δημιουργία ενός νέου κράτους, σοσιαλιστικού, που θα απολάμβανε τον πιο υψηλό πολιτισμό». [16]
Κλείνοντας μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η πολιτική του ΝSDAΡ αποτελεί ολοκλήρωση φαινομένων των οποίων αρχικά σημεία παρατήρησαν στην εποχή τους οι κλασικοί του επιστημονικού κομμουνισμού.
Μερικά «παραδείγματα» συναντάμε στη 18η Brumaire. Ενδιαφέρον έχει επίσης μία παρατήρηση που κάνει ο Λένιν το 1920 γι' αυτούς που αποκαλεί «αντιδραστικούς επαναστάτες». Σαν παράδειγμα φέρνει τη στάση των μελών των «Μαύρων Εκατονταρχιών» το 1905, τα οποία, από τη μεριά κυνηγούσαν τους μπολσεβίκους και από την άλλη ζητούσαν τη δήμευση της γης των ευγενών. [17] Φυσικά, κάθε σύγκριση με τη Ρωσία μπορεί να γίνει μόνο mutatis mutandis. Στο παράδειγμα του Λένιν έχουμε ένα φαινόμενο που εκφράζει την επαναστατική κατάρρευση, έστω και βαθμιαία, μιας κοινωνίας που κυοφορεί την Επανάσταση, και που δεν μπορεί να απαλλαγεί απ' αυτή. Στη Γερμανία έχουμε, αντίθετα, μια κοινωνία που δεν κυοφορεί την Επανάσταση και έχει πια πάρει την αντιδραστική κατηφόρα. Σημειώνουμε πάντως ότι, στην ίδια εκείνη ευκαιρία, ο Λένιν αναφέρει το παράδειγμα «ενός καθυστερημένου αγρότη της Α. Πρωσίας» - η A. Πρωσία υπήρξε, σε συνέχεια, ένα οπό τα προπύργια του ΝSDΑΡ - ο οποίος δηλώνει σε μία εφημερίδα ότι «πρέπει να επιστρέψει ο Γουλιέλμος γιατί δεν υπάρχει τάξη στη χώρα αλλά αυτή τη φορά να ακολουθήσει τους μπολσεβίκους».
Συμπεράσματα
Όπως είναι γνωστό ο ταξικός χαρακτήρας ενός κόμματος καθορίζεται από τους εξής πέντε βασικούς παράγοντες: την πρακτική του, την κοινωνική του σύνθεση τόσο σε επίπεδο εκλογικής και οργανωμένης βάσης όσο και σε επίπεδο ηγεσίας, τον τρόπο οργάνωσής του, το πρόγραμμά του και την ιδεολογία του. [18]
Όπως είδαμε, το ΝSDΑΡ με την πολιτική του πρακτική εξυπηρέτησε τα συμφέροντα της πιο αντιδραστικής μερίδας των μονοπωλίων καθώς και αυτά της μεγαλοαστικής τάξης συνολικά: τα κέρδη αυξήθηκαν με ταχείς ρυθμούς, ενώ διαλύθηκαν όλες οι οργανώσεις της εργατικής τάξης.
Η ηγεσία του. με την άνοδο στην εξουσία, εντάχθηκε στη μεγαλοαστική τάξη. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς όπως ο Goring και τα SS έγιναν, όπως σημειώσαμε, οι ίδιοι καπιταλιστές επιχειρηματίες. Αντίθετα, το κομμάτι της ηγεσίας του που δεν είχε άμεση σχέση με τα μονοπώλια, και εξέφραζε - με παραμορφωμένο τρόπο - ορισμένες διαθέσεις των πληβειακών μαζών που ακολουθούσαν το ΝSDΑΡ, εξοντώθηκε.
Η εκλογική του βάση, όπως έδειξαν οι εκλογές που έγιναν μέχρι το 1932, καθώς και οι πρώτες και τελευταίες εκλογές που έγιναν υπό το ναζιστικό καθεστώς (5 Μάη 1933), ήταν κύρια τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, ενώ η οργανωμένη βάση του αποτελείτο βασικά από μεσαία στρώματα της πόλης.
Όπως σημειώσαμε η δικτατορία των μονοπωλίων υπάρχει και μέσα στο ΝSDAΡ μια βασική πλευρά αυτής της δικτατορίας ήταν ο τρόπος οργάνωσης του. ένας τρόπος γραφειοκρατικά συγκεντρωτικός, προσωποπαγής που βασίζονταν στην «αρχή του Fuhrer».
Τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ιδεολογίας και του προγράμματος του, αυτά που εφάρμοσε και στην πολιτική του πρακτική, ήταν ο ανορθολογισμός, ο παθολογικός αντικομουνισμός και αντιεπαναστατισμός, η λατρεία της δύναμης και του «ισχυρού άνδρα», το μίσος ενάντια στο προλεταριάτο, ο ρατσισμός, το μίσος ενάντια στις «κατώτερες φυλές» κ.ά.
Πηγές αυτών των αντιλήψεων ήταν οι ιδέες της ίδιας της αστικής τάξης στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, οι ιδέες που εκφράζουν την αντίδραση σ' όλη τη γραμμή των μονοπωλίων.
Παράλληλα προκειμένου να ενσωματώσει και υποτάξει τις μικροαστικές μάζες, το πρόγραμμα και η ιδεολογία του ναζισμού περιείχε και μη - ουσιώδη χαρακτηριστικά: εκφυλισμένες, διαστρεβλωμένες μορφές ιδεών που προέρχονται από τις λαϊκές μάζες, όπως είναι δημαγωγικός αντικαπιταλισμός, μια αντιμονοπωλιακή φρασεολογία κ.ά. Οι ιδέες αυτές, που ουδέποτε εφαρμόστηκαν στην πράξη, ήταν απαραίτητες - σαν τεχνική - για να λειτουργήσει το ΝSDΑΡ σαν πολιτικό κόμμα της μονοπωλιακής αστικής τάξης, για να υποτάξει και ενσωματώσει τις μάζες στην ανοιχτή δικτατορία της πιο αντιδραστικής μερίδας του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
H πηγή λοιπόν του φασισμού είναι το ίδιο το μονοπωλιακό κεφάλαιο και όχι κάποιες έμφυτες βιολογικές ή ψυχολογικές ορμές του ανθρώπου, όπως ισχυρίζονται διάφοροι αστοί και μικροαστοί ιδεολόγοι. Και η γνώση αυτή της πηγής και, το κυριότερο, η πάλη εναντίον της μέχρι την οριστική συντριβή της, αποτελεί τον μοναδικό τρόπο για να μην ξαναεμφανιστεί η τραγωδία του ναζισμού.
Ο Θανάσης Παπαρήγας ήταν στέλεχος του ΚΚΕ, δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθήνας.
Ποτέ πριν από την εγκαθίδρυση του Γ’ Ράιχ οι μεγάλοι καπιταλιστές της Γερμανίας ή οι άμεσοι άνθρωποι τους δεν συμμετείχαν τόσο άμεσα στη διεύθυνση της οικονομίας. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στη Γερμανία οι σχέσεις κράτους-μεγάλου κεφαλαίου ήταν πάντα πολύ στενές. Κάτι περισσότερο: ο Χίτλερ δεν το είχε σε τίποτε να αλλάξει τους στρατηγούς του με τη μεγαλύτερη ευκολία για παραπτώματα πολλές φορές φανταστικά ή συνήθως χωρίς να φταίνε. Αντίθετα, στις κορυφές των οικονομικών-διαχειριστικών υπηρεσιών της χιτλερικής Γερμανίας βλέπει κανείς πάντα αναδιανομή των ίδιων προσώπων: γενικών μετόχων, γενικών διευθυντών ή έμπιστων στελεχών των γιγάντων του χρηματιστηρίου. [7]
Και κάτι ακόμη πιο ενδιαφέρον: Οι στρατηγοί του Χίτλερ ήταν - ή έγιναν - διάσημοι. Ποιος, όμως ξέρει τον Albert Pieg της SΙΕΜΕΝS ή Wilhelm Zangen της ΜΑΝΝΕSΜΑΝ; Αυτοί δεν άφησαν απομνημονεύματα. Η διακριτικότητα ήταν, άλλωστε, αυτό που τους ενδιέφερε περισσότερο.
Η πολιτική εξουσία του ΝSDΑΡ βοήθησε και τους πολύ μεγάλους καπιταλιστές ενάντια σε όλους τους υπολοίπους
Εδώ πρέπει να προστεθεί ότι η πολιτική εξουσία του ΝSDΑΡ βοήθησε πολύ όχι μόνο τους καπιταλιστές ενάντια στους εργαζόμενους, αλλά και τους πολύ μεγάλους καπιταλιστές ενάντια σε όλους τους υπολοίπους. Η συγκεντροποίηση, που το κράτος ενθαρρύνει ή και επιβάλλει, παίρνει πρωτοφανείς διαστάσεις: Το μέσο κεφάλαιο των μετοχικών εταιριών περνά από 2.300.000 (1932) σε 5.500.000 μάρκα (1943). Ο νόμος της 7ης Μάρτη 1939 φτάνει ως την κατάργηση των επιχειρήσεων που δεν έφταναν ένα ορισμένο minimum τζίρου, υποχρεώνοντας τους πρώην ιδιοκτήτες τους να γίνουν εργαζόμενοι στη μεγάλη βιομηχανία.
Στην περίοδο 1933-1939 ο αριθμός των επιχειρηματιών και των οικογενειών τους πέφτει από 11.247.000 σε 9.612.00 (-14.54%) και το ποσοστό τους στον πληθυσμό από 19,8% σε 16,2%.
Αλλά, τότε προβάλλει εξίσου αβίαστα και το ερώτημα: Αν το ΝSDΑΡ έδειξε τέτοια συγκινητική φροντίδα για τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, πώς εξηγείται τότε η ύπαρξη μέσα στα SΑ, την πρώτη και σπουδαιότερη οργάνωση του, ενός ισχυρού ρεύματος που προβάλλει αιτήματα ασυμβίβαστα με τα συμφέροντα και τις βλέψεις των «Μαικήνων» του; Άλλωστε, αυτά τα αιτήματα δεν ήταν τυχαία: Είχαν αναπτυχθεί και διακηρυχθεί επανειλημμένα από την ίδια την ηγεσία του ΝSDAPκαι τον Α. Χίτλερ προσωπικά.
Κατά τη γνώμη μας η απάντηση βρίσκεται μέσα στην ίδια την αντιφατική φύση των κομμάτων, πολιτικών οργανισμών που εξυπηρετούν οικονομικά συμφέροντα αλλά ταυτίζονται μαζί τους και που τα εξυπηρετούν με το δικό τους πολιτικό τρόπο.
Σαν πολιτικό κόμμα, το ΝSDΑΡ ήταν από την αρχή φορέας μιας τέτοιας αντίφασης. Η πολιτική και η ιδεολογία του εξυπηρετούσαν από την αρχή τα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου, όπως άλλωστε έδειξε, από το 1920 κιόλας, το ιταλικό παράδειγμα. Έτσι εξηγείται και η ανοχή των αρχών απέναντι στις βιαιοπραγίες του, που αντιμετωπίζονται σαν νεανικές τρέλες και καμιά φορά, τιμωρούνται «πατρικά». Για την απόπειρα πραξικοπήματος του 1923 ο Χίτλερ θα τιμωρηθεί ουσιαστικά με 6 μήνες φυλακή και αυτό ύστερα από μια δίκη σκανδαλώδους επιείκειας!
Στη Γερμανία, αμέσως μετά τον πόλεμο, δημιουργήθηκαν μια σειρά αντεργατικών ενώσεων που αποτελούνταν από απόστρατους αξιωματικούς, τυχοδιώκτες και μπράβους. Τέτοιες οργανώσεις ήταν και τα «εθελοντικά σώματα» (Freikorps) που βοήθησαν στη συντριβή της Γερμανικής Επανάστασης. Η «αποστολή» τους ήταν να ασκούν τρομοκρατική δράση ενάντια σε εργάτες και αγρότες. Οι ενώσεις αυτές ήταν οι ένοχοι για όλες τις δολοφονίες αριστερών πολιτικών από το 1919 ως το 1923. Το ΝSDΑΡ, που στην αρχή ήταν μια απ' αυτές τις πολυάριθμες ενώσεις, κατέληξε να απορροφήσει όλες τις άλλες αντεργατικές συμμορίες.
Από το 1924 ως το 1929 τα μονοπώλια ενίσχυαν οικονομικά τις ναζιστικές συμμορίες τόσο όσο χρειάζονταν για να μην εξαφανιστούν μετά όμως από το 1930 το ΝSDΑΡ πλευρίζεται από το μεγάλο κεφάλαιο ευρύτερα, και όχι πια απλώς σαν μια πληρωμένη συμμορία για «χοντροδουλειές».
Ο Χίτλερ γίνεται δεκτός στα πιο αποκλειστικά άντρα των βιομηχάνων (παράδειγμα, η κλασική «συνεστίαση» στη λέσχη του Dusseldorf της 26ης Γενάρη 1932), τα μονοπώλια του εξασφαλίζουν τη δυνατότητα να πηγαίνει από πύλη σε πόλη με αεροπλάνο στη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών - πράγμα πολύ δύσκολο ακόμη τότε - του δίνουν εκατομμύρια κλπ.
Όμως, το ΝSDΑΡ είναι ακριβώς αυτό που λέει η ονομασία του, δηλ. ένα πολιτικό κόμμα, και όχι ένας απλός εκτελεστικός μηχανισμός του μεγάλου κεφαλαίου, όπως θα ήταν π.χ. μία νομική ή λογιστική εταιρία. Έρχεται σε επαφή και σύνδεση με μάζες, από τη φύση τους διαφορετικές από τα συμφέροντα που το ΝSDΑΡ εκφράζει, και έτσι, διαφοροποιείται και αυτό. Το ίδιο το όνομα του κόμματος είναι χαρακτηριστικό. Εθνικό Σοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα. Η μαζική βάση του ΝSDΑΡ είναι κυρίως μικροαστική και, κατά πιο δεύτερο λόγο, μεσοαστική.
Μια στατιστική της 7ης Γενάρη του 1935 μας δίνει μία εικόνα:
Το 7.3% όλου του «επαγγελματικά απασχολούμενου πληθυσμού» του Ράιχ ανήκει στο ΝSDΑΡ. Απ' αυτό βλέπουμε ότι το ΝSDAP ήταν ένα τεράστιο κόμμα.
Στο NSDAP ανήκε το 20% των δημοσίων υπαλλήλων. (Beainten), ενώ στους δασκάλους και καθηγητές το ποσοστό έφτανε το 3ϋ%.
Στο ΝSDΑΡ ανήκει το 15% των «αυτοαπασχολουμένων».
Στο ΝSDΑΡ ανήκει το 12% ίων «μη δημοσίων» υπαλλήλων (Angestellten).
Το ποσοστό των βιομηχανικών εργατών που είναι μέλη του ΝSDΑΡ είναι γύρω στο 5% του συνόλου των βιομηχανικών εργατών. Γενικά, λίγοι εργάτες έγιναν μέλη του ΝSDΑΡ, παρά το όνομα του. Πριν το 1933, το ΝSDΑΡ ούτε κατόρθωσε, αλλά ούτε έδειξε μεγάλη συνέπεια στην προσπάθεια να δημιουργήσει χωριστή οργάνωση εργατών. [8] Πολλοί επιφανείς ηγέτες του ΝSDΑΡ δυσπιστούσαν απέναντι τους. Η «Εθνικο-σοσιαλιστική Οργάνωση των Εργοστασίων» (Nazional-Sozialistische Bertiebszellenorganisation - NSBO) είχε πάντα, ακόμη και μετά το 1933, ελάχιστα μέλη. Το 1935, διαγράφτηκε από τον κατάλογο των εθνικοσοσιαλιστικών οργανώσεων. Ο ίδιος ο Χίτλερ «υπέδειξε» στο Συνέδριο του ΝSDΑΡ του 1937 να μην παρελάσουν χωριστές ομάδες εργατών. Αυτό δείχνει καθαρά ότι δεν ήθελε τη χωριστή παρουσία των εργατών γιατί αυτό θύμιζε την ταξική πάλη ή, έστω, την ταξική «απόσταση». Σαν γνήσιο κόμμα της αστικής τάξης, το ΝSDΑΡ δεν μπορούσε να υποφέρει τη θέα των χωριστά οργανωμένων εργατών ούτε μέσα στα ίδια του τα πλαίσια.
Το ποσοστό των αγροτών που ανήκε στο ΝSDΑΡ ήταν ασήμαντο, πράγμα που εξηγείται από το ότι η συμμετοχή των αγροτών στα κόμματα ήταν πάντα στη Γερμανία πολύ μικρή. [9]
Η έκθεση δεν αναφέρει στοιχεία για το βάρος των εκπροσώπων της μεγαλοαστικής τάξης μέσα στο ΝSDΑΡ και αντίστροφα. Ξέρουμε όμως ότι πάρα πολλοί απ' αυτούς ήταν μέλη του. Αναμφίβολα, λόγω του πολύ μικρού τους αριθμού γενικά, ο σχετικός αριθμός τους στο ΝSDΑΡ θα ήταν πολύ μικρός, το «ειδικό βάρος» του όμως, ήταν τεράστιο.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το βασικό μαζικό στήριγμα του ΝSDΑΡ ήταν - από άποψη οργανωμένης μαζικής βάσης, αλλά και εκλογικής βάσης - τα μεσαία στρώματα, ιδιαίτερα αυτά της πόλης. Αυτό χρησιμοποιήθηκε για να «ξαναγραφτεί», δηλαδή να παραποιηθεί η ιστορία. Στη σειρά των άρθρων, μελετών κλπ, που γράφτηκαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την άνοδο στην εξουσία του ΝSDΑΡ. προβλήθηκε συχνά το επιχείρημα: Αφού μέσα στο ΝSDΑΡ βρίσκονταν κυρίως μεσαία στρώματα, το ΝSDΑΡ ήταν το κόμμα των μεσαίων στρωμάτων έτσι «βγαίνουν λάδι» τα μονοπώλια. Οι τοποθετήσεις αυτές «ξεχνούν» τη βασική ιστορική αποστολή του ΝSDΑΡ: να συνδέσει τις μάζες με την πολιτική και την άσκηση της πολιτικής του μεγάλου κεφαλαίου. Πράγμα που το ΝSDΑΡ πέτυχε λαμπρά. [10]
Για να το πετύχει, όμως, αυτό έπρεπε να γίνει αυτό ακριβώς που έγινε: ένας πολιτικός οργανισμός της αστικής τάξης, κατά συνέπεια ένας οργανισμός βαθιά αντιφατικός, που θα ήταν σε θέση να εκφράζει με ένα μαζικό τρόπο την πολιτική των μεγιστάνων. Ο ίδιος ο χαρακτήρας του επέβαλε την αντιφατικότητά του.
Εδώ, όμως. πρέπει να δούμε και την άλλη πλευρά: H αντιφατικότητα του ΝSDΑΡ δεν σημαίνει συνύπαρξη στο εσωτερικό του αντιπάλων ισοτίμων παραγόντων. Σημαίνει αντανάκλαση στο εσωτερικό των πραγματικών ταξικών αντιθέσεων, αλλά κάτω από την κυριαρχία ενός από τους πόλους, στη συγκεκριμένη περίπτωση του μεγάλου κεφαλαίου, ο οποίος προσδιορίζει τον πραγματικό ταξικό χαρακτήρα του Κόμματος. Η κυριαρχία αυτή εκφράζεται πολιτικοιδεολογικά και «ψυχολογικά». Πράγμα που σημαίνει ότ ι η δικτατορία της κυρίαρχης τάξης υπάρχει και μέσα στο κόμμα ή στα κόμματα της.
Η πορεία των πραγμάτων δείχνει ακριβώς αυτό: Ότι τα διάφορα στοιχεία του NSDΑΡ, διαφορετικά και - ως ένα βαθμό - αντίθετα μεταξύ τους, βαδίζουν μαζί και μαθαίνουν βαθμιαία να προσαρμόζονται μεταξύ τους. Το ένα δεν μπορεί να κάνει χωρίς το άλλο.
Η προσαρμογή, όμως, δεν γίνεται ισότιμα. Σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι, ίσως, ούτε καν αμοιβαία. Στην πραγματικότητα, η μικροαστική μάζα προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της πολιτικής της μεγαλοαστικής τάξης. Το ότι η τελευταία βαραίνει ασύγκριτα περισσότερο, το έδειξε στο μοιραίο εκείνο χειμώνα του 1932-33. Το ΝSDΑΡ, ύστερα από την πρώτη του εκλογική ήττα στις 6 Νοέμβρη 1932 και τις δημοτικές εκλογές της Θουριγγίας το Δεκέμβρη, βρίσκεται σε κατάσταση βαθιάς κρίσης και απειλείται - όπως λέει ο ίδιος Α. Χίτλερ - με «διάλυση». Κι όμως, λίγες μόνο μέρες μετά. στις 30 Γενάρη 1933, το ηττημένο κόμμα έγινε κυβέρνηση. Εκείνο που δεν μπορούσαν να κάνουν τα εκατομμύρια των οπαδών του το έκανε μία συνεννόηση μερικών ανθρώπων - αλλά τι ανθρώπων! - σε μία βίλλα της Κολωνίας. Αυτό πρέπει να έδειξε πολλά στα πιο διορατικά στοιχεία της ηγεσίας του ΝSDΑΡ, που ανάμεσα τους περιλαμβανόταν και ο Α. Χίτλερ.
Άλλωστε, η πληρέστερη απόδειξη είναι η ίδια η τελική απόφαση του Α. Χίτλερ να συνταχθεί με την Reichswehr και την μεγαλοαστική τάξη ενάντια στα SΑ και στον Rohm, ο οποίος ήταν φίλος του από το 1920 και ήταν ο μόνος συνεργάτης του στον οποίο μιλούσε στον ενικό. [11] Στο βαθμό που ταλαντεύεται, προσπαθεί να επιτύχει ένα συμβιβασμό μεταξύ τους. Ποτέ, όμως, δεν θα προσπαθήσει, και από πουθενά δεν βγαίνει ότι το σκέφτηκε καν, να θυσιάσει την Reichswehr στον Rohm.
Η ουσιαστική πρωτοκαθεδρία της μεγαλοαστικής τάξης φαίνεται και πριν από το 1933. Μετά το 1930, το ΝSDΑΡ είναι ένα μαζικό κόμμα. Στα ταμεία του αρχίζουν και συρρέουν εκατομμύρια. Η κομματική κορυφή προσεγγίζει το μεγάλο κεφάλαιο. Δεν έλειψαν και εκείνοι που κατήγγειλαν από μέσα αυτά τα γεγονότα καθώς και περιπτώσεις σκανδαλώδους χρηματισμού, διαφθοράς κλπ. Κι όμως, οι μάζες των μικροαστών δεν είδαν καμιά ασυμβίβαστη αντίθεση ανάμεσα σ' αυτά και τη βίαιη αντικαπιταλιστική φρασεολογία του Κόμματος. [12]
Χαρακτηριστική είναι η εξέλιξη των ηγετών του ΝSDAΡ. Αυτοί που πέρασαν στην «αθανασία» είναι αυτοί που πέρασαν και στην αστική τάξη.
Ο Hermann Goring π.χ., έγινε ο κλασικός εκπρόσωπος του ναζιστικού γραφειοκρατικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, και έφτασε να έχει «στο όνομα του» ένα ολόκληρο κρατικό μονοπώλιο. Η ειδική του θέση στο σύστημα του γερμανικού ιμπεριαλισμού εξηγεί την παθολογική του τάση προς την άμεση ληστεία. Σ' αυτόν ανήκει η «αθάνατη» φράση προς τους υπαλλήλους του Ράιχ στα κατεχόμενα εδάφη, στις 6/8/1942: «Εννοώ απλά και καθαρά ληστεία και όχι μισές δουλειές!»
Την ίδια έντονη τάση έλλειψης σαφούς διαχωρισμού ανάμεσα στο δικό του χρήμα και το ξένο είχε και ο άλλοτε τόσο βίαιος στις αντικαπιταλιστικές του διακηρύξεις Josef Goebbels. [13]
Στην πραγματικότητα, το κομμάτι αυτό της ηγεσίας του ΝSDΑΡ εξελίσσεται - στο βαθμό, βέβαια, που δεν είχε ήδη εξελιχθεί - σε ομάδα αστών επαγγελματιών πολιτικών ειδικού είδους ή, έστω, ειδικής «τεχνικής». Υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου και θεωρεί πολύ φυσικό να επωφελείται απ' αυτό.
Εδώ αξίζει να σταθούμε και σε ένα άλλο σημείο: Όπως είδαμε, μετά τις 30 Ιούνη 1934, τα SS είχαν μια λαμπρή καριέρα. Και με τέτοια λαμπρή καριέρα, τι άλλο να έκαναν; Έγιναν επιχειρηματίες.
Τα SS εμπορεύονταν κάτι που τα μονοπώλια χρειάζονταν επιτακτικά στη διάρκεια, ιδιαίτερα, του πολέμου: εργατική δύναμη. Κοντά σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ανεγέρθηκαν εργοστάσια παραγωγής πολεμικών ειδών και τα SS «νοίκιαζαν» το εργατικό δυναμικό, στέλνοντας εκεί κρατουμένους επί πληρωμή.
Ας αντέξουμε για λίγο το απωθητικό θέαμα αυτής της επιχειρηματικής δραστηριότητας, πραγματικά ακραίου δείγματος στρατιωτικογραφειοκρατικού κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε την άψογη οργάνωση της στατιστικής και, προπάντων, της λογιστικής παρακολούθησης: Κατά κανόνα, η «ταρίφα» ήταν 6 μάρκα την ημέρα για έναν ειδικευμένο εργάτη και 4 για ένα βοηθητικό. Στο στρατόπεδο του Dachau τα κέρδη ήταν 2.000.000 μάρκα το μήνα. Τα συνολικά κέρδη μιας περιόδου 21 μηνών από την ενοικίαση όλων των αρρένων κρατουμένων του Buchenwald ήταν 84.877.929,31 μάρκα, δηλ. 4.041.806.1 μάρκα το μήνα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών υπηρεσιών των SS το μέσο κέρδος από ένα κρατούμενο - με μέσο όρο ζωής 9 μηνών - ήταν 1631 μάρκα.
Πίσω απ' αυτούς τους υπολογισμούς, πρέπει να δούμε το γεγονός ότι από τα 14.000.000 άτομα που μεταφέρθηκαν στην Γερμανία από όλη την κατεχόμενη Ευρώπη από τότε που ο Gauleiter της Θουριγγίας Fritz Sauckel ανέλαβε τη θέση του «Γενικού Πληρεξουσίου Κινητοποίησης Εργατικού Δυναμικού» (21 Μάρτη του 1942), τα 7.000.000 πέθαναν.
Η «σύμφυση» SS - μεγαλοαστικής τάξης γίνεται όλο και πιο στενή. Να τι γράφει, στις 12 Απρίλη 1941, ο Ο. Αmbros, διευθυντής του υποκαταστήματος του τραστ Ι.G.Farben στο Ludwigshafen, σε επιστολή του προς τους διευθυντές του τραστ στη Φρανκφούρτη Ter Meer και Straus:
«Στις 7 Απρίλη, έγινε στο Kattowitz η καταστατική ιδρυτική συνέλευση. Διάφορες αντιδράσεις των μικρο-χαρτογιακάδων ξεπεράστηκαν γρήγορα. Ο Dr. Eckel συμπεριφέρθηκε πολύ καλά και η καινούργια μας φιλία με τα SS δίνει εξαιρετικά αποτελέσματα».
Με βάση όλα τα παραπάνω πρέπει κανείς να δει και ένα άλλο παράλληλο «φαινόμενο»: την ύπαρξη δύο ομάδων χαρακτηριστικών των κομμάτων τις οποίες μη έχοντας άλλη πιο δόκιμη ονομασία, θα ονομάσουμε ομάδα ουσιαστικών χαρακτηριστικών και ομάδα μη ουσιαστικών χαρακτηριστικών.
Ουσιώδη είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθορίζουν την πραγματική ουσία του κόμματος, την πραγματική του, ας πούμε, «ψυχή». Καθορίζουν δηλ. τον πραγματικό του ρόλο και την πραγματική του στάση, πέρα από τις αναπόφευκτες αντιφάσεις της ζωής, τις απότομες αλλαγές, τις διαφορές των προσώπων ή ακόμη και τις τακτικές προσαρμογές. Είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα, που πηγάζουν από την ίδια την τάξη, της οποίας το κόμμα εκφράζει τα συμφέροντα.
Στην περίπτωση του ΝSDAΡ και των οργανώσεων που δημιούργησε τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ήταν:
α. Ο φασιστικός εθνικισμός ρατσιστικού τύπου. Η εθνικιστική μυθολογία χρησίμευε για τη νοητική δημιουργία της «λαϊκής κοινότητας», δηλ. μιας εθνικά και πολιτιστικά ομοιογενούς κοινωνίας όπου δεν υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις. Η μη ύπαρξη ταξικών αντιθέσεων, δεν σημαίνει καθόλου κατάργηση των τάξεων. Σημαίνει, αντίθετα, αποδοχή της διαφορετικής ταξικής τοποθέτησης. Στη ναζιστική «λαϊκή κοινότητα» όλοι έχουν «ίση» θέση, απλώς η θέση τους «διαφέρει». Στην ουσία πρόκειται για μια κοινωνία αυστηρά ιεραρχημένη και πειθαρχημένη στην υπηρεσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. [14]
Πολύ ενδιαφέρουσα., κατά τη γνώμη μας. είναι μια άποψη που εξέφρασε γι’ αυτό το θέμα ο ίδιος ο Χίτλερ: «Πρέπει, λοιπόν, να προβλέψουμε τα πλαίσια μέσα στα οποία θα μπει ολόκληρη η ζωή του κάθε ατόμου. Αυτό σημαίνει σοσιαλισμός και όχι η οργάνωση δευτερευόντων πραγμάτων, όπως ίο πρόβλημα ατομικής ιδιοκτησίας ή των μέσων παραγωγής». [15]
β. Ο αντικομουνισμός και ο αντιμπολσεβικισμός. Στις γραμμές του ΝSDΑΡ κυριαρχεί από την αρχή ως το τέλος ένας φανατικός, μέχρι αρρωστημένου βαθμού, αντικομουνισμός. Ο αντικομουνισμός αυτός φτάνει ως το σημείο της ήρεμης αντιμετώπισης του κομμουνισμού - με την εξής έννοια: γιατί να λογοφέρει κανείς με έναν εχθρό apriori καταδικασμένο; Στη διάρκεια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης η αντικομουνιστική μανία παίρνει μια ιδιόμορφη αλλά χαρακτηριστική έκφραση: συχνά οι κομμουνιστές κατηγορούνται ότι δεν είναι αρκετά αδιάλλακτοι, ότι έχουν «ξεπουληθεί στο μεγάλο κεφάλαιο» (!) κλπ.
Ο μανιακός αντικομουνισμός του ΝSDΑΡ εκφράζει, φυσικά, τον πανικό της αστικής τάξης. Το ότι, όμως, γίνεται λόγος κυρίως για «μπολσεβικισμό» και όχι για «κομουνισμό» δεν είναι τυχαίο. Αποτελεί προσπάθεια «ιδεολογικοποίησης» δύο, ζωτικής σημασίας, σχεδίων της αστικής τάξης:
Κατάληψη της ΕΣΣΔ και αξιοποίησή της.
Εξόντωση του σοσιαλισμού σαν κρατικής οντότητας και σταθεροποίηση του ιμπεριαλισμού κάτω από γερμανική ηγεσία.
γ. Η έμμονη ιδέα του κινδύνου της επανάστασης και της ανάγκης να προληφθεί ή να καταπνιγεί. Οι ηγέτες του ΝSDΑΡ δεν δίσταζαν να κάνουν επαναστατικά κηρύγματα και να αποκαλούν την κατάληψη της εξουσίας από τους ίδιους «Εθνικοσοσιαλιστική Επανάσταση». Στην πραγματικότητα, όμως, ο αντι-επαναστατισμός κυριαρχούσε στις γραμμές τους μέχρι του σημείου της έμμονης ιδέας.
Καταρχήν, από την πρώτη στιγμή της ύπαρξης του το ΝSDΑΡ στρέφεται ακράτητο ενάντια στους «εγκληματίες του Νοέμβρη», εννοώντας του Νοέμβρη του 1918. Το σχήμα ήταν το εξής: «Οι εγκληματίες» αυτοί ξεσηκώθηκαν, το Νοέμβρη του 1918, καταστρέφοντας το εσωτερικό μέτωπο και καταδικάζοντας το στρατό στην ήττα. Έτσι, απαλλάσσεται και από κάθε ευθύνη και ο στρατός και δημιουργείται και ο περίφημος «θρύλος του πισώπλατου χτυπήματος με το εγχειρίδιο» (Dolchstosslegende). Φυσικά, η άποψη αυτή δείχνει ότι οι οπαδοί της, από άγνοια ή συμφέρον, χειρίζονται πολύ «ελεύθερα» την ιστορική αλήθεια, αφού δεν βλέπουν ότι, το Νοέμβρη του 1918, η Γερμανία ήταν, ούτως ή άλλως, χαμένη και ότι η επανάσταση του 1918 ήταν το αποτέλεσμα και όχι η αιτία της κατάρρευσης.
Πάντως, οι ηγέτες του ΝSDΑΡ ούτε μπορούσαν ούτε ήθελαν να τα καταλάβουν όλα αυτά. Εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν να διακηρύττουν συνεχώς και σε όλους τους τόνους ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να ξαναγίνει στη Γερμανία. Στα τέλη Ιούνη 1944 ενώ η στρατιωτική ήττα είναι πια φανερή σε κάθε αμερόληπτο παρατηρητή, ο ίδιος ο Α. Χίτλερ, μιλώντας σε ομάδα βιομηχάνων και στρατηγών, αισθάνεται την ανάγκη να τους διαβεβαιώσει ότι «στη σημερινή Γερμανία δεν μπορεί να γίνει καμία επανάσταση». Ενδιαφέρον έχει να παρατηρηθεί ότι ο αντιεπαναστατισμός φαίνεται να αποτελεί το υπόβαθρο και άλλων ιδεών των ηγετών του ΝSDΑΡ. όπως. π.χ. του αντισημιτισμού. Η αντίληψη της έννοιας του «εβραιο-μπολσεβικισμού» δεν μας φαίνεται τυχαία. Και, άλλωστε, ο Heinrich Himmler τονίζει: «Η περιοχή του κόσμου που δεν έχει κανένα εβραίο είναι άτρωτη απέναντι σε κάθε επανάσταση».
Ο αντιεπαναστατισμός του ΝSDAΡ ακολουθεί κατά πόδας τις διαθέσεις της μεγάλης αστικής τάξης, η οποία, όπως δείχνει καθαρά ο λόγος του Χίτλερ του Ιούνη 1944, φοβάται όχι τόσο την ήττα όσο την επανάσταση.
Ουσιώδη χαρακτηριστικά του ΝSDΑΡ (σύντομη αναφορά)
Φυσικά, εδώ παραλείπουμε την εκτενή αναφορά σε μια σειρά ουσιώδη χαρακτηριστικά του ΝSDΑΡ που βρίσκονται κάπως έξω από το άμεσο ενδιαφέρον του θέματός μας.
► Ο πλήρης ανορθολογισμός, αντανάκλαση της προσπάθειας της αστικής τάξης να ξεφύγει από μια πραγματικότητα που της ξεφεύγει, του φόβου της απέναντι στο μαζικό κίνημα, καθώς και προσπάθεια «δικαιολόγησης» της ωμής βίας ενάντια στις μάζες.
► Η λατρεία του αρχηγού, αντανάκλαση των βλέψεων της μεγαλοαστικής κορυφής για μια «ισχυρή εξουσία».
► Το μίσος ενάντια στην εργατική τάξη σαν «προλεταριάτο», έκφραση του φόβου της μεγάλης αστικής τάξης απέναντι στο προλεταριάτο.
Στα κόμματα υπάρχουν και τα μη ουσιώδη χαρακτηριστικά. Είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που ανάγονται στη σφαίρα της «τεχνικής» της εξυπηρέτησης των «ουσιωδών».
Στο ΝSDΑΡ τέτοια χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα η «σοσιαλιστική» και «εργατική» του εμφάνιση, που έφθασε ως και την ονομασία του. Αυτή η πλευρά του ΝSDΑΡ δεν αντανακλούσε τον πραγματικό του χαρακτήρα και απλώς υπηρετούσε τα «ουσιώδη» χαρακτηριστικά του.
Εδώ παρακαλούμε τον αναγνώστη να αποφύγει μία σοβαρή παρανόηση: η διάκριση ανάμεσα στα ουσιώδη και τα μη ουσιώδη χαρακτηριστικά που κάναμε παραπάνω, δεν σημαίνει καθόλου διαίρεση ανάμεσα σε αναγκαία και μη αναγκαία χαρακτηριστικά. Και αυτό γιατί και οι δύο ομάδες είναι αναγκαίες σε ένα αστικό κόμμα. Χωρίς τα μη ουσιώδη χαρακτηριστικά, τα ουσιώδη δεν μπορούν να βρουν την πολιτική τους ολοκλήρωση και εφαρμογή, άρα είναι άχρηστα.
Αυτό το βλέπουμε και στο ΝSDΑΡ, που διατηρεί και τις δύο ομάδες χαρακτηριστικών και μετά τις 30 Ιούνη 1934. Ανάμεσα στα αναρίθμητα παραδείγματα, παίρνουμε μία δήλωση του ίδιου του A. Χίτλερ στο Reichstag τον Ιούλη του 1940, (δηλ. μετά την έναρξη του πολέμου):
«Πρόθεση μου δεν ήταν ο πόλεμος, αλλά η δημιουργία ενός νέου κράτους, σοσιαλιστικού, που θα απολάμβανε τον πιο υψηλό πολιτισμό». [16]
Κλείνοντας μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η πολιτική του ΝSDAΡ αποτελεί ολοκλήρωση φαινομένων των οποίων αρχικά σημεία παρατήρησαν στην εποχή τους οι κλασικοί του επιστημονικού κομμουνισμού.
Μερικά «παραδείγματα» συναντάμε στη 18η Brumaire. Ενδιαφέρον έχει επίσης μία παρατήρηση που κάνει ο Λένιν το 1920 γι' αυτούς που αποκαλεί «αντιδραστικούς επαναστάτες». Σαν παράδειγμα φέρνει τη στάση των μελών των «Μαύρων Εκατονταρχιών» το 1905, τα οποία, από τη μεριά κυνηγούσαν τους μπολσεβίκους και από την άλλη ζητούσαν τη δήμευση της γης των ευγενών. [17] Φυσικά, κάθε σύγκριση με τη Ρωσία μπορεί να γίνει μόνο mutatis mutandis. Στο παράδειγμα του Λένιν έχουμε ένα φαινόμενο που εκφράζει την επαναστατική κατάρρευση, έστω και βαθμιαία, μιας κοινωνίας που κυοφορεί την Επανάσταση, και που δεν μπορεί να απαλλαγεί απ' αυτή. Στη Γερμανία έχουμε, αντίθετα, μια κοινωνία που δεν κυοφορεί την Επανάσταση και έχει πια πάρει την αντιδραστική κατηφόρα. Σημειώνουμε πάντως ότι, στην ίδια εκείνη ευκαιρία, ο Λένιν αναφέρει το παράδειγμα «ενός καθυστερημένου αγρότη της Α. Πρωσίας» - η A. Πρωσία υπήρξε, σε συνέχεια, ένα οπό τα προπύργια του ΝSDΑΡ - ο οποίος δηλώνει σε μία εφημερίδα ότι «πρέπει να επιστρέψει ο Γουλιέλμος γιατί δεν υπάρχει τάξη στη χώρα αλλά αυτή τη φορά να ακολουθήσει τους μπολσεβίκους».
Συμπεράσματα
Όπως είναι γνωστό ο ταξικός χαρακτήρας ενός κόμματος καθορίζεται από τους εξής πέντε βασικούς παράγοντες: την πρακτική του, την κοινωνική του σύνθεση τόσο σε επίπεδο εκλογικής και οργανωμένης βάσης όσο και σε επίπεδο ηγεσίας, τον τρόπο οργάνωσής του, το πρόγραμμά του και την ιδεολογία του. [18]
Όπως είδαμε, το ΝSDΑΡ με την πολιτική του πρακτική εξυπηρέτησε τα συμφέροντα της πιο αντιδραστικής μερίδας των μονοπωλίων καθώς και αυτά της μεγαλοαστικής τάξης συνολικά: τα κέρδη αυξήθηκαν με ταχείς ρυθμούς, ενώ διαλύθηκαν όλες οι οργανώσεις της εργατικής τάξης.
Η ηγεσία του. με την άνοδο στην εξουσία, εντάχθηκε στη μεγαλοαστική τάξη. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς όπως ο Goring και τα SS έγιναν, όπως σημειώσαμε, οι ίδιοι καπιταλιστές επιχειρηματίες. Αντίθετα, το κομμάτι της ηγεσίας του που δεν είχε άμεση σχέση με τα μονοπώλια, και εξέφραζε - με παραμορφωμένο τρόπο - ορισμένες διαθέσεις των πληβειακών μαζών που ακολουθούσαν το ΝSDΑΡ, εξοντώθηκε.
Η εκλογική του βάση, όπως έδειξαν οι εκλογές που έγιναν μέχρι το 1932, καθώς και οι πρώτες και τελευταίες εκλογές που έγιναν υπό το ναζιστικό καθεστώς (5 Μάη 1933), ήταν κύρια τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, ενώ η οργανωμένη βάση του αποτελείτο βασικά από μεσαία στρώματα της πόλης.
Όπως σημειώσαμε η δικτατορία των μονοπωλίων υπάρχει και μέσα στο ΝSDAΡ μια βασική πλευρά αυτής της δικτατορίας ήταν ο τρόπος οργάνωσης του. ένας τρόπος γραφειοκρατικά συγκεντρωτικός, προσωποπαγής που βασίζονταν στην «αρχή του Fuhrer».
Τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ιδεολογίας και του προγράμματος του, αυτά που εφάρμοσε και στην πολιτική του πρακτική, ήταν ο ανορθολογισμός, ο παθολογικός αντικομουνισμός και αντιεπαναστατισμός, η λατρεία της δύναμης και του «ισχυρού άνδρα», το μίσος ενάντια στο προλεταριάτο, ο ρατσισμός, το μίσος ενάντια στις «κατώτερες φυλές» κ.ά.
Πηγές αυτών των αντιλήψεων ήταν οι ιδέες της ίδιας της αστικής τάξης στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, οι ιδέες που εκφράζουν την αντίδραση σ' όλη τη γραμμή των μονοπωλίων.
Παράλληλα προκειμένου να ενσωματώσει και υποτάξει τις μικροαστικές μάζες, το πρόγραμμα και η ιδεολογία του ναζισμού περιείχε και μη - ουσιώδη χαρακτηριστικά: εκφυλισμένες, διαστρεβλωμένες μορφές ιδεών που προέρχονται από τις λαϊκές μάζες, όπως είναι δημαγωγικός αντικαπιταλισμός, μια αντιμονοπωλιακή φρασεολογία κ.ά. Οι ιδέες αυτές, που ουδέποτε εφαρμόστηκαν στην πράξη, ήταν απαραίτητες - σαν τεχνική - για να λειτουργήσει το ΝSDΑΡ σαν πολιτικό κόμμα της μονοπωλιακής αστικής τάξης, για να υποτάξει και ενσωματώσει τις μάζες στην ανοιχτή δικτατορία της πιο αντιδραστικής μερίδας του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
H πηγή λοιπόν του φασισμού είναι το ίδιο το μονοπωλιακό κεφάλαιο και όχι κάποιες έμφυτες βιολογικές ή ψυχολογικές ορμές του ανθρώπου, όπως ισχυρίζονται διάφοροι αστοί και μικροαστοί ιδεολόγοι. Και η γνώση αυτή της πηγής και, το κυριότερο, η πάλη εναντίον της μέχρι την οριστική συντριβή της, αποτελεί τον μοναδικό τρόπο για να μην ξαναεμφανιστεί η τραγωδία του ναζισμού.
Ο Θανάσης Παπαρήγας ήταν στέλεχος του ΚΚΕ, δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθήνας.
Σημειώσεις
1. Το ΝSDAΡ είναι πράγματι στενά δεμένο με τη Βαυαρία. Εκεί ιδρύθηκε, εκεί - και όχι στο Βερολίνο - βρισκόταν η έδρα του καθώς και η έδρα του δημοσιογραφικού του οργάνου. Τα «συνέδρια» του Κόμματος γίνονται στη Νυρεμβέργη. Γενικά, μετά το 1919, η Βαυαρία γίνεται το καταφύγιο όλων των αντεπαναστατικών οργανώσεων και κινημάτων. Χαρακτηριστικό: στις 5 Γενάρη 1924. το υπουργείο Οικονομικών της Βαυαρίας διέθεσε κονδύλι 3.000 χρυσών μάρκων, για την καταβολή βοηθήματος σε 20 ανωτέρους υπαλλήλους του ΝSDAP που, λόγω των γεγονότων του 1923 είχαν μείνει άνεργοι...
2. Το γεγονός ότι από τις 29 Μάη, ο υπουργός Εξωτερικών Konstantin Freiherr von Nouwrath καλεί στο γραφείο του τον Βρετανό πρέσβη Sir Eric Phipps και του ανακοινώνει το γεγονός, και το ότι ο τελευταίος ενημερώνει το Λονδίνο, δείχνει τη διεθνή πλευρά του γεγονότος. Κατά τη γνώμη του Sir Eric Phipps, η «άδεια» των SΑ σημαίνει πως η Γερμανία ελπίζει ότι έτσι θα εξασφαλίσει από τη Βρετανία και τη Γαλλία ευμενή στάση απέναντι στο αίτημα της να δημιουργήσει στρατό 300.000 ανδρών (Hein/Hohne: “Mordsache Rom” Spiegel, 1ο μέρος, σελ. 136).
3. Οι Schleicher και Strasser αναμφίβολα τιμωρούνται για την προσπάθεια τους, το 1932 να διασπάσουν το ΝSDAΡ. Ο Gregor Strasser είχε χαρακτηρίσει σαν βασικό κίνδυνο για το Κόμμα «τους Himmler και παρα-Himmler (Anhimmler) και χαρακτήριζε τον Goring «εγωιστή που δεν έδινε δεκάρα για τη Γερμανία, αρκεί να κινούνται όλα γύρω από τον εαυτό του». Πλήρωσε ακριβά τα λόγια του. Ο αδελφός του Otto. που είχε φύγει από το ΝSDΑΡ το 1931, προτίμησε, σοφότερα, να εγκαταλείψει τη χώρα.
4 Αξίζει κανείς να ρίξει μια ματιά στην εξέλιξη του στρατηγού- θα γίνει ο αρχηγός της προσωπικής φρουράς του Χίτλερ, ο οποίος και θα του δείξει ιδιαίτερη αδυναμία, θα στεναχωρηθεί, όμως, πολύ όταν ο στρατηγός των SS το Φλεβάρη του 1945, δεν θα κλειστεί στη Βουδαπέστη να πεθάνει τελευταίος, αλλά θα προτιμήσει τη φρόνιμη υποχώρηση. Ο Sepp Dietrich θα δικαστεί, μαζί με τον Michael Lippert στο Μόναχο (Μάης 1957) για την υπόθεση Rohm. Τελικά, καταδικάστηκε σε...18 μήνες φυλακή! Ο Sepp Dietrich πέθανε, πριν λίγα χρόνια, από κάτι που κανείς μας δεν θα γλιτώσει, από φυσικό θάνατο.
5. Υπογραμμίζουμε: στον Χίτλερ προσωπικά και όχι στη Γερμανία, το Σύνταγμα, τη Σημαία κλπ.
6. Κ. Patzold, M. Weissbecker, Hakenkreuz und Totenkopf die Pariei des Verbrechens. VEB Deutscher Verlag der Wissenschaften, Berlin 1982, σελ. 266-267. Σκέφτεται κανείς τον Λένιν που βλέπει την εμφάνιση ενός «στρατιωτικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού» ο οποίος μεταβάλλεται σε «κάτεργο για τον εργάτη». Και πάλι, η θέση των γερμανών εργατών ήταν, αναμφίβολα, «προνομιακή», αν συγκριθεί με των εργατών από την «Ανατολή» (ιδιαίτερα ΕΣΣΔ και Πολωνία) που μεταφέρθηκαν στη Γερμανία μετά το 1941.
7. Παρατήρηση στο Gilbert Badia Histoire de l’ Allemagne Contemporaine, Editions Sociales, Paris 1964. Τομ. 2 σελ. 171.
8. Σ' αυτό, φυσικά, συντελούσε αποφασιστικά η έντονη τάση των εργατών που ανήκαν στο ΝSDΑΡ να «σπάνε» τις απεργίες.
9. Κ. Patzold. M. Weissbecker. ο.π , σελ. 253.
10. Παρατήρηση στο Gilbert Badia ο.π. τ. 2. σελ. 72: «Ο εθνικοσοσιαλισμός κατόρθωσε να προσθέσει στην πολιτική της αστικής τάξης την πλειοψηφία του γερμανικού λαού».
11. Στο φως της τραγωδίας της 30 Ιούνη !0?4. ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει η επιστολή του Α. Χίτλερ προς τον Ernst Rohm στις 30/12/1933, δηλ. 6 ακριβώς μήνες πριν: «Σ' ευχαριστώ, αγαπητέ μου Ernst Rohm για τις απαράγραπτες υπηρεσίες που μου πρόσφερες, καθώς και στο εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα και στον γερμανικό λαό, και ευχαριστώ την τύχη γιατί έχω φίλους και συναγωνιστές όπως εσύ». (Επιστολή που δημοσιεύθηκε στη Voelkischer Beobachter της 2ας Γενάρη 1934).
12. Στην πραγματικότητα, η κατάσταση είναι πολύ πιο σοβαρή. Οι εθνικοσοσιαλιστές εργάτες σπάνε τις απεργίες, οι εθνικοσοσιαλιστές υπουργοί σε τοπικές κυβερνήσεις ευνοούν τους πλούσιους και πλήττουν τους φτωχούς, οι ηγέτες του ΝSDΑΡ συζητούν με τους μεγιστάνες και οι μάζες των οπαδών του ΝSDΑΡ εξακολουθούν να μην βλέπουν τίποτε. «Βλέπουν», όμως ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, ο μαρξισμός κλπ. είναι «πράκτορες της Μόσχας» κλπ. Αυτό τείνει να αποδείξει ότι οι μάζες που ακολουθούσαν το ΝSDΑΡ δέχονταν τα ριζοσπαστικά του κηρύγματα μόνο εφόσον συνδυάζονταν με άλλα που τα έκαναν ανεφάρμοστα. Δεν πρόκειται, δηλ., απλώς για μια απλή και χονδροειδή απάτη, αλλά για την πολιτικοϊδεολογική έκφραση της μαχητικής αντίδρασης. Το ψυχολογικό και ιδεολογικό μέρος του φαινομένου είναι, κατά τη γνώμη μας, η έκφραση του γεγονότος ότι η κρίση δεν ήταν τόσο βαθιά ώστε να διαλύσει τον κοινωνικό ιστό, αλλά αρκετή για να επιβάλει την αλλαγή της μορφής κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Αυτό, με τη σειρά του καθόρισε τα «ουσιώδη» και τα «μη ουσιώδη» χαρακτηριστικά της αναταραχής.
13. Ας μην είμαστε άδικοι. Οι παραπάνω δεν ήταν οι μόνοι. Το Γ' Ράιχ ήταν η χώρα όπου η ληστεία ήταν το εθνικό ιδανικό. Μετά την έναρξη του πολέμου, έγινε και εθνικό σπορ. Το τραγούδι του Μ. Μπρεχτ «Τι κερδίζει η γυναίκα του στρατιώτη» («Ο Σβέικ στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο»), ερμηνεία Μ. Φαραντούρη, δείχνει μια μικρή αντανάκλαση της πραγματικότητας.
14. Στην επιθετική στάση της «λαϊκής κοινότητας» προς τα έξω, βλέπει κανείς τη μανιακή επιθυμία της μονοπωλιακής αστικής τάξης να κατακτήσει όλο τον κόσμο. Στην ιδέα της «ανωτερότητας» αυτής της «κοινότητας», την προοπτική της εκμετάλλευσης των άλλων χωρών.
15. Ο Χίτλερ είχε κι άλλες ερμηνείες του σοσιαλισμού εκτός από την παραπάνω, την οποία μας παραδίδει ο Hermann Rauschning στο «Ο Χίτλερ μου είπε» π .χ. στο συνέδριο του ΝSDΑΡ στη Νυρεμβέργη το Σεπτέμβρη του 1933, δήλωνε: «Aν η λέξη σοσιαλισμός έχει κάποια έννοια, σημαίνει ότι. πρέπει να ζητήσουμε από τον καθένα, με σιδερένια δικαιοσύνη, να συμβάλλει στην ευημερία του συνόλου ανάλογα με τις ικανότητες του». Οι βασιλιάδες του χρηματιστηρίου μπορούν να κοιμούνται ήσυχα. Οικονομικές αλλαγές δεν προβλέπονται. Ο Dr. Rober Lay είχε τις δικές του ιδέες, παρόμοιες: Στους λόγους του εξηγούσε ότι «ο σοσιαλισμός πρέπει να γίνει κατανοητός με την καρδιά. Σημαίνει απλώς τη συντροφικότητα, το αίσθημα της κοινότητας, τη νομιμοφροσύνη, τη φυλετική κοινότητα». Οι εργάτες πρέπει «να βαδίζουν με το κεφάλι ψηλά, ακόμη και αν έχουν μαυρισμένο πρόσωπο ή ροζιασμένα χέρια». Και βεβαίωνε ότι «στο μέλλον δεν θα υπάρχουν πια αφεντικά, εργάτες και υπάλληλοι, αλλά μόνο άνθρωποι της δουλειάς. Γερμανοί της δουλειάς» (Gilbert Badia. o.π. τ.2, σελ. 44).
16. Στον «πολιτισμό» των χιτλερικών δεν περιλαμβάνονταν η μόρφωση. Ο Χίτλερ δεν ήθελε «πνευματική εκπαίδευση. Θα μου χαλάσει τη νεολαία, θέλω μια αθλητική νεολαία. Αυτό είναι το πρώτο και το πιο σημαντικό». (Η. Rauschning “O Χίτλερ μου είπε»). Οι συνέπειες θα είναι σοβαρές. Ανάμεσα στο 1933 και στο 1939. ο αριθμός των φοιτητών των πανεπιστημιακών σχολών μειώθηκε σχεδόν στο 50%. Μετά το 1937, το Ράιχ 0α αντιμετωπίσει έλλειψη νέων ειδικευμένων στελεχών. Ήταν αυτό ένα από να αίτια των δυσχερειών της Χιτλερικής Γερμανίας στον τομέα του σχεδιασμού και της παραγωγής μη συμβατικών όπλων. (Βλ. Gilbert Badia. ο.π., τομ. 2 σελ. 21 κ.ε.)
17. Β. Ι. Λένιν. «Πολιτική Έκθεση της ΚΕ του ΚΚΡ (μπ). στην IX Πανρωσική Συνδιάσκεψη (22-25 Σεπτέμβρη 1920). δημοσιογραφική περίληψη Άπαντα τ.41. σελ. 282.
18. Βλ. Ν. Κοτζιά. «Ο Τρίτος δρόμος του ΠΑΣΟΚ». εκδ. «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 1983, σελ. 112.