--Συνέντευξη – Επιμέλεια: Νίκος Μόττας //
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 140 χρόνων από τη γέννηση του Ιωσήφ. Β. Στάλιν μιλήσαμε με τον Grover Furr, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Montclair του Νιού Τζέρσι, γνωστό για τις μελέτες και το συγγραφικό του έργο πάνω στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης και ιδιαίτερα για την περίοδο της ηγεσίας του Ι.Β.Στάλιν. Από τα πλέον γνωστά βιβλία του είναι το “Khrushchev Lied” (Ο Χρουστσόφ είπε ψέματα) ενώ έχει συγγράψει πληθώρα ερευνητικών πονημάτων, μεταξύ άλλων για τη δολοφονία του Σεργκέι Κιρόφ, τις Δίκες της Μόσχας και την υπόθεση της «σφαγής στο Κατίν».
Το 2007 το όνομα του Grover Furr συγκαταλέχθηκε από συντηρητικούς κύκλους των ΗΠΑ στον κατάλογο των «101 πιο επικίνδυνων ακαδημαϊκών στην Αμερική».
-Εξήντα-πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Στάλιν, το όνομα του παραμένει στο επίκεντρο του αντικομμουνισμού. Η αστική ιστοριογραφία και οι πολιτικές δυνάμεις της αστικής τάξης συνεχίζουν την συκοφάντηση του, αποκαλώντας τον «δικτάτορα» και «αιμοσταγή τύραννο» που- όπως ισχυρίζονται- «σκότωσε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους». Γιατί οι αντικομμουνιστές εστιάζουν ακόμη και σήμερα τις επιθέσεις τους στον Στάλιν και ποιες είναι οι κύριες πηγές των ισχυρισμών τους;
Οι υπερασπιστές του καπιταλισμού χρειάζεται να παρουσιάσουν τον κομμουνισμό ως κάτι απαίσιο! Γι’ αυτό, εκτός απ’ το να κρύβουν την φρίκη του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, χρειάζονται έναν «μπαμπούλα» στον οποίο να εστιάζουν, χρησιμοποιώντας τον σαν την επιτομή των «κακών» του κομμουνισμού. Ο Στάλιν υπήρξε ο ηγέτης της ΕΣΣΔ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κατά την περίοδο των μεγαλύτερων τους θριάμβων και επομένως κατά την περίοδο της μεγαλύτερης απειλής ενάντια στον καπιταλισμό. Ως εκ τούτου, ο Στάλιν είναι φυσικό να αποτελεί στόχο σε κάθε περίπτωση.
Υπάρχουν, όμως, τουλάχιστον άλλοι δύο λόγοι. Ο πρώτος είναι ο Λέων Τρότσκι, ο οποίος είπε ψέματα για τον Στάλιν σε όλα όσα έγραψε από το 1928 έως τη δολοφονία του το 1940. Τα γραπτά του Τρότσκι, από το 1929 και έπειτα, αποτέλεσαν την πρώτη βασική πηγή ψεμάτων και συκοφαντιών ενάντια στον Στάλιν και την ΕΣΣΔ. Ο δεύτερος είναι ο Νικίτα Χρουστσόφ. Η «μυστική ομιλία» του στις 25 Φλεβάρη 1956 στο 20ο Συνέδριο [του ΚΚΣΕ] ήταν ένα ολέθριο πλήγμα για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Αποτέλεσε δε ένα ανεκτίμητο δώρο για τους αντικομμουνιστές όλου του κόσμου!
Έπειτα από το 22ο Συνέδριο του Κόμματος τον Οκτώβρη του 1961, όταν ο Χρουστσόφ και οι συνεργάτες του επιτέθηκαν ακόμη πιο άγρια στον Στάλιν, με ακόμη περισσότερα ψέματα, ο Χρουστσόφ και το ΚΚΣΕ στήριξαν την έκδοση εκατοντάδων βιβλίων και άρθρων που επιτίθονταν και ψευδολογούσαν ενάντια στον Στάλιν. Επίσης, υπό την αιγίδα του Χρουστσόφ, εκδόθηκαν εκατοντάδες βιβλία και άρθρα με επιθέσεις και ψέματα ενάντια στο Λαβρέντι Μπέρια, τη δολοφονία του οποίου οργάνωσε ο ίδιος ο Χρουστσόφ στις 26 Ιούνη 1953. Ο Μπέρια δεν είναι τόσο σημαντική φυσιογνωμία στην σοβιετική ιστορία όσο ο Στάλιν. Αλλά ο Χρουστσόφ και οι συνεργάτες του συκοφάντησαν τον Μπέρια το ίδιο αγρίως- αν όχι και περισσότερο- όπως έπραξαν με τον Στάλιν. Και αυτοί που είχαν υπάρξει πιο κοντά στον Στάλιν – οι Μόλοτοφ, Μαλένκοφ, Καγκανόβιτς- υποστήριξαν τον Χρουστσόφ σε αυτήν την αδίστακτη επίθεση εναντίον του, όπως και στην δολοφονία του Μπέρια.
Άμεσο αποτέλεσμα της αντισταλινικής εκστρατείας του Χρουστσόφ ήταν ο μισός περίπου αριθμός των κομμουνιστών διεθνώς- εκτός του σοσιαλιστικού μπλοκ – να εγκαταλείψουν τα κόμματα τους. Κάποιοι εξ’ αυτών πέρασαν κυριολεκτικά στο απέναντι πεζοδρόμιο και έγιναν μέλη τροτσκιστικών κομμάτων! Σε ότι αφορά τα ψέματα του Χρουστσόφ για τον Στάλιν και την Σοβιετική ιστορία, πρέπει να θυμόμαστε πως, την εποχή εκείνη, ελάχιστοι άνθρωποι αντιλήφθηκαν πραγματικά πως ήταν ψέματα. Κανείς δεν μπορούσε να αποδείξει ότι ήταν ψέματα, μιας και ο Χρουστσόφ ουδέποτε δημοσίευσε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Ούτε ο Χρουστσόφ, ούτε οι διάδοχοι του, επέτρεψαν την πρόσβαση – ακόμη και σε ιστορικούς του Κόμματος- σε βασικά ντοκουμέντα των αρχείων.
Οι ψευδολογίες του Χρουστσόφ και των εκατοντάδων γραφιάδων του έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από αντικομμουνιστές της Δύσης και αναδείχθηκαν σε βασική πηγή αντισταλινικών ψεμάτων για όλους τους αντικομμουνιστές συγγραφείς και «ακαδημαϊκούς» που ακολούθησαν, μέχρι και σήμερα. Κάποια απ’ τα σοβιετικά αντικομμουνιστικά έργα της εποχής του Χρουστσόφ δημοσιεύθηκαν στο δυτικό κόσμο και γνώρισαν ευρεία δημοσιότητα από τους καπιταλιστές. Ανάμεσα σε αυτούς τους συγγραφείς περιλαμβάνονται οι Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, Ρόι Μεντβέντεφ και Αλεξάντρ Νέκριτς.
Πολλά έργα δυτικών «ειδημόνων» περί της ΕΣΣΔ βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στις ψευδολογίες της χρουστσοφικής περιόδου. Σημαντικά παραδείγματα αυτών είναι τα έργα του Ρόμπερτ Κόνκουεστ και η βιογραφία του Μπουχάριν από τον αμερικανό ιστορικό Στίβεν Κοέν. Κατά την διάρκεια της ηγεσίας του Μπρέζνιεφ και των διαδόχων του, του Αντρόποφ και Τσερνιένκο, τα αντισταλινικά πονήματα και άρθρα σχεδόν εξαλείφθηκαν. Ο Μπρέζνιεφ και οι άλλοι σοβιετικοί ηγέτες αντιλήφθηκαν τη μεγάλη ζημιά που ο Χρουστσόφ – και τα εμπνευσμένα από τον Χρουστσόφ έργα – προκαλούσαν στην Σοβιετική Ένωση και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Είναι, όμως, σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτοί οι μετα-χρουστσοφικοί ηγέτες ουδέποτε αποκήρυξαν τα ψέματα του Χρουστσόφ για τον Στάλιν και την σταλινική περίοδο. Θα μπορούσαν να το έχουν πράξει. Τόσο οι ίδιοι, όσο και οι ερευνητές τους, είχαν πρόσβαση σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, σε όλο το αρχειακό υλικό. Ήξεραν, ασφαλώς, ότι ο Χρουστσόφ είχε πει ψέματα. Όμως δεν απέρριψαν κανένα από αυτά τα ψέματα.
Προκύπτει, λοιπόν, ένα ερώτημα: Γιατί ο Χρουστσόφ έκανε ότι έκανε;
Ανάμεσα στους λόγους είναι σίγουρα το γεγονός ότι ο Χρουστσόφ και η υπόλοιπη ηγεσία του Κόμματος είχε εγκαταλείψει την ιδέα του κομμουνισμού. Ήθελαν μια Σοβιετική Ένωση που να ήταν ισχυρή οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά. Δεν ήθελαν όμως να προχωρήσει η ΕΣΣΔ προς την κατεύθυνση μιας αληθινά κομμουνιστικής κοινωνίας.
Ο Στάλιν το ήθελε! Το πέρασμα στο επόμενο στάδιο [της σοσιαλιστικής οικοδόμησης] προς τον κομμουνισμό ήταν το θέμα του 19ου Συνεδρίου του Κόμματος το 1952. Πρόκειται για το ΜΟΝΑΔΙΚΟ κομματικό συνέδριο στην ιστορία της ΕΣΣΔ τα πρακτικά του οποίου ουδέποτε δημοσιεύθηκαν. Υπάρχουν πολλά περισσότερα που μπορούν να ειπωθούν για την προώθηση, εκ μέρους του Στάλιν, της κομμουνιστικής προοπτικής, όπως και για τις αποτυχημένες απόπειρες περαιτέρω εκδημοκρατισμού της Σοβιετικής Ένωσης, όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αναλυθεί στο πλαίσιο μιας συνέντευξης.
Ένα χρόνο και πλέον από τότε που έγινε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ξεκίνησε μια εκστρατεία ψεμάτων και συκοφαντιών για τον Στάλιν και ευρύτερα για την σοβιετική ιστορία που έκανε ακόμη και την αντίστοιχη καμπάνια του 1962-1964 επί Χρουστσόφ να μοιάζει μετριοπαθής!
Για άλλη μια φορά, εκατοντάδες βιβλία και χιλιάδες άρθρα γράφτηκαν, επιτιθέμενα στον Στάλιν, παρουσιάζοντας την ΕΣΣΔ της σταλινικής περιόδου ως πεδίο τερατωδών εγκλημάτων και τον ίδιο τον Στάλιν ως αρχιεγκληματία. Και πάλι δεν υπήρχαν αποδείξεις, μονάχα επανάληψη των ψεμάτων της περιόδου του Χρουστσόφ αλλά και ανακάλυψη κι’ άλλων ψευδολογιών.
Αυτή η αντισταλινική, αντικομμουνιστική επίθεση βοήθησε ιδεολογικά στο να στρωθεί ο δρόμος για την επιστροφή στον καπιταλισμό και την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Διότι, άπαξ και έχεις εγκαταλείψει τον προλεταριακό διεθνισμό, σε τι χρειάζεται ένα πολυεθνικό, πολυφυλετικό κράτος όπως η ΕΣΣΔ;
Τα ψέματα επί εποχής Χρουστσόφ και Γκορμπατσόφ αναφορικά με τον Στάλιν και την σταλινική περίοδο αποτελούν τη βασική πηγή της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας σε όλο τον κόσμο.
Πρόκειται για ψευδολογίες πολύ χρήσιμες για τους καπιταλιστές και τους αντικομμουνιστές για την συκοφάντηση του κομμουνισμού. Τόσο χρήσιμες που είναι αδύνατο για έναν ιστορικό να βρει δουλειά ως καθηγητής σοβιετικής ιστορίας εάν δεν αποδέχεται ως αλήθειες τα αντικομμουνιστικά ψέματα της περιόδου του Χρουστσόφ και του Γκορμπατσόφ.
Για παράδειγμα, είναι απαγορευμένο να δηλώνεις ότι ο Χρουστσόφ είπε ψέματα στη «μυστική ομιλία» του, παρ’ ότι οι ακαδημαϊκοί ερευνητές της σοβιετικής ιστορίας γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο Χρουστσόφ ψεύδονταν. Αλλά το να το παραδεχτείς ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του είπαν ψέματα – όπως είπαν ο Γκορμπατσόφ και οι δικοί του συνεργάτες – είναι σα να γκρεμίζεις και να απορρίπτεις όλη την αντικομμουνιστική ιστοριογραφία τουλάχιστον τριών γενεών «ακαδημαϊκών». Αυτό απαγορεύεται.
Αυτά τα ψέματα ήταν και συνεχίζουν να είναι εξαιρετικά χρήσιμα για τους αντικομμουνιστές και τους καπιταλιστές ώστε να τα εγκαταλείψουν!
Φυσικά και ο Τρότσκι είπε ψέματα. Ελάχιστοι του έδωσαν σημασία μέχρι τη «μυστική ομιλία» του Χρουστσόφ. Τότε, ο Τρότσκι έμοιαζε σαν «προφήτης», ως «ο μόνος αληθινός κομμουνιστής», όπως ο ίδιος και οι οπαδοί του πάντοτε ισχυρίζονταν. Μετά την ομιλία Χρουστσόφ ο τροτσκισμός ξαναγεννήθηκε. Ο τροτσκισμός μπορεί να συνεχίζει να υπάρχει διαδίδοντας αντισταλινικά και αντικομμουνιστικά ψεύδη!
Γι’ αυτό σήμερα οι τροτσκιστές προωθούν όλα τα αντισταλινικά ψέματα – αυτά του Τρότσκι, του Χρουστσόφ και των συγγραφέων της περιόδου του, των δυτικών αντικομμουνιστών όπως ο Κόνκουεστ, ο Ρόμπερτ Τάκερ και τόσων άλλων, του Γκορμπατσόφ, των μετασοβιετικών αντικομμουνιστών ψευδολόγων όπως οι Όλεγκ Χλεβνιούκ, Γιοργκ Μπαμπερόφσκι, Νίκολας Γουέρθ, Ανδρέα Γρατσιόζι και Τίμοθι Σνάϊντερ που είναι ιδιαίτερα γνωστοί στην Ευρώπη.
Ο τροτσκισμός διαθέτει κάποιο κύρος σε ανθρώπους που βλέπουν μέσα από το μαρξισμό και τον κομμουνισμό την απελευθέρωση από τον καπιταλισμό, αλλά που έχουν εμποτιστεί βαθιά από τα αντισταλινικά ψέματα που προωθούνται παντού από το 1956. Επομένως, ο τροτσκισμός αποτελεί μια σημαντική δύναμη, η οποία ωστόσο βασίζεται εξ’ ολοκλήρου σε ψεύδη. Πρόκειται για ένα είδος «δόγματος». Καμία κριτική δεν επιτρέπεται για τον «μεγάλο ηγέτη».
Ένα εύλογο συμπέρασμα είναι ότι κανένας αντικομμουνιστής, από τον Τρότσκι και τον Χρουστσόφ μέχρι τους πιο διαβασμένους, σύγχρονους «ειδικούς» του αντικομμουνισμού, δε μπορεί να αποδείξει ούτε ένα πραγματικό έγκλημα που να διέπραξε ο Στάλιν. Διότι δεν υπήρξε κανένα!
Το λέω αυτό με σιγουριά διότι, εάν υπήρχαν τέτοια εγκλήματα, οι αφοσιωμένοι αυτοί αντικομμουνιστές ακαδημαϊκοί θα τα είχαν σίγουρα αποκαλύψει και δημοσιοποιήσει σε όλο τον κόσμο.
Δεν έχουν βρει όμως κανένα αληθινό έγκλημα! Γι’ αυτό και αναγκάζονται να πουν ψέματα, να επινοήσουν πράγματα, να πλαστογραφήσουν…
-Ένα από τα πλέον συνηθισμένα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται ενάντια στον Στάλιν είναι ότι «σύναψε συμμαχία με την χιτλερική Γερμανία», με το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη-επίθεσης Ρίμπεντροπ-Μολότοφ που υπογράφτηκε στις 23 Αυγούστου 1939. Αυτός ο ισχυρισμός αποτελεί έναν από τους πυλώνες της αντιδραστικής θεωρίας «των δύο άκρων» που επιχειρεί την εξίσωση του κομμουνισμού με το ναζισμό και το φασισμό. Ποια είναι η ιστορική αλήθεια για το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ;
Όλα αυτά τα αναλύω με όλα τα σχετικά ντοκουμέντα στα κεφάλαια 7 και 8 του βιβλίου μου “Blood Lies”. Η ΕΣΣΔ επιχείρησε να δημιουργήσει μια συμμαχία – μια αμοιβαία αμυντική συμφωνία ενάντια στη ναζιστική Γερμανία – με τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και την Πολωνία.
Οι διαπραγματεύσεις κορυφώθηκαν τον Αύγουστο του 1939, όταν βρετανοί και γάλλοι απεσταλμένοι βρέθηκαν στη Μόσχα για συνομιλίες. Ωστόσο, οι απεσταλμένοι-εκπρόσωποι της Βρετανίας και της Γαλλίας δεν είχαν δικαιοδοσία να υπογράψουν οποιαδήποτε συμφωνία. Η πολωνική κυβέρνηση αρνήθηκε ακόμη και να σκεφτεί το ενδεχόμενο να επιτρέψει την παρουσία σοβιετικών δυνάμεων στο έδαφος της.
Ήταν επομένως ξεκάθαρο στους σοβιετικούς ότι η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία δεν ήθελαν πραγματικά μια συμφωνία συλλογικής ασφάλειας που θα τις δέσμευε να αντεπιτεθούν στη ναζιστική Γερμανία σε περίπτωση που οι γερμανοί επιτίθονταν πρώτοι σε οποιαδήποτε απ’ αυτές τις χώρες (η Πολωνία ήταν ο πιο προφανής στόχος της Γερμανίας).
Η Βρετανία και η Γαλλία χρησιμοποιούσαν τις συνομιλίες ώστε να πιέσουν τη Γερμανία, με την οποία ήθελαν πράγματι να κάνουν κάποια συμφωνία.
Αυτή τους η στάση ήταν συνεπής με τη διπλωματία που ασκούσαν τα προηγούμενα χρόνια, ιδιαίτερα με την συμφωνία του Μονάχου, με την οποία Βρετανία και Γαλλία παρέδωσαν τμήμα της Τσεχοσλοβακίας στον Χίτλερ χωρίς καν να ρωτήσουν την τσέχικη κυβέρνηση. Οι βρετανοί και οι γάλλοι ήθελαν να ενθαρρύνουν τον Χίτλερ να επιτεθεί στην ΕΣΣΔ.
Αλλά αυτό σήμαινε πως θα άφηναν τη Γερμανία να υποτάξει την Πολωνία, μιας και η Γερμανία δεν είχε σύνορα με την ΕΣΣΔ. Και αυτό ήταν που στην πραγματικότητα η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία έπραξαν.
Υπέγραψαν αμοιβαίο αμυντικό σύμφωνο με την Πολωνία αλλά αρνήθηκαν να επιτεθούν στη Γερμανία ακόμη κι’ όταν η Πολωνία είχε ηττηθεί κατά κράτος τις πρώτες μέρες μετά τη γερμανική εισβολή.
Όταν το πολωνικό κράτος κατέρρευσε, ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε την ανατολική Πολωνία. Όμως, η «ανατολική Πολωνία» αποτελούσε τμήμα της σοβιετικής Ρωσίας μέχρι που η ιμπεριαλιστική πολωνική κυβέρνηση το άρπαξε δια της βίας στον Ρωσο-Πολωνικό πόλεμο του 1919-1921.
Οι πολωνοί ουδέποτε ήταν πλειοψηφία στην περιοχή εκείνη. Ακόμη και το μετασοσιαλιστικό αντιδραστικό καθεστώς της Πολωνίας ουδέποτε έχει διεκδικήσει τα εδάφη αυτά μέχρι σήμερα.
Το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ δεν συνιστούσε «συμμαχία». Ήταν ένα σύμφωνο μη-επίθεσης μεταξύ της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας. Περιελάμβανε μια απόρρητη ρήτρα στην οποία ο Χίτλερ αναγνώριζε την σοβιετική δικαιοδοσία στο ανατολικό τμήμα της Πολωνίας, τις χώρες της Βαλτικής και την Φινλανδία. Αυτή η ρήτρα κρατούσε τα γερμανικά στρατεύματα εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τα σοβιετικά σύνορα. Όταν ο Χίτλερ επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ αυτή η επιπλέον απόσταση που ο γερμανικός στρατός είχε να διασχίσει, συνέβαλε στο να αποσοβηθεί η κατάληψη και η καταστροφή της Μόσχας και του Λένινγκραντ.
-Είναι γνωστό ότι έχετε ερευνήσει εκτενώς την υπόθεση της «σφαγής του Κατίν» η οποία σύμφωνα με την αστική ιστοριογραφία ήταν ενα έγκλημα που διέπραξε η Σοβιετική Ένωση. Σε επίσημη ανακοίνωση που εξέδωσε τον Απρίλη του 1990 η κυβέρνηση Γκορμπατσόφ εξέφρασε την «ειλικρινή της θλίψη για την τραγωδία του Κατίν», αποκαλώντας την «ένα από τα χειρότερα εγκλήματα του σταλινισμού». Ένας αριθμός «αποχαρακτηρισθέντων» ρωσικών κρατικών εγγράφων έχουν παρουσιαστεί ως απόδειξη της- υποτιθέμενης- ενοχής του Στάλιν για τη μαζική σφαγή στο Κατίν. Κάνοντας μια σύνοψη των ευρημάτων της έρευνας σας, ποιος είναι ο πραγματικός ένοχος για το έγκλημα στο Κατίν και ποια είναι τα σημεία-κλειδιά της υπόθεσης;
Οι γερμανοί σκότωσαν τους πολωνούς. Τα αποδεικτικά στοιχεία δεν αφήνουν περιθώριο για κανένα άλλο συμπέρασμα.
Στα τέλη του 1991, ο Γκορμπατσόφ παρέδωσε στο Γέλτσιν τα έγγραφα που αναφέρατε, τα οποία είναι γνωστά ως «Κλειστό Πακέτο 1». Αυτά τα ντοκουμέντα, εάν ήταν αληθινά, θα αποδείκνυαν την σοβιετική ενοχή στην σφαγή του Κατίν.
Ωστόσο, το 2010, το μέλος της Δούμα, βουλευτής του ΚΚ της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βίκτορ Ιλιούχιν παρουσίασε δημοσίως ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία τα έγγραφα του «Κλειστού Πακέτου 1» ήταν πλαστογραφημένα.
Το 2012, σε έκθεση ενός πολωνού αρχαιολόγου, όπου συνοψίζονται τα ευρήματα κοινής πολωνο-ουκρανικής ανασκαφής σε τοποθεσία μαζικών εκτελέσεων στο Βολιντίμιρ-Βολίνσκι (Ουκρανία), αναφέρεται ότι βρέθηκε σε μαζικό τάφο το διακριτικό σήμα ενός πολωνού αστυνομικού. Ο εν λόγω αστυνομικός είναι ένας απ’ τους πολωνούς που φέρονται να δολοφονήθηκαν από τους σοβιετικούς την άνοιξη του 1940 και να τάφηκαν κοντά στο Τβερ (τέως Καλίνιν), εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.
Ένα χρόνο πριν τη δημοσιοποίηση της αυτής της έκθεσης, το διακριτικό ενός άλλου πολωνού αστυνομικού – που επίσης υποτίθεται πως δολοφονήθηκε από τους σοβιετικούς στο Τβερ την άνοιξη του ’40 – είχε επίσης βρεθεί στον ίδιο μαζικό τάφο.
Το θέμα συζητήθηκε στα πολωνικά και ουκρανικά ΜΜΕ, αν και η ανακάλυψη αυτή είχε παραληφθεί από το πόρισμα του πολωνού αρχαιολόγου. Η πολωνική έκθεση σημείωνε επίσης ότι τα θύματα του μαζικού τάφου είχαν αδιαμφισβήτητα δολοφονηθεί από τους γερμανούς του 1941. Ωστόσο, στο σχετικό πόρισμα των ουκρανών αρχαιολόγων δεν αναφέρονταν ούτε η εύρεση των δύο [αστυνομικών] διακριτικών που ανήκαν σε υποτιθέμενα θύματα του Κατίν, ούτε τα ευρήματα που αποδείκνυαν ότι οι άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί από τους γερμανούς.
Ενας δε ουκρανός αρχαιολόγος δήλωσε πως ήταν λάθος του πολωνού συναδέλφου του να αναφέρει τα σχετικά ευρήματα, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να «εγείρει αμφιβολίες» για την σφαγή στο Κατίν.
Το 2013 δημοσίευσα σχετικό άρθρο για τις ανακαλύψεις αυτές που, από μόνες τις, εγείρουν σοβαρότατες αμφιβολίες για τα περί σοβιετικής ενοχής στο Κατίν. Ήξερα όμως ότι έπρεπε να ψάξω περισσότερο την υπόθεση. Μεταξύ 2015 και 2018 διεξήγαγα μεγάλης κλίμακας έρευνα για την υπόθεση Κατίν. Αποφάσισα να προσεγγίσω το Κατίν ως μυστήριο, χωρίς κάποια προκατάληψη σχετικά με το ποια πλευρά – γερμανοί ή σοβιετικοί – είναι ένοχη. Στο βιβλίο μου “The Mystery of the Katyn Massacre: The Evidence, The Solution”, που δημοσιεύθηκε τον Ιούλη του 2018, αναφέρω όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που πιθανότατα δε μπορούν να αμφισβητηθούν.
Το αποτέλεσμα είναι ολοφάνερο, όσο και απρόσμενο. ΌΛΑ τα αδιαμφισβήτητα έγκυρα αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν γερμανική ενοχή. ΚΑΝΕΝΑ απ’ αυτά δεν συνηγορεί ως προς την ενοχή των σοβιετικών.
Ασφαλώς, αυτό το συμπέρασμα δεν είναι «αποδεκτό», αποτελεί «ταμπού». Έχω ήδη γίνει δέκτης πάρα πολλών παρενοχλήσεων από πολωνούς εθνικιστές αλλά και από ακαδημαϊκούς ειδικούς στον τομέα της σοβιετικής ιστορίας. Θεωρείται απλώς αδιανόητο να συμπεραίνει κάποιος πως οι σοβιετικοί δεν ήταν ένοχοι και… ποιος νοιάστηκε για αποδείξεις!
Η σφαγή του Κατίν, λοιπόν, που υποτίθεται πως είναι το πλέον καλά τεκμηριωμένο «έγκλημα του Στάλιν» είναι ένα ψέμα!
-Αστοί ιστορικοί θεωρούν τις «Δίκες της Μόσχας» ως σκευωρίες με στόχο την ενοχοποίηση αθώων κατηγορούμενων και πως ο Στάλιν κατασκεύασε τις κατηγορίες. Ποια είναι η αλήθεια; Ήταν πράγματι οι κατηγορούμενοι (τροτσκιστές, ζινοβιεφικοί, «μπλοκ των δεξιών», κλπ) αθώοι;
Δεν έχει υπάρξει, ουδέποτε, καμία απόδειξη ότι οι Δίκες της Μόσχας, όπως και η υπόθεση Τουχατσέφσκι τον Ιούνη του 1937, ήταν «σκευωρίες» και πως οι κατηγορούμενοι βασανίστηκαν, απειλήθηκαν, κλπ, ώστε να προβούν σε ψευδείς ομολογίες.
Στα πρώτα 12 κεφάλαια του βιβλίου μου Trotsky’s Amalgams (2015) εξετάζω και διασταυρώνω όσες περισσότερες δηλώσεις των κατηγορούμενων μπόρεσα. Νωρίτερα φέτος δημοσίευσα μια επικαιροποιημένη έκδοση της έρευνας αυτής ως ξεχωριστό βιβλίο (The Moscow Trials As Evidence).
Έχουμε συντριπτικές αποδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι στις Δίκες της Μόσχας ήταν ένοχοι το λιγότερο για τα εγκλήματα που οι ίδιοι ομολόγησαν. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, όπως επί παραδείγματι του Νικολάι Μπουχάριν, γνωρίζουμε πλέον ότι οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι εγκλημάτων τα οποία ουδέποτε ομολόγησαν. Έχουμε επίσης πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων που επιβεβαιώνουν ότι ο Τρότσκι συνεργάστηκε πράγματι με τη ναζιστική Γερμανία και την φασιστική Ιταλία, όπως κατηγορήθηκε στις Δίκες της Μόσχας.
-Ο ιταλός μαρξιστής Ντομένικο Λοζούρντο- που πέθανε φέτος- είχε γράψει ότι «υπάρχουν δυο κρίσιμα χρονικά σημεία που διαμόρφωσαν την σύγχρονη άποψη που υπάρχει για τον Στάλιν: η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου το 1947 και το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ». Συμφωνείτε με την εκτίμηση αυτήν;
Συμφωνώ με τον καθηγητή Λοζούρντο, ο θάνατος του οποίου αποτελεί μεγάλη απώλεια για όλους εμάς που ψάχνουμε την αλήθεια για την παγκόσμια ιστορία και την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα.
Κοιτώντας πίσω στο παρελθόν, ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Παρ’ όλα αυτά, για πολλούς εντός του κομμουνιστικού κινήματος, δεν έδειχνε αναπόφευκτος. Με το που ξεκίνησε, όλη η αντισταλινική αντικομμουνιστική προπαγάνδα μπήκε πολύ γρήγορα σε εφαρμογή.
-Πως εκτιμάτε την συνολική συμβολή του Ιωσήφ Στάλιν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Σοβιετική Ένωση;
Κάτω από την ηγεσία του Στάλιν στην Σοβιετική Ένωση οικοδομήθηκε η σοσιαλιστική κοινωνία. Ο φασισμός ηττήθηκε. Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα διέδωσε τη θεωρία του Μαρξισμού-Λενινισμού σε όλο τον κόσμο.
Ο ιμπεριαλισμός δέχθηκε θανάσιμο πλήγμα στο οποίο συνέβαλαν, με την αφοσιωμένη βοήθεια τους, μια σειρά κομμουνιστικά κόμματα. Ωστόσο, ο σοσιαλισμός της ΕΣΣΔ δεν εξελίχθηκε σταθερά προς την κατεύθυνση του κομμουνισμού, παρά το γεγονός ότι ακριβώς αυτό ήταν που ήθελε ο Στάλιν και που πίστευε πως θα συμβεί. Αντίθετα, την περίοδο του θανάτου του, στις 5 Μάρτη 1953, ο ίδιος ήταν πολιτικά απομονωμένος στην ηγεσία του ΚΚΣΕ.
Ο δρόμος προς τον κομμουνισμό εγκαταλείφθηκε. Ο Χρουστσόφ αντικατέστησε την ιδέα ότι η επανάσταση ήταν αναγκαία για την ανατροπή του καπιταλισμού με την λανθασμένη θεωρία του «ειρηνικού ανταγωνισμού» (σ.σ: ειρηνικής συνύπαρξης) με τον καπιταλισμό. Σύμφωνα μ’ αυτήν την θεωρία ήταν οι εκλογές, αντί της επανάστασης, που θα έφερναν τη νίκη του κομμουνισμού. Αυτό σήμαινε απόρριψη της εργατικής τάξης ως ηγέτιδας δύναμης της ιστορίας. Όμως η εργατική τάξη ήταν και συνεχίζει να είναι ικανή να παρεμποδίσει την καπιταλιστική παραγωγή και, στο βαθμό που είναι οργανωμένη από ένα επαναστατικό κόμμα, να κάνει την επανάσταση, να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να κατακτήσει την εξουσία.
Υπό την ηγεσία του Στάλιν η Σοβιετική Ένωση έκανε πράξη τη λενινιστική θεωρία του σοσιαλισμού.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η θεωρία του Λένιν και του Στάλιν για τον σοσιαλισμό δεν εμπεριείχε μοιραία λάθη. Από την έρευνα μου συμπεραίνω ότι η θεωρία των Λένιν-Στάλιν για τον σοσιαλισμό διατήρησε υπερβολικά πολλά στοιχεία της θεωρίας που αναπτύχθηκε από την Δεύτερη Σοσιαλιστική Διεθνή πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.
Από τη μια πλευρά, «σοσιαλισμός» σήμαινε ένα είδος καπιταλισμού με ισχυρό εργατικό κίνημα βασισμένο στα εργατικά συνδικάτα, αρκετά ισχυρό πολιτικά ώστε να αναγκάζει τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις να προβαίνουν σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις ώστε να γίνεται λιγότερο ανυπόφορη η ζωή των εργαζόμενων: υψηλότερη μισθοί και μια σειρά κοινωνικές παροχές. Από την άλλη πλευρά, ο «σοσιαλισμός» έφτασε στο σημείο να σημαίνει μια πλήρως βιομηχανοποιημένη κοινωνία στην οποία ο καπιταλισμός είχε ανατραπεί και η πολιτική εξουσία είχε περιέλθει στην εργατική τάξη μέσω του κομμουνιστικού κόμματος.
Η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είχε καταργηθεί. Τα σοβιέτ ήταν ο μηχανισμός που διοικούσε την κοινωνία προς όφελος της εργατικής τάξης. Οι εργάτες και οι αγρότες- όχι οι καπιταλιστές- ήταν οι προνομιούχοι. Αυτή είναι η λενινιστική θεωρία του σοσιαλισμού.
Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας, οι σχέσεις παραγωγής παρέμειναν αρκετά όμοιες με τις αντίστοιχες που επικρατούσαν επί καπιταλισμού. Το χρήμα συνέχιζε να καθορίζει την κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών. Ήταν βέβαια αδύνατο να συσσωρεύσει κάποιος προσωπικό πλούτο και οι εργάτες μαζί με τους αγρότες απολάμβαναν πολύ περισσότερες κοινωνικές παροχές και δικαιώματα σε σχέση με οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα.
Ωστόσο, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, η συνεχιζόμενη διαφοροποίηση μεταξύ πόλης και υπαίθρου, η διαφορά πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, συνέχιζαν να υπάρχουν. Αυτές οι αδυναμίες αποδείχθηκαν ισχυρότερες από την πολιτική θέληση να προχωρήσει μπροστά η προοπτική της πραγμάτωσης μιας κομμουνιστικής κοινωνίας.
* * *
-Εξήντα-πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Στάλιν, το όνομα του παραμένει στο επίκεντρο του αντικομμουνισμού. Η αστική ιστοριογραφία και οι πολιτικές δυνάμεις της αστικής τάξης συνεχίζουν την συκοφάντηση του, αποκαλώντας τον «δικτάτορα» και «αιμοσταγή τύραννο» που- όπως ισχυρίζονται- «σκότωσε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους». Γιατί οι αντικομμουνιστές εστιάζουν ακόμη και σήμερα τις επιθέσεις τους στον Στάλιν και ποιες είναι οι κύριες πηγές των ισχυρισμών τους;
Ο καθηγητής Grover Furr. |
Οι υπερασπιστές του καπιταλισμού χρειάζεται να παρουσιάσουν τον κομμουνισμό ως κάτι απαίσιο! Γι’ αυτό, εκτός απ’ το να κρύβουν την φρίκη του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, χρειάζονται έναν «μπαμπούλα» στον οποίο να εστιάζουν, χρησιμοποιώντας τον σαν την επιτομή των «κακών» του κομμουνισμού. Ο Στάλιν υπήρξε ο ηγέτης της ΕΣΣΔ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κατά την περίοδο των μεγαλύτερων τους θριάμβων και επομένως κατά την περίοδο της μεγαλύτερης απειλής ενάντια στον καπιταλισμό. Ως εκ τούτου, ο Στάλιν είναι φυσικό να αποτελεί στόχο σε κάθε περίπτωση.
Υπάρχουν, όμως, τουλάχιστον άλλοι δύο λόγοι. Ο πρώτος είναι ο Λέων Τρότσκι, ο οποίος είπε ψέματα για τον Στάλιν σε όλα όσα έγραψε από το 1928 έως τη δολοφονία του το 1940. Τα γραπτά του Τρότσκι, από το 1929 και έπειτα, αποτέλεσαν την πρώτη βασική πηγή ψεμάτων και συκοφαντιών ενάντια στον Στάλιν και την ΕΣΣΔ. Ο δεύτερος είναι ο Νικίτα Χρουστσόφ. Η «μυστική ομιλία» του στις 25 Φλεβάρη 1956 στο 20ο Συνέδριο [του ΚΚΣΕ] ήταν ένα ολέθριο πλήγμα για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Αποτέλεσε δε ένα ανεκτίμητο δώρο για τους αντικομμουνιστές όλου του κόσμου!
Έπειτα από το 22ο Συνέδριο του Κόμματος τον Οκτώβρη του 1961, όταν ο Χρουστσόφ και οι συνεργάτες του επιτέθηκαν ακόμη πιο άγρια στον Στάλιν, με ακόμη περισσότερα ψέματα, ο Χρουστσόφ και το ΚΚΣΕ στήριξαν την έκδοση εκατοντάδων βιβλίων και άρθρων που επιτίθονταν και ψευδολογούσαν ενάντια στον Στάλιν. Επίσης, υπό την αιγίδα του Χρουστσόφ, εκδόθηκαν εκατοντάδες βιβλία και άρθρα με επιθέσεις και ψέματα ενάντια στο Λαβρέντι Μπέρια, τη δολοφονία του οποίου οργάνωσε ο ίδιος ο Χρουστσόφ στις 26 Ιούνη 1953. Ο Μπέρια δεν είναι τόσο σημαντική φυσιογνωμία στην σοβιετική ιστορία όσο ο Στάλιν. Αλλά ο Χρουστσόφ και οι συνεργάτες του συκοφάντησαν τον Μπέρια το ίδιο αγρίως- αν όχι και περισσότερο- όπως έπραξαν με τον Στάλιν. Και αυτοί που είχαν υπάρξει πιο κοντά στον Στάλιν – οι Μόλοτοφ, Μαλένκοφ, Καγκανόβιτς- υποστήριξαν τον Χρουστσόφ σε αυτήν την αδίστακτη επίθεση εναντίον του, όπως και στην δολοφονία του Μπέρια.
Άμεσο αποτέλεσμα της αντισταλινικής εκστρατείας του Χρουστσόφ ήταν ο μισός περίπου αριθμός των κομμουνιστών διεθνώς- εκτός του σοσιαλιστικού μπλοκ – να εγκαταλείψουν τα κόμματα τους. Κάποιοι εξ’ αυτών πέρασαν κυριολεκτικά στο απέναντι πεζοδρόμιο και έγιναν μέλη τροτσκιστικών κομμάτων! Σε ότι αφορά τα ψέματα του Χρουστσόφ για τον Στάλιν και την Σοβιετική ιστορία, πρέπει να θυμόμαστε πως, την εποχή εκείνη, ελάχιστοι άνθρωποι αντιλήφθηκαν πραγματικά πως ήταν ψέματα. Κανείς δεν μπορούσε να αποδείξει ότι ήταν ψέματα, μιας και ο Χρουστσόφ ουδέποτε δημοσίευσε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Ούτε ο Χρουστσόφ, ούτε οι διάδοχοι του, επέτρεψαν την πρόσβαση – ακόμη και σε ιστορικούς του Κόμματος- σε βασικά ντοκουμέντα των αρχείων.
Οι ψευδολογίες του Χρουστσόφ και των εκατοντάδων γραφιάδων του έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από αντικομμουνιστές της Δύσης και αναδείχθηκαν σε βασική πηγή αντισταλινικών ψεμάτων για όλους τους αντικομμουνιστές συγγραφείς και «ακαδημαϊκούς» που ακολούθησαν, μέχρι και σήμερα. Κάποια απ’ τα σοβιετικά αντικομμουνιστικά έργα της εποχής του Χρουστσόφ δημοσιεύθηκαν στο δυτικό κόσμο και γνώρισαν ευρεία δημοσιότητα από τους καπιταλιστές. Ανάμεσα σε αυτούς τους συγγραφείς περιλαμβάνονται οι Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, Ρόι Μεντβέντεφ και Αλεξάντρ Νέκριτς.
Πολλά έργα δυτικών «ειδημόνων» περί της ΕΣΣΔ βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στις ψευδολογίες της χρουστσοφικής περιόδου. Σημαντικά παραδείγματα αυτών είναι τα έργα του Ρόμπερτ Κόνκουεστ και η βιογραφία του Μπουχάριν από τον αμερικανό ιστορικό Στίβεν Κοέν. Κατά την διάρκεια της ηγεσίας του Μπρέζνιεφ και των διαδόχων του, του Αντρόποφ και Τσερνιένκο, τα αντισταλινικά πονήματα και άρθρα σχεδόν εξαλείφθηκαν. Ο Μπρέζνιεφ και οι άλλοι σοβιετικοί ηγέτες αντιλήφθηκαν τη μεγάλη ζημιά που ο Χρουστσόφ – και τα εμπνευσμένα από τον Χρουστσόφ έργα – προκαλούσαν στην Σοβιετική Ένωση και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Είναι, όμως, σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτοί οι μετα-χρουστσοφικοί ηγέτες ουδέποτε αποκήρυξαν τα ψέματα του Χρουστσόφ για τον Στάλιν και την σταλινική περίοδο. Θα μπορούσαν να το έχουν πράξει. Τόσο οι ίδιοι, όσο και οι ερευνητές τους, είχαν πρόσβαση σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, σε όλο το αρχειακό υλικό. Ήξεραν, ασφαλώς, ότι ο Χρουστσόφ είχε πει ψέματα. Όμως δεν απέρριψαν κανένα από αυτά τα ψέματα.
Προκύπτει, λοιπόν, ένα ερώτημα: Γιατί ο Χρουστσόφ έκανε ότι έκανε;
Ανάμεσα στους λόγους είναι σίγουρα το γεγονός ότι ο Χρουστσόφ και η υπόλοιπη ηγεσία του Κόμματος είχε εγκαταλείψει την ιδέα του κομμουνισμού. Ήθελαν μια Σοβιετική Ένωση που να ήταν ισχυρή οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά. Δεν ήθελαν όμως να προχωρήσει η ΕΣΣΔ προς την κατεύθυνση μιας αληθινά κομμουνιστικής κοινωνίας.
Ο Στάλιν το ήθελε! Το πέρασμα στο επόμενο στάδιο [της σοσιαλιστικής οικοδόμησης] προς τον κομμουνισμό ήταν το θέμα του 19ου Συνεδρίου του Κόμματος το 1952. Πρόκειται για το ΜΟΝΑΔΙΚΟ κομματικό συνέδριο στην ιστορία της ΕΣΣΔ τα πρακτικά του οποίου ουδέποτε δημοσιεύθηκαν. Υπάρχουν πολλά περισσότερα που μπορούν να ειπωθούν για την προώθηση, εκ μέρους του Στάλιν, της κομμουνιστικής προοπτικής, όπως και για τις αποτυχημένες απόπειρες περαιτέρω εκδημοκρατισμού της Σοβιετικής Ένωσης, όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αναλυθεί στο πλαίσιο μιας συνέντευξης.
Ένα χρόνο και πλέον από τότε που έγινε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ξεκίνησε μια εκστρατεία ψεμάτων και συκοφαντιών για τον Στάλιν και ευρύτερα για την σοβιετική ιστορία που έκανε ακόμη και την αντίστοιχη καμπάνια του 1962-1964 επί Χρουστσόφ να μοιάζει μετριοπαθής!
Για άλλη μια φορά, εκατοντάδες βιβλία και χιλιάδες άρθρα γράφτηκαν, επιτιθέμενα στον Στάλιν, παρουσιάζοντας την ΕΣΣΔ της σταλινικής περιόδου ως πεδίο τερατωδών εγκλημάτων και τον ίδιο τον Στάλιν ως αρχιεγκληματία. Και πάλι δεν υπήρχαν αποδείξεις, μονάχα επανάληψη των ψεμάτων της περιόδου του Χρουστσόφ αλλά και ανακάλυψη κι’ άλλων ψευδολογιών.
Αυτή η αντισταλινική, αντικομμουνιστική επίθεση βοήθησε ιδεολογικά στο να στρωθεί ο δρόμος για την επιστροφή στον καπιταλισμό και την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Διότι, άπαξ και έχεις εγκαταλείψει τον προλεταριακό διεθνισμό, σε τι χρειάζεται ένα πολυεθνικό, πολυφυλετικό κράτος όπως η ΕΣΣΔ;
Τα ψέματα επί εποχής Χρουστσόφ και Γκορμπατσόφ αναφορικά με τον Στάλιν και την σταλινική περίοδο αποτελούν τη βασική πηγή της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας σε όλο τον κόσμο.
Πρόκειται για ψευδολογίες πολύ χρήσιμες για τους καπιταλιστές και τους αντικομμουνιστές για την συκοφάντηση του κομμουνισμού. Τόσο χρήσιμες που είναι αδύνατο για έναν ιστορικό να βρει δουλειά ως καθηγητής σοβιετικής ιστορίας εάν δεν αποδέχεται ως αλήθειες τα αντικομμουνιστικά ψέματα της περιόδου του Χρουστσόφ και του Γκορμπατσόφ.
Για παράδειγμα, είναι απαγορευμένο να δηλώνεις ότι ο Χρουστσόφ είπε ψέματα στη «μυστική ομιλία» του, παρ’ ότι οι ακαδημαϊκοί ερευνητές της σοβιετικής ιστορίας γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο Χρουστσόφ ψεύδονταν. Αλλά το να το παραδεχτείς ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του είπαν ψέματα – όπως είπαν ο Γκορμπατσόφ και οι δικοί του συνεργάτες – είναι σα να γκρεμίζεις και να απορρίπτεις όλη την αντικομμουνιστική ιστοριογραφία τουλάχιστον τριών γενεών «ακαδημαϊκών». Αυτό απαγορεύεται.
Αυτά τα ψέματα ήταν και συνεχίζουν να είναι εξαιρετικά χρήσιμα για τους αντικομμουνιστές και τους καπιταλιστές ώστε να τα εγκαταλείψουν!
Φυσικά και ο Τρότσκι είπε ψέματα. Ελάχιστοι του έδωσαν σημασία μέχρι τη «μυστική ομιλία» του Χρουστσόφ. Τότε, ο Τρότσκι έμοιαζε σαν «προφήτης», ως «ο μόνος αληθινός κομμουνιστής», όπως ο ίδιος και οι οπαδοί του πάντοτε ισχυρίζονταν. Μετά την ομιλία Χρουστσόφ ο τροτσκισμός ξαναγεννήθηκε. Ο τροτσκισμός μπορεί να συνεχίζει να υπάρχει διαδίδοντας αντισταλινικά και αντικομμουνιστικά ψεύδη!
Γι’ αυτό σήμερα οι τροτσκιστές προωθούν όλα τα αντισταλινικά ψέματα – αυτά του Τρότσκι, του Χρουστσόφ και των συγγραφέων της περιόδου του, των δυτικών αντικομμουνιστών όπως ο Κόνκουεστ, ο Ρόμπερτ Τάκερ και τόσων άλλων, του Γκορμπατσόφ, των μετασοβιετικών αντικομμουνιστών ψευδολόγων όπως οι Όλεγκ Χλεβνιούκ, Γιοργκ Μπαμπερόφσκι, Νίκολας Γουέρθ, Ανδρέα Γρατσιόζι και Τίμοθι Σνάϊντερ που είναι ιδιαίτερα γνωστοί στην Ευρώπη.
Ο τροτσκισμός διαθέτει κάποιο κύρος σε ανθρώπους που βλέπουν μέσα από το μαρξισμό και τον κομμουνισμό την απελευθέρωση από τον καπιταλισμό, αλλά που έχουν εμποτιστεί βαθιά από τα αντισταλινικά ψέματα που προωθούνται παντού από το 1956. Επομένως, ο τροτσκισμός αποτελεί μια σημαντική δύναμη, η οποία ωστόσο βασίζεται εξ’ ολοκλήρου σε ψεύδη. Πρόκειται για ένα είδος «δόγματος». Καμία κριτική δεν επιτρέπεται για τον «μεγάλο ηγέτη».
Ένα εύλογο συμπέρασμα είναι ότι κανένας αντικομμουνιστής, από τον Τρότσκι και τον Χρουστσόφ μέχρι τους πιο διαβασμένους, σύγχρονους «ειδικούς» του αντικομμουνισμού, δε μπορεί να αποδείξει ούτε ένα πραγματικό έγκλημα που να διέπραξε ο Στάλιν. Διότι δεν υπήρξε κανένα!
Το λέω αυτό με σιγουριά διότι, εάν υπήρχαν τέτοια εγκλήματα, οι αφοσιωμένοι αυτοί αντικομμουνιστές ακαδημαϊκοί θα τα είχαν σίγουρα αποκαλύψει και δημοσιοποιήσει σε όλο τον κόσμο.
Δεν έχουν βρει όμως κανένα αληθινό έγκλημα! Γι’ αυτό και αναγκάζονται να πουν ψέματα, να επινοήσουν πράγματα, να πλαστογραφήσουν…
-Ένα από τα πλέον συνηθισμένα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται ενάντια στον Στάλιν είναι ότι «σύναψε συμμαχία με την χιτλερική Γερμανία», με το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη-επίθεσης Ρίμπεντροπ-Μολότοφ που υπογράφτηκε στις 23 Αυγούστου 1939. Αυτός ο ισχυρισμός αποτελεί έναν από τους πυλώνες της αντιδραστικής θεωρίας «των δύο άκρων» που επιχειρεί την εξίσωση του κομμουνισμού με το ναζισμό και το φασισμό. Ποια είναι η ιστορική αλήθεια για το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ;
Όλα αυτά τα αναλύω με όλα τα σχετικά ντοκουμέντα στα κεφάλαια 7 και 8 του βιβλίου μου “Blood Lies”. Η ΕΣΣΔ επιχείρησε να δημιουργήσει μια συμμαχία – μια αμοιβαία αμυντική συμφωνία ενάντια στη ναζιστική Γερμανία – με τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και την Πολωνία.
Οι διαπραγματεύσεις κορυφώθηκαν τον Αύγουστο του 1939, όταν βρετανοί και γάλλοι απεσταλμένοι βρέθηκαν στη Μόσχα για συνομιλίες. Ωστόσο, οι απεσταλμένοι-εκπρόσωποι της Βρετανίας και της Γαλλίας δεν είχαν δικαιοδοσία να υπογράψουν οποιαδήποτε συμφωνία. Η πολωνική κυβέρνηση αρνήθηκε ακόμη και να σκεφτεί το ενδεχόμενο να επιτρέψει την παρουσία σοβιετικών δυνάμεων στο έδαφος της.
Ήταν επομένως ξεκάθαρο στους σοβιετικούς ότι η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία δεν ήθελαν πραγματικά μια συμφωνία συλλογικής ασφάλειας που θα τις δέσμευε να αντεπιτεθούν στη ναζιστική Γερμανία σε περίπτωση που οι γερμανοί επιτίθονταν πρώτοι σε οποιαδήποτε απ’ αυτές τις χώρες (η Πολωνία ήταν ο πιο προφανής στόχος της Γερμανίας).
Η Βρετανία και η Γαλλία χρησιμοποιούσαν τις συνομιλίες ώστε να πιέσουν τη Γερμανία, με την οποία ήθελαν πράγματι να κάνουν κάποια συμφωνία.
Αυτή τους η στάση ήταν συνεπής με τη διπλωματία που ασκούσαν τα προηγούμενα χρόνια, ιδιαίτερα με την συμφωνία του Μονάχου, με την οποία Βρετανία και Γαλλία παρέδωσαν τμήμα της Τσεχοσλοβακίας στον Χίτλερ χωρίς καν να ρωτήσουν την τσέχικη κυβέρνηση. Οι βρετανοί και οι γάλλοι ήθελαν να ενθαρρύνουν τον Χίτλερ να επιτεθεί στην ΕΣΣΔ.
Αλλά αυτό σήμαινε πως θα άφηναν τη Γερμανία να υποτάξει την Πολωνία, μιας και η Γερμανία δεν είχε σύνορα με την ΕΣΣΔ. Και αυτό ήταν που στην πραγματικότητα η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία έπραξαν.
Υπέγραψαν αμοιβαίο αμυντικό σύμφωνο με την Πολωνία αλλά αρνήθηκαν να επιτεθούν στη Γερμανία ακόμη κι’ όταν η Πολωνία είχε ηττηθεί κατά κράτος τις πρώτες μέρες μετά τη γερμανική εισβολή.
Όταν το πολωνικό κράτος κατέρρευσε, ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε την ανατολική Πολωνία. Όμως, η «ανατολική Πολωνία» αποτελούσε τμήμα της σοβιετικής Ρωσίας μέχρι που η ιμπεριαλιστική πολωνική κυβέρνηση το άρπαξε δια της βίας στον Ρωσο-Πολωνικό πόλεμο του 1919-1921.
Οι πολωνοί ουδέποτε ήταν πλειοψηφία στην περιοχή εκείνη. Ακόμη και το μετασοσιαλιστικό αντιδραστικό καθεστώς της Πολωνίας ουδέποτε έχει διεκδικήσει τα εδάφη αυτά μέχρι σήμερα.
Το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ δεν συνιστούσε «συμμαχία». Ήταν ένα σύμφωνο μη-επίθεσης μεταξύ της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας. Περιελάμβανε μια απόρρητη ρήτρα στην οποία ο Χίτλερ αναγνώριζε την σοβιετική δικαιοδοσία στο ανατολικό τμήμα της Πολωνίας, τις χώρες της Βαλτικής και την Φινλανδία. Αυτή η ρήτρα κρατούσε τα γερμανικά στρατεύματα εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τα σοβιετικά σύνορα. Όταν ο Χίτλερ επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ αυτή η επιπλέον απόσταση που ο γερμανικός στρατός είχε να διασχίσει, συνέβαλε στο να αποσοβηθεί η κατάληψη και η καταστροφή της Μόσχας και του Λένινγκραντ.
-Είναι γνωστό ότι έχετε ερευνήσει εκτενώς την υπόθεση της «σφαγής του Κατίν» η οποία σύμφωνα με την αστική ιστοριογραφία ήταν ενα έγκλημα που διέπραξε η Σοβιετική Ένωση. Σε επίσημη ανακοίνωση που εξέδωσε τον Απρίλη του 1990 η κυβέρνηση Γκορμπατσόφ εξέφρασε την «ειλικρινή της θλίψη για την τραγωδία του Κατίν», αποκαλώντας την «ένα από τα χειρότερα εγκλήματα του σταλινισμού». Ένας αριθμός «αποχαρακτηρισθέντων» ρωσικών κρατικών εγγράφων έχουν παρουσιαστεί ως απόδειξη της- υποτιθέμενης- ενοχής του Στάλιν για τη μαζική σφαγή στο Κατίν. Κάνοντας μια σύνοψη των ευρημάτων της έρευνας σας, ποιος είναι ο πραγματικός ένοχος για το έγκλημα στο Κατίν και ποια είναι τα σημεία-κλειδιά της υπόθεσης;
Οι γερμανοί σκότωσαν τους πολωνούς. Τα αποδεικτικά στοιχεία δεν αφήνουν περιθώριο για κανένα άλλο συμπέρασμα.
Στα τέλη του 1991, ο Γκορμπατσόφ παρέδωσε στο Γέλτσιν τα έγγραφα που αναφέρατε, τα οποία είναι γνωστά ως «Κλειστό Πακέτο 1». Αυτά τα ντοκουμέντα, εάν ήταν αληθινά, θα αποδείκνυαν την σοβιετική ενοχή στην σφαγή του Κατίν.
Ωστόσο, το 2010, το μέλος της Δούμα, βουλευτής του ΚΚ της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βίκτορ Ιλιούχιν παρουσίασε δημοσίως ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία τα έγγραφα του «Κλειστού Πακέτου 1» ήταν πλαστογραφημένα.
Το 2012, σε έκθεση ενός πολωνού αρχαιολόγου, όπου συνοψίζονται τα ευρήματα κοινής πολωνο-ουκρανικής ανασκαφής σε τοποθεσία μαζικών εκτελέσεων στο Βολιντίμιρ-Βολίνσκι (Ουκρανία), αναφέρεται ότι βρέθηκε σε μαζικό τάφο το διακριτικό σήμα ενός πολωνού αστυνομικού. Ο εν λόγω αστυνομικός είναι ένας απ’ τους πολωνούς που φέρονται να δολοφονήθηκαν από τους σοβιετικούς την άνοιξη του 1940 και να τάφηκαν κοντά στο Τβερ (τέως Καλίνιν), εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.
Ένα χρόνο πριν τη δημοσιοποίηση της αυτής της έκθεσης, το διακριτικό ενός άλλου πολωνού αστυνομικού – που επίσης υποτίθεται πως δολοφονήθηκε από τους σοβιετικούς στο Τβερ την άνοιξη του ’40 – είχε επίσης βρεθεί στον ίδιο μαζικό τάφο.
Το θέμα συζητήθηκε στα πολωνικά και ουκρανικά ΜΜΕ, αν και η ανακάλυψη αυτή είχε παραληφθεί από το πόρισμα του πολωνού αρχαιολόγου. Η πολωνική έκθεση σημείωνε επίσης ότι τα θύματα του μαζικού τάφου είχαν αδιαμφισβήτητα δολοφονηθεί από τους γερμανούς του 1941. Ωστόσο, στο σχετικό πόρισμα των ουκρανών αρχαιολόγων δεν αναφέρονταν ούτε η εύρεση των δύο [αστυνομικών] διακριτικών που ανήκαν σε υποτιθέμενα θύματα του Κατίν, ούτε τα ευρήματα που αποδείκνυαν ότι οι άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί από τους γερμανούς.
Ενας δε ουκρανός αρχαιολόγος δήλωσε πως ήταν λάθος του πολωνού συναδέλφου του να αναφέρει τα σχετικά ευρήματα, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να «εγείρει αμφιβολίες» για την σφαγή στο Κατίν.
Το 2013 δημοσίευσα σχετικό άρθρο για τις ανακαλύψεις αυτές που, από μόνες τις, εγείρουν σοβαρότατες αμφιβολίες για τα περί σοβιετικής ενοχής στο Κατίν. Ήξερα όμως ότι έπρεπε να ψάξω περισσότερο την υπόθεση. Μεταξύ 2015 και 2018 διεξήγαγα μεγάλης κλίμακας έρευνα για την υπόθεση Κατίν. Αποφάσισα να προσεγγίσω το Κατίν ως μυστήριο, χωρίς κάποια προκατάληψη σχετικά με το ποια πλευρά – γερμανοί ή σοβιετικοί – είναι ένοχη. Στο βιβλίο μου “The Mystery of the Katyn Massacre: The Evidence, The Solution”, που δημοσιεύθηκε τον Ιούλη του 2018, αναφέρω όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που πιθανότατα δε μπορούν να αμφισβητηθούν.
Το αποτέλεσμα είναι ολοφάνερο, όσο και απρόσμενο. ΌΛΑ τα αδιαμφισβήτητα έγκυρα αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν γερμανική ενοχή. ΚΑΝΕΝΑ απ’ αυτά δεν συνηγορεί ως προς την ενοχή των σοβιετικών.
Ασφαλώς, αυτό το συμπέρασμα δεν είναι «αποδεκτό», αποτελεί «ταμπού». Έχω ήδη γίνει δέκτης πάρα πολλών παρενοχλήσεων από πολωνούς εθνικιστές αλλά και από ακαδημαϊκούς ειδικούς στον τομέα της σοβιετικής ιστορίας. Θεωρείται απλώς αδιανόητο να συμπεραίνει κάποιος πως οι σοβιετικοί δεν ήταν ένοχοι και… ποιος νοιάστηκε για αποδείξεις!
Η σφαγή του Κατίν, λοιπόν, που υποτίθεται πως είναι το πλέον καλά τεκμηριωμένο «έγκλημα του Στάλιν» είναι ένα ψέμα!
-Αστοί ιστορικοί θεωρούν τις «Δίκες της Μόσχας» ως σκευωρίες με στόχο την ενοχοποίηση αθώων κατηγορούμενων και πως ο Στάλιν κατασκεύασε τις κατηγορίες. Ποια είναι η αλήθεια; Ήταν πράγματι οι κατηγορούμενοι (τροτσκιστές, ζινοβιεφικοί, «μπλοκ των δεξιών», κλπ) αθώοι;
Δεν έχει υπάρξει, ουδέποτε, καμία απόδειξη ότι οι Δίκες της Μόσχας, όπως και η υπόθεση Τουχατσέφσκι τον Ιούνη του 1937, ήταν «σκευωρίες» και πως οι κατηγορούμενοι βασανίστηκαν, απειλήθηκαν, κλπ, ώστε να προβούν σε ψευδείς ομολογίες.
Στα πρώτα 12 κεφάλαια του βιβλίου μου Trotsky’s Amalgams (2015) εξετάζω και διασταυρώνω όσες περισσότερες δηλώσεις των κατηγορούμενων μπόρεσα. Νωρίτερα φέτος δημοσίευσα μια επικαιροποιημένη έκδοση της έρευνας αυτής ως ξεχωριστό βιβλίο (The Moscow Trials As Evidence).
Έχουμε συντριπτικές αποδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι στις Δίκες της Μόσχας ήταν ένοχοι το λιγότερο για τα εγκλήματα που οι ίδιοι ομολόγησαν. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, όπως επί παραδείγματι του Νικολάι Μπουχάριν, γνωρίζουμε πλέον ότι οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι εγκλημάτων τα οποία ουδέποτε ομολόγησαν. Έχουμε επίσης πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων που επιβεβαιώνουν ότι ο Τρότσκι συνεργάστηκε πράγματι με τη ναζιστική Γερμανία και την φασιστική Ιταλία, όπως κατηγορήθηκε στις Δίκες της Μόσχας.
-Ο ιταλός μαρξιστής Ντομένικο Λοζούρντο- που πέθανε φέτος- είχε γράψει ότι «υπάρχουν δυο κρίσιμα χρονικά σημεία που διαμόρφωσαν την σύγχρονη άποψη που υπάρχει για τον Στάλιν: η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου το 1947 και το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ». Συμφωνείτε με την εκτίμηση αυτήν;
Συμφωνώ με τον καθηγητή Λοζούρντο, ο θάνατος του οποίου αποτελεί μεγάλη απώλεια για όλους εμάς που ψάχνουμε την αλήθεια για την παγκόσμια ιστορία και την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα.
Κοιτώντας πίσω στο παρελθόν, ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Παρ’ όλα αυτά, για πολλούς εντός του κομμουνιστικού κινήματος, δεν έδειχνε αναπόφευκτος. Με το που ξεκίνησε, όλη η αντισταλινική αντικομμουνιστική προπαγάνδα μπήκε πολύ γρήγορα σε εφαρμογή.
-Πως εκτιμάτε την συνολική συμβολή του Ιωσήφ Στάλιν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Σοβιετική Ένωση;
Κάτω από την ηγεσία του Στάλιν στην Σοβιετική Ένωση οικοδομήθηκε η σοσιαλιστική κοινωνία. Ο φασισμός ηττήθηκε. Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα διέδωσε τη θεωρία του Μαρξισμού-Λενινισμού σε όλο τον κόσμο.
Ο ιμπεριαλισμός δέχθηκε θανάσιμο πλήγμα στο οποίο συνέβαλαν, με την αφοσιωμένη βοήθεια τους, μια σειρά κομμουνιστικά κόμματα. Ωστόσο, ο σοσιαλισμός της ΕΣΣΔ δεν εξελίχθηκε σταθερά προς την κατεύθυνση του κομμουνισμού, παρά το γεγονός ότι ακριβώς αυτό ήταν που ήθελε ο Στάλιν και που πίστευε πως θα συμβεί. Αντίθετα, την περίοδο του θανάτου του, στις 5 Μάρτη 1953, ο ίδιος ήταν πολιτικά απομονωμένος στην ηγεσία του ΚΚΣΕ.
Ο δρόμος προς τον κομμουνισμό εγκαταλείφθηκε. Ο Χρουστσόφ αντικατέστησε την ιδέα ότι η επανάσταση ήταν αναγκαία για την ανατροπή του καπιταλισμού με την λανθασμένη θεωρία του «ειρηνικού ανταγωνισμού» (σ.σ: ειρηνικής συνύπαρξης) με τον καπιταλισμό. Σύμφωνα μ’ αυτήν την θεωρία ήταν οι εκλογές, αντί της επανάστασης, που θα έφερναν τη νίκη του κομμουνισμού. Αυτό σήμαινε απόρριψη της εργατικής τάξης ως ηγέτιδας δύναμης της ιστορίας. Όμως η εργατική τάξη ήταν και συνεχίζει να είναι ικανή να παρεμποδίσει την καπιταλιστική παραγωγή και, στο βαθμό που είναι οργανωμένη από ένα επαναστατικό κόμμα, να κάνει την επανάσταση, να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να κατακτήσει την εξουσία.
Υπό την ηγεσία του Στάλιν η Σοβιετική Ένωση έκανε πράξη τη λενινιστική θεωρία του σοσιαλισμού.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η θεωρία του Λένιν και του Στάλιν για τον σοσιαλισμό δεν εμπεριείχε μοιραία λάθη. Από την έρευνα μου συμπεραίνω ότι η θεωρία των Λένιν-Στάλιν για τον σοσιαλισμό διατήρησε υπερβολικά πολλά στοιχεία της θεωρίας που αναπτύχθηκε από την Δεύτερη Σοσιαλιστική Διεθνή πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.
Από τη μια πλευρά, «σοσιαλισμός» σήμαινε ένα είδος καπιταλισμού με ισχυρό εργατικό κίνημα βασισμένο στα εργατικά συνδικάτα, αρκετά ισχυρό πολιτικά ώστε να αναγκάζει τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις να προβαίνουν σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις ώστε να γίνεται λιγότερο ανυπόφορη η ζωή των εργαζόμενων: υψηλότερη μισθοί και μια σειρά κοινωνικές παροχές. Από την άλλη πλευρά, ο «σοσιαλισμός» έφτασε στο σημείο να σημαίνει μια πλήρως βιομηχανοποιημένη κοινωνία στην οποία ο καπιταλισμός είχε ανατραπεί και η πολιτική εξουσία είχε περιέλθει στην εργατική τάξη μέσω του κομμουνιστικού κόμματος.
Η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είχε καταργηθεί. Τα σοβιέτ ήταν ο μηχανισμός που διοικούσε την κοινωνία προς όφελος της εργατικής τάξης. Οι εργάτες και οι αγρότες- όχι οι καπιταλιστές- ήταν οι προνομιούχοι. Αυτή είναι η λενινιστική θεωρία του σοσιαλισμού.
Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας, οι σχέσεις παραγωγής παρέμειναν αρκετά όμοιες με τις αντίστοιχες που επικρατούσαν επί καπιταλισμού. Το χρήμα συνέχιζε να καθορίζει την κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών. Ήταν βέβαια αδύνατο να συσσωρεύσει κάποιος προσωπικό πλούτο και οι εργάτες μαζί με τους αγρότες απολάμβαναν πολύ περισσότερες κοινωνικές παροχές και δικαιώματα σε σχέση με οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα.
Ωστόσο, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, η συνεχιζόμενη διαφοροποίηση μεταξύ πόλης και υπαίθρου, η διαφορά πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, συνέχιζαν να υπάρχουν. Αυτές οι αδυναμίες αποδείχθηκαν ισχυρότερες από την πολιτική θέληση να προχωρήσει μπροστά η προοπτική της πραγμάτωσης μιας κομμουνιστικής κοινωνίας.
Η ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης την περίοδο του Στάλιν είναι μια μεγάλη αποθήκη μαθημάτων, ένα «βιβλίο» το οποίο μπορούμε και πρέπει να μελετήσουμε, ώστε να αντλήσουμε μαθήματα, τόσο θετικά όσο και αρνητικά, για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα του 20ου αιώνα.
Πρέπει να διδαχθούμε από όσα σωστά και ηρωικά έκαναν οι σοβιετικοί και – υπό την ηγεσία αυτών- η Κομιντέρν, προς την κατεύθυνση της κομμουνιστικής προοπτικής. Όπως πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε όσα λάθη έγιναν τα οποία σταδιακά απομάκρυναν την Σοβιετική Ένωση και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα από την ανάπτυξη του κομμουνισμού, οδηγώντας πίσω στον ληστρικό καπιταλισμό.Χάρη στις κοσμοϊστορικές προσπάθειες των κομμουνιστών του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ηγεσίας του Στάλιν, μπορούμε να μελετήσουμε αυτήν την εκπληκτική κληρονομιά. Στηριζόμενοι στους ώμους γιγάντων μπορούμε να δούμε μακρύτερα απ’ όσο μπόρεσαν αυτοί, χάρη στην εμπειρία που μας παρείχαν, προς την κατεύθυνση του κομμουνιστικού μέλλοντος της ισότητας και της ελευθερίας για το οποίο η ανθρωπότητα πασχίζει.
____________________________________________________________________________
Νίκος Μόττας
*******************
Οι εμφάσεις-υπογραμμίσεις στις απαντήσεις του καθηγητή, απ' το blog: Viva La Revolucion
Δες Ακόμη:
Η βαθιά αντιλαϊκή πολιτική των αστικών κυβερνήσεων που ακολούθησαν τη νίκη της αντεπανάστασης, από την διεφθαρμένη κυβέρνηση Γέλτσιν μέχρι την σημερινή του Βλαντιμίρ Πούτιν, οδηγεί ολοένα και περισσότερους εργαζόμενους να αναλογιστούν τι είχαν και τι έχασαν, βλέποντας κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών να διαλύονται, τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους να κυριαρχούν, τα εισοδήματα της λαϊκής οικογένειας να μειώνονται. Τελικά, αποδεικνύεται στην πράξη ότι ο καπιταλιστικός παράδεισος που τους έταζαν ήταν μια απάτη.
Έτσι, η νοσταλγία για την Σοβιετική Ένωση αυξάνεται το τελευταίο διάστημα, όπως έδειξε δημοσκόπηση που διενήργησε το ανεξάρτητο ερευνητικό κέντρο Levada-Centr, η οποία διαπίστωσε ότι το ποσοστό των Ρώσων που λυπούνται για την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, φθάνει σήμερα το 66%, και είναι το μεγαλύτερο που καταγράφηκε την τελευταία δεκαετία. Το 2017 το ποσοστό των Ρώσων που εξέφραζαν την λύπη τους για την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης έφθανε το 58% , ενώ επί δέκα συνεχή χρόνια δεν είχε υπερβεί το 61%. Το μεγαλύτερο ρεκόρ είχε καταγραφεί το 2000, όταν το 75% των Ρώσων εξέφραζε την λύπη του για την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν ακριβώς η χρονιά που ανελάμβανε τα ηνία της εξουσίας ο Βλαντίμιρ Πούτιν.
(...)
Η τάση της αυξανόμενης νοσταλγίας για την Σοβιετική Ένωση είναι όλο και πιο αισθητή, δηλώνει η κοινωνιολόγος Καρίνα Πιπία του Levada-Centr, η οποία επισημαίνει ότι αφορμή για την ενίσχυση αυτών των διαθέσεων, υπήρξε η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, που ανακοίνωσε πέρυσι η ρωσική κυβέρνηση και η οποία προβλέπει την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης.
Ο πολιτειολόγος Αλεξέι Μακάρκιν, δηλώνει ότι όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση, πίστευαν ότι η οικονομία θα έπαιζε με την μία ή την άλλη μορφή σημαντικό ρόλο στην ανασυγκρότηση της, γι αυτό και αντιμετώπιζαν την διάλυση της με ηρεμία, «αλλά τώρα έχουν πεισθεί ότι αυτό δεν θα συμβεί».
Δες Ακόμη:
Η βαθιά αντιλαϊκή πολιτική των αστικών κυβερνήσεων που ακολούθησαν τη νίκη της αντεπανάστασης, από την διεφθαρμένη κυβέρνηση Γέλτσιν μέχρι την σημερινή του Βλαντιμίρ Πούτιν, οδηγεί ολοένα και περισσότερους εργαζόμενους να αναλογιστούν τι είχαν και τι έχασαν, βλέποντας κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών να διαλύονται, τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους να κυριαρχούν, τα εισοδήματα της λαϊκής οικογένειας να μειώνονται. Τελικά, αποδεικνύεται στην πράξη ότι ο καπιταλιστικός παράδεισος που τους έταζαν ήταν μια απάτη.
Έτσι, η νοσταλγία για την Σοβιετική Ένωση αυξάνεται το τελευταίο διάστημα, όπως έδειξε δημοσκόπηση που διενήργησε το ανεξάρτητο ερευνητικό κέντρο Levada-Centr, η οποία διαπίστωσε ότι το ποσοστό των Ρώσων που λυπούνται για την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, φθάνει σήμερα το 66%, και είναι το μεγαλύτερο που καταγράφηκε την τελευταία δεκαετία. Το 2017 το ποσοστό των Ρώσων που εξέφραζαν την λύπη τους για την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης έφθανε το 58% , ενώ επί δέκα συνεχή χρόνια δεν είχε υπερβεί το 61%. Το μεγαλύτερο ρεκόρ είχε καταγραφεί το 2000, όταν το 75% των Ρώσων εξέφραζε την λύπη του για την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν ακριβώς η χρονιά που ανελάμβανε τα ηνία της εξουσίας ο Βλαντίμιρ Πούτιν.
(...)
Η τάση της αυξανόμενης νοσταλγίας για την Σοβιετική Ένωση είναι όλο και πιο αισθητή, δηλώνει η κοινωνιολόγος Καρίνα Πιπία του Levada-Centr, η οποία επισημαίνει ότι αφορμή για την ενίσχυση αυτών των διαθέσεων, υπήρξε η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, που ανακοίνωσε πέρυσι η ρωσική κυβέρνηση και η οποία προβλέπει την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης.
Ο πολιτειολόγος Αλεξέι Μακάρκιν, δηλώνει ότι όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση, πίστευαν ότι η οικονομία θα έπαιζε με την μία ή την άλλη μορφή σημαντικό ρόλο στην ανασυγκρότηση της, γι αυτό και αντιμετώπιζαν την διάλυση της με ηρεμία, «αλλά τώρα έχουν πεισθεί ότι αυτό δεν θα συμβεί».
Ο Μακάρκιν εντοπίζει δύο παράγοντες, που συνέβαλλαν στην ενίσχυση των νοσταλγικών διαθέσεων για την Σοβιετική Ένωση και των συναισθημάτων λύπης για την διάλυση της.
«Αρχικά υπήρξε η αίσθηση ότι οι διαμαρτυρίες στην πλατεία Μαϊντάν είναι ένα προσωρινό φαινόμενο, μετά εμφανίσθηκαν τα γεγονότα της Νοβορωσίας (ανατολική Ουκρανία), αλλά τώρα έχουν αντιληφθεί ότι η Ουκρανία δεν θα επιστρέψει και αφού δεν θα επιτρέψει, δεν θα υπάρξει επιστροφή και για τα υπόλοιπα. Όλα αυτά εκτρέφουν τις νοσταλγικές διαθέσεις για την Σοβιετική Ένωση. Ο δεύτερος παράγοντας εμφανίστηκε φέτος. Εξαιτίας τη μεταρρύθμισης στο συνταξιοδοτικό, ο κόσμος άρχισε και πάλι να εξιδανικεύει την Σοβιετική Ένωση όπου έβγαιναν νωρίς σε σύνταξη και με τα λεφτά εκείνα μπορούσαν κάπως να ζήσουν».
Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος δεν ήταν τόσο ένα σοκ για τον κόσμο, όσο μια ένδειξη αποσύνθεσης του κοινωνικού κράτους, με το οποίο συνδέεται η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης, επισημαίνει ο Μακάρκιν.