Σαν σήμερα πριν από 74 ακριβώς χρόνια ξημέρωνε η «Ματωμένη Κυριακή» της 3ης του Δεκέμβρη 1944. Δεν είχαν περάσει ούτε δυο μήνες από την απελευθέρωση της πρωτεύουσας από τους Γερμανούς και ο λαός της Αθήνας αιματοκυλίστηκε από το νέο κατακτητή. Δυο μέρες νωρίτερα είχε προηγηθεί το ιταμό τελεσίγραφο του στρατηγού Σκόμπι και της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου για το μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ.
Όσα έγιναν τον Δεκέμβρη είχαν προσχεδιαστεί από εκείνους που εμφανίζονταν σαν «απελευθερωτές». Ήδη από τις 22/9/1944, ο Γεώργιος Παπανδρέου, τηλεγραφούσε στον Τσόρτσιλ τα εξής:
«Δεν γνωρίζω τους λόγους διά την απουσία της Βρετανίας. Μόνον η άμεσος παρουσία εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και ως τας τουρκικάς ακτάς θα ήτο δυνατό να μεταβάλει την κατάστασιν». Η κατάσταση που ήθελαν να «μεταβληθεί» ήταν να κλείσει ο δρόμος που είχε ανοίξει με το μεγαλειώδες ΕΑΜικό κίνημα προς μια Ελλάδα της λαικής αναδημιουργίας. Πώς θα γινόταν αυτό: «Την 21ην Αυγούστου 1944 συνηντήθην εις την Ρώμην με τον Βρετανόν Πρωθυπουργόν. Και όταν μου έθεσε το ερώτημα, ποια είναι η πολιτική μου, απήντησα: «Εξοπλισμός του Κράτους. Αφοπλισμός του ΕΑΜ» (από την επιστολή του Γεωργίου Παπανδρέου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» στις 2 Μάρτη 1948).
Όσο μεγαλειώδης ήταν η ΕΑΜική αντίσταση, τόσο μεγάλο έπρεπε να είναι και το έγκλημα που διαπράχτηκε εναντίον της. Αποφάσισαν να χτυπήσουν απροκάλυπτα. Η ειρηνική διαδήλωση της Αθήνας, αφού πρώτα απαγορεύτηκε, το συλλαλητήριο που τα αιτήματά του δεν ήταν παρά η ομαλότητα, η κατοχύρωση των λαϊκών ελευθεριών μέσω άμεσης διεξαγωγής δημοψηφίσματος και η προετοιμασία διενέργειας ελεύθερων εκλογών, πνίγηκε στο αίμα: 24 νεκροί, 160 τραυματίες.
Οι Εγγλέζοι με 60.000 στρατό και σε συνεργασία με τους δοσίλογους της Κατοχής, ο Τσόρτσιλ μαζί με τους χωροφυλάκους και με το ανδρείκελό του, τον Γεώργιο Παπανδρέου, έστρεψαν τα τανκς εναντίον των εκατοντάδων χιλιάδων αμάχων που διαδήλωναν στο Σύνταγμα.
Την επόμενη μέρα, στις 4 Δεκέμβρη, στο ίδιο σημείο που την προηγούμενη είχαν διαπραχθεί οι δολοφονίες, χιλιάδες λαού συγκεντρώθηκαν ψάλλοντας το «Πένθιμο Εμβατήριο» και συνοδεύοντας τους νεκρούς τους. Το πανό που ξεδιπλώθηκε υπενθύμιζε τη δοκιμασμένη από την ζωντανή περίοδο της Κατοχής αλήθεια: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα — ΕΑΜ». Τα εγγλέζικα βόλια, σε συνεργασία με τους χτεσινούς συνεργάτες των Γερμανών, ξαναχτυπούν. Νέοι νεκροί…
Μέχρι εκείνες τις μέρες οι δολοφόνοι εμφανίζονταν σαν «δημοκράτες», σαν «απελευθερωτές». Στις 3 και 4 Δεκέμβρη του ’44 οι μάσκες έπεσαν. Οι δολοφόνοι, οι Εγγλέζοι «σύμμαχοι» και οι εγχώριοι πραιτοριανοί τους, δήλωσαν με τον πιο εγκληματικό τρόπο την απόφασή τους να περάσουν νέες αλυσίδες στον λαό, να συντρίψουν το ΕΑΜικό κίνημα, να ναρκοθετήσουν την παλλαϊκή απαίτηση για δημοκρατική αναδημιουργία της Ελλάδας.
Έτσι ξεκίνησε το νέο μεγαλειώδες κεφάλαιο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, με το λαό να διαλέγει τα όπλα κόντρα στις αλυσίδες, σε μια πάλη άνιση και ηρωική, που κράτησε 33 μέρες απέναντι σε μια «πολιτισμένη» αυτοκρατορία που βομβάρδιζε από εδάφους και αέρος πυκνοκατοικημένες περιοχές, ανεξάρτητα από υλικές ζημιές ή θανάτους αμάχων. Μέχρι εκείνες τις μέρες οι δολοφόνοι εμφανίζονταν σαν «δημοκράτες», σαν «απελευθερωτές». Στις 3 και 4 Δεκέμβρη του ’44 οι μάσκες έπεσαν. Οι δολοφόνοι, οι Εγγλέζοι «σύμμαχοι» και οι εγχώριοι πραιτοριανοί τους, δήλωσαν με τον πιο εγκληματικό τρόπο την απόφασή τους να περάσουν νέες αλυσίδες στον λαό, να συντρίψουν το ΕΑΜικό κίνημα, να ναρκοθετήσουν την παλλαϊκή απαίτηση για δημοκρατική αναδημιουργία της Ελλάδας.
Για δεκαετίες η απάντηση στην ερώτηση «τι έγινε το Δεκέμβρη;» υπήρξε ασφαλής τρόπος για να χωρίζει η ήρα από το στάρι. Ανάλογα με τη «διήγηση» μπορούσες να διακρίνεις πότε μιλούσε η δουλοφροσύνη και πότε η αξιοπρέπεια. Ανάλογα με την απάντηση ερχόταν στην επιφάνεια το νήμα που συνέδεε τους μαυραγορίτες του χτες με τους μετέπειτα «κατσαπλιάδες», τους γερμανοτσολιάδες του τότε με τους κατοπινούς «αμερικανοτσολιάδες».
Ο Δεκέμβρης σηματοδότησε την αρχή μιας ιστορικής περιόδου που περιλαμβάνει τα πάντα: Σελίδες τιμής, σελίδες χρέους, σελίδες τραγωδίας. Αποτελεί σημείο ορόσημο από το οποίο είναι αναγκασμένος να περάσει κανείς για να φτάσει στον Εμφύλιο, στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και στις αμερικανικές βόμβες ναπάλμ του Βαν Φλιτ, στο ανθρώπινο μεγαλείο στα Μακρονήσια και στο «όχι» στις δηλώσεις μετανοίας, στον εξευτελισμό των στρατοδικών μέσα στα ίδια τους τα στρατοδικεία έως το «ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – Πολυτεχνείο» των μεταπολιτευτικών χρόνων.
Οι μάχες του Δεκέμβρη έληξαν με νικητές και ηττημένους. Το έπαθλο των πρώτων η εξουσία. Το έπαθλο των δεύτερων οι φυλακές, οι εξορίες, οι εκτελέσεις, τα βασανιστήρια. Οι δεύτεροι, αυτοί που ηττήθηκαν στρατιωτικά, ισχυρίζονται ότι κατόρθωσαν κάτι περισσότερο από τους νικητές: Ότι υπέστησαν μια από τις «νικηφόρες» εκείνες ήττες που στην Ιστορία μόνο ένας ηττημένος που έχει το δίκιο με το μέρος του μπορεί να κατακτήσει. Νίκη όπως εκείνη των ηττημένων δημοκρατικών ταξιαρχιών της Ισπανίας, νίκη όπως εκείνη των ηττημένων της παρισινής κομμούνας: Νίκη ηθική, νίκη ιδεολογική έναντι των νικητών αντιπάλων τους! Συμφωνούμε…
Ένα ερώτημα που συνήθιζε να επανέρχεται για δεκαετίες μετά τον Δεκέμβρη ήταν τούτο: Ναι αλλά «αν» τότε νικούσαν οι ηττημένοι και «αν» έχαναν οι νικητές, τι θα γινόταν; Που θα βρισκόταν σήμερα η Ελλάδα;
Η απάντηση από τα ανιστόρητα θρασίμια του συστήματος, με πρώτους και καλύτερους τους «πρώην» αριστερούς και νυν γενίτσαρους, είναι γνωστή: «Αλβανία θα είχαμε γίνει», «θα πεινάγαμε», «δεν θα είχαμε ελευθερία», «θα είχαμε καταρρεύσει όπως οι άλλοι και οι γυναίκες μας θα είχαν γίνει πουτάνες»…
Φυσικά η Ιστορία δεν γράφεται με «αν». Γι’ αυτό για εμάς δεν έχει σημασία να μπούμε στο φανταστικό σενάριο τι θα είχε γίνει «αν». Για εμάς έχει μεγάλη σημασία να σταθούμε στο πραγματικό σενάριο που γράφτηκε με βάση τα όσα πραγματικά έγιναν.
Η απάντηση στο ερώτηση αν τότε νικούσαμε εμείς, όχι μόνο ηθικά αλλά και πολιτικά, αν νικούσαμε όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και στρατιωτικά, είναι αυτή:
- Επειδή τότε νίκησαν αυτοί που νίκησαν και επειδή ακριβώς χάσαμε εμείς, επειδή ο λαός έχασε, γι’ αυτό η Ελλάδα, που μέσα στην Κατοχή «το ΕΑΜ την έσωσε από την πείνα», έφτασε να πεινάει μετά τον Εμφύλιο και να στέλνει τα παιδιά της μετανάστες για ένα κομμάτι ψωμί.
- Επειδή χάσαμε εμείς, επειδή έχασε ο λαός, και επειδή νίκησαν αυτοί, γι’ αυτό η Ελλάδα, από την πρωτόγνωρη λευτεριά και δημοκρατία του Βουνού, πέρασε στη βία, στη νοθεία, στα πραξικοπήματα και στις χούντες.
- Επειδή νίκησαν αυτοί και επειδή χάσαμε εμείς, επειδή έχασε ο λαός, γι’ αυτό η Ελλάδα από έμβλημα της αντάρτισσας χειραφετημένης γυναίκας έγινε για δεκαετίες η «Τρούμπα» του αμερικάνικου στόλου.
Αυτή είναι η αλήθεια που την έγραψε με το αίμα του ο ανθός του ελληνικού λαού: Ναι, αν είχαμε νικήσει εμείς, η Ελλάδα θα είχε κερδίσει. Ο λαός της θα είχε κερδίσει.